ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Ζ. OI BΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
3.3.3. Μεταναστευτικές κινήσεις κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και μέχρι το 1912
Γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, είχε πια οριστικοποιηθεί το δίκτυο των βλάχικων οικισμών και των εγκαταστάσεων αυτής της ομάδας. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως η άφιξη ιδιαίτερα μετά την επαναστατική κίνηση του 1854 νομαδοκτηνοτρόφων από τα βλαχοχώρια των Γρεβενών και η εγκατάστασή τους, κυρίως, στην Κλεισούρα, τη Βλάστη, τα Νάματα, την Εράτυρα, τη Σιάτιστα και το Τσοτύλι, αλλά και η εγκατάσταση Αρβανιτόβλαχων σε διάφορους οικισμούς, όπως στην Άνω Μπεάλα, τη Νιζόπολη, τη Δροσοπηγή, το Φλάμπουρο και αλλού. Αυτή την περίοδο, σημειώνεται μία κλιμακούμενη οικονομική πρόοδος και μεγάλη δημογραφική ανάπτυξη. Ενδεικτικοί είναι οι αριθμοί που μας μεταφέρει ο Π. Αραβαντινός. Στη μονογραφία του για τους Βλάχους, που εκδόθηκε το 1905, αλλά είχε γραφτεί το 1865 με προγενέστερα σίγουρα στοιχεία, αναφέρει: 80 βλάχικες οικογένειες στην Αχρίδα, 1.050 βλάχικες οικογένειες στο Γκόπεσι, 650 οικογένειες στη Μηλόβιστα, 1.250 οικογένειες στο Μεγάροβο και το Τύρνοβο, 200 οικογένειες στη Νιζόπολη, 1.350 οικογένειες στο Μοναστήρι και τα γύρω χωριά, 450 οικογένειες στο Μπούκοβο, 1.500 οικογένειες στο Κρούσοβο, 50 οικογένειες στα Βελεσσά, 700 οικογένειες στην Κλεισούρα, 500 οικογένειες στο Νυμφαίο, 400 οικογένειες στη Βλάστη και 400 οικογένειες στα Καλύβια(;),[1] συνολικά 8.600 οικογένειες και περίπου 43.400 Βλάχους.[2] Στον κατάλογο αυτό δεν περιλαμβάνονται οι Βλάχοι κάτοικοι της Άνω και της Κάτω Μπεάλας, της Στρούγκας, της Ρέσνας, του Γιαγκοβετσίου, της Μπιρίνας, του Τρεστενικίου, του Περλεπέ, του Πισοδερίου, των Ναμάτων και των μικρότερων εγκαταστάσεων σε πολιτείες και κεφαλοχώρια της περιοχής της, όπως στη Φλώρινα, την Καστοριά, το Άργος Ορεστικό, το Τσοτύλι, την Εράτυρα και τη Σιάτιστα. Ωστόσο αναφέρονται Βλάχοι στο χωριό Μπούκοβο του Μοναστηρίου και ίσως έτσι επιβεβαιώνονται και κάποιες άλλες αναφορές[3] για την ύπαρξη βλάχικων εγκαταστάσεων σε χωριά ανάμεσα στο Μοναστήρι και τις πλαγιές του Περιστερίου, όπως στα χωριά Μπούκοβο, Λάβτσι, Μπρούσνικ, Ντίχοβο και Μπράτιν Ντολ, όπου οι Βλάχοι ζούσαν μαζί με σλαβόφωνους χριστιανούς. Οι περισσότεροι από αυτούς θα πρέπει να συγκεντρώθηκαν σταδιακά στο Μοναστήρι. Αυτό που πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα είναι το γεγονός πως οι περισσότεροι από τους βλάχικους οικισμούς αυτής της ομάδας ήταν πραγματικά πολυπληθείς για τα δεδομένα και τις αναλογίες της εποχής. Αποτελούσαν λαμπρές εξαιρέσεις για τη δημογραφία της περιοχής τους, αν μάλιστα συγκριθούν με τους γειτονικούς ελληνόφωνους, σλαβόφωνους και αλβανόφωνους οικισμούς. Ενδεικτικό για τη διάσταση και το δυναμικό ορισμένων βλάχικων οικισμών αυτής της ομάδας είναι επίσης το γεγονός πως από τα τέλη τουλάχιστον του 19ου αι. το Κρούσοβο, το Νυμφαίο και η Κλεισούρα ήταν έδρες τριών μικρών αλλά ιδιαίτερα δυναμικών ναχιέδων.[4]
Μετά την εγκατάσταση των προσφύγων από τις περιοχές της Μοσχόπολης και του Γράμμου δεν άργησαν να αποκατασταθούν οι εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες τους. Μετέφεραν το ανήσυχο εμποροβιοτεχνικό πνεύμα τους στους νέους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις και ενίσχυσαν κατά πολύ το δυναμικό των παλαιότερων οικισμών. Έτσι, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, ο F. Pouqueville επισημαίνει την παρουσία δραστήριων Κλεισουριάνων εμπόρων και μεταφορέων στους δρόμους των Βαλκανίων με κατεύθυνση την Κεντρική Ευρώπη.[5] Οι διάφορες μορφές βιοτεχνίας, οι μεταφορές και το μεταπρατικό εμπόριο στάθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα οι βασικές και αρκετά επικερδείς δραστηριότητες των κατοίκων, όλων σχεδόν των οικισμών και των εγκαταστάσεων αυτής της ομάδας. Οι επαφές με τους συγγενείς και τους πατριώτες τους, που βρέθηκαν στις παροικίες της Βόρειας Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης, πριν τις εξόδους, αλλά και κατά τη διάρκεια των μεγάλων εξόδων στα τέλη του 18ου αιώνα, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην περαιτέρω ανάπτυξή τους. Επιπλέον, φαίνεται πως υπήρξε μία συνεχής ροή μετοικεσίας μεμονωμένων ατόμων ή μικρών ομάδων οικογενειών προς τα αυστροουγγρικά εδάφη, τις βόρειες γιουγκοσλαβικές χώρες και τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μετά το 1769.
Οι κάτοικοι των περισσότερων οικισμών διατήρησαν μία μικτή αγροτοκτηνοτροφική οικονομία, παράλληλα με την όλο και μεγαλύτερη ανάπτυξη του εμπορίου, των βιοτεχνιών και των μεταφορών. Το μέγεθος της αγροτικής οικονομίας διέφερε από οικισμό σε οικισμό και ήταν αντιστρόφως ανάλογο της ανάπτυξης του εμπορίου. Η Κάτω Μπεάλα παρουσιάζεται ως ο οικισμός με τη στενότερη σχέση με τη γεωργική παραγωγή,[6] αν και η αμπελουργία δεν ήταν άγνωστη ακόμη και στην Κλεισούρα, όπου η οικονομία του εμπορίου επικρατούσε. Στις περισσότερες περιπτώσεις, την όποια γεωργική παραγωγή αναλάμβαναν συνήθως εργάτες και υπηρέτες που προσλαμβάνονταν από τα γειτονικά σλαβόφωνα ή ελληνόφωνα χωριά.[7]
Ήδη κατά τη διάρκεια του α' μισού του 19ου αιώνα, η κτηνοτροφική οικονομία άρχισε να περιορίζεται, καθώς σημειωνόταν μία ακόμη μεγαλύτερη στροφή προς τις βιοτεχνίες, το εμπόριο, τις μεταφορές και την περιοδική μετανάστευση. Το κενό αυτό ήρθαν να καλύψουν ομάδες νομαδοκτηνοτρόφων Αρβανιτόβλαχων και άλλων Βλάχων από τη Βόρεια Πίνδο, που βρέθηκαν συνδεδεμένοι με τους διάφορους οικισμούς και τελικά σε πολλές περιπτώσεις εγκαταστάθηκαν οριστικά εκεί. Η κτηνοτροφία βέβαια δεν εξέλειψε εντελώς ή δεν πέρασε στο σύνολό της στα χέρια των Αρβανιτόβλαχων. Στο Κρούσοβο αναφέρονται μεγάλα κοπάδια στα χέρια παλιών οικογενειών γραμμουστιάνικης καταγωγής μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.[8] Στη Βλάστη και τα Νάματα δημιουργήθηκαν δύο σαφώς διακριτές και περίπου ισομερείς ομάδες κατοίκων, αυτές των εδραίων κατοίκων και των νομαδοκτηνοτρόφων. Οι βλάχικες οικογένειες που συνέβαλαν στη δημιουργία της ομάδας των εδραίων κατοίκων, δηλαδή των εμποροβιοτεχνών, των επαγγελματιών, των μεταναστών και των μικροκαλλιεργητών, αποβλαχίστηκαν γλωσσικά πολύ γρήγορα, φτάνοντας μέχρι το σημείο της άρνησης της βλάχικης ταυτότητας ή και καταγωγής. Σε αυτή την εξέλιξη είναι σίγουρο πως συνέβαλε αρκετά η συνύπαρξη και οι επιγαμίες ανάμεσα σε Βλάχους και Γκραίκους, που βρέθηκαν να συνοικίζουν από κοινού και ιδιαίτερα τη Βλάστη, αλλά και οι ιδιαίτερα στενές σχέσεις με ελληνόφωνα κέντρα όπως η Σιάτιστα. Από την άλλη μεριά, η ομάδα των νομαδοκτηνοτρόφων κατοίκων ήταν αυτή που διατήρησε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τόσο τη χρήση της βλάχικης γλώσσας, όσο και την αίσθηση της βλάχικης καταγωγής. Μέχρι περίπου το 1910, οι περισσότεροι από τους εδραίους κατοίκους των Ναμάτων μετακινήθηκαν για περισσότερη ασφάλεια στη διπλανή Βλάστη και το χωριό εξελίχθηκε σε ορεινή κοινότητα ημινομάδων Βλάχων, που λίγο ή πολύ είχαν και αυτοί αποβλαχιστεί γλωσσικά, ακολουθώντας το πρότυπο της Βλάστης.
Η αποστασιοποίηση από τις οργανωμένες μορφές της νομαδικής ή ημινομαδικής κτηνοτροφίας των περισσότερων οικισμών αυτής της ομάδας, οδήγησε σε έναν πολύ ενδιαφέροντα ενδοφυλετικό διαχωρισμό. Στο Νυμφαίο, οι εδραίοι Βλάχοι κάτοικοι αυτοχαρακτηρίζονταν ως Αρμούνοι (Βλάχοι στα βλάχικα) και διαχώριζαν τους εαυτούς τους από τους ομόγλωσσους και μη νομαδοκτηνοτρόφους, στους οποίους απέδιδαν συλλογικά το όνομα “βλάχοι”, με το βήτα μικρό και με στοιχεία πολιτισμικής, επαγγελματικής και κοινωνικής διάκρισης. Στο διαχωρισμό αυτό θα πρέπει να τους οδήγησε η μακροχρόνια και η παράλληλη συνύπαρξη τόσο βλάχικων κοινωνιών με εμποροβιοτεχνικό προσανατολισμό, όσο και κοινωνιών που βρίσκονταν σε άμεση και στενότατη επαφή με τις διάφορες μορφές της κτηνοτροφίας, Οι εμποροβιοτεχνικές-"αστικές" βλάχικες κοινωνίες αυτής της ομάδας έρχονται να καταρρίψουν τη λανθασμένα στερεοτυπική αίσθηση που κυριάρχησε για τους Βλάχους μέχρι και σήμερα.
Εδώ αξίζει να αναφερθεί το τι γράφει σχετικά με αυτό το θέμα ο συγγραφέας του "Ετυμολογικού Λεξικού της Κουτσοβλαχικής Γλώσσης", Κωνσταντίνος Νικολαϊδης στα 1907. Πέρα από τους νομάδες και ημινομάδες Βλάχους:
"....Οι Κουτσόβλαχοι είναι κατ' εξοχήν λαός εμπορικός και βιομηχανικός, μετερχόμενος όλα τα επαγγέλματα και όλας τας τέχνας και επιστήμας...."[9]
Ανάλογη και ίσως ακόμη πιο διευκρινιστική είναι η εκτίμηση του Σκυριανού λογοτέχνη και δημοσιογράφου Κωνσταντίνου Φαλτάϊς, ο οποίος έγραψε στα χρόνια του μεσοπολέμου πως:
"Oι λατινόφωνοι Βλάχοι αποτελούν λαόν ασχολούμενον με παν είδος τέχνης. Οι Βλάχοι, θα ηδύνοντο να ονομασθούν οι παντεχνίται της Βαλκανικής. Ιδίως ασχολούνται με την αργυρουργίαν, την υφαντουργικήν, την βαρελοποιίαν, την κατασκευήν ξύλινων γεωργικών εργαλείων, την σαγματοποιίαν, την τσαρουχοποιίαν, την ορειχαλκουργικήν, την μαχαιροποιίαν, την αγιογραφίαν, την οικοδομικήν, την ραπτικήν, την ανθρακοποιίαν, την ξυλουργικήν, την υλοτομίαν, την τυροκομίαν. Είναι επίσης αγωγιάται, παντοπώλαι, ξενοδόχοι, διευθυνταί χανίων και γενικώς έμποροι, επιχειρηματίαι και επιστήμονες. Το υπόλοιπον μέγα μέρος των Βλάχων της Βαλκανικής είναι κτηνοτρόφοι, όχι όμως νομάδες, όπως κακώς και κατ' εσφαλμένην αρχήν γράφεται. Βλάχοι γεωργοί, ναυτικοί και χειράνακτες, άνευ ωρισμένης τέχνης, ελάχιστοι υπάρχουν."[10]
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, το κυρατζιλίκι, δηλαδή οι μεταφορές εμπορευμάτων, αγαθών και ανθρώπων με τα πολυάριθμα καραβάνια, βρίσκονταν σχεδόν αποκλειστικά στα χέρια των βλαχοχωριών της περιοχής που εξετάζουμε. Οι μόνοι ανταγωνιστές τους σε αυτό το χώρο ήταν πιθανότατα μόνο οι Γκραίκοι από πολιτείες όπως η Κοζάνη, η Σιάτιστα, η Καστοριά και τα κεφαλοχώρια της Ανεσελίτσας (επαρχία Βοϊου). Με την ανάπτυξη του βασικού τουρκικού οδικού δικτύου και την καταστευή των πρώτων σιδηροδρομικών γραμμών οι μεταφορές σημείωσαν κάμψη και οι κάτοικοι στράφηκαν ακόμη περισσότερο στην ανεύρεση εσόδων μέσω της αποδημίας των νέων ανδρών, για μεγάλα ή μικρά χρονικά διαστήματα.[11] Σε αυτή τη φάση και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, η μεταναστευτική κίνηση και η δημιουργία παροικιών στρέφεται στο χώρο των Βαλκανίων, στα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τα βαλκανικά κράτη. Βέβαια υπήρξαν λαμπρές εξαιρέσεις, όπως οι παροικίες των Βλάχων αυτής της ομάδας, αλλά και του Μετσόβου, στην Αίγυπτο.[12] Η παράλληλη χρονικά μεταπρατική τομή που σημειώνεται στην οικονομική λειτουργία των βαλκανικών πόλεων βοήθησε ιδιαίτερα τους Βλάχους κατοίκους των οικισμών και των εγκαταστάσεων της βορειοδυτικής Μακεδονίας στο να ξεφύγουν από την παλαιότερη παραδοσιακή οικονομία τους. Οι παλιές γνώσεις τους στο χώρο του εμπορίου και των βιοτεχνικών ήταν τα πλέον πολύτιμα προσόντα για την ενίσχυση της παλιάς τους τάσης για αστικοποίηση.
Oι κάτοικοι του Κρουσόβου, Βλάχοι και μη, μετανάστευαν ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Η έλλειψη παραγωγικών πηγών ήταν επόμενο να τους αναγκάσει να στραφούν στην ανεύρεση καλύτερων ευκαιριών σε μακρινά ή κοντινά μέρη. Περίπου από το 1880 οι μετανάστες άρχισαν να παίρνουν μαζί και τις οικογένειες τους, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν μικρές ή μεγάλυτερες κρουσοβίτικες παροικίες σε όλες σχεδόν τις μακεδονικές πόλεις. Εγκαταστάθηκαν σε μεγάλες ομάδες στο Μοναστήρι, τον Περλεπέ, το Κίτσεβο, την Αχρίδα, τα Σκόπια,[13] το Κουμάνοβο, την Κότσανη, τη Θεσσαλονίκη, την Κορυτσά, τα Γιάννενα, την Άνω Τζουμαγιά[14] (Μπλαγκόεβγκραντ της Βουλγαρίας), τις Σέρρες, τη Δράμα, το Νευροκόπι (Γκότσε Ντέλτσεβ της Βουλγαρίας) και μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Μικρότερες ομάδες δημιούργησαν παροικίες στη Γευγελή, το Νεγκότινο, το Καφαντάρι και την Κρίβα Παλάνκα. Άλλοι έφταναν μέχρι την Αθήνα, τη Σόφια, το Βιδίνι, το Βελιγράδι, το Νις, το Βουκουρέστι, την Αλεξάνδρεια, το Κάιρο και μέχρι την Αιθιοπία, την Νότια Αφρική, τις Η.Π.Α και τις Ινδίες.[15] Η έξοδος των Κρουσοβιτών πήρε μαζικότερη διάσταση μετά την αποτυχία της επανάστασης του Ίλιντεν το 1903, η οποία υποκινήθηκε ουσιαστικά από τη Βουλγαρία και είχε σαν επίκεντρό της το Κρούσοβο. Οι καταστροφές που υπέστησαν τότε οι κάτοικοι και ιδιαίτερα οι "γραικομάνοι" Βλάχοι οδήγησαν στην ενίσχυση και την εδραίωση των κρουσοβίτικων παροικιών σε όλη σχεδόν τη Μακεδονία, καθώς πολλές οικογένειες ακολούθησαν οριστικά τους άνδρες μετανάστες. Χαρακτηριστική ίσως είναι η περίπτωση της παροικίας των Κρουσοβιτών στο γειτονικό Κίτσεβο.[16]
Αυτή την περίοδο, οι κάτοικοι της Άνω και της Κάτω Μπεάλας αναζήτησαν καλύτερες ευκαιρίες κυρίως στη Στρούγγα, τη Δίβρη, τα Τίρανα και τις πόλεις της Κεντρικής Αλβανίας.[17] Οι παλαιότεροι Νιζοπολίτες και λιγότερο οι Αρβανιτόβλαχοι του χωριού, εγκαταστάθηκαν αυτή την περίοδο στο Μοναστήρι και τη Θεσσαλονίκη. Οι Μεγαροβίτες και οι Τυρνοβίτες δημιούργησαν παροικίες στο Μοναστήρι, τη Φλώρινα, τη Θεσσαλονίκη, την Κότσανη, την Ξάνθη, τα Γιαννιτσά και την Αριδαία. Κάποιοι από αυτούς έφτασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Αίγυπτο. Αρκετοί βρέθηκαν σε βουλγαρικές και ρουμανικές πόλεις. Οι κάτοικοι του Γκοπεσίου στράφηκαν περισσότερο προς τις πόλεις της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Μικρότερες ομάδες από αυτούς εγκαταστάθηκαν στο Μοναστήρι και τη Θεσσαλονίκη. Η συγκέντρωση στο Μοναστήρι δεκάδων οικογενειών από το κάθε ένα βλαχοχώρι αυτής της ομάδας πήρε ακόμη μεγαλύτερη διάσταση, κατά τη διάρκεια της ένοπλης αντιπαράθεσης για την τύχη των μακεδονικών επαρχιών και ιδιαίτερα στις αρχές του 20ου αιώνα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως αυτή την περίοδο 60 οικογένειες από τη Μηλόβιστα είχαν εγκατασταθεί στο Μοναστήρι.[18] Η εξέλιξη του Μοναστηρίου σε πόλο έλξης και δραστήριο οικονομικό κέντρο ενός μεγάλου αριθμού Βλάχων μεταναστών ενισχύθηκε κατά πολύ από το γεγονός πως το Μοναστήρι ήταν τότε το διοικητικό και οικονομικό κέντρο του ομώνυμου τουρκικού Βιλαετίου. Μέσα στα όρια αυτού του Βιλαετίου περιλαμβάνονταν οι πλέον ανθηροί από τους βλάχικους οικισμούς της Βαλκανικής.[19]
Η μεταναστευτική τακτική σε συνδυασμό με τις αντιπαραθέσεις των βαλκανικών κρατών για την τύχη των μακεδονικών εδαφών οδήγησε σε μαρασμό τις βλάχικες εγκαταστάσεις της Αχρίδας και των Βελεσσών. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι Βλάχοι της Αχρίδας διακρίθηκαν ιδιαίτερα στην κατεργασία και το εμπόριο της γούνας και τις μεταφορές. Οι δραστηριότητές τους τους οδηγούσαν μέχρι τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Κεντρικής Ευρώπης, όπως τη Λειψία, τις τότε Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Μέχρι την εμφάνιση και την εδραίωση της βουλγαρικής εκκλησιαστικής Εξαρχίας, οι Βλάχοι της Αχρίδας λειτουργούσαν από ένα ελληνικό σχολείο στις δύο βλάχικες συνοικίες της πόλης. Αρκετοί νέοι της Αχρίδας, βλαχόφωνοι και σλαβόφωνοι πήγαιναν για σπουδές στα σχολικά ιδρύματα της Αθήνας και των Ιωαννίνων. Η βλάχικη όμως παροικία της Αχρίδας δεν έμελλε να ριζώσει και να ευημερήσει. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, τα μέλη της μετανάστευσαν μαζικά, αναζητώντας καλύτερη τύχη σε μακρινά ή κοντινά μέρη, όπου τους οδηγούσε η αναζήτηση εμποροβιοτεχνικών ευκαιριών.[20] Προς τα τέλη μάλιστα του 19ου αιώνα, όταν η βουλγαρική κίνηση στην πόλη είχε ενισχυθεί κατά πολύ, πολλές από τις βλάχικες οικογένειες φέρονται να ακολούθησαν την Εξαρχία, προσπαθώντας ίσως να εναρμονιστούν με το περιβάλλον τους. Ωστόσο, οι πιο δραστήριες από τις βλάχικες και κάποιες σλαβόφωνες οικογένειες, που παρέμεναν πιστές στις ελληνικές θέσεις και το Πατριαρχείο, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αχρίδα. Οι περισσότεροι από αυτούς βρέθηκαν τότε στο Μοναστήρι και μετά το 1912 στη Θεσσαλονίκη.[21]
Την ίδια φθίνουσα πορεία φαίνεται να ακολούθησε και η "ελληνοβλαχική" παροικία των Βελεσσών, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε ελληνικά διπλωματικά έγγραφα του 19ου αιώνα. Το 1894 και μετά την επικράτηση της βουλγαρικής εκκλησιαστικής κίνησης στην πόλη και την γύρω περιοχή, οι Βλάχοι των Βελεσσών παρέμειναν πιστοί στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και συνέχισαν τη λειτουργία της μικρής πατριαρχικής-ελληνορθόδοξης κοινότητας, η οποία στο σύνολό της αποτελούταν από τους Βλάχους της πόλης και αριθμούσαν μέχρι 200 περίπου οικογένειες. Το δυναμικό της κοινότητας φαίνεται πως εξασθένισε όταν έκανε την εμφάνισή της και η ρουμανική κίνηση με τη βοήθεια των Βουλγάρων.[22] Από το 1912 και μετά, τα ηγετικά στελέχη της κοινότητας και οι οικονομικά ισχυρότεροι έφυγαν για την Ελλάδα και στο σύνολό τους σχεδόν εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Κάποιες άλλες οικογένειες έφυγαν για τη Ρουμανία ή εφομοιώθηκαν ανάμεσα στους κατοίκων της Σερβίας και της π.Γ.Δ.Μ.[23]
Οι κάτοικοι του Πισοδερίου, οι οποίοι κατά παράδοση ασκούσαν το επάγγελμα του χανιτζή-πανδοχέα κατά μήκος των οδών επικοινωνίας της Βαλκανικής, δημιούργησαν μικρές παροικίες στη Ρέσνα, το Μοναστήρι, τη Φλώρινα, το Άργος Ορεστικό και την Καστοριά. Οι περισσότεροι, αν όχι και οι πιο δραστήριοι έφυγαν για πιο μακρινές περιοχές. Αναφέρεται πως από το 1830 μέχρι το 1912, 80 οικογένειες από το Πισοδέρι εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της τότε νότιας Σερβίας, ενώ άλλες οικογένειες μετανάστευσαν σε πόλεις της Ρωσίας, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας και κάποιες βρέθηκαν μέχρι τις παροικίες της Αιγύπτου.[24]
Την ίδια περίοδο οι περισσότεροι από τους άνδρες του Νυμφαίου, ζούσαν τις οικογένειές τους ασκώντας το επάγγελμα του χρυσοχόου, του ράφτη, του βαφέα ή του μεταφορέα. Αρχικά δούλευαν σαν πλανόδιοι τεχνίτες και σταδιακά δημιούργησαν παροικίες σε μία σειρά από πόλεις και κεφαλοχώρια της Μακεδονίας και πέρα από αυτή μέχρι την Πρεμετή και τη Θήβα. Πολλοί από αυτούς, ξεκινώντας κυρίως σαν χρυσοχόοι, εξελίχθηκαν σε δραστήριους εμπόρους και κυρίως καπνέμπορους, τόσο στα Βαλκάνια, όσο και στην Κωνσταντινούπολη, τη Ρουμανία, την Αίγυπτο και μέχρι τη Σουηδία. Τους ξενιτεμένους άνδρες ακολούθησαν σταδιακά και οι οικογένειές τους και ιδιαίτερα στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, σχηματίζοντας αξιόλογες παροικίες Νεβεστιάνων, άλλες ολιγομελείς και άλλες ιδιαίτερα αξιόλογες, στη Φλώρινα, την Καστοριά, το Μοναστήρι, την Έδεσσα, τη Νάουσα, τη Βέροια, τα Γιαννιτσά, με πιο πολυπληθή και πιο δυναμική αυτή της Θεσσαλονίκης. Στην Ανατολική Μακεδονία συνάντησαν τους παλαιότερους Νεβεστιάνους των προηγούμενων κυμάτων. Αυτή την εποχή με το νεότερο κύμα των μεταναστών από το Νυμφαίο δημιουργούνται δραστήριες και εύπορες παροικίες κυρίως χρυσοχόων και καπνεμπόρων στις Σέρρες, τη Δράμα, την Προσωτσάνη, το Δοξάτο, την Καβάλα, και την Ξάνθη. Από την Καβάλα και την Κωνσταντινούπολη θα πρέπει να ξεκίνησε η επαφή των Νεβεστιάνων με την Αίγυπτο, όπου δημιούργησαν δραστήριες και πλούσιες παροικίες.[25]
Οι κάτοικοι της Κλεισούρας, έχοντας ήδη στενές σχέσεις με τις παροικίες της Αυστροουγγαρίας και της Σερβίας, κινήθηκαν προς εκείνα τα μέρη μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα και δημιούργησαν πλούσιες παροικίες στη Βιέννη, τη Βουδαπέστη, τη Δρέσδη, το Ζέμουν, το Βελιγράδι, το Πάντσεβο, το Βουκουρέστι, το Ιάσιο και μέχρι την Οδησσό. Σε αυτές τις παροικίες των Κλεισουριάνων αναφέρεται πως βρέθηκαν σταδιακά περισσότερες από 2.000 οικογένειες, αριθμός πιθανότατα υπερβολικός, αλλά σίγουρα ενδεικτικός του μεγέθους των μεταναστευτικών εξόδων από την Κλεισούρα. Σε αντίθεση με τους κατοίκους των υπόλοιπων βλάχικων οικισμών και των εγκαταστάσεων αυτής της ομάδας, οι Κλεισουριάνοι δε σκόρπισαν σαν εμποροβιοτέχνες στις πόλεις και τα κεφαλοχώρια της Μακεδονίας, με τις εξαιρέσεις βέβαια των παροικιών τους στις γειτονικές πόλεις της Καστοριάς, Αμυνταίου και Πτολεμαϊδας. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα η Κλεισούρα εξελίχθηκε σε δραστήριο εμπορικό, βιοτεχνικό και διαμετακομιστικό κέντρο, ανταγωνιστικό της Καστοριάς. Στη μεγάλη της ακμής έφτασε να έχει ίσως μέχρι και 1.000 σπίτια. Η αγορά της δυναμικότατης τότε πολιτείας είχε περισσότερα από 100 εμπορικά και βιοτεχνικά καταστήματα. Πολυάριθμα βλάχικα καραβάνια, ακόμη και από άλλες περιοχές, όπως από τη Βέροια και την Κατερίνη, ξεκινούσαν από την Κλεισούρα και έφταναν σε όλα τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της βαλκανικής μεταφέροντας κάθε εμπορεύσιμο και βιοτεχνικό είδος. Η μετανάστευση μείωσε στο μισό τους κατοίκους της, ανάμεσα στο 1870 (6.400 κάτοικοι) με 1912 (3.000 κάτοικοι). Οι περισσότεροι από αυτούς που ξενιτεύονταν τότε μέσα στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από το 1890 κατευθυνόταν μαζικότερα προς την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη. Στις αρχές του 20ου αιώνα η παροικία της Κωνσταντινούπολης αριθμούσε γύρω στους 80 δραστήριους εμποροβιοτέχνες και 300 συνολικά ψυχές. Για την καλύτερη οργάνωση της παροικίας ιδρύθηκε δραστήρια αδελφότητα με την επωνυμία "Προφήτης Ηλίας". Η αδελφότητα διαλύθηκε μετά το 1908 και το δυναμικό των Κλεισουριάνων μετατοπίστηκε κυρίως στη Θεσσαλονίκη, όπου η παλιά παροικία τους έπαιξε ηγετικό ρόλο στις υποθέσεις της ελληνικής κοινότητας. Το 1907 ίδρυσαν στην Θεσσαλονίκη την αδελφότητα "Άγιος Μάρκος". Μία μικρότερη ομάδα εγκαταστάθηκε αυτή την περίοδο και στην Καβάλα ασχολούμενοι κυρίως με το καπνεμπόριο.[26]
Οι Μπλατσιώτες, είτε αυτοί κατάγονταν από τους Βλάχους πρόσφυγες των εξόδων από το 1769 και μετά, είτε από Γκραίκους που βρέθηκαν να κατοικούν στη Βλάστη, συνέχισαν τις επαφές και την μεταναστευτική κίνηση προς τις παροικίες της Αυστρουγγαρίας και των βόρειων γιουγκοσλαβικών περιοχών, σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ακολουθώντας τα βλάχικα ή γκραίκικα καραβάνια που τραβούσαν για το βορρά και τις περιοχές πέρα από το Δούναβη. Οι παροικίες που δημιούργησαν στις πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας κατά την διάρκεια του α' μισού του 19ου αιώνα ενισχύθηκαν κατά πολύ από το 1860-70 και μέχρι τις αρχές του 20ου. Αυτή την τελευταία περίοδο οι μετακινηθέντες ήταν μετανάστες και όχι φυγάδες και προέρχονταν από τις τάξεις των εμποροβιοτεχνών και όχι των ημινομάδων κτηνοτρόφων του χωριού. Έτσι οι περισσότεροι από τους Μπλατσιώτες που βρέθηκαν αυτή την περίοδο στη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες, την Καβάλα, τη Δράμα και μέχρι την Κωνσταντινούπολη και τις παροικίες της Αιγύπτου και της Ρουμανίας είχαν σχεδόν ξεχάσει τα βλάχικα.[27]
Πέρα από τις παροικίες που δημιουργούνται από τα πιο δυναμικά μέλη σε διάφορες μακρινές περιοχές, κάποιοι άλλοι σκόρπισαν σαν μικροβιοτέχνες και μεταπράτες σε διάφορους οικισμούς και κυρίως κεφαλοχώρια της Δυτικής Μακεδονίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα εδραιώνεται η αρχικά μικρή βλάχικη εγκατάσταση στη Φλώρινα από εμποροβιοτέχνες των γύρω χωριών και κυρίως από το Πισοδέρι.[28] Βλάχοι εμποροβιοτέχνες από την Κλεισούρα και τη Βλάστη φέρονται να είναι και οι πρώτοι χριστιανοί που μπόρεσαν να εγκατασταθούν ως επαγγελματίες στην τότε τούρκικη πόλη της Πτολεμαϊδας (Καϊλάρια). Την ίδια περίοδο, βλάχικες οικογένειες εμποροβιοτεχνών εγκαταστάθηκαν στο Αμύνταιο (Σόροβιτς) και κτηνοτρόφων από τη Βλάστη στο Μυλοχώρι (Λίνγκα) της Εοδραίας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η στατιστική του D.M. Brancoff, όπου αναφέρονται μικρές ομάδες βλάχικων οικογενειών ανάμεσα στους κατοίκους χωριών της Καστοριάς, όπως στα χωριά Βασιλειάδα (Ζαγορίτσανη), Πεντάβρυσος (Ζελεγκόσντη), Κορησός (Γκορεντζί) και Καλοχώρι (Ντομπρολίτσα), αλλά και στο Βατοχώρι (Μπρέσνιτσα) της Φλώρινας.[29]
Ίσως η πλέον ακριβής μαρτυρία για την κοινωνική και οικονομική ταυτότητα, αλλά και για τη μεταναστευτική τακτική των μελών των βλάχικων κοινοτήτων και εγκαταστάσεων της βορειοδυτικής Μακεδονίας είναι ο "Κατάλογος των αρρένων της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Ρέσνης του έτους 1912. Εν Ρέσνη τη 10 Φεβρουαρίου 1912". Σε αυτό τον κατάλογο περιέχονται πολύτιμα στοιχεία για τους 220 άνδρες βλάχικης καταγωγής, οι οποίοι αποτελούσαν τότε τη μικρή αλλά αρκετά δυναμική ελληνορθόδοξη κοινότητα της Ρέσνας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του καταλόγου το 34.5% των μελών της κοινότητας ήταν μετανάστες. Από αυτούς οι μισοί είχαν μεταναστεύσει μέσα στα όρια της γεωγραφικής Μακεδονίας και την Κωνσταντινούπολη και οι άλλοι μισοί στις βαλκανικές χώρες και την Αμερική. Γνωρίζοντας τα επαγγέλματα του κάθε ενός πληροφορούμαστε πως το 64% των μελών, μετανάστες και μη, ήταν έμποροι, τεχνίτες και επαγγελματίες.[30]
Από τις δημοσιευμένες και γνωστές στατιστικές για τους βλάχικους πληθυσμούς της ομάδας της βορειοδυτικής Μακεδονίας, στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα (1900-1912), η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1905), παρά τα λάθη και τις παραλήψεις της, είναι ίσως η πιο κατατοπιστική. Σε αυτή τη στατιστική αναφέρονται: Μοναστήρι 2.107 βλάχικες οικογένειες, Μεγάροβο 454 βλ. οικ., Τύρνοβο 481 βλ. οικ., Νιζόπολη 186 βλ. οικ., Κρούσοβο 1.174 βλ.οικ., Περλεπές 75 βλ. οικ., Μηλόβιστα 304 βλ. οικ., Γκόπεσι 324 βλ. οικ., Ρέσνα 56 βλ. οικ., Γιαγκοβέτσι 28 βλ. οικ., Καλύβια Ιστόκ 130 βλ. οικ., Αχρίδα 121 βλ. οικ., Στρούγγα 17 βλ. οικ., Άνω Μπεάλα 208 βλ. οικ., Κάτω Μπεάλα 176 βλ. οικ., Πισοδέρι 140 βλ. οικ., Φλώρινα 29 βλ. οικ., Δροσοπηγή 230 (;) βλ. οικ., Φλάμπουρο 150 (;) βλ. οικ., Νυμφαίο 400 βλ. οικ., Καλύβια Μοριχόβου (Καϊμακτσιλάρ) 60 βλ. οικ., Κλεισούρα 515 βλ. οικ., Κρυσταλλοπηγή 30 βλ. οικ. και Άργος Ορεστικό 120 βλ. οικ., συνολικά 7.515 βλάχικες οικογένειες.[31] Συνυπολογίζοντας, όμως, και τις βλάχικες οικογένειες που σίγουρα ζούσαν στο Τρεστενίκ δίπλα στο Κρούσοβο, στην Καστοριά, τη Γράμμουστα, τη Βλάστη, το Σισάνι, τα Νάματα, το Τσοτύλι, την Εράτυρα, τη Σιάτιστα[32] και την Κοζάνη,[33] όπως και κάποια νομαδικά φαλκάρια Αρβανιτόβλαχων που κινούνταν στην περιοχή (Ιλίνο, Λέβα Ρέκα κ.α.), τότε ο συνολικός αριθμός των Βλάχων της ομάδας της βορειοδυτικής Μακεδονίας θα πρέπει σίγουρα να ξεπερνούσε τις 40.000 ψυχές. Ο αριθμός αυτός θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα καθώς για τους ίδιους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις σε αυτή την περιοχή ο Weigand (1894) αναφέρει 46.430 Βλάχους, ο Kancof(1900) αναφέρει 36.398 Βλάχους και ο Brancoff (1905) αναφέρει 37.004 Βλάχους. Έτσι γίνεται κατανοητό πως τα δημογραφικά δεδομένα της στατιστικής του Μαργαρίτη-Rubin (1894-1913) για 88.750 Βλάχους σε αυτή την περιοχή είναι σίγουρα υπερβολικά. [34] Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί πως στις αρχές του 20ου αιώνα, από όλους αυτούς τους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις μόνο η Κλεισούρα, το Νυμφαίο, το Πισοδέρι, η Μηλόβιστα και το Γκόπεσι κατοικούνταν αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά από Βλάχους, όπως και τα Καλύβια του Ιστόκ, αλλά και οι λιγότερο οργανωμένες ορεινές καλυβικές εγκαταστάσεις των Αρβανιτόβλαχων.
[1] Ο οικισμός αυτός είναι πιθανό να ταυτίζεται είτε με τον οικισμό που δημιούργησαν τα φαλκάρια των Αρβανιτόβλαχων στην περιοχή του Μοριχόβου, και πιθανότατα στη θέση Τσιακούρα, είτε με τους δύο οικισμούς που δημιούργησαν οι Περιβολιάτες στις θέσεις Ανω και Κάτω Ιστόκ, ανάμεσα στη Ρέσνα και την Αχρίδα.
[2] Αραβαντινός, Π., "Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων", Αθήνα 1905, σελ.50-52.
[3] Όπως στις στατιστικές καταγραφές του S. Gopgevic, “Makedonien und Alt Serbien”, Wien 1889, σελ. 409-4110, όπου αναφέρονατι βλάχικοι κάτοικοι και στα χωριά: Ντίχοβο, Ντραγκός και Κανίνο. Επίσης Κατσουγιάννης, Τηλέμαχος Μ., "Περί των Βλάχων των ελληνικών χώρων", Τόμος Β', Ε.Μ.Σ. 23, Θεσσαλονίκη 1966, σελ.59.
[4] Ο ναχιές ήταν υποδιαίρεση του καζά.
[5] Pouqueville, ο.π., σελ.75-76
[6] Τοπάλης, ο.π..
[7] Trifunovski, "Gopes", ο.π., σελ.259-266.
[8] Haciu, ο.π., σελ.185. Μπάλλας, ο.π., σελ.32-34.
[9] Νικολαϊδης, Κωνσταντίνος, "Ετυμολογικό Λεξικόν της Κουτσοβλαχικής Γλώσσης", Τύποις Π.Δ.Σακελλαρίου, Εν Αθήναις 1909, σελ.μδ'.
[10] Εγκυκλοπαίδεια "Πυρσός", Αθήνα 1933.
[11] Παπαμιχαήλ, ο.π., 9, 88-89.
[12] Χατζηφώτης, Ιωάννης Μ., "Οι Μετσοβίτες στην Αλεξάνδρεια" και Κατσάνης, Νικόλαος Α., "Η δημιουργία βλάχικης αστικής τάξης, (η περίπτωση της Μοσχόπολης, Μετσόβου, Νυμφαίου κ.λ.π.)", Πρακτικά Α' Συνεδρείου Μετσοβίτικων Σπουδών, Μέτσοβο 28-30 Ιουνίου 1991, Εξωραϊστικός Σύλλογος Μετσόβου, Αθήνα 1993, σελ.87-96, 445-452.
[13] Α.Γ.Β.-Α.Ο.Δ., Φ.206.1.1/εγγ.138, Επιστολή Γ. Σούνδου προς Κ. Λιάκο, Κρούσοβο, 8 Δεκεμβρίου 1903.
[14] Παπαδόπουλος, Στέφανος Ι., "Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα του ελληνισμού της Μακεδονίας κατά τον τελευταίο αιώνα της τουρκοκρατίας", ΕΜΣ 31, Θεσσαλονίκη 1970, σελ.30.
[15] Μπάλλας, ο.π., σελ.32-34. Haciu, ο.π., σελ.183-184.
[16] Α.Γ.Β.-Α.Ο.Δ., Φ.206.1.1/εγγ.138, Επιστολή Γ. Σούνδου προς Κ. Λιάκο, Κρούσοβο, 8 Δεκεμβρίου 1903. Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος Α., "Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, 1894- 1904", Μπαρμπουνάκης Θεσσαλονίκη 1986.
[17] Τοπάλης, ο.π..
[18] Ηaciu, ο.π., σελ.173-178. Χριστίδης, ο.π., σελ.65-67.
[19] Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος A., "Πολιτική, κοινωνική και οικονομική δομή του πασαλικίου Μοναστηρίου στα μέσα του 19ου αιώνα", Μακεδονικά 21, Θεσσαλονίκη 1981, σελ.168-199.
[20] Haciu, ο.π., σελ.104-108.
[21] Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος Α., "Ο βόρειος ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα, 1878-1894. Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχέωνα", ΙΜΧΑ 196, Θεσσαλονίκη 1983, σελ.351. Βerard, V., "Τουρκία και Ελληνισμός. Οδοιπορικό στη Μακεδονία. Ελληνες-Τούρκοι-Βλάχοι-Αλβανοί-Βούλγαροι-Σέρβοι", μετάφραση: Λυκούδης Μ., εισαγωγή-σχόλια: Πυλαρινός, Θ., Εκδόσεις Τροχαλία Αθήνα 1987, σελ.155-161.
[22] Βακαλόπουλος, ο.π., σελ.314. Για τους Βλάχους των Βελεσσών και την τοπική ελληνική κοινότητα βλέπε: Αγγελόπουλος, Αθανάσιος, "Η εποπτεία της μητρόπολης Θεσσαλονίκης επί της ελληνικής ορθοδόξου κοινότητας Βελεσών, 1876-1914", Μακεδονικά 17, Θεσσαλονίκη 1977, σελ.139-180. Αγγελόπουλος, Αθανάσιος Α., "Ελληνοορθόδοξες κοινότητες της σημερινής νοτίου Γιουγκοσλαβίας, Β' μισό του 19ου αιώνα", Συμπόσιο "Η διαχρονική πορεία του κοινοτισμού στη Μακεδονία", Θεσσαλονίκη 1991, σελ.96-98.
[23] Filipovic, ο.π., σελ. 317-328.
[24] Λιάκος, ο.π., ένθετο φύλλο ανάμεσα στις σελ.64-65. Τσάμη, ο.π., σελ.16-19.
[25] Λούστας, ο.π., σελ.253-290, όπου υπάρχει κατάλογος της διασποράς των χρυσοχόων του Νυμφαίου.
[26] Τζιώγος, Αριστοτέλης Ι., "Συνοπτική ιστορία της Κλεισούρας Δυτική Μακεδονίας", Θεσσαλονίκη 1962, σελ.46-71. Παπαμιχαήλ, ο.π., σελ.87-99, 138-140.
[27] Καλινδέρης, ο.π., σελ.59-66. Τσίρος, ο.π., σελ.89-106.
[28] ΑΥΕ 1908, ΑΑκ/Ζγ, Μακεδονικά, άνευ αρ.πρ., Εν Φλώρινα 22 Δεκεμβρίου 1905, όπου αναφέρονται 29 κεφαλές οικογενειών. Από αυτούς οι 18 κατάγονταν από το Πισοδέρι, 2 από το Τύρνοβο, 2 από τη Σαμαρίνα, 2 από το Κρούσοβο, 2 από τη Μηλόβιστα, 1 από το Μεγάροβο, 1 από το Νυμφαίο και 1 από τη Βέροια. Οι παλαιότεροι αναφέρονται εγκατεστημένοι στη Φλώρινα από το 1870. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν εμποροβιοτέχνες.
[29] Brancoff, D.M., "La Macedoine et sa population chretienne", Paris 1905, σελ.182-183.
[30] Παπαστάθης, Χ., "Οι Έλληνες της Ρέσνης κατά τας αρχάς του 20ου αιώνα. Συμβολή στην δημογραφική και οικονομική δομή της Πελαγωνικής κωμόπολης", Μακεδονικά, Θεσσαλονίκη 1974, σελ.25-26, 30-38
[31] Πατριαρχικό Τυπογραφείο, "Επίσημα έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηράς καταστάσεως, εν Κωνσταντινουπόλει, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου 1906", Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993. Σε αυτή τη στατιστική λανθασμένοι και σίγουρα υπερβολικοί είναι οι αριθμοί των βλάχικων οικογενειών που δίνονται για τη Δροσοπηγή και το Φλάμπουρο, καθώς φαίνεται πως ανάμεσά τους συνπολογίστηκαν και αρκετές από τις αρβανίτικες οικογένειες των δύο αυτών χωριών.
[32] ΑΥΕ 1908 ΑΑΚ/Ζγ, “Έκθεση-Επιστολή μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Σεραφείμ προς τον μητροπολίτη Πελαγονίας Ιωακείμ για τους βλάχικους πληθυσμούς της εκκλησιαστικής επαρχίας Σισανίου και Σιατίστης” Εν Σιατίστη τη 24 Μαρτίου 1904, όπου αναφέρονται εδραίοι εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες Βλάχοι εγκατεστημένοι στο Τσοτύλι και την Σιάτιστα. ΑΥΕ 1908 ΑΑΚ/Ζγ, “Έκθεση για το νομαδοκτηνοτροφικό βλάχικο πληθυσμό της Βλάστης και των Ναμάτων προς τον μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Σεραφείμ”, εν Βλάστη τη 13 Μαρτίου 1904, όπου αναφέρεται πως, εκτός των εδραίων κατοίκων, στη Βλάστη υπήρχαν και 175 ημινομαδικές οικογένειες Βλάχων και στα Νάματα άλλες 30 ημινομαδικές οικογένειες Βλάχων.
[33] ΑΥΕ 1908 ΑΑΚ/Ζγ, “Έκθεση-Επιστολή αρχιερατικού επιτρόπου Κοζάνης Οικονόμος Ιωάννης προς τον μητροπολίτη Πελαγονίας Ιωακείμ για τους βλάχικους πληθυσμούς της εκκλησιαστικής επαρχίας Κοζάνης και Σερβίων”, εν Κοζάνη τη 27 Φεβρουαρίου 1904, αρ.πρ.77, όπου αναφέρεται πως στην Κοζάνη υπήρχαν 50 βλάχικες οικογένειες από τη Σαμαρίνα. Από αυτές άλλες είχαν εγκατασταθεί στην πόλη μόνιμα και άλλες απλά παραχειμάζαν.
[34] Weigand, G., "Die Aromunen", τόμος A', Leipzing 1895. Kancof, Vasil, "Mακεδονία-Εθνογραφία και Στατιστική", (βουλγαρικά), Sofia 1900. Brancoff, D.M., "La Macedoine et sa population chretienne", Paris 1905. Rubin, A., "Les Roumains de la Macedoine", Bucarest 1913.
ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
ΣΤ.ΟΙ BΛΑΧΟΙ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΟΥ.
ΟΙ ΓΡΑΜΜΟΥΣΤΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
2.8.4. Η διασπορά και οι αποικίες των Γραμμουστιάνων
Αξίζει να αναφερθούν, έστω και επιγραμματικά, οι οικισμοί και οι καλυβικές εγκαταστάσεις που συνοίκησαν ή δημιούργησαν από μόνοι τους οι Γραμμουστιάνοι, δίχως όμως να μπορούμε να τις χρονολογήσουμε με απόλυτη ακρίβεια, καθώς τα κύματα των εξόδων αλληλοδιαδέχτηκαν το ένα το άλλο. Γραμμουστιάνικα φαλκάρια είχαν κάνει την εμφάνισή τους στο Κρούσοβο και την περιοχή του, προς αναζήτηση θερινών βοσκών, πριν από την εγκατάσταση σε αυτό των εδραίων Νικολιτσιάνων. Αρχικά, όταν το Κρούσοβο μεταμορφωνόταν σε οικισμό με εδραίο βλάχικο πληθυσμό, οι Γραμμουστιάνοι κατοικούσαν σε αυτό μόνο τη θερινή περίοδο. Αργότερα και κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, εγκαταλείποντας τη νομαδοκτηνοτροφία, εγκαταστάθηκαν οριστικά στο Κρούσοβο. Λίγο νοτιότερα από το Κρούσοβο δημιούργησαν ένα μικρό οικισμό με αποκλειστικά γραμμουστιάνικο πληθυσμό, τη Μπιρίνα. Η Μπιρίνα φέρεται να είχε 100 περίπου οικογένειες και σύντομη ζωή, καθώς, ύστερα από επίθεση Τουρκαλβανών ληστών, οι κάτοικοί της αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στο Κρούσοβο, όπου δημιούργησαν μία νέα συνοικία με το όνομα Μπιρίνα. Αναφέρεται πως αρκετοί από τους Γραμμουστιάνους της Μπιρίνας ήταν εκτός από κτηνοτρόφοι και πολύ καλοί σιδηροτεχνίτες. Δύο μάλλον μικρές εγκατάστασεις αποκλειστικά Γραμμουστιάνων είχαν δημιουργηθεί στις θέσεις Τσαρνούσι-Μουκός και Καντιγίτσα κοντά στα στενά της Μπαμπούνας, ανάμεσα στον Περλεπέ και το Τίτο Βέλες. Το Τσαρνούσι-Μουκός φέρεται να συγκέντρωνε τον πιθανότατα υπερβολικό αριθμό των 300-400 οικογενειών κτηνοτρόφων και κυρατζήδων και δεν έμελλε να ευημερήσει. Γύρω στα 1850, ύστερα και πάλι από ληστρική επίθεση Τουρκαλβανών, αυτή τη φορά από τη Σκόδρα, οι Γραμμουστιάνοι του Τσαρνούσι-Μουκός σκόρπισαν και πολλοί από αυτούς βρέθηκαν στο Κρούσοβο, το Στιπ και το Τέτοβο. Ανάμεσα σε αυτούς που εγκαταστάθηκαν στο Τέτοβο αναφέρονται και κάποιοι καλοί οπλουργοί.[1] Μετά την καταστροφή του Τσαρνούσι-Μουκός και της Καντιγίτσας είναι πολύ πιθανό να ενισχύθηκαν τα νομαδικά φαλκάρια και οι καλυβικές εγκαταστάσεις των Γραμμουστιάνων προς τα ανατολικότερα εδάφη της Μακεδονίας. Οι αναφορές για Γραμμουστιάνους σιδηρουργούς και οπλουργούς ενισχύουν την άποψη πως η Γράμμουστα δεν ήταν ένα απλό χωριό νομαδοκτηνοτρόφων Βλάχων και πως ανάμεσά τους υπήρχαν πληθυσμιακά στοιχεία με εμποροβιοτεχνικό προσανατολισμό. Μικρότερες ομάδες Γραμμουστιάνων, κυρίως κτηνοτρόφων, συνέβαλαν, όπως έχει ήδη αναφερθεί, στη συνοίκηση του Μεγάροβου, αλλά και του Τύρνοβου και της Νιζόπολης, στις πλαγιές του Περιστερίου, μαζί με Βλάχους φυγάδες και από άλλες περιοχές.
Για τους ορεινούς-θερινούς καλυβικούς οικισμούς των Γραμμουστιάνων είναι αρκετά δύσκολο να αναφερόμαστε με μεγάλη σαφήνεια, λόγω της ίδιας τους της φύσης. Πολύ συχνά διασπόνταν και ο πληθυσμός τους αυξομειώνονταν ή κατοικούνταν μόνο για κάποια χρόνια. Κάποιες από αυτές τις εγκαταστάσεις εξελίχθηκαν σε σταθερούς θερινούς οικισμούς με τη οργάνωση ορεινής κοινότητας. Όμως, οι περισσότερες από αυτές παρέμειναν, μέχρι την οριστική τους εγκατάλειψη, απλές θερινές καλυβικές εγκαταστάσεις με μικρό πληθυσμό και πολύ συχνά δεν εμφανίζονται στις διάφορες επίσημες ή μη στατιστικές. Ωστόσο, θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μία όσο το δυνατόν πληρέστερη παρουσίασή τους, έτσι όπως τουλάχιστον είχαν διαμορφωθεί γύρω στα 1900.
Στην περιοχή του Μοριχόβου, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βόρρα, δημιουργήθηκε η εγκατάσταση Καλύβια της Ρόντοβας, που έμελλε να διατηρηθεί μόνο μέχρι τα τέλη περίπου τις δεκαετίας του 1900-1910, όταν οι περισσότερες οικογένειές της βρέθηκαν πια στην Έδεσσα. Στο Πάικο, ανάμεσα στους εδραίους Μογλενίτες Βλάχους, δημιουργήθηκαν οι οικισμοί Μεγάλα Λιβάδια και Μικρά Λιβάδια, οι οποίοι άρχισαν να παίρνουν τη μορφή σταθερής ορεινής ημινομαδικής κοινότητας με τη συνοίκηση όχι μόνο Γραμμουστιάνων, αλλά και Μοσχοπολιάνων, Περιβολιατών και Σαρμανιωτών. Οι οικισμοί της Ρόντοβας και των Λιβαδίων θα μας απασχολήσουν εκτενέστερα.
Προς τα ανατολικότερα μακεδονικά εδάφη, στις πλαγιές του Όρβηλου ή Πιρίν, αναπτύχθηκε μία ιδιαίτερα αξιόλογη ομάδα γραμμουστιάνικων καλυβικών οικισμών. Αναφέρονται οι καλυβικοί οικισμοί στη Λόποβα, τη Μπόζντοβα, τη Σιάτροβα ή Σιάτρα, το Λαϊλιά και το Παπά Τσιαϊρ, όπως και κάποιες μικρότερες εγκαταστάσεις, με τις οποίες θα ασχοληθούμε αναλυτικότερα. Μία άλλη ομάδα εγκαταστάσεων δημιουργήθηκε στη Ροδόπη, σε εδάφη, που μετά τη χάραξη των συνόρων (1878), βρέθηκαν άλλες στο οθωμανικό έδαφος και άλλες στο έδαφος της Ανατολικής Ρωμυλίας. Στο έδαφος της Ανατολικής Ρωμυλίας βρίσκονταν η Πίζντιτσα, το Καρτάλι του Γιάνκου, το Τσακμάκ, η Κρίβα Ρέκα, το Ζάλτι Καμέν, τα Καλύβια του Κοστάντοβου και ο μεγαλύτερος από αυτούς τους οικισμούς η Μπακίτσα ή Κούρτοβα. Οι Γραμμουστιάνοι αυτής της ομάδας επικράτησε να είναι γνωστοί ως Κουτρουβιάνοι. Σύμφωνα με τις καταγραφές του G. Weigand, λίγο πριν το 1907, οι εγκαταστάσεις αυτές αριθμούσαν συλλογικά 305 περίπου καλύβες και ίσως πολύ περισσότερες από 2.000 ψυχές. Στο οθωμανικό έδαφος, γραμμουστιάνικες καλυβικές εγκαταστάσεις αναπτύχθηκαν στις θέσεις Καραμάντρα και Σουφαντερέ, αλλά και δίπλα στους οικισμούς της Μπελίτσα, της Γκόλντοβα, του Νεντομπάρσκο, της Ντράγκλιστα, της Γκιακορούντα, του Μπάτσεβο και στην κωμόπολη του Ραζλόγκ - Μαχομία. Οι Γραμμουστιάνοι αυτής της ομάδας επικράτησε να ονομάζονται Ραζλουκιάνοι. Σύμφωνα με στατιστική των ελληνικών προξενικών αρχών, γύρω στο 1906, η ομάδα αυτή αριθμούσε γύρω στις 2.000 ψυχές.[2]
Mία άλλη ομάδα δημιουργήθηκε γύρω από το όρος Ρίλα τόσο στο τουρκικό, όσο και στο βουλγαρικό έδαφος. Κάποιοι από τους Γραμμουστιάνους που βρέθηκαν στο βουλγαρικό έδαφος φέρονται να είχαν περάσει πρώτα από την περιοχή του Όρβηλου. Οριστικοποίησαν τις εγκαταστάσεις τους εκεί μετά την αναγνώριση της αυτονομίας της Βουλγαρίας (1878). Στο βουλγαρικό τότε έδαφος αναφέρονται η Ράβνα Μπούκα, το Μπεσμπουνάρ και το Κοστενέτς Μπάνια. Στο τουρκικό έδαφος αναφέρονται θερινές καλυβικές εγκαταστάσεις στο Ντομπροπόλε, το Ρίσοβο ή Χρίσοβο, το Αργκάτς, τη Μπίστριτσα, το Μπακίρ Τεπέ, καθώς και οι χειμερινές εγκαταστάσεις στην Άνω Τζουμαγιά (Μπλαγκόεβγκραντ), το Στρούμσκι Τσιφλίκ τη Γραμάντα και το Κρούπνικ. Κάποια μικρότερα φαλκάρια είχαν δημιουργήσει ορεινές καλυβικές εγκαταστάσεις και στις δυτικές πλαγιές του Αίμου στην περιοχή του Πιρντόπ-Άντον.[3] Σύμφωνα με το G. Weigand η ομάδα στις πλαγιές της Ρίλας αριθμούσε γύρω στους 1.500 με 2.000 ψυχές. Οι Γραμμουστιάνοι που είχαν τις θερινές τους εγκαταστάσεις στα ορεινά της οθωμανικής επικράτειας, αναζητώντας χειμαδιά, πλημμύριζαν κάθε χειμώνα τις πεδιάδες κατά μήκος του Στρυμόνα, την πεδιάδα της Δράμας και τις παράλιες χαμηλές περιοχές από την Ιερισσό μέχρι το Πόρτο Λάγος. Ενώ αυτοί που βρίσκονταν στο έδαφος της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας αναζητούσαν χειμαδιά προς τον Δούναβη και κατά μήκος της κοιλάδας του Έβρου, μέχρι την Αδριανούπολη και τα λιβάδια της Ανατολικής Θράκης.
Στο σημερινό έδαφος της π.Γ.Δ.Μ., στις πλαγιές του Ογκράζντεν και της Καντιγίτσα είχαν δημιουργηθεί δύο καλυβικές εγκαταστάσεις, γνωστές με τα ονόματα Τσερναντόλ και Μαλέσοβο. Επίσης στην π.Γ.Δ.Μ., πάνω στις ορεινές βοσκές του Οσόγκοβου, υπήρχε ένας αξιόλογος αριθμός θερινών καλυβικών εγκαταστάσεων. Τέτοιες εγκαταστάσεις αναφέρονται να υπάρχουν στις θέσεις Καλίν Κάμεν, Κίτκα, Πόνικβα, Λόπεν, Ζάμιστα, Κοζαρίτσα ή Σαμάρι, Οζντένιτσα, Λίσετς, Στάντσι, Ντουράσκα και λίγο βορειότερα στις πλαγιές του Γέρμαν υπήρχαν η Μπάρα, το Βακούφ και η Ουσίτσα. Στο ορεινό όγκο του Γκόλακ υπήρχαν τουλάχιστον δύο θερινοί οικισμοί. Στον ορεινό όγκο της Πλατσκοβίτσα θερινές καλυβικές εγκαταστάσεις αναφέρονται να υπήρχαν στις θέσεις Τσατάλ Tσέσμα ή Παλιά Βλάχικα Καλύβια, Λίσετς, Καρτάλι, Τσούπινο, Ατζινίτσα, Κούκλα, Κολαρνίτσα, Καράτεπε, Ασανλία, Τσοκονίτσα, Λεονίτσα, Μπλάτσα ή Μπλάτετς, Ταραντσί και Ταρσίνο. Σύμφωνα με τον G. Weigand στις αρχές του 20ου αιώνα σε όλους αυτούς τους ορεινούς καλυβικούς οικισμούς υπήρχαν 500 καλύβες και ίσως περισσότερες από 3.000 ψυχές. Σύμφωνα με ελληνικό προξενικό έγγραφο της ίδια εποχής υπήρχαν συνολικά 314 καλύβες και ίσως γύρω στις 2.000 ψυχές.[4] Για χειμαδιά κατέβαιναν προς το Κουμάνοβο και κατά μήκος της κοιλάδας του Αξιού, μέχρι τις περιοχές του Κιλκίς, τη λιμνολεκάνη του Λαγκαδά, την Καλαμαριά και μέχρι τη Χαλκιδική. Σταδιακά και κατά τη διάρκεια του 20ου πια αιώνα, ο πληθυσμός αυτών των ορεινών καλυβικών εγκαταστάσεων βρέθηκε να εγκαταλείπει τη νομαδική κτηνοτροφία και εγκαταστάθηκε τελικά κυρίως σε πεδινούς οικισμούς και πόλεις των ανατολικών επαρχιών της π.Γ.Δ.Μ., και κυρίως στις επαρχίες της Κότσανης, του Στιπ, του Όβτσε Πόλιε και του Τίτο Βέλες, κατά μήκος των κοιλάδων του Αξιού και του παραποτάμου του Μπρεγκάλνιτσα.
Πέρα από αυτές τις εγκαταστάσεις θα πρέπει να προστεθούν και αυτές που αναφέρονται να είχαν δημιουργηθεί μέσα στα σύνορα της τότε Σερβίας, ανάμεσα στο Πιρότ και τη Βράνια, στα βουνά Στάρα Πλανίνα, Γκαβέσκα Πλανίνα, Σλιέπ, Βίντλιτς, Σούχα Πλανίνα και μέχρι τις πλαγιές του Καποάνικ, στα σύνορα Σερβίας-Κοσσόβου.[5] Προς τα τέλη του 19ου αιώνα τα φαλκάρια στο Καποάνικ φέρονται να έχουν 80.000 πρόβατα και 2.000 φορτηγά ζώα.[6] Με τα χρόνια τα ίχνη αυτών φαλκαριών φαίνεται πως χάθηκαν οριστικά.
Κάποιες από αυτές τις εγκαταστάσεις ήταν αρκετά πολυπληθείς και συγκέντρωναν περισσότερες από 100 οικογένειες, ενώ κάποιες άλλες δεν είχαν περισσότερες από 15 με 20 οικογένειες. Ωστόσο και μόνο ο μεγάλος αριθμός τους και το μέγεθος της διασπορά τους μπορούν να μας δώσουν την εκπληκτική διάσταση των πληθυσμιακών εξόδων από τη Γράμμουστα και τους γύρω βλάχικους οικισμούς στις πλαγιές του Γράμμου. Με όλα αυτά τα δεδομένα ερχόμαστε να επιβεβαιώσουμε τις αναφορές και το γεγονός πως, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, η Γράμμουστα ήταν πραγματικά μία από τις πολυπληθέστερες βλάχικες κοινότητες. Έτσι δε θα ήταν υπερβολικό να δεχτούμε πως, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, και ακόμη περισσότερο στα προηγούμενα χρόνια της ακμής, στη Γράμμουστα και τους περιφερειακούς οικισμούς της κατοικούσαν τουλάχιστον 3.000 οικογένειες και ίσως περισσότερες από 15.000 ψυχές.
ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Ε. OI BΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΜΟΣΧΟΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΥΡΩ ΠΕΡΙΟΧΗΣ. ΟΙ ΜΟΣΧΟΠΟΛΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
3.2. Τα χρόνια της ακμής, 1700 - 1769
Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα η Μοσχόπολη και οι βλάχικοι οικισμοί της περιοχής της γνώρισαν το απόγειο της ανάπτυξης και της ακμής, αλλά και μία σειρά από αξεπέραστες καταστάσεις που οδήγησαν σε καταστροφές και μαρασμό. Βέβαια, τα θεμέλια για αυτή την ένδοξη εποχή είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, όταν η Μοσχόπολη ενδυναμώνονταν όχι μόνο πληθυσμιακά, αλλά οικονομικά και πολιτισμικά. Ενδεικτικό αυτής της εξέλιξης είναι το κτίσιμο, γύρω στο 1630, του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου. Σε κάποιες εργασίες η Μοσχόπολη αναφέρεται πως ήταν τότε η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη των Οθωμανικών Βαλκανίων, μετά βέβαια από την Κωνσταντινούπολη. Γεγονός μάλλον απίθανο αν αναλογιστούμε πόλεις όπως τη Θεσσαλονίκη και την Αδριανούπολη. Ωστόσο, θα πρέπει να ήταν η μόνη τόσο μεγάλη πόλη με αποκλειστικά χριστιανούς κατοίκους. Υπήρχαν 6 μεγάλες και οργανωμένες συνοικίες και ίσως περισσότερες από 70 εκκλησίες, αριθμός μάλλον υπερβολικός. Αν και οι διάφορες πηγές συχνά διαφωνούν για τον ακριβή αριθμό των σπιτιών και των κατοίκων της, γύρω στο 1760, παρουσιάζεται να έχει από 20.000 έως 70.000 κατοίκους και ίσως 12.000 περίπου σπίτια. Οι αριθμοί αυτοί φαντάζουν απίθανοι για τα δεδομένα εκείνων των εποχών και ακόμη περισσότερο αν συγκριθούν με την εικόνα που παρουσίαζε η Μοσχόπολη από το 1769 και μετά. Η πόλη εκτεινόταν σε μία τεράστια έκταση και καταλάμβανε μεγάλο μέρος του κενού σήμερα οροπεδίου και των γύρω χαμηλών πλαγιών. Τελικά, ίσως να μην είναι παρακινδυνευμένο να δεχτούμε πως, την περίοδο της μεγάλης της ακμής, ο πληθυσμός της έφτανε κάπου ανάμεσα στις 40.000 με 60.000.[1]
Εκτός όμως από τη Μοσχόπολη, και οι γύρω από αυτή βλάχικοι οικισμοί συγκέντρωναν μεγάλο αριθμό κατοίκων για τα δεδομένα της εποχής. Αν και οι αριθμοί που δίνουν οι διάφορες σχετικές αναφορές φαντάζουν να είναι υπερβολικοί, η Νίτσα, η Λάγγα, η Γκραμπόβα, η Σίπισκα και το αρβανίτικο Βιθκούκι θα πρέπει να ήταν μεγάλες και δυναμικές κωμοπόλεις, που ακολουθούσαν στενά την πρόοδο της Μοσχόπολης.[2]Λόγω των φυσικών τους θέσεων προστατεύονταν από τις πιέσεις μικρών και μεγάλων Τουρκαλβανών φεουδαρχών και τοπαρχών και είχαν μετατραπεί σε δυναμικές τοπικές αγορές για το γύρω πληθυσμό, διατηρώντας μάλιστα ανεξάρτητες επαφές με τα εμπορικά κέντρα της Βαλκανικής και της Ευρώπης.[3] Ίσως τελικά η κάθε μία από αυτές συγκέντρωνε από 5.000 μέχρι και 10.000 κατοίκους.
Η κοινωνική διαστρωμάτωση της Μοσχόπολης χωρίζονταν σε τρεις βασικές τάξεις: 1). Στην κορυφή βρίσκονταν η κάστα των αρχόντων, που την αποτελούσαν οι παλαιότερες και ισχυρές οικογένειες. 2). Αμέσως μετά ακολουθούσαν οι πλούσιοι και συχνά απόδημοι έμποροι και βιοτέχνες, η ομάδα των οποίων σχημάτιζε τη μεσαία, αλλά πολύ δυναμική τάξη. 3) Στη βάση υπήρχαν οι απλοί εργάτες, τεχνίτες, αγωγιάτες, υλοτόμοι, τσοπαναραίοι και γεωργοί. Η διοίκηση της πόλης βρίσκονταν, στο μέγεθος του δυνατού, στα χέρια των ίδιων των κατοίκων και κυρίως αυτών της πρώτης και της δεύτερης τάξης. Κάθε συνοικία διόριζε από έναν προεστό και έτσι το κοινοτικό συμβούλιο είχε αρχικά 6 προεστούς ή άρχοντες με επικεφαλής τον πρόεδρο. Ο πρόεδρος εκλεγόταν με ψηφοφορία και η επιλογή του επικυρωνόταν με σχετικό φιρμάνι. Αργότερα τα μέλη του συμβουλίου ήταν 12, καθώς προστέθηκε και από ένας κοτζαμπάσης από κάθε συνοικία, επιφορτισμένος με την είσπραξη των φόρων. Εκτός όμως από το συμβούλιο των προεστών, ενεργό ρόλο στα κοινά της πόλης έπαιζαν και οι ισχυρές συντεχνίες ή ρουφέτια, οι οργανωμένες ομάδες των διαφόρων επαγγελματοβιοτεχνών, οι οποίες φαίνεται ότι ήταν από 13 έως 17, αν και υπάρχουν αναφορές για ακόμη μεγαλύτερο αριθμό. Για την ασφάλεια της πόλης υπήρχε μία μικρή φρουρά Τουρκαλβανών, η οποία ήταν επιφορτισμένη με την φύλαξη των γύρω δερβενίων που οδηγούσαν από και προς τη Μοσχόπολη και με σκοπό την απρόσκοπτη διεξαγωγή των μεταφορών και του εμπορίου.[4]
Ο πλούτος και η δύναμη της Μοσχόπολης αντλούνταν από το εμπόριο και τις διάφορες βιοτεχνικές δραστηριότητες. Όπως στην περίπτωση της ανάπτυξης και κάποιων άλλων βλάχικων κοινοτήτων, (π.χ. Μέτσοβο, Συρράκο, Καλαρίτες κ.λ.π.), το πρώτο και ισχυρά παραγωγικό κεφάλαιο, για την πρόοδο που ακολούθησε ήταν η κτηνοτροφία. Όμως, η Μοσχόπολη προηγήθηκε χρονικά κατά πολύ, ήδη από το 17ο αιώνα, και ήταν μάλλον αυτή που δίδαξε το δρόμο που ακολουθήθηκε και από τις άλλες ορεινές βλάχικες και μη κοινότητες. Η ικανή συγκέντρωση πρώτων υλών και χεριών οδήγησε σε μεγάλη ανάπτυξη της εριουργίας. Η αρχικά οικιακή βιοτεχνία μάλλινων ειδών οδήγησε σε οργανωμένη βιοτεχνική παραγωγή και τέλος στην εμπορεία των τελικών προϊόντων, αλλά και των πρώτων υλών. Το εμπόριο της δικής τους παραγωγής και η συγκέντρωση κεφαλαίου οδήγησε σταδιακά στην ανάπτυξη ευρύτερων εμπορικών, μεταπρατικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων και τη γέννηση της κάστας των λεγόμενων πραματευτάδων (πραματέφτς ή πραματεφτάτζ στα βλάχικα). Οι βιοτέχνες οργάνωσαν και ενίσχυσαν το θεσμό των συντεχνιών. Υπήρχαν συντεχνίες μπακάληδων, ραφτάδων, χρυσοχόων, χασάπηδων, χαλκουργών και σιδηρουργών, οπλουργών, παπουτσήδων κ.α., οι οποίες έπαιζαν σπουδαίο ρόλο όχι μόνο στην οικονομική ανάπτυξη και τα τοπικά πολιτικά δρώμενα, αλλά και στην πολιτιστική πρόοδο, καθώς αναφέρονται να πλήρωναν υποτροφίες για τις σπουδές άπορων παιδιών, στα σχολεία της Μοσχόπολης, αλλά και σε σχολεία της Ευρώπης.[5]
Ωστόσο, ο μεγάλος οικονομικός και πολιτισμικός πλούτος ήρθε με την ανάπτυξη των επαφών με την Ευρώπη και τη στροφή προς το μεταπρατικό εμπόριο. Δεν είναι απίθανο να υπήρχαν, ήδη από το 1537, κάποιοι Μοσχοπολίτες ανάμεσα στους Βλάχους και Γκραίκους εμπορευόμενους της ελληνικής παροικίας της Βενετίας. Εκείνη τη χρονιά, οι πάροικοι της Βενετία δημιούργησαν ελληνική εκκλησία και ελληνικό σχολείο.[6] Κατά τη διάρκεια πια του 17ου αιώνα, οι Μοσχοπολίτες, μέσω του Δυρραχίου, είχαν αναπτύξει ιδιαίτερα στενές εμπορικές επαφές τόσο με τη Βενετία και την Αγκώνα, όσο και με άλλα ιταλικά λιμάνια της Αδριατικής.[7] Δραστήριοι έμποροι ταξίδευαν μέχρι εκεί μεταφέροντας διαφόρων ειδών εμπορεύματα, από όλα τα μέρη των Κεντρικών Βαλκανίων, μέχρι τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Από εκεί επέστρεφαν όχι μόνο με άλλα εμπορεύματα ή κεφάλαια, αλλά και με πολύτιμες γνώσεις. Τα ταξίδια των εμπόρων στη Βενετία ακολουθούσαν παιδιά της Μοσχόπολης με σκοπό να σπουδάσουν στα σχολεία της ή να μαθητεύσουν κοντά σε μεγάλους εμπόρους. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως, μεταξύ 1694-1703 και 1712-1716, ο Μοσχοπολίτης λόγιος ιερέας Ιωάννης Χαλκεύς ή Χαλκείας ανέλαβε το έργο του σχολάρχη του Φλαγγίνειου Φροντιστηρίου και του ιεροκήρυκα στην ελληνική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στη Βενετία, έχοντας αρχικά διατελέσει εφημέριος της ελληνικής παροικίας του Λιβόρνου.[8] Την ίδια εποχή οι Μοσχοπολίτες ταξίδευαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη όχι μόνο για δικές τους ή κοινοτικές υποθέσεις, αλλά εκτελώντας υπηρεσίες και για τους Βενετούς.[9]
Οι επαφές με τη Βενετία συνεχίστηκαν μέχρι περίπου το 1761. Όλα αυτά τα χρόνια αρκετοί Μοσχοπολίτες εγγράφηκαν στα μητρώα της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας και δε φαίνεται να διαφοροποιούνται από τα υπόλοιπα μέλη της. Καθώς όμως το εμπόριο της Βενετίας άρχισε να παρακμάζει, οι Μοσχοπολίτες, αλλά και άλλοι έμποροι Βλάχοι και μη, από διάφορες πόλεις της Μακεδονίας, στράφηκαν προς την Κεντρική Ευρώπη, ακολουθώντας τα πολυάριθμα καραβάνια που τραβούσαν για το βορρά.[10] Ιδιαίτερα ευνοϊκές για αυτόν το νέο προσανατολισμό στάθηκαν οι συνθήκες του Πασσάροβιτς το 1718 και του Βελιγραδίου το 1739, ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τους Αψβούργους-Αυστροουγγαρία. Έτσι από το 1718 και μέχρι το 1774 παρατηρείται μαζική εγκατάσταση Μοσχοπολιτών στα εδάφη της Αυστροουγγαρίας. Ορισμένοι έφτασαν και μέχρι τη Βαρσοβία στην Πολωνία και τη Λειψία στη Γερμανία. Αρχικά αυτοί που βρέθηκαν εκεί ήταν μόνο άνδρες και κυρίως νέοι, οι οποίοι αναζητούσαν ευκαιρίες εμπορίου ή και μόνιμης εγκατάστασης. Οι πολλαπλές εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητές τους τους οδήγησαν σύντομα στη δημιουργία παροικιών τόσο στην Κεντρική Ευρώπη, (Βουδαπέστη, Βιέννη, Miskolcz, Novi Sad, Zemun, Szentendre, Kecskemet, Temesvar κ.α.), όσο και στα διάφορα μικρά και μεγάλα εμπορικά και διοικητικά κέντρα της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Αλβανίας. Δραστήριοι Μοσχοπολίτες έμποροι και βιοτέχνες ταξίδευαν και δούλευαν στα σημαντικότερα από τα ετήσια παζάρια αυτών των οθωμανικών επαρχιών. Τα ταξίδια, το εμπόριο και τα χρήματα των ξενιτεμένων δεν άργησαν να φέρουν ακόμη μεγαλύτερη πρόοδο.[11]
Η οικονομική ευμάρεια ενίσχυσε και βελτίωσε τις συνθήκες για την πολιτιστική ανάπτυξη. Ιδιαίτερα ενδεικτικό είναι το γεγονός πως, από το 1715 μέχρι το 1760, κτίστηκαν 9 νέες και λαμπρές εκκλησίες. Όσες από αυτές στέκουν ακόμη όρθιες αποτελούν αδιάψευστους μέχρι και σήμερα μάρτυρες της ακμής και της δόξας της Μοσχόπολης.[12] Ήδη πριν από το 1700 υπήρχε οργανωμένο ελληνικό σχολείο. Το σχολείο αυτό ακολούθησε την εξέλιξη και τις απαιτήσεις της εύρωστης και φιλοπρόοδης κοινωνίας του. Οι δάσκαλοί του είχαν μεγάλη μόρφωση και ακτινοβολία και οι Μοσχοπολίτες φρόντιζαν να μετακαλούν, για να διδάξουν σε αυτό, εξέχοντες λόγιους και από άλλα μέρη. Το 1744, καθώς προστέθηκαν νέοι κύκλοι σπουδών, το σχολείο της Μοσχόπολης εξελίσσεται στην περίφημη Νέα Ακαδημία και το 1750, όταν μεταφέρθηκε σε νέο κτίριο, ανάλογο με τη φήμη της και τις απαιτήσεις, ονομάστηκε Ελληνικό Φροντιστήριο. Ο κύκλος των σπουδών που προσέφερε ήταν ίσως από τους ανώτερους που ένας χριστιανός μπορούσε να παρακολουθήσει τότε στα Βαλκάνια, καθιστώντας ουσιαστικά τη Μοσχόπολη σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του Ελληνικού Διαφωτισμού. Η βιβλιοθήκη του ήταν από τις λαμπρότερες και μεγαλύτερες στις βαλκανικές επαρχίες εκείνων των εποχών. Στο πλαίσιο της Νέας Ακαδημίας δημιουργήθηκε ορφανοδιοικητήριο και απλό ορφανοτροφείο για τη στέγαση και τη σίτιση των μαθητών, οι οποίοι έρχονταν να σπουδάσουν στα σχολεία της Μοσχόπολης από όλα σχεδόν τα Βαλκάνια. Μέσα στους κοινωνικούς θεσμούς που αναπτύχθηκαν ήταν και η λεγόμενη “κάσα των φτωχών”, ένα κοινοτικό ταμείο με σκοπό την ανακούφιση των λιγότερων προνομιούχων κατοίκων της πόλης. Από τα πιο αξιοθαύμαστα ιδρύματα αυτής της μοναδικής πολιτείας ήταν το τυπογραφείο, το οποίο πρωτολειτούργησε το 1720 ή το 1735. Τα τυπογραφικά στοιχεία του ήταν ελληνικά και κατ' επέκταση ήταν το δεύτερο ελληνικό τυπογραφείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά από αυτό της Κωνσταντινούπολης, (1627). Πολλοί νέοι της Μοσχόπολης και μαθητές των σχολείων της που έρχονταν εδώ από άλλα μέρη συνέχιζαν τις σπουδές τους σε σχολές και ιδρύματα της Αυστροουγγαρίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, μέχρι και της Ολλανδίας.[13] Δίκαια λοιπόν δόθηκε στη Μοσχόπολη ο τίτλος της "Νέας Αθήνας". Εκτός από τη Μοσχόπολη ζωηρή εκπαιδευτική κίνηση αναπτύχθηκε και στο Βιθκούκι, τη Σίπισκα και την Κορυτσά, όπου αναφέρεται να λειτουργούν ελληνικά σχολεία κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα.[14]
Αξίζει να επισημανθεί πως η συρροή στην αγορά και τα σχολεία της βλαχόφωνης Μοσχόπολης μετοίκων, εμπορευομένων, δασκάλων και μαθητών από όλη σχεδόν τη Βαλκανική, που μιλούσαν βλάχικα, ελληνικά, αλβανικά, και βουλγαρικά, οδήγησε στην έκδοση δύο περίφημων για την εποχή τους λεξικών. Σε εκείνες τις εποχές, που οι διάφορες εθνικιστικές τάσεις ήταν άγνωστες έννοιες, έτσι τουλάχιστον όπως διαμορφώθηκαν στα Βαλκάνια από τα μέσα του 19ου αιώνα, οι δραστήριοι και φιλοπρόοδοι Μοσχοπολίτες δεν έβλεπαν κίνδυνο, αλλά πρακτικό όφελος στην καταγραφή και τη μελέτη της βλάχικης, της αλβανικής και της βουλγαρικής γλώσσας. Η συγγραφή και η έκδοση των λεξικών αποσκοπούσε περισσότερο στην ενίσχυση της παιδείας των διάφορων αλλόγλωσσων, μη ελληνόφωνων, χριστιανών, καθώς η εκπαίδευση που τους προσφερόταν στη Μοσχόπολη, και όχι μόνο εκεί, χαρακτηριζόταν ουσιαστικά ως ελληνική. Το 1770 εκδόθηκε στη Βιέννη το βιβλίο "Πρωτοπειρία" του Θεόδωρου Αναστασίου Καβαλλιώτη, ενός από τους λαμπρότερους Μοσχοπολίτες δασκάλους και κορυφαία μορφή των ελληνικών γραμμάτων. Στο βιβλίο αυτό περιλαμβάνεται λεξικό 1.170 λέξεων της απλής νεοελληνικής ή ρωμέικης γλώσσας, της βλάχικης και της αλβανικής.[15] Την προσπάθεια αυτή συνέχισε ένας από τους σημαντικότερους δάσκαλους της Νέας Ακαδημίας, ο ιερομόναχος Δανιήλ ο Μοσχοπολίτης, με το έργο "Εισαγωγική Διδασκαλία περιέχουσα Λεξικόν Τετράγλωσσον των τεσσάρων κοινών διαλέκτων, ήτοι της απλής Ρωμαϊκής, της εν Μοισία Βλαχικής, της Βουλγαρικής και της Αλβανικής", το οποίο εκδόθηκε ή γράφηκε στη Μοσχόπολη το 1764 και ακολούθησαν εκδόσεις στη Βιέννη το 1794 και το 1802.[16]
[1] Περισσότερα στοιχεία για διάφορες αναφορές σχετικά με τον πληθυσμό της Μοσχόπολης βλέπε: Haciu, ο.π., σελ.152. Συγκριτικά δημογραφικά στοιχεία για διάφορες πόλεις της Αλβανίας εκείνης της εποχής, βλέπε: Αρς, Γκριγκόρι Λ. "Η Αλβανία και η Ήπειρος στα τέλη του ΙΗ' και στις αρχές του ΙΘ' αιώνα ", Μετάφραση: Αντωνία Διάλλα, Gutenberg, Αθήνα 1994, σελ.61.
[2] Ηaciu, ο.π., σελ.152. Αραβαντινός, Χρονογραφία Β', o.π., σελ.113, Σκενδέρης, ο.π., σελ.89-91.
[3] Αρς, ο.π., σελ.54.
[4] Βακαλόπουλος, Ήπειρος, ο.π., σελ.85-86.
[5] Μαρτινιανός, ο.π., σελ.111-113, Γεωργιάδης, ο.π., σελ.14, Κεκρίδης, Ευστάθιος Ν., Δρ.Θ., "Θεόδωρος Αναστασίου Καβαλλιώτης, (1718;-1789). Ο δάσκαλος του Γένους", Εκδόσεις "Παρουσία", Καβάλα 1991, σελ.24-25.
[6] Σπηλιοτόπουλος, Αντώνιος, "Οι Βλαχόφωνοι Έλληνες και η ρωμανική προπαγάνδα", Αθήνα 1905, σελ.38.
[7] Papahagi, V., "Οι Μοσχοπολίται και το μετά της Βενετίας εμπόριον κατά τον ΙΗ' αιώνα", Ηπειρωτικά Χρονικά, τομ. 9, (1934), σελ.127-139, του αυτού "Νέαι συμβολαί εις την ιστορία των κατά τον ΙΗ' αιώνα εμπορικών σχέσεων των Μοσχοπολιτών μετά της Βενετίας" τομ. 10, (1935) σελ.270-288.
[8] Βακαλόπουλος, Ήπειρος, ο.π., σελ.298-299.
[9] Μέρτζος, Κωνσταντίνος Δ., "Μνημεία Μακεδονικής Ιστορίας", Ε.Μ.Σ. 7, Θεσσαλονίκη 1947, "Εμπορική αλληλογραφία εκ Μακεδονίας", σελ. 208-255. "Οι εν Βενετία Μακεδόνες και η εν γένει δράσις τους", σελ.256-278. Μαρτινιανός, ο.π., σελ.106.
[10] Μέρτζος, ο.π., σελ.256-257, 276-277. Γεωργιάδης, ο.π., σελ.110.
[11] Για το εμπόριο και τις αποδημίες των Μοσχοπολιτών βλέπε Βακαλόπουλος, Απόστολος., "Ιστορία της Μακεδονίας, 1354-1833", Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1992, σελ.271-275, 349-394, Βακαλόπουλος, Ηπειρος, ο.π., σελ.369-379. Παπαδριανός, Ιωάννης Α., "Οι Έλληνες απόδημοι στις Γιουγκοσλαβικές χώρες, 18ος-20ος αι.", Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993. Νικολαϊδου, Ελευθερία, "Συμβολή στην ιστορία τεσσάρων κοινοτήτων της Αυστροουγγαρίας, (Zemun, Novi Sad, Orsova, Temesvar)", Δωδώνη, τ.9, 1980.
[12] Βακαλόπουλος, Ηπειρος, ο.π., σελ.383.
[13] Περισσότερα για την πολιτιστική ακτινοβολία της Μοσχόπολης στα Βαλκάνια βλέπε: Βακαλόπουλος, Ηπειρος, ο.π., σελ.298-307. Κερκίδης, ο.π..
[14] Βακαλόπουλος, Ηπειρος, ο.π., σελ.316.
[15] Για το Θεόδωρο Α. Καβαλλιώτη και το βιβλίο "Πρωτοπειρία" βλέπε: Κερκίδης, ο.π., σελ.148-160.
[16] Γεωργιάδης, ο.π., σελ.46-47. Βακαλόπουλος, Ηπειρος, ο.π., σελ.301. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Μαρία, “Οι Βαλκανικοί λαοί, από την τουρκική κατάκτηση στην εθνική αποκατάσταση (140ς-19ος αι.)” Β΄ εκδοση, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σελ.83.
ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Δ. ΟΙ AΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ
7. Οι Αρβανιτόβλαχοι στη Ρούμελη-Στερεά Ελλάδα
Στα 1840, ύστερα από ληστρικές επιθέσεις Τουρκαλβανών, αναφέρεται πως καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε ο μεγάλος οικισμός των Αρβανιτόβλαχων στο Μπιτσικόπουλο. Τότε το μεγαλύτερο μέρος των οικογενειών που είχαν εγκατασταθεί εκεί από την εποχή του Αλή Πασά, κατέφυγαν για περισσότερη ασφάλεια στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, όπου συνέχισαν τη νομαδοκτηνοτροφική ζωή, μετακινούμενοι ανάμεσα στα Άγραφα και άλλες ορεινές περιοχές της Ευρυτανίας, αλλά και της Ηπείρου, στο τουρκικό τότε ακόμη έδαφος, και τις χαμηλές περιοχές της Ξηρόμερου-Ακαρνανίας μέχρι τις εκβολές του Αχελώου. Ο L. Heuzey αναφέρει πως στα 1856 αριθμούσαν συνολικά 800 οικογένειες (περίπου 4.000 με 5.000 ψυχές) και σχημάτιζαν 12 μεγάλα χειμαδιά, που αριθμούσαν το καθένα από 50 έως 100 οικογένειες.436 Σταδιακά, ανάμεσα στο 1865 με 1870, άρχισαν να δημιουργούν μονιμότερες εγκαταστάσεις στα χειμαδιά τους. Τα χωριά που τότε δημιουργήθηκαν από αυτούς είναι σήμερα οι νοτιότεροι βλάχικοι οικισμοί. Είναι τα χωριά: Στράτος (Σουροβίγλι ή Γιαννίκα), Όχθεια (Όχτου ή Παγαίικα), Αγράμπελη (Νταγιάντα), Γουριώτισσα (Κατσαρού), Παλαιομάνινα (Κουτσομπίνα), Στρογγυλοβούνι (Στουρνάρι ή Γακαίικα) και Μάνινα Βλιζιανών (Καλέτζι).437 Θα πρέπει να επισημανθεί πως οι Αρβανιτόβλαχοι της Στερεάς Ελλάδας έχει επικρατήσει να ονομάζονται Καραγκούνηδες. Σύμφωνα με άρθρο στο περιοδικό Πανδώρα, γύρω στο 1856, οι Αρβανιτόβλαχοι της Αιτωλοακαρνανίας αριθμούσαν περίπου 2.000 ψυχές και είχαν 100.000 πρόβατα που απέφεραν στο ελληνικό δημόσιο το σημαντικό τότε φορολογικό έσοδο των 20.000 δραχμών.438 Ο G. Weigand αναφέρει πως στα 1888-89 υπήρχαν 2.625 ψυχές στα επτά πρώην χειμαδιά των Αρβανιτόβλαχων της Ακαρνανίας, που σταδιακά εξελίχθηκαν σε σταθερά αγροτοκτηνοτροφικά χωριά και δίνει πολλά περισσότερα στοιχεία για την παραδοσιακή οργάνωσή τους.439
Ο Π. Αραβαντινός αναφέρει πως, ήδη από την εποχή του Αλή Πασά, κάποιες ομάδες Αρβανιτόβλαχων βρέθηκαν εγκαταστημένες και αποκομμένες στα ορεινά της Ακαρνανίας και της Ευρυτανίας.440
Αυτή η ολιγόλογη επισήμανση του Αραβαντινού είναι δύσκολο να διευκρινιστεί. Εκτός αν αναφέρεται στους Βλάχους που ο F. Pouqueville βρίσκει να κατοικούν σε μία ομάδα χωριών στις νότιες πλαγιές του Παναιτωλικού, στα σύνορα της Αιτωλίας με την Ευρυτανία, και τους οποίους ονομάζει Κοσινιώτες ή Βωμιείς Βλάχους. Σύμφωνα με την καταγραφή του Pouqueville ο σημαντικότερος οικισμός αυτής της ομάδας ήταν η Κοσίνα, το σημερινό χωριό Κοκκινόβρυση και η συνολική πληθυσμιακή του δύναμη ανερχόταν σε 1.200 οικογένειες. Στα 1807 οι Βλάχοι της Κοσίνας και των γύρω χωριών βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον Αλή Πασά και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Μετά την αναφερόμενη σύγκρουση με τον Αλή Πασά αποτραβήχτηκαν προς τον ορεινό όγκο του Άνινου, δηλαδή της Οίτης. Από τότε όμως έγιναν απόλυτα νομάδες κτηνοτρόφοι και σκόρπισαν σε όλη την Ανατολική Στερεά Ελλάδα, από την Όθρη μέχρι τον Παρνασσό, τον Ελικώνα και την Πάρνηθα στην Αττική.441 Αναφερόμενος στον πληθυσμό της Αττικής, διαχωρίζει τους εδραίους Αρβανίτες από τους Βλάχους, επισημαίνοντας πως οι Βλάχοι της Αττικής ήταν νομαδοκτηνοτρόφοι και η παρουσία τους εκεί ήταν εποχιακή. Τους χειμώνες κάποια φαλκάρια από τα βλαχοχώρια της Πίνδου, αλλά και του Παρνασσού, διασκορπίζονταν πέρα από τα παραδοσιακά θεσσαλικά χειμαδιά μέχρι τις πεδινές εκτάσεις της Βοιωτίας και της Αττικής. Έβοσκαν τα κοπάδια τους και πουλούσαν τα μάλλινα που παρήγαγαν στις ορεινές κοινότητές τους.442
Το 1834, αμέσως μετά τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους, ένας άλλος Ευρωπαίος, ο Gustave d’Eichtal, αναφέρει την ύπαρξη νομαδοκτηνοτρόφων Καραγκούνηδων-Αρβανιτόβλαχων στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα. Κάποιο φαλκάρι αυτών των Αρβανιτόβλαχων έστηνε τότε τα χειμαδιά του στην περιοχή της Αταλάντης. Επιπλέον, ο d’Eichtal προχώρησε σε μία αρκετά ενδιαφέ ρουσα επισήμανση. Ευχόταν και εισηγούνταν να μην εγκαταλείψουν το έδαφος του νεοσύστατου, ακόμη, ελληνικού βασιλείου, έτσι ώστε να ενδυναμώσουν με τον πλούτο και την εργασία τους τη μικρή και φτωχή μετεπαναστατική Ελλάδα. Επισημαίνει πως, αν και δεν είχαν τάση προς τη γεωργία, ο δυναμισμός τους θα μπορούσε να στραφεί στις βιοτεχνίες και το εμπόριο.443
Στα 1852-54, ο Γάλλος περιηγητής Edmond About συνάντησε νομαδοκτηνοτρόφους Βλάχους στα περίχωρα της Αθήνας και περιέγραψε με αρκετή γραφικότητα το πώς αυτοί οι πιθανότατα Αρβανιτόβλαχοι προμήθευαν στους Αθηναίους τα αρνιά του Πάσχα. Στα γραπτά του δεν άφησε περιθώρια για αμφισβητήσεις, καθώς επισήμανε πως οι Βλάχοι που ζούσαν τότε στην Αττική μιλούσαν μία παραφθαρμένη λατινογενή γλώσσα.444
Την ίδια περίοδο, ο F. Lenormant επισημαίνει, με τη σειρά του, την ύπαρξη αυτών των πιθανότατα Αρβανιτόβλαχων, στις ίδιες περιοχές και αναφέρει πως κάποιοι από αυτούς έφταναν για χειμαδιά μέχρι τη Μονή Δαφνιού, λίγο έξω από την Αθήνα.445
Μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, ο μόνος σημαντικός οικισμός όπου συγκεντρώθηκε ένας αξιόλογος αριθμός αρβανιτοβλάχικων οικογενειών από αυτές που βρέθηκαν σκορπισμένες στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα είναι η σημερινή Ανθήλη, το παλιό Ιμίρμπεη ή Μπίρμπιλη, λίγο έξω από τη Λαμία. Στα 1833 το μέχρι τότε τουρκικής ιδιοκτησίας τσιφλίκι της Ανθήλης αγοράστηκε από την οικογένεια των Τζαλλαίων, μία πλούσια ομογενειακή οικογένεια της Βιέννης με καταγωγή από την Κορυτσά. Προσπαθώντας να αξιοποιήσουν τη νεοαποκτηθείσα ακίνητη περιουσία τους οι Τζαλλαίοι προσκάλεσαν κολίγους να εγκατασταθούν και να εργαστούν στο ακατοίκητο τότε τσιφλίκι της Ανθήλης. Λίγο μετά το 1850, δίπλα στους λιγοστούς ελληνόφωνους και ετερόκλητους κολίγους εγκαταστάθηκε και μία ομάδα 50 περίπου αρβανιτοβλάχικων οικογενειών. Οι οικογένειες αυτές είχαν προηγουμένως προσπαθήσει να δημιουργήσουν ένα νέο μόνιμο οικισμό στην τοποθεσία Βαρδάρι, κοντά στη Μενδενίτσα. Σύμφωνα με παραδόσεις, θετικό ρόλο για την ομαδική εγκατάστασή τους στην Ανθήλη έπαιξε το γεγονός πως οι Τζαλλαίοι ήταν επίσης βλαχόφωνοι. Εξελικτικά οι Αρβανιτόβλαχοι της Ανθήλης έγιναν γεωργοκτηνοτρόφοι διατηρώντας ωστόσο για αρκετές δεκαετίες ένα θερινό οικισμό στις πλαγιές του Καλλίδρομου στην τοποθεσία Λιαθίτσα κοντά στο μοναστήρι της Δαμάστας. Μικρότερες ομάδες αρβανιτοβλάχικων οικογενειών της ίδια προέλευσης βρέθηκαν εγκατεστημένες και στα χωριά Μενδενίτσα, Μώλος και Έξαρχος.446
Δε μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι αν οι Αρβανιτόβλαχοι της Ανθήλης και της Ανατολικής Στερεός Ελλάδας γενικότερα είναι όλοι τους απόγονοι των Κοσινιωτών Βλάχων ή αν κατάγονται από Αρβανιτόβλαχους που πέρασαν ή βρέθηκαν στην ελληνική τότε επικράτεια κατά το πρότυπο των Αρβανιτόβλαχων της Αιτωλοακαρνανίας. Υπάρχουν βέβαια ενδείξεις πως ένα τουλάχιστον μέρος τους βρίσκονταν ήδη στο χώρο της Ρούμελης πριν από τα γεγονότα της ελληνικής επανάστασης. Το 1851 ένα φαλκάρι Αρβανιτόβλαχων είχε δημιουργήσει μία θερινή καλυβική εγκατάσταση στις νότιες πλαγιές της Όθρης, στη θέση Βομπόκα, κοντά στο χωριό Πελασγία και την τότε συνοριακή γραμμή. Ο υπέργηρος τσέλιγκάς τους, που ονομαζόταν Πούλιος, συνομιλώντας με το νεαρό τότε εγγονό του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, το Θεόδωρο Γενναίου Κολοκοτρώνη, του είπε πως υπήρξε σύντροφος των Κωνσταντή και Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και φίλος του Οδυσσέα Ανδρούτσου.447 Τα στοιχεία αυτά έρχονται να ενισχύσουν την άποψη του Αραβαντινού για την ύπαρξη Αρβανιτόβλαχων στη Ρούμελη πολύ πριν το 1821 και ίσως ακόμη και τις αναφορές του Pouqueville για τους Κοσινιώτες Βλάχους.
Όταν ανάμεσα στο 1861 με 1874 ο Η. Belle ταξίδεψε σε όλη σχεδόν την τότε Ελλάδα, αναφέρει πως ο συλλογικός αριθμός των Βλάχων που ζούσαν στη Ρούμελη και κυρίως στην Ακαρνανία, τα Άγραφα και την Οίτη ήταν γύρω στις 12.000 ψυχές.448 Είναι λοιπόν σαφές πως κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα ένας αξιόλογος αριθμός Βλάχων και μάλιστα Αρβανιτόβλαχων αφομοιώθηκε σταδιακά σε πόλεις και χωριά σε όλη σχεδόν τη Ρούμελη, αποτελώντας συστατικό στοιχείο της δημογραφίας του νέου και μικρού τότε ελληνικού κράτους. Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά του Cousinery, στα 1831, για την παρουσία βλαχόφωνων, και πιθανότατα Αρβανιτόβλαχων, στην περιοχή του Άργους στην Πελοπόννησο. Αναφέρει πως μετά την επανάσταση του 1821 είχε συναντήσει στην αγορά του Άργους κάποιους Βλάχους, άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι του είπαν πως ήταν νομαδοκτηνοτρόφοι και πως είχαν τις εγκαταστάσεις τους στην ορεινή περιοχή γύρω από το Άργος. Επιπλέον επισημαίνει πως αυτοί οι Βλάχοι μιλούσαν μία λατινογενή γλώσσα όπως και οι Βλάχοι που είχε συναντήσει στη Μακεδονία.449
Βέβαια αυτοί δεν ήταν οι μόνοι βλάχικοι πληθυσμοί που συνετέλεσαν στη δημογραφία της Ρούμελης. Αν οι παρατηρήσεις και τα γραφόμενα του Pouqueville ανταποκρίνονται έστω και μερικώς στην πραγματικότητα, τότε θα πρέπει να υπολογίσουμε και κάποιους άλλους βλάχικους πληθυσμούς που ήδη στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα βρίσκονταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε ένα μεγάλο αριθμό χωριών της Ρούμελης. Τους ονομάζει Βόιους Βλάχους και μάλλον ταυτίζονται με τους Μπούιους ή Μπογιάνους Βλάχους άλλων παλαιότερων αναφορών. Παρατηρεί πως ζούσαν σε τρεις ιδιαίτερες ομάδες οικισμών και επισημαίνει πως ένα σημαντικό μέρος από αυτούς βρισκόταν ήδη σε προχωρημένο στάδιο αφομοίωσης. Οι ομάδες αυτών των βλάχικων εγκαταστάσεων βρίσκονταν: 1). Γύρω από την Υπάτη, στις βορειοδυτικές πλαγιές της Οίτης.450 2). Στα νότια και νοτιοανατολικά του Καρπενησιού.451 3). Μάλλον στα βόρεια της Λαμίας, στις πλαγιές της Όθρης, κοντά στη διάβαση της Φούρκας.452 Υπολόγισε μάλιστα πως ο συνολικός τους αριθμός, μαζί με κάποιους νομαδοκτηνοτρόφουςτης ίδιας προέλευσης, ήταν περίπου 11.000 ψυχές.453 Απόγονοι αυτών θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως ήταν οι ημινομάδες κάτοικοι του χωριού Σταυροπηγή Ευρυτανίας, γνωστοί και ως Αμπλιανίτες «Βλάχοι», από το παλιό όνομα του χωριού, Άμπλιανη. Στις αρχές πια του 20ου αιώνα οι Αμπλιανίτες αναφέρονται να είναι αποκλειστικά ελληνόφωνοι δίχως την ανάμνηση της γνώσης και της χρήσης μίας άλλης γλώσσας, αν και ακολουθούσαν πιστά τα πρότυπα της ημινομαδικής ζωής των Βλάχων. Τους χειμώνες κατέβαιναν άλλοι στις εκβολές του Εύηνου (Ευηνοχώρι), κοντά στο Μεσολόγγι, και άλλοι στη Λαμία.454 Ωστόσο, παραμένουν τα ερωτήματα αν αυτοί οι πληθυσμοί ήταν άλλοτε βλαχόφωνοι, πότε εγκαταστάθηκαν στη Ρούμελη και τι τελικά απέγιναν. Το πιο πιθανό όμως είναι πως οι Αρβανιτόβλαχοι που βρέθηκαν στη Ρούμελη κατά τη σύσταση του ελληνικού κράτους ή λίγο μετά δεν έχουν κάποια άμεση και στενή σχέση με τους Βόιους ή Μπούιους Βλάχους που αναφέρει ο Pouqueville. Οι Μπούιοι Βλάχοι μάλλον αποτελούσαν μέρος του βλάχικου δημογραφικού δυναμικού της μεσαιωνικής Μεγάλης Βλαχίας. Σίγουρα όμως απαιτείται μία διεξοδικότερη έρευνα, για να απαντήσει κανείς σε αυτά τα ερωτήματα και τις επισημάνσεις με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια.455
436. Heuzey L., «Le mont Olympe et l’Acamanié», Paris 1860, σελ.267-272.
437. Λαμπρίδης I., «Ηπειρωτικά Μελετήματα, τεύχος 5, Μαλακασιακά, μέρος Β', Μέτσοβον και Σεράκου», Εν Αθήναις 1888, σελ.650. Λουκόπουλος Δ., «Πώς υφαίνουν και ντύνονται οι Αιτωλοί», Ιστορική και Λαογραφική Βιβλιοθήκη 1, Αθήνα 1927, σελ.94- 95. Στεργίου, Δημήτρης Λ., «Παλαιομάνινα. Από τα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα», Αθήνα 1996.
438. Γ.Μ., «Περί Καραγκούνηδων», Περιοδικό Πανδώρα, τόμος ΙΗ', φύλλο 415,1 Ιουλίου 1867, σελ.140-142.
439. Weigand, ό.π., σελ.183-195, 292.
440. Αραβαντινός, Μονογραφία, ό.π., σελ.38-39.
441. Pouqueville, F, «Ταξίδι στην Ελλάδα, Στερεά Ελλάδα - Αττική - Κορινθία», Μετάφραση: Μολφέτα Νίκη, Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1995, σελ.32-33.
442. Pouqueville, ό.π., σελ.410-412.
443. Λαζάρου, Αχιλλέας Γ., «Βαλκάνια και Βλάχοι», «Επίγραμμα Ευγένιου του Αιτωλού και λατινοφωνία Ελλήνων», Εκδόσεις Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, Αθήνα 1993, σελ. 105.
444. About, Edmond, «Η Ελλάδα του Όθωνα. Η σύγχρονη Ελλάδα 1854», μετάφραση Α. Σπήλιου, πρόλογος επιμέλεια Τάσου Βουρνά, Αφοί Τολίδη, Αθήνα, σελ.69-70,114.
445. Lenormant, Francois, «Les patres valaques de la Gréce», Paris 1865, σελ.237.
446. Κώστας Αθ. Ζησόπουλος, «Ντοπιολαλιές και τοπωνύμια Ανθήλης Φθιώτιδας», Λάρισα 1987, σποράδην.
447. Γιώργος Θωμάς, «Οι Αρβανιτόβλαχοι της Όθρης. Παράξενα έθιμά τους από το 1851», Ηπειρωτική Εστία 1989.
448. Belle, Henri, «Ταξίδι στην Ελλάδα», Μέρος Β', Ιστορήτης, Αθήνα 1993, σελ.102.
449. Cousinery, Μ.Ε.Μ., «Voyage dans la Macédoine», βιβλίο I, Paris 1831, σελ.18
450. Βλαχοχώρια Υπάτης: Καστρίτσα, Κομιριάνες (Δάφνη και Ανατολή), Σέλιανη-Μάρμαρα, Κολοκυθιά, Αργυριά, Σμόκοβο (Πύργος), Κουποχώρι (Νεοχώρι Υπάτης), Μαντέτσι (Περιστέρι), Λιάσκοβο (Μεσοχώρι), Αγαθέμι, Καστανιά, Ρογοζάνα (Καπνοχώρι), Αλεποχώρι, Συκάς, Βασιλικά, Πουλοκαρυά (Καρυά), Λάλα (Ροδωνιάς), Μιχάδες, Βογομίλος (Αργυροχώρι), Υπάτη. Pouqueville, ό.π., σελ.80.
451. Βλαχοχώρια Καρπενησιού: Καρπενήσι, Λάσπη, Μπρέσι (Βρύση), Μιαρά, Άγιος Ανδρέας, Μουζίλο, Κράψι (Κλαύσι), Τρανοχώρι (Μεγάλο Χωριό), Καρίτσα, Καστανούλα, Κόπραινα (Πρόδρομος), Ρόσκα, Σκλύτσα, Τσελύτσα (Σκοπιά), Δομνίτσα, Άμπλιανη (Σταυροπηγή), Σταβούς (Στάβλοι), Κρίκελλο, Τσιγκρέλο (Συγγρέλος), Ανιάδα, Μαρίνος, Σέλλος, Ψιάνα, Δολιανά (Στουρνάρι), Κοριτσάνα (Καταβόθρα), Κοντίβα (Κοντό). Pouqueville, ό.π., σελ.44.
452. Ο Pouqueville δε μας δίνει τα ονόματα των οικισμών αυτής της ομάδας.
453. Pouqueville, Ήπειρος, ό.π., σελ.349-350.
454. Λουκόπουλος, ό.π., σελ.101.
455. Για τον εκλατινισμό ελληνικών πληθυσμών στις ελληνικές χώρες βλέπε: Λαζάρου, Αχιλλέας Γ., «Επίγραμμα Ευγένιου του Αιτωλού και λατινοφωνία Ελλήνων», «Βαλκάνια και Βλάχοι», Εκδόσεις Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, Αθήνα 1993, σελ. 103-151.
ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Γ. ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΠΙΝΔΟΥ. TΑ ΒΛΑΧΟΧΩΡΙΑ ΤΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ
1.3. ΟΙ ΚΟΥΠΑΤΣΑΡΑΙΟΙ.
Στην περιοχή των Γρεβενών, εκτός από τα γνωστά βλαχοχώρια, συναντούμε και μία άλλη ιδιαίτερη ομάδα χωριών η οποία παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για την παλαιότερη έκταση των βλάχικων οικισμών. Είναι τα κουπατσιοχώρια ή αλλιώς τα χωριά των Κουπατσιαραίων. Αν και για πολλές γενιές τα περισσότερα από αυτά τα χωριά παρουσιάζονται να είναι αποκλειστικά ελληνόφωνα, έχουν γραφτεί κατά καιρούς απόψεις που τα παρουσιάζουν να ήταν άλλοτε βλαχοχώρια ή χωριά που είχαν και βλάχικο πληθυσμό, ο οποίος όμως με τα χρόνια αφομοιώθηκε και χάθηκε μαζί με τη βλάχικη γλώσσα. Τα κυριότερα από τα χωριά των Κουπατσιαραίων βρίσκονται στα δυτικά της πόλης των Γρεβενών και είναι: ο Δοξαράς (Μπούρα), η Κυρακαλή, ο Έλατος (Ντιβράνι), το Κάστρο, Αναβρυτά (Βραστινό), η Καληράχη (Βραβονίστα), η Αετιά (Τσουριάκας), το Μεσολούρι, το Πρόσβορο (Δέλνο ή Δέλβινο), η Αλατόπετρα (Τούζι), το Δοτσικό (Ντούσκο), οι Φιλιππαίοι (στα βλάχικα Φιλκλί ή Φιρκλί), το Πολυνέρι (Βοντεντσκό), το Πανόραμα (Σαργαναίοι, στα βλάχικα Σιάργκανλι), η Λάβδα, το Περιβολάκι (Λιπινίτσα), ο Ζιάκας (Τίστα), το Σπήλαιο, το Τρίκωμο (Ζάλοβο), το Παρόρειο (Ριάχοβο), ο Σταυρός (Παλιοχώρι), το Κοσμάτι (στα βλάχικα Κουσμάτσλι), ο Σιταράς (Σίτοβο), οι Μαυραναίοι (στα βλάχικα Μαβράνλε), το Μαυρονόρος, το Κηπουριό (στα βλάχικα Τσιπουρίε), η Λαγκαδιά (Ζάπαντο, Ζαπανταίοι), το Μικρολίβαδο (Λαμπανίτσα) και το Μοναχίτι (στα βλάχικα Μουναχίτλου).[1] Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί πως η έκταση και ο αριθμός των κουπατσιοχωριών δε μπορούν να οριστούν με ακρίβεια. Ανάμεσά τους θα πρέπει να συνυπολογίζονται και χωριά που βρίσκονται βόρεια και νότια της πόλης των Γρεβενών, όπως τα χωριά Καλαμίτσι, Μεσόλακκος (Ζγκόστι), Καλόχι, Ελευθεροχώρι, Φελλί, Δεσπότης (Σχίνοβο), Πηγαδίτσα, Αιμηλιανός (Γκριντάδες), Μελίσσι (Πλέσια), Άγιοι Θεόδωροι, Σιταράς, Διάκος (Λιμπίνοβο), Ανθρακία κ.α..[2]
Όταν από τα μέσα περίπου του 17ου αιώνα άρχισε ο σταδιακός εξισλαμισμός των κατοίκων πολλών χωριών της άνω κοιλάδας του Αλιάκμονα στις περιοχής των Γρεβενών, της Ανεσελίτσας (επαρχία Βοϊου Κοζάνης) και της Καστοριάς αρκετοί Κουπατσαραίοι έγιναν μουσουλμάνοι, διατηρώντας όμως την χρήση της ελληνικής γλώσσας και πολλά από τα παλιά χριστιανικά έθιμά τους. Οι εξισλαμισμένοι ελληνόφωνοι κάτοικοι αυτών των περιοχών επικράτησε να είναι περισσότερο γνωστοί με το όνομα Βαλαάδες. Επίσης ήταν γνωστοί με το όνομα Φούτσιδες, (από το αδελφούτσι), ενώ οι Βλάχοι της περιοχής των Γρεβενών τους αποκαλούσαν και Βλαχούτσοι. Ανάμεσα στα χωριά των Κουπατσαραίων που προαναφέρθηκαν και σύμφωνα με ελληνική στατιστική του 1923 τα χωριά Αναβρυτά (Βραστινό), Κάστρο, Κυρακαλή και Πηγαδίτσα κατοικούνταν αποκλειστικά από μουσουλμάνους, δηλαδή Βαλαάδες, ενώ στα χωριά Έλατος (Ντιβράνι), Δοξαράς (Μπούρα), Καλαμίτσι, Φελλί, και Μελίσσι (Πλέσια) κατοικούσαν μουσουλμάνοι Βαλαάδες και χριστιανοί Κουπατσαραίοι. Βαλαάδες κατοικούσαν επίσης στην πόλη των Γρεβενών όπως και σε άλλα χωριά στα βόρεια και τα ανατολικά της πόλης.[3] Θα πρέπει να επισημανθεί πως ο όρος Βαλαάδες δε χαρακτήριζε μόνο τους ελληνόφωνους μουσουλμάνους της περιοχής των Γρεβενών αλλά και αυτούς της Ανεσελίτσας. Το 1924, κατά την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, παρά τις αντιρρήσεις, ακόμη και των ίδιων των Βαλαάδων, έφυγαν και οι τελευταίοι από αυτούς σαν ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι. Μέχρι τότε εξακολουθούσαν να μιλούν σχεδόν μόνο ελληνικά. Πολλοί από τους απογόνους των Βαλαάδων της Ανεσελίτσας (επαρχία Βοϊου), σκορπισμένοι σε διάφορα μέρη της Τουρκίας και ιδιαίτερα στην Ανατολική Θράκη (Kumburgaz, Buyukcekmece, Catalca κ.α.) εξακολουθούν να μιλούν την ελληνική διάλεκτο της Δυτικής Μακεδονίας. Ιδιαίτερα ενδεικτικό είναι το γεγονός πως τη γλώσσα που μιλούν την ονομάζουν "ρουμέικα".[4] Αξίζει κανείς να αναφερθεί στην πρόσφατη έρευνα του Κεμάλ Γιαλτσίν η οποία μας αποκάλυψε με ανθρωπιά την τύχη των 120 περίπου οικογενειών των Αναβρυτών και του Κάστρου που ακολούθησαν την ανταλλαγή των πληθυσμών. Από τη Θεσσαλονίκη πήραν τα καράβια των ανταλλαξίμων για τη Σμύρνη και από εκεί βρέθηκαν συλλογικά εγκατεστημένες στο χωριό Χονάζ κοντά στο Ντενιζλί.[5]
Τα χωριά των Κουπατσιαραίων υπήρξαν μάλλον φτωχοί γεωργοκτηνοτροφικοί οικισμοί με πολύ μικρό αριθμό κατοίκων, σε σύγκριση τουλάχιστον με τα γειτονικά βλαχοχώρια, αν και ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα σε ορισμένα από αυτά είχε αναπτυχθεί η ημινομαδική κτηνοτροφία κατά το πρότυπο των βλαχοχωριών.[6] Σήμερα, τα χωριά Δοτσικό και Μεσολούρι, κοντά στη Σαμαρίνα, δεν κατοικούνται πια το χειμώνα, καθώς οι κάτοικοι τους ακολούθησαν πιστά τα πρότυπα του ημινομαδικού βίου. Μία από τις επικρατέστερες απόψεις για την ετυμολογική προέλευση του ονόματος Κουπατσιάρης είναι πως προέρχεται από τη βλάχικη λέξη "κουπάτσιου" που σημαίνει βελανιδιά και ιδίως τα νεόφυτα γύρω από τον κύριο κορμό του δένδρου. Ίσως λοιπόν ονομάστηκαν Κουπατσαραίοι καθώς ζούσαν σε μία περιοχή όπου άλλοτε επικρατούσαν δάση βαλανιδιάς. Ωστόσο, ο G. Weigand αναφέρει πως η ετυμολόγηση του ονόματος Κουπατσιάρης είναι πιθανότερο να προέρχεται από τη σλάβικη λέξη "κουπάτς" που σημαίνει σκαφτιάς-γεωργός και που ταιριάζει περισσότερο στους κατοίκους της περιοχής, καθώς οι περισσότεροι ήταν γεωργοί.[7] Σύμφωνα με την έρευνα της Ρίκη Βαν Μπουσχότεν, όποια και να είναι η σωστή ετυμολόγηση, ο όρος Κουπατσιάρης μοιάζει να εμπεριέχει κάποια υποτιμητική διάκριση και αυτό γιατί οι Βλάχοι περιφρονούσαν τους ανθρώπους που κατοικούσαν σε χαμηλότερους οικισμούς και ασχολούνταν με τη γεωργία. Ωστόσο τα αρνητικά αισθήματα ήταν μάλλον αμοιβαία και σήμερα οι Κουπατσαραίοι θεωρούν μάλλον προσβλητικό να χαρακτηρίζονται ως Βλάχοι. Πέρα από τα όποια πολιτικά και ιστορικά γεγονότα και καταστάσεις που ενίσχυσαν αυτά τα αισθήματα (Μακεδονικός Αγώνας, Κατοχή), τα βαθύτερα και πραγματικά αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν στο διαφορετικό ρόλο Βλάχων και Κουπατσαραίων στην τοπική οικονομία και στις κοινωνικές αντιθέσεις που γεννούσε.[8]
Το 1856 ο Π. Αραβαντινός παρουσίασε τα περισσότερα από τα χωριά των Κουπατσαραίων να ανήκουν στη διοικητική διαίρεση της περιοχής των Γρεβενών η οποία ήταν γνωστή με το όνομα "Βλάχ Κολ" ή περιοχή των Βλάχων. Στην περιοχή αυτή, σύμφωνα με το όνομα, θα πρέπει να υποθέσουμε πως επικρατούσε το βλάχικο πληθυσμιακό στοιχείο. Επιπλέον σημειώνει πως σχεδόν σε όλα τα χωριά του "Βλαχ Κολ" μιλιόταν τόσο τα ελληνικά, όσο και τα βλάχικα. Όμως το 1865 στη μονογραφία τους για τους Βλάχους δεν περιλαμβάνει τα κουπατσιάρικα χωριά ανάμεσα στα αδιαμφισβήτητα βλαχοχώρια, αναγνωρίζοντας προφανώς κάποιο προηγούμενο λάθος του.[9] Το 1887 ο Ν. Σχινάς αναφέρει πως στο τμήμα του "Βλαχ Κολ" υπάγονταν 24 συνολικά χωριά.[10] Όταν το 1889 ο G. Weigand πέρασε από τα βλαχοχώρια της περιοχής επισήμανε την ύπαρξη βλάχικων λεκτικών δανείων στην ελληνική διάλεκτο των κουπατσιάρικων χωριών και εξέφρασε την άποψη πως οι Κουπατσιαραίοι είναι εξελληνισμένοι γλωσσικά Βλάχοι. Βέβαια κάποιες άλλες γλωσσολογικές του παρατηρήσεις ήταν μάλλον άτοπες, όπως λανθασμένη ήταν και η εκτίμησή του για τη μεγαλύτερη έκταση της περιοχής των Κουπατσιαραίων, από την Ελασσόνα μέχρι την Καστοριά.[11]
Τη διαδικασία της αφομοίωσης του βλάχικου πληθυσμιακού στοιχείου σε κουπατσιάρικα χωριά επισήμαναν και κατέγραψαν και οι Wace και Thompson, όταν το 1911 πέρασαν από την περιοχή. Χαρακτήρισαν τους Κουπατσαραίους εξελληνισμένους ή ημιεξελληνισμένους γλωσσικά Βλάχους. Η διαδικασία της αφομοίωσης και η εξέλιξη της ήταν, κατά τη γνώμη τους, λίγο ή πολύ, φυσιολογική. Σε μία γενικότερη θεώρησή τους για την αφομοίωση των βλάχικων πληθυσμών της Πίνδου σημειώνουν πως ο τρόπος ζωής και η οικονομία των χωριών υπαγόρευε τις συνθήκες της αφομοίωσης. Αναφέρουν πως τα πιο εξελληνισμένα χωριά, πιθανώς τόσο πολιτικά όσο και γλωσσικά, ήταν εκείνα που υπήρξαν αγροτικά για πολύ καιρό. Στα ορεινά χωριά που εξαρτιόνταν από την κτηνοτροφία, το εμπόριο και τους αγωγιάτες, δραστηριότητες πολύ στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, οι Βλάχοι διατηρούσαν μεγαλύτερη αίσθηση της διαφορετικότητά τους. Aκόμη και αν είχαν ενστερνιστεί την ελληνική εθνική συνείδηση θεωρούσαν τους εαυτούς τους Βλάχους. Όσο το σύστημα και η oργάνωση των τσελιγκάτων ήταν σε ισχύ, λειτουργούσαν θετικά για τη διατήρηση της αίσθησης της διαφορετικότητας. Τα γεωργικά, όμως, βλαχοχώρια, όπως πιθανότατα ήταν άλλοτε ορισμένα και σίγουρα όχι όλα τα χωριά των Κουπατσαραίων, είχαν την τάση να αρνούνται οποιαδήποτε βλάχικη καταγωγή. Η θεμελιώδης αιτία ήταν, κατά τη γνώμη των Wace και Τhompson, ιστορική και αναγόταν σε χρόνους παλιότερους από οποιαδήποτε σύγχρονη πολιτική προπαγάνδα. Τα αγροτικά χωριά είχαν πάντοτε μία πιο αβέβαιη ύπαρξη και οι καταπιέσεις από τους κατακτητές και τους συμπατριώτες τους είχαν ελαττώσει σε ένα μεγάλο βαθμό την έννοια της ανεξαρτησίας και της διαφοροποίησης. Επιπλέον, οι επιγαμίες ανάμεσα σε Βλάχους των αγροτικών χωριών και σε αλλόγλωσσους γειτονικούς πληθυσμούς βοήθησαν την ήδη διαμορφωμένη τάση. Στα χωριά όμως όπου η κτηνοτροφία, η βιοτεχνίες, το εμπόριο και οι μεταφορές ήταν οι βάσεις της οικονομίας, οι επιγαμίες με αλλόγλωσσους ήταν σπανιότατες. Και αυτό γιατί οι Βλάχοι αυτών των χωριών θεωρούσαν κοινωνικά κατώτερους όλους όσους ασχολούνταν με τη γεωργική παραγωγή, ακόμη και τους ομόγλωσσους γεωργούς. Η γεωργία απέδιδε πολύ λιγότερα από ό,τι οι δικές τους ασχολίες. Έτσι, δεν έδιναν τις κόρες τους να γίνουν σύζυγοι γεωργών και δεν παντρεύονταν εύκολα αγρότισσες, που δε γνώριζαν πως να βοηθήσουν τους Βλάχους συζύγους τους και δυσκολεύονταν να ακολουθήσουν την ιδιότυπη πολλές φορές ζωή των Βλάχων.[12] Η εξασθένιση της αίσθησης της διαφορετικότητας και η αφομοίωση των Βλάχων ξεκινούσε από τη στιγμή που εγκατέλειπαν τον παραδοσιακό βλάχικο τρόπο ζωής, εγκαθίσταντο σταθερά σε κάποιον οικισμό των κοιλάδων και των πεδινών ανάμεσα σε αλλόγλωσσους πληθυσμούς και άρχιζαν να καλλιεργούν τη γη.[13] Για όσο καιρό το φαινόμενο της πολιτισμικής διάκρισης της εργασίας ήταν σε ισχύ η αίσθηση της διαφορετικότητας παρέμενε ιδιαίτερα έντονη και αυτό είτε έχουμε να κάνουμε με νομαδοκτηνοτρόφους, είτε με εμποροβιοτέχνες Βλάχους.
Όπως και να έχει, ακόμη και σήμερα επιβιώνουν παραδόσεις τόσο στα βλαχοχώρια των Γρεβενών, όσο και σε ορισμένα κουπατσιάρικα χωριά, που επιβεβαιώνουν την άποψη πως ένα μέρος των προγόνων των Κουπατσαραίων ήταν Βλάχοι που με το πέρασμα των χρόνων ξέχασαν τα βλάχικα. Οι παραδόσεις αναφέρουν πως κάποιοι από τους προγόνους των Κουπατσιαραίων μιλούσαν τα βλάχικα και αυτό δεν παρουσιάζεται απλά και μόνο σαν αποτέλεσμα της γειτνίασης και της οικονομικής εξάρτησης από τα βλαχοχώρια της περιοχής, αλλά ως μία απόρροια βλάχικης καταγωγής. Μέχρι και σήμερα τα βλάχικα μιλιούνται ακόμη από ορισμένους ηλικιωμένους κατοίκους σε ορισμένα από τα κουπατσιάρικα χωριά, και κυρίως σε αυτά που διατήρησαν στενότερες σχέσεις με τα βλαχοχώρια ή όπου μαρτυρείται εγκατάσταση βλάχικων ομάδων, όπως στα χωριά Μικρολίβαδο, Μοναχίτι, Φιλιππαίοι και Δοτσικό. Ενδεικτικό της αίσθησης που είχαν τόσο οι Βλάχοι, όσο και οι Κουπατσαραίοι, για τη μεταξύ τους στενή πολιτισμικά συγγενική σχέση είναι οι συνοικήσεις που δημιούργησαν και οι επιγαμίες που ανέπτυξαν στα μέρη όπου τους οδήγησαν οι έξοδοί τους, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, όπως στα βλαχοχώρια του Βερμίου (Μικρή Σάντα) και Άσκιου (Βλάστη, Νάματα).
ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Β. ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΤΟΥ ΖΑΓΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΝΙΤΣΑΣ
3.2.2. Ο ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΗ ΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΒΛΑΧΟΖΑΓΟΡΟΥ.
Σύμφωνα με μία ξεπερασμένη σήμερα άποψη, τα βλαχοχώρια του Ζαγορίου είναι οικιστικά δημιουργήματα του 15ου αιώνα. Ο εκφραστής αυτής της άποψης Π. Αραβαντινός εντάσσει ανάμεσα τους και τα χωριά Νεγάδες, Τσεπέλοβο και Τρίστενο, αφήνοντας να υποτεθεί πως οι βλάχικες εγκαταστάσεις του Ζαγορίου είχαν μεγαλύτερη έκταση από τη σημερινή, καθώς τα χωριά αυτά φαίνεται ότι κατοικούνται από ελληνόφωνους εδώ και πολλές γενιές. Αυτή η αναφορά του Αραβαντινού ίσως είναι η απαρχή του ερευνητικού προβληματισμού για την παλαιότερη έκταση και τον αριθμό των βλάχικων εγκαταστάσεων στο Ζαγόρι.[1] Επιπλέον, κάποιες αναφορές του Ι. Λαμπρίδη συνηγορούν με την άποψη πως οι βλάχικες εγκαταστάσεις του Ζαγορίου επεκτείνονταν παλαιότερα και προς το Κεντρικό και το Δυτικό Ζαγόρι. Χωριά όπως η Λεπτοκαρυά (Λιασκοβέτσι), το Καβαλλάρι, οι Νεγάδες (στα βλάχικα Νεάγαν ή Νεάτσιανι), οι Φραγγάδες (στα βλάχικα Φρίντζι), το Τσεπέλοβο και το Σκαμνέλι αναφέρεται ότι κατοικούνταν κάποτε από Βλάχους ή τουλάχιστον και από Βλάχους. Παράλληλα, ορισμένα ονόματα χωριών και αρκετά τοπωνύμια σε όλο σχεδόν το Ζαγόρι φαίνεται πως έχουν λατινική - βλάχικη καταβολή και έρχονται να ενισχύσουν αυτή την άποψη. Τέτοια είναι τα ονόματα των χωριών Σκαμνέλι, Βραδέτο, Κουκούλι, Μπάγια (σήμερα Κήποι), Σιοποτσέλι (σήμερα Δίλοφο) και Τσερβάρι (σήμερα Ελαφότοπος).[2] Το ανθρωπολογικό αμάλγαμα Βλάχων και Γκραίκων στα χωριά του Κεντρικού, κυρίως, Ζαγορίου θα πρέπει να αναζητηθεί ακόμη και στα βλάχικα έθιμα που φαίνεται να επιβίωσαν εκεί, όταν πια οι όποιες βλάχικες ομάδες των κατοίκων τους αφομοιώθηκαν από τους πιθανότατα πολυπληθέστερους Γκραίκους.[3]Επιπλέον, όταν στα τέλη του 19ου αιώνα πέρασε από την περιοχή ο G. Weigand, αναφέρει πως κάποιοι ηλικιωμένοι κάτοικοι στα χωριά Tσεπέλοβο, Σκαμνέλι και Δίλοφο (Σιοποτσέλι) καταλάβαιναν τα βλάχικα, όμως οι υπόλοιποι κάτοικοι ήταν πια ελληνόφωνοι. Η παρατήρηση του Weigand θα πρέπει να μεταφέρει μία πραγματική κατάσταση, δηλωτική της αφομοίωσης βλαχόφωνων ομάδων ανάμεσα στους ελληνόφωνους, κυρίως, κατοίκους του Κεντρικού και Δυτικού Ζαγορίου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Σκαμνελίου στο Κεντρικό Ζαγόρι. Αρχικά στη θέση του σημερινού χωριού ίσως υπήρχε κάποιος μικρός οικιστικός πυρήνας, όχι όμως τόσο μεγάλος ή τόσο σημαντικός, έτσι ώστε να μην αναφέρεται σε τουρκικά κατάστιχα του 1564. Αργότερα, και ίσως στις αρχές του 17ου αιώνα, στον αρχικό πυρήνα του Σκαμνελίου μετακινήθηκαν και οι κάτοικοι των γειτονικών οικισμών Κατούνα, Άγιος Γεώργιος, Προφήτης Ηλίας, Τσεπέτσι, Κοτσινάδες και Νούκα. Η συρροή όμως μεγάλου αριθμού μετοίκων φαίνεται πως οδήγησε σύντομα σε πληθυσμιακό πλεόνασμα και προβλήματα επιβίωσης. Έτσι, στα μέσα του 17ου αιώνα, ένα μέρος των κατοίκων αναζήτησε καλύτερη τύχη κυρίως στη Μοσχόπολη, αλλά και στη Σωπική και τη Μόλιτσα της Κόνιτσας.[4] Ο αριθμός των ανθρώπων που έφυγαν τότε για τη Μοσχόπολη θα πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλος, καθώς παρουσιάζονται να δημιούργησαν εκεί μία εξολοκλήρου νέα συνοικία, που έφερε το βλάχικο όνομα Σκαμνελίτσιλι, δηλαδή συνοικία των Σκαμνελιωτών και που αργότερα επικράτησε να ονομάζεται Σκαμνελίκι. Σύμφωνα με μία πολύ πιθανότερη εκδοχή, η μετακίνηση των Σκαμνελιωτών στη Μοσχόπολη θα πρέπει να έγινε όχι μόνο λόγω του υπερπληθυσμού και της απλής αναζήτησης καλύτερης τύχης, αλλά κυρίως λόγω της γενικότερης ανασφάλειας που προκαλούσαν στους κατοίκους των Ζαγοροχωρίων, στα μέσα του 17ου αιώνα, οι συχνές ληστρικές επιθέσεις διάφορων ομάδων Τουρκαλβανών. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, πριν τις επιθέσεις, οι προαναφερθέντες οικισμοί, κάτοικοι των οποίων συνοίκισαν το Σκαμνέλι, αριθμούσαν συνολικά, μαζί με το κυρίως Σκαμνέλι, γύρω στις 800 οικογένειες. Μετά ίσως από κάποια πολύ σοβαρότερη επίθεση, ένα μέρος των κατοίκων κατέφυγε για ασφάλεια στη Μοσχόπολη. Ο λόγος της επιλογής της Μοσχόπολης για καταφύγιο θα πρέπει να αναζητηθεί όχι μόνο στην ασφάλεια που παρείχε ένας μεγάλος και προνομιούχος οικισμός, όπως η Μοσχόπολη, αλλά και στους πιθανούς συγγενικούς και επαγγελματικούς δεσμούς που είχαν με τους κατοίκους της.[5] Μετά τις επιθέσεις και την πληθυσμιακή έξοδο ο μόνος από αυτούς τους οικισμούς που φέρεται να επιβίωσε ήταν το κυρίως Σκαμνέλι, όπου θα πρέπει να δεχτούμε πως συγκεντρώθηκαν και οι τελευταίοι κάτοικοι των γύρω οικισμών. Σύμφωνα με κάποια άλλη εκδοχή, η βλάχικη ομάδα των κατοίκων του Σκαμνελίου, αλλά και του Τσεπέλοβου, προερχόταν από τον οικισμό Νούκα (καρυδιά στα βλάχικα), που βρισκόταν λίγο ανατολικότερα στην περιοχή του Γυφτόκαμπου. Το γεγονός αυτό μπορεί να σημαίνει πως, πριν τη διάλυση των διαφόρων οικισμών που συνέβαλαν στη συνοίκηση του Σκαμνελίου, τουλάχιστον ένας από αυτούς, η Νούκα, ήταν βλάχικος οικισμός. Σύμφωνα με παραδόσεις από την Νούκα προέρχονταν και πρώτοι κτηνοτρόφοι οικιστές του Βραδέτου οι οποίοι φέρονται να εγκαταστάθηκαν εκεί γύρω στα 1616. Επιπλέον, οι συχνές επιγαμίες ανάμεσα σε Βλάχους και Γκραίκους Ζαγορίσιους έφεραν στα χωριά του Κεντρικού Ζαγορίου βλαχόφωνους κατοίκους.[6]
Μετά από την οικιστική και πληθυσμιακή ανακατάταξη, κατά τη διάρκεια του α' μισού του 17ου αιώνα, το Σκαμνέλι θα πρέπει να έπαψε σταδιακά να θεωρείται βλαχοχώρι. Αν πράγματι ήταν, πριν από αυτά τα γεγονότα, όπως μπορεί να μαρτυρεί και το βλάχικης προέλευσης όνομά του. Για την παλαιότερη βλάχικη καταγωγή των κατοίκων του Σκαμνελίου συνηγορεί και ο Αθανάσιος Ψαλίδας ο οποίος γύρω στα 1830 έγραψε πως τα βλάχικα είχαν πια από καιρό ξεχαστεί.[7] Το γεγονός όμως πως Σκαμνελιώτες, μαζί ίσως με κάποιους άλλους Ζαγορίτες, κατέφυγαν και δημιούργησαν μία δυναμική συνοικία στη Μοσχόπολη έρχεται να ενισχύσει την άποψη για την μερική, έστω, βλάχικη καταγωγή των παλαιότερων κατοίκων του Σκαμνελίου. Αν και όλοι όσοι κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν στη Μοσχόπολη κατά τη διάρκεια του 17ου και του 18ου αιώνα δεν ήταν αναγκαστικά βλάχικης καταγωγής. Θα πρέπει επίσης να τονιστεί είναι πως η έξοδος των Σκαμνελιτών αποτελούσε μέρος των συλλογικότερων πληθυσμιακών εξόδων από τα βλαχοχώρια της Πίνδου, κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα. Την εποχή αυτή έκτος από τους Σκαμνελιώτες έφτασαν στη Μοσχόπολη πρόσφυγες και από το Μέτσοβο και τη γύρω περιοχή του Μετσόβου.[8]
Τα χωριά του Κεντρικού Ζαγορίου Λεπτοκαρυά (Λιασκοβέτσι) και Καβαλλάρι, που σε διάφορες εργασίες άλλοτε αναφέρονται να εντάσσονται στο Βλαχοζάγορο και άλλοτε όχι, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν βλαχοχώρια με μεγάλη ευκολία. Ωστόσο υπάρχουν πληροφορίες που αναφέρουν την παλαιότερη ύπαρξη Βλάχων ανάμεσα στους κατοίκους τους. Η Λεπτοκαρυά φαίνεται ότι πήρε μεγαλύτερη οικιστική διάσταση γύρω στα 1687, όταν εγκαταστάθηκαν εδώ κάτοικοι από τους γειτονικούς μικρούς οικισμούς, όπως από τον Άγιο Μηνά, τις Πάδες, το Ρωμνηά, το Μεγάλο Δένδρο, τον Άγιο Γεώργιο, το Σωτήρα και κάποιους άλλους προς τα ανατολικά. Σύμφωνα με παλιότερες καταγραφές στα 1732, αλλά πιθανότερα γύρω στα 1769, αναφέρεται η εγκατάσταση εδώ κάποιων οικογενειών από τη Μοσχόπολη και αργότερα κάποιων οικογενειών από τη Φούρκα, που σίγουρα θα ήταν Βλάχοι. Η ομάδα μάλιστα των Μοσχοπολιτών φέρεται να μετέφερε μαζί της και κάποιες εικόνες από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου της Μοσχόπολης. Την ίδια περίπου περίοδο Μοσχοπολίτες και Φουρκιώτες βρέθηκαν και στο Τσεπέλοβο και Φουρκιώτες στο Κουκούλι του Κεντρικού Ζαγορίου.[9] Τελικά οι διάφορες ομάδες βλαχόφωνων οικογενειών που συνέβαλαν στη δημογραφία οικισμών του Κεντρικού Ζαγορίου όπως το Σκαμνέλι, το Τσεπέλοβο, η Λεπτοκαρυά κ.α. αφομοιώθηκαν σταδιακά ανάμεσα στις πολυπληθέστερες ελληνόφωνες, όμως θα πρέπει να στάθηκαν η αιτία, ώστε να λογίζονταιι άλλοτε ως βλάχικες εγκαταστάσεις και άλλοτε όχι.
ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Α. OI ΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΠΙΝΔΟΥ. ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΙΤΕΣ ΚΑΙ MAΛΑΚΑΣΙΩΤΕΣ ΒΛΑΧΟΙ
7.1. ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ.
Μετά τις δύσκολες καταστάσεις κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, επικρατούν συνθήκες πολύ πιο ευνοϊκές για την ασφάλεια και την ανάπτυξη όλων σχεδόν των βλαχοχωριών κατά μήκος της Πίνδου. Τα θεμέλια όμως για αυτή την ευημερία και την ανάπτυξη είχαν μπει από πολύ πιο νωρίς, παρόλες τις δυσκολίες των προηγούμενων περιόδων. Η ανάπτυξη ήρθε σταδιακά και όχι ταυτόχρονα και στον ίδιο βαθμό για όλα τα βλαχοχώρια της περιοχής. Η βάση της οικονομίας σε πολλά από αυτά ήταν σίγουρα η κτηνοτροφία. Εξάλλου, η ίδρυση πολλών από αυτά ήταν αποτέλεσμα συνοίκησης και ένωσης κτηνοτροφικών πατριών - τσελιγκάτων, που εξελίχθηκαν σε πιο οργανωμένους κτηνοτροφικούς οικισμούς. Οι απλές κατούνες εξελίσσονταν σε οργανωμένα χωριά. Έχοντας για παράδειγμα τις περισσότερο γνωστές περιπτώσεις των σημαντικότερων από τα βλαχοχώρια της Νότιας Πίνδου, όπως το Μέτσοβο[1], το Συρράκο[2] και τους Καλαρίτες[3], μπορούμε να σχηματίσουμε μία συλλογικότερη άποψη για το πώς οι Βλάχοι της περιοχής βρέθηκαν να γίνουν από τους βασικότερους φορείς της οικονομικής και πολιτισμικής αναγέννησης και ανάπτυξης του νεότερου ελληνισμού.
Η αθρόα μετεγκατάσταση πληθυσμών στις ορεινές κοινότητες, από την αρχή ακόμη της τουρκικής κατάκτησης, και η σχετική έστω ασφάλεια που παρείχαν αρχικά η αυτοδιοίκηση και τα αρματολίκια στάθηκαν οι πρώτοι παράγοντες για την ανάπτυξη που άνθησε κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Η φτωχή γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή των ορεινών περιοχών είναι ευνόητο πως δεν ήταν σε θέση να συντηρήσει τον αυξανόμενο πληθυσμό. Μόνο όταν δημιουργήθηκαν ευνοϊκότερες συνθήκες για την οργάνωση και την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας μπόρεσαν τα βλαχοχώρια να ξεφύγουν από την οικονομική καθήλωση. Ωστόσο, δε θα πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός πως όλα σχεδόν τα βλαχοχώρια του Μαλακασίου και του Ασπροποτάμου διατήρησαν μέχρι ένα βαθμό κάποια γεωργική παραγωγή ανάλογη με το βαθμό της οικονομικής τους ανάπτυξης, που καθιστούσε αναγκαία ή όχι τη συνέχιση της γεωργικής ενασχόλησης.[4] Η εντύπωση πως οι βλάχικες κοινότητες ήταν πάντα απόλυτα και αποκλειστικά συνδεδεμένες με την κτηνοτροφία είναι ένα στερεότυπο που δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Η ταύτιση των Βλάχων με την κτηνοτροφία και μάλιστα με τις νομαδικές της μορφές ήταν αποτέλεσμα περισσότερο της ιστορικής, οικονομικής και πολιτισμικής τους εξέλιξης, αλλά και της προσαρμογής τους προς το περιβάλον και τις γενικότερες πολιτικές συνθήκες. Μελετώντας τις περιπτώσεις των βλαχοχωριών τόσο της Νότιας, όσο και της Βόρειας Πίνδου, γίνεται εύκολα κατανοητό πως οι οικονομικές συνθήκες και η ανάγκη για επιβίωση οδηγούσαν τους Βλάχους στο να αναπτύξουν τη νομαδοκτηνοτροφία περισσότερο από άλλους και να ταυτιστούν τελικά τόσο στενά με αυτή.
Η δυναμικότερη ανάπτυξη της νομαδικής και ημινομαδικής κτηνοτροφίας ήταν εν μέρει, απόρροια της καταστροφής των συνθηκών για την ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής στα πεδινά. Όταν τα πεδινά χωριά πέρασαν στα χέρια των Τούρκων σπαχήδων η γεωργική παραγωγή σταδιακά περιορίστηκε ή και καταστράφηκε. Μεγάλες πεδινές εκτάσεις έμειναν ακαλλιέργητες και μεταβλήθηκαν σε λιβάδια. Η ερήμωση των κάμπων έδωσε λύση στα προβλήματα υπερπληθυσμού και επιβίωσης των ορεινών. Μπορούσαν πια να αναπτύξουν πιο οργανωμένες μορφές κτηνοτροφίας που απαιτούσε την ύπαρξη μεγάλων χειμερινών βοσκών στα πεδινά. Οι ανταγωνιστές τους, οι νομαδοκτηνοτρόφοι Γουρούκοι Τούρκοι είχαν σταδιακά αποδυναμωθεί. Παράλληλα, οι Τούρκοι ιδιοκτήτες των πεδινών λιβαδιών δέχονται ευνοϊκά τους νομάδες ή ημινομάδες κτηνοτρόφους, καθώς τους πρόσφεραν επιπλέον έσοδα ενοικιάζοντας τις ανεκμετάλλευτες πεδινές εκτάσεις. Τα φορολογικά έσοδα του “προβατονόμιου” που συνέρρεαν στα κρατικά οθωμανικά ταμεία, αλλά και τα ταμεία των τοπαρχών, οδήγησαν επίσης σε μία θετικότερη αντιμετώπιση των κτηνοτρόφων, Βλάχων ή όχι.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως η οργανωμένη νομαδοκτηνοτροφία βοήθησε στη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών διαβίωσης των Βλάχων. Η ευημερία όμως οδήγησε σε υπερπληθυσμό και γέννησε την ανάγκη για την ανάπτυξη νέων μορφών οικονομίας. Ένα μέρος των Βλάχων στρέφεται στη βιοτεχνική εκμετάλλευση της κτηνοτροφικής παραγωγής τους. Η οικοβιοτεχνία των μάλλινων ειδών, που αρχικά γινόταν για λόγους επιβίωσης, μετατρέπεται σε μαζική εμπορεύσιμη παραγωγή. Η βιοτεχνική παραγωγή των μάλλινων υφασμάτων οδήγησε στην τυποποίηση και την κατασκευή ενδυμάτων. Από τα περίφημα βλάχικα "σκούτια" πέρασαν στις φημισμένες "κάπες". Το αυστηρό όμως σύστημα των τσελιγκάτων έφερε κοινωνική και οικονομική ασφυξία σε πολλά από τα μέλη τους. Η κατάσταση εκτονώνεται καθώς, μπροστά στο αδιέξοδο, πολλά από τα μη προνομιούχα μέλη μετατρέπονται σε μεταφορείς, τους γνωστούς αγωγιάτες ή κυρατζήδες. Έχοντας ήδη στην κατοχή τους μεγάλα κοπάδια από φορτηγά ζώα για τις ανάγκες των εποχιακών νομαδικών μετακινήσεών τους, την τροφοδοσία των ορεινών χωριών τους και τη λειτουργία των διαβάσεων, στρέφονται στην επαγγελματική εκμετάλλευση των μεταφορών τόσο της βιοτεχνικής παραγωγής των χωριών τους, όσο και άλλων εμπορευμάτων, αγαθών και ανθρώπων μέσα από τα ορεινά περάσματα της Πίνδου. Κάποιοι από τους αγωγιάτες δεν άργησαν να εξελιχθούν σε χανιτζήδες, πανδοχείς και κρασοπούληδες στα οικονομικά και διοικητικά κέντρα, αλλά και τα μήκος των δρόμων των Βαλκανίων μέχρι το Βελιγράδι και το Βουκουρέστι. Παράλληλα, μέλη των τσελιγκάδικων οικογενειών μετατρέπονται σταδιακά από μεταφορείς σε κεφαλαιούχους εμπόρους της βιοτεχνικής παραγωγής των μάλλινων ειδών και αργότερα γίνονται μεταπράτες και διακινητές οποιωνδήποτε εμπορευμάτων. Έτσι φτάνουμε στην ανάπτυξη της κάστας των περίφημων πραματευτάδων.[5] Όταν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα το βαμβάκι παρουσιάζεται να κερδίζει το μαλλί σε εμπορικότητα και κέρδος, γίνονται έμποροι βαμβακιού και το εξάγουν στη Δύση. Το ίδιο έκαναν και με το εμπόριο του καπνού, στα τέλη του 19ου αιώνα.
Για τη διακίνηση των εμπορευμάτων τους και την περαιτέρω ανάπτυξη των εμπορικών τους δραστηριοτήτων ταξιδεύουν σε όλα τα οθωμανικά Βαλκάνια. Πολλοί εγκαθίστανται σταδιακά κυρίως στις πόλεις της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Μικρές ομάδες εγκαταστάθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας μέχρι την ίδια την Κωνσταντινούπολη (Πόλεα). Στα Γιάννενα (Ιάλνα) και τα Τρίκαλα (Τρικόλου) ανταγωνίζονται ή και εκτοπίζουν τις παλαιότερες ομάδες των αστών εμπόρων.[6] Τουλάχιστον από τα μέσα 18ου αιώνα οι άρχουσες οικογένειες του Ασπροποτάμου, όπως οι Δημάκη από το Χαλίκι, οι Παπαπολυμέρου και οι Δημάκη ή Παπαδήμα από την Καστανία και οι Χατζηπέτρου από το Νεραϊδοχώρι σχημάτιζαν ένα σημαντικότατο μέρος από το χριστιανικό αρχοντολόι των Τρικάλων, καταλαμβάνοντας ή και μονοπωλώντας τις θέσεις των κοτζαμπάσηδων της πόλης.[7] Έμποροι από τους Καλαρίτες διακινούν την παραγωγή σε σκούτια, όχι μόνο από τα βλαχοχώρια της Νότιας Πίνδου, αλλά και από τα βλαχοχώρια του Ολύμπου.[8] Οι δυναμικές οικογένειες των μεγαλεμπόρων και των κοτζαμπάσηδων, αλλά και των φτωχότερων εμποροβιοτεχνών, που εγκαθίστανται στις πόλεις και δημιουργούν οικογενειακά δίκτυα, παίρνουν ενεργό και καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της νεοελληνικής αστικής τάξης στις πόλεις της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας.[9] Ενδεικτική είναι η περίπτωση των Ιωαννίνων όπου εμποροβιοτέχνες Βλάχοι κυρίως από το Βλαχοτζουμέρκο (Καλαρίτες, Συρράκο) και τη Χώρα Μετσόβου εγκαταστάθηκαν και ανέπτυξαν αξιόλογη οικονομική-συντεχνιακή και κοινοτική δράση. Όπως οι οικογένειες των Λαμπραίων, του Τουρτούρη, του Σγούρου και των Δαμιραίων από τους Καλαρίτες που παρουσιάζονται να αντικατέστησαν παλαιότερους Γιαννιώτες συντεχνίτες στην αγορά των Ιωαννίνων στα χρόνια του Αλή Πασά. Στα κλιμάκια της πολύκοσμης και πολυσυζητημένης αυλής του Αλή υπήρχε ένα αξιόλογο πλήθος Βλάχων. Από τους ταπεινούς Μετσοβίτες αχθοφόρους που κουβαλούσαν στις πλάτες τους το φορείο του Αλή, μέχρι γραμματικούς όπως το Χριστόδουλο Χατζηπέτρο από το Νεραϊδοχώρι του Ασπροποτάμου, (αργότερα υπασπιστής του βασιλιά Όθωνα), τον επιστάτη της αγοράς των Ιωαννίνων Αναστάσιο Σαμαρινιώτη, μυστικοσυμβούλους όπως τον πλούσιο έμπορο Γεώργιο Τουρτούρη από τους Καλαρίτες και γιατρούς σπουδαγμένους στην Ευρώπη, όπως το Συρρακιώτη Ιωάννη Κωλέττη (αργότερα πρώτος πρωθυπουργός της Ελλάδας) και τον Καλαριτινό Γεώργιο Τσαπρασλή (συγγραφέα μίας από τις πρώτες γραμματικές της βλάχικης γλώσσας). Καλαριτινοί, Συρρακιώτες και Μετσοβίτες εγκαταστάθηκαν ομαδικά στα Ιωάννινα και έλαβαν ενεργό ρόλο στην αναζωογόνηση της κατεστραμμένης πολιτείας και στα μετεπαναστατικά χρόνια.[10]
Πέρα από την ανάπτυξη των διάφορων βιοτεχνιών που είχαν ως βάση την κτηνοτροφική παραγωγή, στα βλαχοχώρια επιβιώνουν και αναπτύσσονται παράλληλα και άλλες μορφές βιοτεχνιών, που χάθηκαν ή που αδυνατούσαν να αναπτυχθούν στους πεδινούς οικισμούς και στα περισσότερα από τα αστικά κέντρα. Πέρα από τη σημαντική και μαζική παραγωγή και εμπορία γαλακτοκομικών προϊόντων, κάποια βλαχοχώρια γίνονται γνωστά για την ανάπτυξη της αργυροχρυσοχοϊας, της μεταλλοτεχνίας και της ραφτικής, όπως οι Καλαρίτες και το Συρράκο.[11] Η υλοτομία οδηγεί στην παραγωγή ξύλινων εργαλείων και ειδών και σταδιακά στην ανάπτυξη της ξυλογλυπτικής και της παραγωγής εκκλησιαστικών τέμπλων. Η φήμη των Μετσοβιτών ταλιαδούρων-ξυλουργών τους έφερε μέχρι τη Φιλιππούπολη. Υπάρχουν φημισμένοι βαρελάδες, τσαρουχάδες, πεταλωτές και σαμαροποιοί. Δημιουργούνται φημισμένες ομάδες κτιστών και μαραγκών. Η ραπτική γέννησε την εξειδικευμένη τέχνη της χρυσοκεντητικής.[12] Όλες αυτές οι βιοτεχνικές παραγωγές δίνουν διέξοδο σε ένα μέρος των κατοίκων που δε συμμετέχουν ενεργά στο σύστημα και τις κάστες των τσελιγκάτων και των μεγαλεμπόρων.
Kατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα και εντονότερα από το 1760, οι Μαλακασιώτες και οι Ασπροποταμίτες ακολούθησαν το πρότυπο των Μοσχοπολιτών Βλάχων. Με τα καραβάνια τους και τα εμπορεύματά τους έφτασαν στις εμπορικές πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης. Με την παράλληλη ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας, περνούν τις θάλασσες και φτάνουν στα λιμάνια της Μεσογείου, δημιουργούν εμπορικούς οίκους και παροικίες. Έμποροι από το Μέτσοβο, τους Καλαρίτες, το Συρράκο, και τα μεγάλα κεφαλοχώρια του Ασπροποτάμου φτάνουν μέχρι το Κάδιξ στην Ισπανία, τη Σαρδηνία, τη Γένοβα, το Λιβόρνο, τη Νάπολη, τη Μάλτα, την Αγκόνα, τη Βενετία, την Τεργέστη και το Ντουμπρόβνικ. Ταξιδεύουν και εγκαθίστανται μέχρι τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τη Βιέννη και τη Μόσχα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως στους καταλόγους των μελών της Φιλικής Εταιρείας (1816-1821), ανάμεσα στους διάφορους Ηπειρώτες, καταγράφεται ένα σημαντικότατο ποσοστό Βλάχων εμπορευομένων με καταγωγή από το Μέτσοβο, τη Μηλιά Μετσόβου, τους Καλαρίτες, το Συρράκο, τη Μοσχόπολη και τα Ιωάννινα, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι στην Οδησσό, τη Μόσχα, τη Βαρσοβία, την Τεργέστη, το Τούρνου Σεβερίν, το Βουκουρέστι, το Γαλάτσι, το Ιάσιο, το Ρένι, τη Νάπολη της Ιταλίας, την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.[13] Όταν αργότερα, στις αρχές του 19ου αιώνα, η Αίγυπτος γίνεται το νέο Ελντοράντο, οι Βλάχοι είναι από τους πρώτους και βασικότερους συντελεστές στη δημιουργία των ελληνικών παροικιών και εκεί.[14]
Από την ξενιτιά επιστρέφουν στα βλαχοχώρια της Πίνδου μεταφέροντας όχι μόνο οικονομικό πλούτο, αλλά αποτελούν και φορείς μίας πολιτισμικής και πνευματικής αναγέννησης και ανάπτυξης. Τα βλαχοχώρια μεταμορφώνονται σε οργανωμένες μικρές πολιτείες και παρουσιάζουν εικόνα πρωτόγνωρη για το μεγαλύτερο μέρος του διαμορφούμενου τότε νεότερου ελληνισμού. Στους Καλαρίτες μπορούσε κανείς να βρεί ισχυρούς χρηματοπιστοτικούς οργανισμούς και να πληροφορηθεί για τις τιμές των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων και όπως αναφέρει ο Leake πουθενά αλλού δεν ήταν τόσο ασφαλείς οι πιστώσεις όσο στους Καλαρίτες. Οι ταξιδεμένοι Βλάχοι πραματευτάδες μιλούσαν πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες και φέρονται να είναι από τους λίγους ικανούς ανθρώπους της βαλκανικής ενδοχώρας με τους οποίους οι δυτικοί έμποροι θα μπορούσαν να αναπτύξουν δραστηριότητες και συνεργασίες. Χαρακτηριστική είναι η οργάνωση στο Μέτσοβο από Γάλλους εμπόρους μεγάλων αποθηκών απαραίτητων για τη συγκέντρωση και τη διακίνηση των εμπορευμάτων, ήδη από το 1719. Στα βλαχοχώρια δημιουργούνται πλούσιες βιβλιοθήκες με ξένες και ελληνικές εκδόσεις, φαινόμενο σπάνιο για τα δεδομένα της εποχής. Εντύπωση είχε προκαλέσει στο F. Pouqueville η τάξη και η ομόνοια που επικρατούσε στους Καλαρίτες, όπως επίσης και οι αυστηροί κανόνες που είχαν θεσπιστεί κατά της πολυτέλειας και των μεγάλων προικών και υπέρ της ενίσχυσης των τοπικών προϊόντων. Οι γυναίκες των Βλάχων συναγωνιζόταν σε εργατικότητα τους άνδρες τους και οι φτωχότερες δεν είχαν πρόβλημα να εργαστούν ακόμη και ως αχθοφόροι. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Pouqueville, γύρω στο 1814, η αξία των κοπαδιών των βλάχικων πληθυσμών και κοινοτήτων, κατά μήκος της Πίνδου, υπολογίζονταν σε 40.000.000 πιάστρα, ενώ η αξία των κοπαδιών του Αλή Πασά ανερχόταν μόνο σε 2.000.000 πιάστρα.[15] Ο H. Holland περνώντας από τα βλαχοχώρια γύρω στα 1812 με 1813 σημειώνει χαρακτηριστικά:
"Οι σημαντικότερες πόλεις των Βλάχων επιδίδονται στην εριουργική δραστηριότητα της περιοχής ή σε κάποιο κλάδο του δια ξηράς εμπορίου και οι κάτοικοί τους έχουν τη φήμη πως είναι από τους καλύτερους τεχνίτες της Ελλάδας. Μπορούμε ακόμη να παρατηρήσουμε πως υπάρχει ένας αέρας εργατικότητας, ευπρέπειας και τάξης στις πόλεις αυτές, που, εκτός του ότι τις διακρίνει από όλες τις άλλες στη νότια Τουρκία (νότια Βαλκανική), αποτελούν μοναδική αντίθεση στο άγριο και κακοτράχαλο τοπίο που τις περιβάλει".[16]
Το ίδιο χαρακτηριστική και ενδιαφέρουσα είναι και κάποια εκτίμηση του W.M. Leake:
"Οι Βλάχοι, που υστερούν των Γραικών σε οξύνεια είναι, προικισμένοι με περισσότερη σταθερότητα, σύνεση και επιμονή, αλλά σπάνια απηλλαγμένοι εσωτερικών ραδιουργιών, έριδων και διαιρέσεων".[17]
Ο Pouqueville με τη σειρά του επισημαίνει πως:
“Τους κατηγορούν για υπερβολική τσιγγουνιά και για πείσμα, αλλά μέσα σε αυτά τα αργοτικά τους ήθη διακρίνουμε μία πρωτόγνωρη ειλικρίνεια, που δεν τη βρίσκουμε στο χαρακτήρα του Ανατολίτη”.[18]
Πέρα από τον ατομικό πλουτισμό και παράλληλα με το υψηλό αίσθημα της κοινοτικής οργάνωσης, που χαρακτηρίζει τα περισσότερα βλαχοχώρια, δημιουργούνται συνθήκες γενικότερης κοινοτικής ευμάρειας. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, σε όλα σχεδόν τα βλαχοχώρια της Νότιας Πίνδου κτίζεται τουλάχιστον από μία νέα και λαμπρή για την εποχή εκκλησία. Σήμερα αυτές οι εκκλησίες, αλλά και τα πολυάριθμα και πλούσια άλλοτε μοναστήρια της περιοχής, στέκουν αδιάψευστοι μάρτυρες εκείνης της ένδοξης εποχής.[19] Θα ήταν μάλλον περιττό να επεκταθούμε στην καταγραφή της ανάπτυξης της ελληνικής παιδείας που σημειώνεται την ίδια εποχή στα μεγαλύτερα από τα βλάχικα κεφαλοχώρια της Νότιας Πίνδου. Σχολεία όπως αυτά του Μετσόβου αποτέλεσαν αναγνωρισμένα κέντρα του ελληνικού διαφωτισμού, όπου δίδαξαν σημαντικότατοι δάσκαλοι βλάχικης και μη καταγωγής.[20] Έχοντας όλα αυτά υπόψη, θα μπορούσε να εκφραστεί η άποψη πως η πολιτισμική συμβολή των Βλάχων στη διαμόρφωση του νεότερου ελληνισμού είναι ίσως ακόμη πιο σημαντική και από τη συμβολή τους στους πολεμικούς αγώνες. Και μάλιστα σε εποχές που οι Νεοέλληνες βρίσκονταν ακόμη σε αναζήτηση και διαμόρφωση μίας νέας ελληνικής ταυτότητας.
Σελίδα 2 από 3