ΟΙ ΒΕΡΓΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΟΙ ΒΕΡΓΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
9. ΒΕΡΟΙΑ
9.6. Οι εξελίξεις στη Βέροια και την περιοχή της μετά το 1912 και η μεταναστευτική έξοδος προς τη Ρουμανία

Αναμνηστική φωτογραφία που απεικονίζει την οικογένεια του Βασίλη Τσιβίκη και της Μαρίας Γκόσκινου, στη Νότια Δοβρουτσά, το 1936.Το 1914, δύο χρόνια μετά την απελευθέρωση, και σύμφωνα με αρχειακή πηγή, κατά τη θερινή περίοδο, βλάχικοι πληθυσμοί κατοικούσαν στους εξής ορεινούς οικισμούς γύρω από τη Βέροια: Άνω Βέρμιο, Κάτω Βέρμιο, Μαρούσια, Ξηρολίβαδο, Μικρή Σάντα, Καστανιά, Κωστοχώρι, Καράτσαλι (;) και Ελαφίνα.[1] Μαζί με αυτούς τους βλάχικους οικισμούς θα πρέπει να συνυπολογίσουμε την Κουμαριά, το Στενήμαχο, τη Νάουσα και τη Βέροια, όπου κατοικούσαν Βλάχοι καθόλη τη διάρκεια του χρόνου. Στα χρόνια που ακολούθησαν την απελευθέρωση, η ρουμανίζουσα ομάδα των Βεργιάνων Βλάχων ήταν ελεύθερη να συνεχίσει τη δράση της, λόγω ειδικών διπλωματικών χειρισμών του Βενιζέλου στο πλαίσιο της Συνθήκης του Βουκουρεστίου το 1913.[2] Οι βλάχικες, και όχι ρουμανικές κοινότητες, που είχαν σκοπίμως αναγνωρίσει οι οθωμανικές αρχές με τον περίφημο σουλτανικό ιραδέ του 1905, μετατράπηκαν με τη συγκατάθεση του επίσημου ελληνικού κράτους ουσιαστικά σε ρουμανικές κοινότητες. Οι χειρισμοί του Βενιζέλου δεν είχαν την καθολική υποστήριξη των τότε πολιτικών παραγόντων της χώρας και κατηγορήθηκε πως με τους χειρισμούς του δημιουργούσε ένα ανύπαρκτο ζήτημα. Είναι ενδεικτικό πως ο πρώην υπουργός εξωτερικών Στέφανος Δραγούμης που μόλις είχε διοριστεί στη θέση του Γενικού Διοικητή Μακεδονίας παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας.[3] Οι διπλωματικές εξελίξεις του 1913 οδήγησαν σε σύγχυση των καταστάσεων και φαίνεται πως προβλημάτισαν ιδιαίτερα εκείνους τους Βεργιάνους Βλάχους, που την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα συνεργάστηκαν στενά με την ελληνική παράταξη και είχαν θύματα στις οικογένειες τους από τη δράση των ρουμανιζόντων. Βλέποντας τους αντιπάλους τους να δικαιώνονται, κατά κάποιον τρόπο, από το ίδιο το ελληνικό κράτος, αισθάνθηκαν πως ο αγώνας τους προδόθηκε. Τους ήταν αδύνατον να κατανοήσουν πως επιτράπηκε η συνέχιση της λειτουργίας των ρουμανικών σχολείων και της δράσης της ρουμανικής προπαγάνδας. Είναι προφανές πως αντέδρασαν και δημιούργησαν κάποιες προστριβές με τους ρουμανίζοντες. Έτσι, ο τότε μητροπολίτης Βέροιας παρουσιάζεται να τους πίεσε να υποχωρήσουν και να κατανοήσουν πως η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η αναγνώριση των ρουμανιζόντων κοινοτήτων οφείλονταν σε λόγους εθνικού συμφέροντος και δεν αποτελούσε προδοσία τους.[4] Ωστόσο, έχοντας βιώσει τα τεράστια και τραγικά, πολλές φορές, αποτελέσματα του διχασμού των κοινοτήτων τους από τη δράση της προπαγάνδας, οι Βλάχοι θεώρησαν τον ίδιο το Βενιζέλο ως κύριο υπεύθυνο της διαιώνισης του προβλήματος. Όποιο και αν ήταν τελικά το συλλογικό εθνικό συμφέρον για το οποίο θυσιάστηκαν οι Βλάχοι, οι κοινωνίες τους συνέχισαν να βιώνουν τα αποτελέσματα αυτών των χειρισμών για τρεις ακόμη δεκαετίες. Αυτή την περίοδο ακούστηκε για πρώτη φορά η περίφημη βλάχικη κατάρα για το Βενιζέλου, "φόκλου τσπίρα σ'λου αρντά Βενιζέλου", "η φωτιά να κάψει και να φάει το Βενιζέλο", που δεν είχε να κάνει μόνο με (α) την αναγνώριση των διασπαστικών ρουμανικών κοινοτήτων, αλλά και με (β) την κομματική - πολιτική αδιαφορία για την τύχη των Βλάχων προσφύγων από την Πελαγονία, (γ) τις οικονομικές επιπτώσεις από την άφιξη και την αποκατάσταση των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής και με (δ) τη συγκατάθεσή του για την ομαδική μεταναστευτική έξοδο ορισμένων Βλάχων προς τη Ρουμανία.[5]

                 Στα 1923, η Βέροια θεωρούταν πια κέντρο διάδοσης της ρουμανικής γλώσσας και των ρουμανικών ιδεών όχι μόνο ανάμεσα στους Βλάχους της περιοχής, αλλά και στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο. Σύμφωνα με έκθεση του τότε γενικού επιθεωρητή της εκπαιδευτικής περιφέρειας της Βέροιας, το βλάχικο στοιχείο της περιοχής παρουσίαζε "σωματικόν οργανισμόν ακμαίο και πλήρη υγείας, ενδιαφερόταν πολύ για τη μόρφωση των παιδιών του". Εκείνη τη χρονιά 270 βλαχόπουλα φοιτούσαν στα ελληνικά σχολεία της πόλης και 600 στα ρουμανικά. Το ρουμανικό κράτος συντηρούσε στην πόλη εξατάξιο δημοτικό σχολείο αρρένων, εξατάξιο δημοτικό σχολείο θηλέων και νηπιαγωγείο. Έξω από τη Βέροια ρουμανικό σχολείο φέρεται να λειτουργούσε τότε μόνο στην Κουμαριά. Καθώς το ελληνικό γυμνάσιο της πόλης υστερούσε κατά πολύ από το ρουμανικό γυμνάσιο - εμπορική σχολή της Θεσσαλονίκης, 40 περίπου βλαχόπουλα από τη Βέροια και την περιοχή της φοιτούσαν στο ρουμανικό γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης και μόνο 5 περίπου στο ελληνικό γυμνάσιο της Βέροιας. Σε αντιστάθμισμα της τακτικής που ακολουθούσε η προπαγάνδα για τη στρατολόγηση των βλαχόπουλων και για την προσέλκυσή τους στο ελληνικό γυμνάσιο πρότεινε:

         "1) ατελή εγγραφή, 2) διδακτικά βιβλία δωρεάν υπό σχολικής επιτροπής, 3) ποικίλα δώρα οίον εκλεκτά βιβλία, ενδύματα κ.λ.π. και κυβερνητική χορήγηση δια τους τυχόν απόρους, 4) δαψιλείς υποτροφίαι εις ικανό αριθμό τοιούτων βλαχοφώνων μαθητών, 5) διάκρισιν βαθμολογίας επί το επιεικέστερον των μαθητών τούτων. Σημαντικότερο δε μέτρο, ίσως υπέρτερον πάντων των ανωτέρω κρίνω την ανύψωσιν του γυμνασίου Βερροίας εις περιωπήν προτύπως λειτουργούντος σχολείου".

Χαρακτηριστική είναι και η συλλογικότερη εκτίμησή του για τους Βλάχους της περιοχής:

         "Οι ρουμανίζοντες εκ των Βλαχοφώνων, αν και ολίγοι και ιδίως εν τη περιοχή Βεροίας, αποτελούσι κοινότητα ουχί ευκαταφρόνητον ενισχυόμενοι δια σχολείων και όλων των άλλων μέσων προπαγάνδας και μισούν παν το ελληνικόν. Όλως αντιθέτως προς αυτούς οι ελληνίζοντες Βλαχόφωνοι, αν και ούτε περί των σχολείων, ούτε περί της καθόλου πνευματικής αυτών αναδείξεως ελήφθη φροντίς, εργάζονται ως αληθείς Έλληνες και αποτελούν εθνική δύναμιν. Δεν έπεται όμως εκ τούτου ότι δια τους δευτέρους δεν είναι επιβεβλημένη η κρατική πρόνοια και υποστήριξις ιδίως ό,τι αφορά την εκπαίδευσιν αυτών".[6]

                 Toν Απρίλιο του 1925, ο τότε ρουμανίζων ιερέας Δημήτριος Πάντσης, συνάντησε στο δρόμο και χαιρέτησε όπως έπρεπε τον τότε μητροπολίτη Βεροίας Σωφρόνιο Σταμούλη. Όταν ο ιερέας συστήθηκε στο μητροπολίτη, αυτός φέρεται να του μίλησε άσχημα, λέγοντας του, "φύγε κατηραμένε, φύγε αφορισμένε, δεν είσαι ορθόδοξος". Το γεγονός θεωρήθηκε προσβλητικό από τη ρουμανίζουσα κοινότητα της πόλης, η οποία στη συνέχεια έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στο ρουμανικό προξενείο της Θεσσαλονίκης.[7] Ανάλογα επεισόδια άνευ ουσίας φαίνεται πως ήταν συχνά στην πόλη και κάποιες φορές ακόμη και οι γραικομάνοι Βλάχοι υπήρξαν θύματα διακρίσεων. Οι τοπικοί ρουμανίζοντες παράγοντες και οι ρουμανικές διπλωματικές αρχές φρόντιζαν πάντα να εκμεταλλεύονται τα όποια επεισόδια.

                 Μετά το 1922, οι ανάγκες για την αποκατάσταση των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής και της ανταλλαγής των πληθυσμών με την Τουρκία και τη Βουλγαρία, είχαν ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της οικονομίας των Βεργιάνων Βλάχων, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία εξακολουθούσαν να ζουν ή να εξαρτώνται από την κτηνοτροφία. Οι ακαλλιέργητες χορτολιβαδικές εκτάσεις των παραδοσιακών χειμαδιών τους στους κάμπους της Ημαθίας και της Πιερίας δόθηκαν αναγκαστικά για την αποκατάσταση των προσφύγων και των γηγενών ακτημόνων, παραβλέποντας όμως τις ανάγκες των νομαδοκτηνοτρόφων της περιοχής, Βλάχων και μη. Τα μεγάλα τσελιγκάτα των Βεργιάνων Βλάχων διασπάστηκαν και σταδιακά διαλύθηκαν. Για τους μεγαλοτσελιγκάδες αυτό σήμαινε μεγάλες οικονομικές ζημίες και την πτώση του κύρους τους. Όμως για τους υποτακτικούς των μεγαλοτσελιγκάδων και για τους μικρούς σμίκτες και τις οικογένειες τους αυτό σήμαινε οικονομική εξαθλίωση. Οι απλές και φτωχές οικογένειες των Βλάχων αντιμετώπισαν τότε σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης. Έπρεπε να στραφούν σε νέες και άγνωστες για αυτούς παραγωγικές δραστηριότητες, όπως τη γεωργία. Λίγοι ήταν αυτοί που επωφελήθηκαν τότε από την  αγροτική μεταρρύθμιση, που επιβλήθηκε εκ των πραγμάτων, και οι οποίοι απέκτησαν  αγροτικούς κλήρους και στράφηκαν προς τη γεωργία. Και αυτό, όχι μόνο λόγω της παραδοσιακής αποστροφής προς τη γεωργία, αλλά και λόγω του αποκλεισμού τους από την παροχή κλήρων, καθώς προτεραιότητα αγροτικής αποκατάστασης είχαν οι παραδοσιακοί καλλιεργητές, πρόσφυγες ή γηγενείς, και όχι οι νομαδοκτηνοτρόφοι.[8]

                 Τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα σε θέματα κρατικής μέριμνας και περίθαλψης. Η κατάσταση στην εκπαίδευση, στην υγεία και στη δημόσια ασφάλεια παρέμενε στάσιμη όπως πριν το 1912. Σε μερικές περιπτώσεις η κατάσταση της εκπαίδευσης ήταν τόσο άθλια, ώστε ακόμη και γραικομάνοι Βλάχοι, που δεν έτρεφαν την παραμικρή συμπάθεια προς τη Ρουμανία, προκειμένου να μείνουν τα παιδιά τους αγράμματα, τα έστελναν στα ρουμανικά σχολεία, λόγω των αδυναμιών της ελληνικής εκπαίδευσης. Ακόμη και στις περιπτώσεις που λειτουργούσαν ελληνικά σχολεία, οι οικονομικές και υλικές παροχές των ρουμανικών σχολείων προσέλκυαν ένα σημαντικό ποσοστό σε αυτά.[9]

 Κάτω από αυτές τις συνθήκες και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '30, σημειώθηκαν οι ομαδικές μεταναστευτικές έξοδοι προς τη Ρουμανία. Αυτή η εξέλιξη παρουσιάζεται να επιβεβαιώνει την άποψη πως, σε τελική ανάλυση, οι πολιτικοί ιθύνοντες στο Βουκουρέστι αντιμετώπιζαν τους Βλάχους ως αντικείμενο ή ως μοχλό συνδιαλλαγής, μέσα στις ραγδαίες βαλκανικές εξελίξεις και ανακατατάξεις, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Οι έξοδοι έρχονται να επαληθεύσουν τα προφητικά λόγια του Κωνσταντίνου Νικολαϊδη ο οποίος,  ήδη το 1909, έγραψε πως για τη Ρουμανία:

“...πρωτεύει η γνωστή ήδη μελετωμένη συνεννόησις προς την Βουλγαρία περί ανταλλαγής του βορειοανατολικού τμήματος ταύτης (Νότια Δοβρουτσά) αντί των διεσπαρμένων εν τη Ελληνική Χερσονήσω Κουτσοβλάχων.”[10]

 

Πουθενά αλλού στην Ελλάδα οι μεταναστευτικοί έξοδοι προς τη Ρουμανία δεν πήραν τόσο σοβαρή διάσταση, όσο ανάμεσα στους Βλάχους της Κεντρικής Μακεδονίας και ιδιαίτερα ανάμεσα στους νομαδοκτηνοτρόφους, που είδαν να διαγράφεται ένα αβέβαιο και δύσκολο μέλλον για αυτούς. Ενδεικτικό του τοπικού χαρακτήρα της μεταναστευτικής εξόδου προς τη Ρουμανία είναι το γεγονός πως δε σημειώθηκαν τότε ανάλογες ομαδικές μεταναστεύσεις από τα μητροπολιτικά ημινομαδικά βλαχοχώρια των Γρεβενών, και αυτό γιατί η αποκατάσταση προσφύγων στη Θεσσαλία δε φαίνεται να επηρέασε τόσο σοβαρά τα δικά τους παραδοσιακά χειμαδιά και την οικονομία τους. Σύμφωνα μάλιστα με ζωντανές μέχρι και σήμερα παραδόσεις, αλλά και στοιχεία αρχειακών πηγών, είχαν την προνοητικότητα να εξετάσουν και να ελέγξουν προσεκτικά τις προτάσεις και τις συνθήκες για τη μετανάστευση και την αποκατάσταση στη Δοβρουτσά.[11] Ιδιαίτερα αδιάφοροι απέναντι σε αυτές τις προτάσεις στάθηκαν οι κάτοικοι βλάχικων κοινοτήτων και εγκαταστάσεων με εμποροβιοτεχνικό - "αστικό" προσανατολισμό. Ωστόσο, οι επιπτώσεις από τον ανταγωνισμό για τη χρήση της γης ανάμεσα στους νομαδοκτηνοτρόφους Βλάχους και τους καλλιεργητές πρόσφυγες στην Κεντρική Μακεδονία αποτέλεσαν περισσότερο μια προβαλλόμενη επίφαση καθώς πίσω από αυτή κρύβονταν και άλλες εξίσου ή περισσότερο σοβαρές  αιτίες. Είναι σαφές πως υπήρξαν και άλλοι παράγοντες που υποκίνησαν ή που ενίσχυσαν αυτή τη μεταναστευτική τάση: 1. Η ανάγκη της Ρουμανίας να εποικίσει την περιοχή της Νότιας Δοβρουτσάς, που είχε αποκτήσει σε βάρος της Βουλγαρίας το 1913. 2. Η δράση Βλάχων καιροσκόπων και κερδοσκόπων, που στόχευαν σε προσωπικά οικονομικά οφέλη, κυρίως από την εκποίηση των περιουσιών αυτών που έφευγαν. 3. Η αδιαφορία, αν όχι η συγκατάβαση των ελληνικών αρχών, που παρουσιάζονται να διευκόλυναν τη μεταναστευτική κίνηση. Πόσοι ήταν οι Βεργιάνοι Βλάχοι που έφυγαν αυτή την περίοδο για τη Ρουμανία είναι δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια. Σύμφωνα με ζωντανές μέχρι και σήμερα αναμνήσεις ίσως το 30% με 35% της δημογραφικής δύναμής τους, ποσοστά που αναλογούσαν σε λιγότερες από 500 συνολικά οικογένειες που αναχώρησαν εκποιώντας τις όποιες περιουσίες τους.[12]

 Είναι σίγουρο πως η μετανάστευσή τους δεν αποτέλεσε μια αυθόρμητη εκδήλωση. Υπήρξε προϊόν μεθοδευμένων προσπαθειών ορισμένων ηγετικών προσώπων των ρουμανιζόντων από τις περιοχές της Βέροιας και της Έδεσσας, οι οποίοι φέρονται να πρωτοστάτησαν. Το θέμα άρχισε να συζητιέται από το 1923 και πήρε μια πιο θεσμοθετημένη μορφή σε συνέλευση αυτών των προσώπων που οργανώθηκε στη Βέροια στις 30 Νοεμβρίου 1924.[13] Τα μέλη της επιτροπής που εξέλεξε η συνέλευση ανέλαβαν να έρθουν σε επαφή τόσο με τις ελληνικές όσο και με τις ρουμανικές κρατικές και διπλωματικές αρχές στην Αθήνα και το Βουκουρέστι με σκοπό την οργάνωση της μετανάστευσης και της αποκατάστασης στη Νότια Δοβρουτσά.[14] Πρωταγωνιστής της όλης προσπάθειας υπήρξε ο ρουμανοδάσκαλος Γεώργιος Τσέλιος από το Άνω Γραμματικό. Την αντιπροσώπευση των ρουμανιζόντων της Βέροιας ανέλαβε ο Στέργιος Χατζηγώγος, αποκατεστημένος ήδη στη Ρουμανία. Σύμφωνα με αρχειακές πηγές ο Σ. Χατζηγώγος δεν κινούνταν έχοντας ως μόνο σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων των λιγότερο προνομιούχων, παράλληλα είναι σίγουρο πως επεδίωκε την ικανοποίηση προσωπικών συμφερόντων. Το πλέον σημαντικό από αυτά ήταν η πώληση προς το ελληνικό δημόσιο των τσιφλικιών της οικογένειας Χατζηγώγου στη Δοβρά, το Τουρκοχώρι, τον Αϊγιάννη και την Τσαρκόβιανη.[15]

 Στην πλειοψηφίας τους οι μετανάστες, εκτός από τα φανατικά στελέχη της προπαγάνδας, ήταν εξαθλιωμένες οικογένειες ακτημόνων κτηνοτρόφων, απόκληρων των τσελιγκάτων που πίστευαν, αλλά μάλλον δεν επαληθεύτηκαν, πως στη Δοβρουτσά θα έβρισκαν τη Γη της Επαγγελίας. Το ανθρώπινο δράμα της διάσπασης των οικογενειών υπήρξε μεγάλο. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που δεν άφησαν πίσω τους αγαπημένα πρόσωπα και συγγενείς που δεν είδαν ποτέ ξανά. Είναι βέβαιο πως ανάμεσα στους μετανάστες υπήρχαν και οικογένειες που υπήρξαν παραδοσιακά γραικομάνικες ή οικογένειες που δεν είχαν καμία συμμετοχή στη δράση της προπαγάνδας. Αποτελούσαν μέρος των περίπου 2.000 με 2.500 βλάχικων οικογενειών από την Ελλάδα που την περίοδο του μεσοπολέμου (1925 - 1936) αναχώρησαν μέσω Θεσσαλονίκης και Καβάλας για το λιμάνι της Κωστάντζα στη Μαύρη Θάλασσα.[16] Οι ομάδες των Βεργιάνων Βλάχων ταξίδεψαν μαζί με ομάδες προερχόμενες από τους γειτονικούς αρβανιτοβλάχικους οικισμούς και τα βλαχοχώρια της περιοχής των Μογλενών και αποκαταστάθηκαν μαζί τους στις νέες τους εστίες.[17] Ήδη από τις αρχές του 1926 έφταναν πληροφορίες πως οι συνθήκες αποκατάστασης και διαβίωσης στη Νότια Δοβρουτσά, δεν ήταν οι ιδανικότερες. Παρά τις υποσχέσεις, οι μετανάστες που είχαν ήδη αναχωρήσει δεν έλαβαν το ποσό των 50.000 δραχμών ανά οικογένεια ως βοήθημα του ρουμανικού κράτους για την πρώτη εγκατάσταση, παρά μονάχα γη. Επιπλέον, έπρεπε να καταβάλλουν το αντίτιμο των 1.500 δραχμών για το εισιτήριο και άλλες 1.000 δραχμές για τα έξοδα του ταξιδιού στα μέλη της επιτροπής (Γ. Τσέλιος και λοιποί), που οργάνωνε τη μετανάστευση.[18] Πέρα από τις πρακτικές δυσκολίες, τις ανάγκες προσαρμογής προς το νέο περιβάλλον και την αλλαγή  βιοπορισμού που επιβαλλόταν, οι μετανάστες - έποικοι βρέθηκαν αντιμέτωποι και με ένα βουλγαρικό αντάρτικο. Η βουλγαρική αλυτρωτική κίνηση στην περιοχή επεδίωκε την παρενόχληση και αποτροπή της  αποκατάστασης των εποίκων και εξελικτικά την επιστροφή των εδαφών στη Βουλγαρία. Αρκετοί μάλιστα επιχείρησαν να επιστρέψουν, όμως η επιστροφή ήταν πρακτικά αδύνατη λόγω των συμφωνιών. Αυτοί που έφευγαν οργανωμένα έχαναν αυτόματα την ελληνική υπηκοότητα. Για μια σύντομη περίοδο μετά το 1929 η Ρουμανία ανέστειλε την αποδοχή περισσότερων μεταναστών. Σταδιακά, μέσα στη δεκαετία του `30, η μεταναστευτική έξοδος περιορίστηκε και τελικά σταμάτησε οριστικά. Παράλληλα βελτιώνονται οι συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα και οι Βεργιάνοι Βλάχοι προσάρμοσαν την οικονομία τους στις νέες συνθήκες. Αυτοί που μετανάστευσαν δε ρίζωσαν οριστικά στις νέες τους εστίες. Το 1940, με τη Συνθήκη της Κραϊόβας και με παρέμβαση της Γερμανίας, η Ρουμανία επέστρεψε τελικά τη Νότια Δοβρουτσά στη Βουλγαρία και οι Βλάχοι μετανάστες - έποικοι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν και πάλι κατευθυνόμενοι κυρίως σε πόλεις και χωριά της Βόρειας Δοβρουτσάς.[19] Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν τότε στην πόλη της Κωστάντζας και το γειτονικό χωριό Τεκιργκιόλ.

 Αν και με αυτή τη μεταναστευτική έξοδο φαίνεται πως έφυγαν από τη Βέροια και την περιοχή της αρκετοί από τους φανατικούς οπαδούς της προπαγάνδας, οι εντάσεις δεν αποφεύχθηκαν ολοκληρωτικά. Το 1932, η δολοφονία ενός φερόμενου ως ρουμανίζοντα στρατιώτη της πόλης που είχε επιστρέψει στην Ελλάδα μετά τις σπουδές του στη Ρουμανία, η δίκη που ακολούθησε και η ένταση που δημιουργήθηκε παραλίγο να οδηγήσουν σε διπλωματικό επεισόδιο ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Ρουμανία. Ως κατηγορούμενοι παρουσιάζονταν δύο άλλοι ρουμανίζοντες, που φέρονταν να σκότωσαν το θύμα γιατί μιλούσε αρνητικά για τη Ρουμανία και τη μετανάστευση των Βλάχων σε αυτή. Στη δίκη αυτή ακούστηκαν πολλά για την ιστορική εξέλιξη και τη δράση της προπαγάνδας. Το πιο ενδεικτικό στοιχείο είναι η πληροφορία πως η Ρουμανία επιχορηγούσε τότε τη ρουμανική κοινότητα της Βέροιας με το τεράστιο ποσό, για τα δεδομένα της εποχής, των 40.000.000 λέι. Ωστόσο, εκείνη την περίοδο οι δύο χώρες ήταν αποφασισμένες να αποφύγουν οποιουσδήποτε σκοπέλους στις σχέσεις τους και τα γεγονότα της δίκης γρήγορα ξεχάστηκαν.[20]

 


[1] Κολτσίδας, σελ.550.

[2] Αβέρωφ-Τοσίτσας, Ευάγγελος, "Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος", Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων, Ίδρυμα Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, Τρίκαλα 1992.

[3] Για τους ελληνικούς διπλωματικούς χειρισμούς σε σχέση με τους Βλάχους βλέπε: Gardikas-Katsiadakis, Helen, "Greece and the Balkan Imbroglio. Greek foreign policy, 1911-1913", Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων 55, Αthens 1995, σελ.43, 218-221, 239, 252, 254, 261-262, 265-266.

[4] Διβάνη, Λένα, "Ελλάδα και Μειονότητες. Το σύστημα διεθνούς προστασίας της Κοινωνίας των Εθνών", Νεφέλη, Αθήνα 1995, σελ.98.

[5] Έξαρχος, Γιώργης, "Αυτοί είναι οι Βλάχοι", Γαβριηλίδης, Αθήνα 1994, σελ.115. Christodoulou, Christos K., "The Manakis brothers, the greek pioneers of the balkan cinema", Organization for the Cultural Capital of Europe Thessaloniki 1997, σελ.36.

[6] Λουκάτος, Σπύρος Δημ., "Πολιτειογραφία της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης, κατά την αυγή της δευτέρας από την απελευθέρωση της, 1923, Μέρος Α', Υποδιοικήσεις: Βερροίας-Θεσσαλονίκης-Κατερίνης", Ελληνική επιτροπή σπουδών Ν.Α. Ευρώπης-Κέντρο Σπουδών Ν.Α. Ευρώπης 21, Αθήνα 1987, σελ.35, 38, 96-97, 116-121, 127-128.

[7] Γ.Δ.Μ., Φ.108. Αναφορές Γ' Σώματος Στρατού, Υπολογαχός Λεωνίδας Βελτσίδης προς την 5η Μεραρχία Δυτικής Μακεδονίας Γραφείο 2ο, 6 Απριλίου 1925. Αν κρίνουμε από το γεγονός πως τη συγκεκριμένη ενημερωτική επιστολή έστειλε ο Λ. Βελτσίδης, - μέλος της άρχουσας τοπικής κοινωνίας και μοσχοπολίτικης καταγωγής - τότε η στάση της τοπικής εκκλησίας θα πρέπει να θεωρηθεί πως συνέχιζε να δυναμιτίζει την αντιπαράθεση.

[8] Α.Γ.Β.-Α.Φ.Δ., Φ.36.3/εγγ.28, Η Ανωτέρα Δ/σις Χωροφυλακής Μακεδονία προς το Αρχηγείον Χωροφυλακής (Τμήμα Ειδικής Ασφάλεια), ο Ανώτερος Διοικητής συντ/χης Β. Κολοκοτρώνης, Εν Θεσσαλονίκη τη 30 Νοεμβρίου 1932, αρ.πρ.41/7/32. Καραβίδας, Κ.Δ., "Αγροτικά", φωτογραφική ανατύπωση από την έκδοση του 1931, Εκδόσεις Παπαζήση, σελ.54-63, 73-82. Βλασίδης, Βλάσης, "Συνέπειες των δημογραφικών και κοινωνικών ανακατατάξεων στο βλαχόφωνο στοιχείο της ελληνικής Μακεδονίας, 1923-1926", ανέκδοτο. Διβάνη. ο.π., σελ.95-125.

[9] Βλασίδης, ο.π..

[10] Νικολαϊδης, Κωνσταντίνος, “Ετυμολογικόν Λεξικόν της Κουτσοβλαχικής Γλώσσης”, τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, Εν Αθήναις 1909, σελ.μγ.

[11] Α.Υ.Ε., 1927 Β/37, Διοίκηση Χωροφυλακής Μαγνησίας προς Υπουργείο Εξωτερικών, 18 Ιουλίου 1926, αρ.πρ.9017.

[12] Αναλυτικότερα εκτιμάται πως αναχώρησε περίπου το 1/3 των κατοίκων του Κάτω Βερμίου, το 1/2 των κατοίκων του Ξηρολιβάδου και τα 2/3 των κατοίκων της Κουμαριάς.. Πέρα από τις προφορικές παραδόσεις με τον αριθμό αυτό φαίνεται πως συμφωνούν νεότερα ρουμανικά δημοσιεύματα. Το 1996 ο N.. Cusa έφερε στη δημοσιότητα εκτενείς αρχειακούς καταλόγους όπου καταγράφονται τα ονόματα των κεφαλών των βλάχικων οικογενειών από όλη τη νότια Βαλκανική που ακολούθησαν αυτή τη οργανωμένη μεταναστευτική έξοδο προς τη Ρουμανία. Επιχειρώντας μία καταμέτρηση των Βεργιάνων Βλάχων που περιλαμβάνονται ανάμεσά τους  θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε στην εκτίμηση πως την έξοδο αυτή ακολούθησαν 400 με 450 οικογένειες. Στην εκτίμηση αυτή οδηγούμαστε έχοντας υπόψη τα οικογενειακά ονόματα των Βεργιάνων Βλάχων. Οικογένειες Βεργιάνων Βλάχων παρουσιάζονται να εγκαταστάθηκαν στις εξής πόλεις και χωριά της Νότιας Δοβρουτσάς: Gargaiicπερίπου 157 οικογένειες, Camilaru περίπου 67 οικ., Sabla περίπου 51 οικ., Cavarna περίπου 38 οικ, Enigea περίπου 28 οικ., Regina Maria περίπου 17οικ., Caracaschioi περίπου 14 οικ., Ezibei περίπου 15 οικ., Ceamurlia περίπου 10 οικ., Ghiore περίπου 8 οικ., Iazagilar περίπου 8 οικ., Chiuluc 4 οικ. και Caramanli 3 οικ.. CusaNicolae, “Aromanii (Macedonenii) in Romania”, Editura Muntenia, Constanta 1996, σελ.53-134.

[13] Cuza, ό.π., σελ.23-25.

[14] Α.Υ.Ε., 1925/β/37,13 & Β/46, Πρέσβης Κόλιας προς Υπουργείο Εξωτερικών, Βουκουρέστι 24 Φεβ. 1925, αρ.πρ.21743.  Αναφορά της Ανωτέρας Διεύθυνσης Χωροφυλακής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 7 Απρ. 1925.

[15] Α.Υ.Ε., 1932 Α/21/ΙΙΙ, “Επιστολή Στέργιου Χατζηγώγου προς πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο”.

[16] Μέχρι το Φεβρουάριο του 1926 1.100 βλάχικες οικογένειες, κυρίως από περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας, που αντιστοιχούσαν σε 4.720 άτομα, είχαν υποβάλλει τα απαραίτητα παραστατικά για να μεταναστεύσουν. Από αυτές τις οικογένειες 136 είχαν ήδη αναχωρήσει. Α.Υ.Ε. 1927 Β/37, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Υπουργείο Εξωτερικών, 16 Φεβρουαρίου 1926, αρ.πρ.2558. Την 31 Μαρτίου 1926 αναχώρησαν 3.743 άτομα με το πλοίο “Ντουροστόρ”, στις 11 Απριλίου 1926 αναχώρησαν 1.410 άτομα με το πλοίο “Ιάσι”, στις 7 Ιουνίου 1926 αναχώρησαν 1.251 άτομα με το πλοίο “Βουκουρέστι” και στις 11 Νοεμβρίου 1926 αναχώρησαν 866 άτομα με το πλοίο “Ντουροστόρ”. Α.Υ.Ε. 1927 Β/37, Κέντρο Κρατικής Άμυνας Φλωρίνης προς Υπουργείο Εξωτερικών, 30 Νοεμβρίου 1926, αρ. πρ.14155. Από 1928 και μέχρι το 1932 αναχώρησαν 753 οικογένειες που αντιστοιχούσαν σε 2.673 άτομα. Α.Υ.Ε. 1934, Α/21/ΙΙΙ, Μετανάστευση Ρουμανιζόντων, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Υπουργείο Εξωτερικών, 29 Φεβρουαρίου 1932, αρ.πρ.21893. Για τα στοιχεία αυτά ευχαριστώ την καθηγήτρια Λένα Διβάνη.

[17] Βλασίδης, ο.π.. Διβάνη, ο.π.. Σύμφωνα με ρουμανικές πηγές ο αριθμός των βλάχικων οικογενειών που εγκαταστάθηκαν στη Νότια Δοβρουτσά στα χρόνια ανάμεσα στο 1925 με 1932, προερχόμενες όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και την Αλβανία, την τότε Γιουγκοσλαβία και πολύ περισσότερο από τη  Βουλγαρία, κυμαινόταν κάπου ανάμεσα στις 4.946 με 6.553 οικογένειες, Cusa, ό.π., σελ.59-60.

[18] Α.Υ.Ε. 1927 Β/37, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Υπουργείο Εξωτερικών, 16 Φεβρουαρίου 1926, αρ.πρ.2558.

[19] Στα 1972, αναφέρεται πως οι Βεργιάνοι Βλάχοι αποτελούσαν μόλις το 5% των Βλάχων που ζούσαν στη Βόρεια Δοβρουτσά. Saramandu, Nicolae, “Cercetari asupra Aromanei vorbite in Dobrogea, Fonetica observatii asupra sistemului fonologic”, Editura Academiei Republicii Socialiste Romania, Bucuresti 1972, σελ.19.

[20] Α.Γ.Β.-Α.Φ.Δ., Φ.36.3/εγγ.28, ο.π.. Διβάνη, ο.π., σελ.113.