ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Δ. ΟΙ AΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ
3. Οι Οθωμανικοί Χρόνοι μέχρι το 1821

Αρβανιτοβλάχικος καλυβικός οικισμός κοντά στη Σαμαρία, 1930. (Παπαδημητρίου Ε.)Όταν οι Οθωμανοί-Τούρκοι έκαναν την εμφάνισή τους στην Ήπειρο, θα πρέπει να δεχτούμε, έστω και με κάποια επιφυλακτικότητα, πως ένα τουλάχιστον μέρος των προγόνων των Αρβανιτόβλαχων κατοικούσαν στις περιοχές του Νταγκλί (Dangëlli) και της Κολώνιας (Kolonje), με επίκεντρο το βουνό Ραντομίτ. Το 16° αιώνα, ο Αραβαντινός αναφέρει πως δημιουργήθηκε μια σοβαρή οικιστική και δημογραφική αναστάτωση στην περιοχή του Νταγκλί, η οποία επηρέασε κατά πολύ τους εκεί μόνιμα εγκαταστημένους Βλάχους, αλλά και άλλους βλάχικους πληθυσμούς της Πίνδου. Αναφέρει λοιπόν πως οι σπαχήδες, στα χέρια των οποίων είχαν περάσει ως τιμάρια πολλά από τα χωριά του Νταγκλί και από τα οποία μέχρι τότε εισέπρατταν μόνο το φόρο της δεκάτης, διατάχθηκαν να εγκατασταθούν μόνιμα σε αυτά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη στενότερη και πιο άμεση καταπίεση των χριστιανών που κατοικούσαν εκεί και οι οποίοι ήταν, τουλάχιστον εν μέρει, βλάχικης καταγωγής. Οι αρπαγές και οι καταπιέσεις των σπαχήδων οδήγησαν σε έξοδο από το Νταγκλί ένα σημαντικό αριθμό Βλάχων και πιθανότατα κυρίως των εμποροβιοτεχνών. Στη θέση τους παρέμειναν ή και εγκαταστάθηκαν αλβανικοί πληθυσμοί που είχαν γίνει ή που τότε γίνονταν μουσουλμάνοι. Όσο για τους σπαχήδες, αναφέρει πως, σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις, προέρχονταν από περιοχές της Μακεδονίας και της Βουλγαρίας και πως οι φημισμένοι αργότερα μπέηδες της Φράσαρης και του Κοστρετσίου ήταν απόγονοι σπαχήδων που είχαν έρθει από τη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας. 373 Κατά τη διάρκεια μάλιστα του 16ου αιώνα ο σπαχής της Φράσαρης Αγιάμπεης ο εκ Φιλιππουπόλεως φέρεται να έγινε όχι μονάχα δυνάστης της περιοχής, αλλά παρουσιάζεται να έφτασε μέχρι το σημείο να συγκρουστεί με την κεντρική οθωμανική εξουσία. Αν όλα αυτά ευσταθούν, φαίνεται ότι υπήρχαν σοβαροί λόγοι εξόδου από την περιοχή ενός σημαντικού μέρους των κατοίκων και ανάμεσά τους και των Βλάχων, που είχαν βρεθεί να κατοικούν εκεί για αρκετές γενιές.374 Επιπλέον είναι γνωστό πως την ίδια περίπου εποχή και για τους ίδιους προφανώς λόγους ένας σημαντικός αριθμών αλβανόφωνων χριστιανικών πληθυσμών από τις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου έφυγε προς τα ανατολικά και δημιούργησε τους αρβανίτικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις της Ανατολικής Θράκης, των νησιών της θάλασσας του Μαρμαρά και της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας (Βιθυνίας), που επιβίωναν μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922-24.375

Όπως και να έχει, μετά από αυτά τα γεγονότα η περιοχή δεν πρέπει να εγκαταλείφθηκε εντελώς από τους Βλάχους. Σε κάποια άλλη του αναφορά ο Αραβαντινός επισημαίνει πως οι Βλάχοι της περιοχής του Νταγκλί, κάτω από τις προαναφερόμενες συνθήκες, αναγκάστηκαν να αλλάξουν σταδιακά οικονομία και τρόπο ζωής και να γίνουν νομάδες κτηνοτρόφοι. Τους χειμώνες κατέβαιναν με τα κοπάδια τους στα παράλια της Αδριατικής και του Ιονίου και τα καλοκαίρια επέστρεφαν στα βουνά και στα χωριά του Νταγκλί, αλλά και σε άλλες ορεινές περιοχές της κεντρικής Αλβανίας. Σταδιακά οι νομάδες αυτοί ανέπτυξαν ιδιαίτερα στενές σχέσεις με την άρχουσα τάξη των μπέηδων, των ισχυρών μουσουλμάνων Αλβανών τοπαρχών, και τέθηκαν κάτω από την προστασία τους. Θα πρέπει βέβαια να απέδιδαν σε αυτούς κάποιες εισφορές, ίσως κάποιο φόρο υποτέλειας, πέρα από το αντίτιμο για τη χρήση των θερινών λιβαδιών του Νταγκλί. Ωστόσο, η δημογραφική διάσταση των Βλάχων της περιοχής είχε πια περιοριστεί κατά πολύ.376 Η συρρίκνωση του πληθυσμού τους θα πρέπει να οφείλεται σε τρεις βασικούς παράγοντες: 1). Πρώτος παράγοντας ήταν η οριστική εγκατάλειψη της περιοχής από κάποιους Βλάχους, που πιθανότατα ανήκαν στις ευπορότερες τάξεις των εδραίων επαγγελματιών, εμπόρων και βιοτεχνών, αν και από τα μέσα του 18ου αιώνα κάποιος αρβανιτοβλάχικος πληθυσμός αναφέρεται σταθερά εγκατεστημένος ή στενά συνδεδεμένος με διάφορα χωριά του Νταγκλί και της Κολωνίας, όπως τα χωριά Φράσαρη, Κοστρέτσι, Ζάρκανη, Ζαβαλιάνη και Μίτσανη.377 2). Δεύτερος παράγοντας ήταν η διασκόρπιση και σε άλλες περιοχές, βορειότερες και νοτιότερες, εκείνων των ομάδων που είχαν εξελιχθεί σε νομαδοκτηνοτρόφους δίχως σταθερό θερινό ή χειμερινό οικισμό. 3). Τρίτος παράγοντας της πληθυσμιακής συρρίκνωσης θα πρέπει να στάθηκε ο εξισλαμισμός κάποιων Βλάχων, οι οποίοι ερχόμενοι σε επιγαμίες με τους εξισλαμισμένους αλβανικούς πληθυσμούς συνετέλεσαν πληθυσμιακά στη δημιουργία των λεγομένων Τουρκαλβανών της περιοχής. 378 Το αποτέλεσμα ήταν οι Βλάχοι αυτών των περιοχών να συνδεθούν στενότερα με τη νομαδική κτηνοτροφία από ό,τι άλλες ομάδες Βλάχων. Η νομαδική κτηνοτροφία ήταν ο μόνος τρόπος επιβίωσης που τους απέμεινε. Μπορεί να υπάρχει, και σίγουρα είναι λανθασμένη, η γενική εντύπωση πως όλοι οι Βλάχοι ήταν πάντα κτηνοτρόφοι, ωστόσο το πιο πιθανό είναι να έγιναν κτηνοτρόφοι και μάλιστα νομάδες, όταν δεν τους είχε απομείνει άλλο μέσο επιβίωσης ή όταν οι περιστάσεις απέδειξαν πως η νομαδική κτηνοτροφία ήταν ο καλύτερος και αποδοτικότερος τρόπος ζωής. Ίσως αν δεν υπήρχαν αυτά τα γεγονότα του 16ου και 17ουαιώνα, να είχε αναπτυχθεί στα βουνά του Νταγκλί και της Κολώνιας μία ομάδα βλάχικων οικισμών ανάλογη με αυτές του Γράμμου και της Πίνδου.

Κατά τη διάρκεια των πρώτων οθωμανικών αιώνων, πέρα από τις περιοχές του Νταγκλί και της Κολώνιας, θα πρέπει να υπήρξαν στην Ήπειρο και άλλες περιπτώσεις βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων, που ήταν απομονωμένες και αποκομμένες από τον κύριο κορμό των βλαχοχωριών, κατά μήκος της Πίνδου. Με το πέρασμα όμως του χρόνου οι εγκαταστάσεις αυτές φαίνεται πως έχασαν το βλάχικο πληθυσμό τους, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως αυτοί οι απομονωμένοι βλάχικοι πληθυσμοί δε χάθηκαν έτσι απλά, αλλά ίσως έπαιξαν το ρόλο των κέντρων της δημογραφικής εκκίνησης ενός μέρους των Αρβανιτόβλαχων. Μία τέτοια περίπτωση ίσως ήταν το Βλαχάτανο ή Βλαχοκάτουνο στην περιοχή των Κουρέντων, βορειοδυτικά των Ιωαννίνων. Ο I. Λαμπρίδης αναφέρει πως σύμφωνα με έγγραφες πηγές από τη μονή Ζαγόριανης το Βλαχάτανο κατοικούνταν από Βλάχους ή και από Βλάχους μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα.379 Επιπλέον, οι περιοχές των Κουρέντων και του Παρακάλαμου ή Κεστρίνης, όπου βρίσκεται το Βλαχάτανο, κατά μήκος του ποταμού Καλαμά, μέχρι τα παράλια του Ιονίου, ήταν από τις κύριες περιοχές όπου οι νομάδες Αρβανιτόβλαχοι αναζητούσαν, κατά παράδοση, χειμαδιά για τα κοπάδια τους.

Γύρω στο 1710 αναφέρεται πως έφτασε στη Μοσχόπολη μία τελευταία μεγάλη ομάδα προσφύγων-μετοίκων, αυτή τη φορά από το χωριό Ποστένανι που βρίσκεται κοντά στο Λεσκοβίκι, στα νότια όρια των περιοχών του Νταγκλί και της Κολώνιας. Μετά την άφιξή τους στη Μοσχόπολη, οι τελευταίοι αυτοί μέτοικοι συγκρότησαν μία νέα συνοικία στην άκρη της πόλης, την Ποστενίκα, η οποία όμως δεν είχε προλάβει να οργανωθεί όπως οι άλλες συνοικίες, καθώς η Μοσχόπολη οδηγούνταν σταδιακά στην καταστροφή του 1769.380 Αν και δε μπορούμε να ισχυριστούμε πως όλοι όσοι κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν στη Μοσχόπολη κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου ήταν Βλάχοι, οι φυγάδες από το Ποστένανι ήταν κατά πάσα πιθανότητα Αρβανιτόβλαχοι. Ίσως το Ποστένανι ήταν ένας από τους τελευταίους οργανωμένους αρβανιτοβλάχικους οικισμούς του Νταγκλί και της Κολόνιας που διαλύθηκε και οι κάτοικοί του αναγκάστηκαν να σκορπίσουν. Μερικές δεκαετίες αργότερα ανάλογη τύχη φαίνεται πως είχαν και οι κάτοικοι της Ζάρκανης κοντά στη Φράσαρη. Σύμφωνα με παραδόσεις, οι Ζιαργκαναίοι δέχτηκαν επιθέσεις Τουρκαλβανών και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους το 1767, δύο χρόνια πριν τη μεγάλη καταστροφή της Μοσχόπολης. Κάποιες από τις φάρες της Ζάρκανης είναι πιθανότατο να κατέφυγαν τότε στην Πελοπόννησο, ενώ κάποιες άλλες σκόρπισαν προς βορειότερες περιοχές της Αλβανίας και την περιοχή της Κορυτσάς. Η μετακίνησή τους στην Πελοπόννησο διασώθηκε από τη δημοτική μούσα, όπως και τόσα άλλα γεγονότα της βλάχικης ιστορίας. Σύμφωνα με μία εκδοχή, από τις αρβανιτοβλάχικες φάρες της Ζάρκανης φέρεται να καταγόταν και η φάρα των γνωστών Κολοκοτρωναίων. Ωστόσο, παρά την ύπαρξη αρκετών ενδείξεων, η βλάχικη καταγωγή των Κολοκοτρωναίων δύσκολα επιβεβαιώνεται, αλλά και δεν αποκλείεται.381

Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα υποθέτουμε πως είχαν ήδη παγιωθεί οι συνθήκες που γέννησαν τον κλάδο των Αρβανιτόβλαχων. Καθώς στην πλειοψηφία τους είχαν γίνει νομάδες κτηνοτρόφοι, σχημάτισαν ανεξάρτητες φάρες και φαλκάρια που σκορπίζονταν σε διάφορα μέρη της Ηπείρου και της Αλβανίας δίχως ιδιαίτερες και πολύ σταθερές θερινές και χειμερινές εγκαταστάσεις. Όταν στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων είχε απόλυτη κυριαρχία, παρουσιάζεται σε κάποιες περιπτώσεις να χρησιμοποίησε τους νομαδικούς πληθυσμούς των Αρβανιτόβλαχων για την επίτευξη της εποικιστικής πολιτικής του. Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει μία νέα πόλη στη θέση του χωριού Βαργιάδες, στην περιοχή της Τσαρκοβίτσας, νοτιοδυτικά των Ιωαννίνων, μετέφερε και εγκατέστησε εκεί τους κατοίκους του χωριού Κοπανά μαζί με 10 οικογένειες από τη Χειμάρα και 100 οικογένειες νομάδων κτηνοτροφών. Δυστυχώς οι οικογένειες αυτών των νομάδων χάθηκαν λίγο αργότερα από επιδημία ευλογιάς.382 Αν και στη σχετική αναφορά δεν αποσαφηνίζεται η καταγωγή τους, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως ήταν Αρβανιτόβλαχοι. Και αυτό γιατί την ίδια περίοδο ο Αλή δημιούργησε ή βοήθησε στη δημιουργία ενός άλλου οικισμού νομάδων, που σίγουρα ήταν Αρβανιτόβλαχοι. Ο οικισμός αυτός ονομαζόταν Μπιτσικόπουλο και βρισκόταν στις νότιες πλαγιές του όρους Νεμέρτσικα ή Δούσκο, δίπλα σχεδόν στη σημερινή συνοριακή γραμμή Ελλάδας-Αλβανίας. Η θέση όπου βρισκόταν το Μπιτσικόπουλο είναι γνωστή σήμερα με το όνομα Παλαιοχώρι. Αναφέρεται πως στο Μπιτσικόπουλο είχαν συγκεντρωθεί γύρω στις 650 νομαδικές οικογένειες Αρβανιτόβλαχων. Αν ο αριθμός αυτός είναι πραγματικός, στο Μπιτσικόπουλο δημιουργήθηκε μία από τις μεγαλύτερες βλάχικες εγκαταστάσεις εκείνης της εποχής και μάλιστα με αποκλειστικά αρβανιτοβλάχικο πληθυσμό.383 Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της περίπτωσης είναι πως οι Αρβανιτόβλαχοι παρουσιάζονται να δημιούργησαν μία σταθερή ορεινή κοινότητα, ανάλογη ίσως με τα ημινομαδικά βλαχοχώρια της Βόρειας Πίνδου, όπως τη Σαμαρίνα. Το γεγονός αυτό μπορεί να δηλώνει τη διάθεση και την τάση των Αρβανιτόβλαχων για την εδραίωση και την ανάπτυξη σταθερών ορεινών οικισμών και κοινοτήτων και τη μετατροπή τους από νομάδες σε ημινομάδες, όταν οι περιστάσεις τους το επέτρεπαν.

Την ίδια περίπου περίοδο ο Αλή Πασάς μετέφερε και εγκατέστησε έναν αριθμό Αρβανιτόβλαχων και στην περιοχή της Κονίσπολης, κοντά στους Αγίους Σαράντα. Με αυτή την εποικιστική επέμβαση, ο Αλή είχε ως απώτερο στόχο να τιμωρήσει και να εκδιώξει από εκεί και τους τελευταίους Τουρκαλβανούς μπέηδες της Κονίσπολης, οι οποίοι του είχαν αντισταθεί κατά την άνοδό του. Ο Pouqueville αναφέρει πως μέχρι τότε αυτοί οι Αρβανιτόβλαχοι ήταν εγκατεστημένοι στα παράλια του Παγασητικού κόλπου, στη νοτιοανατολική Θεσσαλία.384 Οι Αρβανιτόβλαχοι που βρέθηκαν τότε στην περιοχή της Κονίσπολης δε θα πρέπει να μεταφέρθηκαν για να εγκατασταθούν εκεί μόνιμα, αλλά πιθανότατα μόνο για το χειμώνα και για την ανάγκη της χειμερινής βοσκής των κοπαδιών τους. Τα κοπάδια τους θα πρέπει να προκαλούσαν ζημίες στα σπαρτά και τα χωράφια των Τουρκαλβανών της Κονίσπολης και ίσως με αυτό τον τρόπο ο Αλή Πασάς προσπαθούσε να τους τιμωρήσει και να τους εκδιώξει. Βασιζόμενοι σε αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαμε ίσως να υποθέσουμε πως οι αρβανιτοβλάχικοι πληθυσμοί του Μπιτσικόπουλου και της Κονίσπολης ταυτίζονταν. Και αυτό αν αναλογιστούμε πως οι Αρβανιτόβλαχοι από το Κεφαλόβρυσο Πωγωνίου, το παλιό Μετζιτιέ, οι οποίοι προέρχονται από το Μπιτσικόπουλο, κατέβαιναν παραδοσιακά για χειμαδιά στην περιοχή των Αγίων Σαράντα, του Δέλβινου και των Φιλιάτων μέχρι τη χάραξη των συνόρων.

Αυτές όμως οι περιπτώσεις των ηθελημένων ή μη πληθυσμικών μετακινήσεων, που είχαν ως πρωταγωνιστές ομάδες Αρβανιτόβλαχων, δεν πρέπει να ήταν οι μόνες που σημειώθηκαν στα χρόνια του Αλή Πασά. Ο I. Λαμπρίδης αναφέρει πως γύρω στα 1817 μία ομάδα οικογενειών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό Μαλιέσοβο της Πρεμετής και στράφηκε προς τα βόρεια όπου δημιούργησε ένα νέο οικισμό, το Βορτόπι (σήμερα Vërtop), λίγο νοτιότερα του Μπερατίου, στην κοιλάδα του ποταμού Όσουμ. Όταν το 1880 ο Λαμπρίδης κατέγραψε αυτή τη μετακίνηση, στο Βορτόπι υπήρχαν 40 οικογένειες. Οι κάτοικοί του ζούσαν απομονωμένοι, καθώς ήταν οι μόνοι χριστιανοί ανάμεσα σε χωριά εξισλαμισμένων Αλβανών και έτσι η ομάδα τους «από φοβεράς αμαθείας κατατρύχεται».385 Οι μετακινηθέντες στο Βορτόπι θα πρέπει να ήταν εν μέρει Αρβανιτόβλαχοι, αν όχι στο σύνολό τους, και αυτό γιατί σύμφωνα με την πατριαρχική απογραφή του 1905 στο Βορτόπι αναφέρονται πως κατοικούσαν 10 βλάχικες οικογένειες.386 Απόγονοι αυτών των Αρβανιτόβλαχων ζουν μέχρι και σήμερα στο Βορτόπι.

Είναι σίγουρο πως η μετακινηθείσα ομάδα στο Βορτόπι συνάντησε και κάποιους άλλους Αρβανιτόβλαχους στην περιοχή, τους λεγάμενους Μουζακιαραίους, αυτούς δηλαδή που κατά παραδοσιακό τρόπο παραχείμαζαν στις πεδινές εκτάσεις της Μουζακιάς στην κεντρική Αλβανία. Ο W.M. Leake αναφέρει πως στα 1805 οι παραχειμάζοντες κτηνοτρόφοι της Μουζακιάς ήταν κυρίως βλάχικης καταγωγής και μιλούσαν τόσο τα βλάχικα όσο και τα αλβανικά. Αρκετοί από αυτούς είχαν στην κυριότητά τους κοπάδια χιλιάδων προβάτων και παρήγαγαν σημαντικές ποσότητες τυριού και βουτύρου. Τα καλοκαίρια ανέβαιναν στα ορεινά της κεντρικής Αλβανίας, όπως μία αξιόλογη ομάδα, η οποία είχε δημιουργήσει ένα θερινό καλυβικό οικισμό στα ανατολικά του Μπερατίου, πάνω στις πλαγιές του όρους Τόμαρος. Ο οικισμός αυτός ήταν γνωστός με το όνομα Τόμορ ή Ντόμορ. Ο αρχιτσέλιγκας του οικισμού Δημήτριος φαίνεται πως ζούσε μία πιο άνετη ζωή από τους υποτακτικούς του και μιλούσε τα ελληνικά που τα είχε μάθει στα ταξίδια του στις περιοχές της Αιτωλοακαρνανίας.387

Θα πρέπει να δεχτούμε πως ο απόλυτα νομαδοκτηνοτροφικός βίος, που κατέληξαν να ζουν οι Αρβανιτόβλαχοι, επηρέασε σημαντικότατα και σε μεγάλο βαθμό πολλά κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά αυτής της ιδιαίτερης ομάδας των Βλάχων. Ο τρόπος ζωής τους και οι ανάγκες που γεννούσε αυτή ενίσχυσαν τη διαφοροποίησή τους. Όταν κατά τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα διαμορφώνονταν στα Βαλκάνια οι οικονομικές, οι κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές, που έφερε η ανάπτυξη της βιοτεχνίας, του εμπορίου, της εκπαίδευσης και η ενδυνάμωση της αστικής τάξης, ο παραδοσιακός τρόπος οργάνωσης των Αρβανιτόβλαχων βρέθηκε να είναι πια ξεπερασμένος. Έτσι ακόμη και για τους άλλους Βλάχους, οι Αρβανιτόβλαχοι αποτελούσαν χαμηλότερες πολιτισμικές και κοινωνικές ομάδες, οι οποίες όμως σίγουρα θα αναζητούσαν έναν τρόπο ανόδου και εξέλιξης, παρόλη την εμμονή τους στην παραδοσιακή νομαδική κτηνοτροφία. Για αυτούς τους λόγους παρατηρούμε πως οι Αρβανιτόβλαχοι σκιαγράφονται αρνητικά από τους πρώτους ερευνητές. Στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Π. Αραβαντινός τους χαρακτηρίζει ως τους πιο «βάρβαρους» και πιο «άγριους» από τους διάφορους νομαδοκτηνοτροφικούς πληθυσμούς που ζούσαν τότε στα Βαλκάνια. Σε κάποιες άλλες αναφορές επισημαίνεται το γεγονός πως μπορεί να παρέμεναν χριστιανοί, να βαπτίζονταν και να έπαιρναν χριστιανικά ονόματα, όμως είχαν κάποια αποστροφή προς την εκκλησία και σπάνια εκκλησιάζονταν εκτός από το Πάσχα. Ελάχιστοι από αυτούς είχαν κάποια μόρφωση, έτσι ώστε να γίνουν παπάδες, που θα μπορούσαν να τους ακολουθήσουν στις μετακινήσεις τους. Αναφέρεται μάλιστα πως ανάμεσά τους παρουσιαζόταν συχνότερα το φαινόμενο της τάσης προς τη ληστεία και την εξαπάτηση. Το σκληρό έθιμο της βεντέτας ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ηθικής τους, θεωρούνταν πως είχαν τη μικρότερη έφεση προς υιοθέτηση των κοινωνικών και πολιτιστικών αλλαγών της εποχής. Το γεγονός αυτό τους έφερνε σε αντίθεση με τους ελληνόφωνους πληθυσμούς, αλλά και τους αστούς - εμποροβιοτέχνες Βλάχους, που ήταν από τους κυριότερους φορείς αυτών των αλλαγών. Απέφευγαν συστηματικότατα τις επιγαμίες με τους άλλους χριστιανικούς πληθυσμούς, ακόμη και με τους άλλους Βλάχους. Διατηρούσαν στενές και καλές επαφές με τους Τουρκαλβανούς, ενώ βρίσκονταν σε όχι και τόσο καλές σχέσεις με τους Γκραίκους. Ίσως τελικά αυτή η απομόνωση να τους οδήγησε στη διατήρηση ή τη δημιουργία μίας ξεχωριστής βλάχικης διαλέκτου. Μίας διαλέκτου που σύμφωνα με κάποιες απόψεις είναι πλησιέστερη σε παλαιότερους γλωσσολογικούς τύπους.388 Στη μεγαλύτερή τους πλειοψηφία σχημάτιζαν φάρες και φαλκάρια δύναμης μέχρι και 100 οικογενειών, συγγενικών και εξαρτώμενων μεταξύ τους, που μαζί με τα κοπάδια τους μετακινούνταν κάθε φθινόπωρο και άνοιξη. Ο αρχιτσέλιγκας ήταν ο απόλυτος άρχοντας όλης της φάρας και του φαλκαριού. Ελάχιστοι από αυτούς γνώριζαν έναν άλλο τρόπο ζωής ή κάποια τέχνη πέρα από τα σχετικά με την κτηνοτροφία και την υφαντουργική των γυναικών τους. Τα περισσότερα από τα αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια δεν είχαν ιδιαίτερα σταθερές εγκαταστάσεις ούτε στα ορεινά ούτε στα πεδινά και δε σχημάτιζαν ορεινές-θερινές κοινότητες, όπως οι ημινομαδικοί βλάχικοι πληθυσμοί της Πίνδου, αν και υπήρχαν εξαιρέσεις όπως οι κάτοικοι του Μπιτσικόπουλου-Κεφαλόβρυσου.

 

373. Αραβαντινός, Περιγραφή, μέρος Γ', ό.π., σελ.70-71.
374. Αραβαντινός, Περιγραφή, μέρος Γ', ό.π., σελ.76. Ωστόσο τα γραφόμενα του Αραβαντινού πέφτουν σε αντιφάσεις, καθώς σε μία άλλη του εργασία (Αραβαντινός, Π., «Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων», Αθήνα 1903, σελ.34-35) αναφέρει πως η εγκατάσταση των Βλάχων στην περιοχή του Νταγκλί έγινε τον 13° αιώνα, όταν βρέθηκε εδώ μία ομάδα Βλάχων προερχόμενη από τη Στενήμαχο. Μάλιστα αναφέρει πως την πληροφορία αυτή τη συνέλεξε ως τοπική προφορική παράδοση.
375. Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Τουρκοκρατία 1453- 1669, Τόμος Β', Οι ιστορικές βάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας», έκδοση Β', Θεσσαλονίκη 1976, σελ.442-443,452-455. Ψάλτης, Στ.Β., «Η Θράκη και η δύναμις του εν αυτή ελληνικού στοιχείου. Α'. Στατιστικοί περί του ελληνικού πληθυσμού πληροφορίαι», Αθήνα 1919 (ανατύπωση 1997), σελ.169-170, passim.
376. Αραβαντινός, Περιγραφή, μέρος Α', ό.π., σελ.196.
377. Capidan, Theod., «Românii Nomazi», Cluj 1926, σελ.67.
378. Αραβαντινός, Χρονογραφία, τόμος Β', ό.π., σελ.146-147.
379. Λαμπρίδης, I., «Ηπειρωτικά Μελετήματα, τεύχος 3, Κουρεντιακά και Τσαρκοβιστιακά», Εν Αθήναις 1888, σελ.27.
380. Μαρτινιανός, I., «Η Μοσχόπολης, 1330-1930», Ε.Μ.Σ. 21, Θεσσαλονίκη 1957, σελ.75.
381. Κολτσίδας, Αντώνης Μιχ., «Ιστορία της Βωβούσας. Απομνημονεύματα Απόστολου Χατζή ή Τσαρούχα για τη Βωβούσα Ιωαννίνων του 19ου αιώνα», Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1997, σελ.68-69. Για τη βλάχικη καταγωγή των Κολοκοτρωναίων βλέπε: Έξαρχος, Γιώργης, «Αυτοί είναι οι Βλάχοι», Γαβριηλίδης, Αθήνα 1994, σελ.207-212.
382. Λαμπρίδης, ό.π., σελ.17.
383. Λαμπρίδης I., «Ηπειρωτικά Μελετήματα, τεύχος 5, Μαλακασιακά, μέρος Β', Μέτσοβον και Σεράκου», Εν Αθήναις 1888, σελ.10.
384. Pouqueville, Ήπειρος, ό.π., σελ.53-54.
385. Λαμπρίδης I., «Περί των εν Ηπείρω αγαθοεργημάτων, μέρος Β'», Εν Αθήναις 1880, σελ.233.
386. Πατριαρχικό Τυπογραφείο, «Επίσημα έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηρός καταστάσεως, εν Κωνσταντινουπόλει, έκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου 1906», Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993, σελ,μζ'.
387. Leake, W.M., «Η Ηπειρος 1805-1810», μετάφραση: Γεώργιος Δ. Στάθης, Εκδόσεις Ροσσολάτος, Αθήνα 1976, σελ.113.
388. Αραβαντινός, Χρονογραφία, τόμος Β', ό.π., σελ.147. Αραβαντινός, Περιγραφή, μέρος Α', ό.π., σελ.196. Αραβαντινός, Μονογραφία, ό.π., σελ.34-35. Λαμπρίδης I., «Ηπειρωτικά Μελετήματα, τεύχος 5, Μαλακασιακά, Μέρος Β', Μέτσοβον και Σεράκου», Εν Αθήναις 1888, σελ.10,12.