Πολιτισμός και Χώρος στα Βαλκάνια (17ος - 20ος αιώνας): 21-22 Νοεμβρίου 2014Εισαγωγικά - ιστορικές διευκρινίσεις

Ο όρος εθνισμός (ethnicity) (Αγγελόπουλος 1997: 18-25, Williams 1989: 401-444. Barth 1969, Danfort, 1995, Hobsbawm, 1990) προσδιορίζει τις κοινωνικές σχέσεις μιας ομάδας ανθρώπων και αυτές με την σειρά της είναι παράγωγο της ιστορίας. Στα Βαλκάνια, όπως κι αλλού, ο εθνισμός ως ομαδική ταυτότητα ανάγεται στα εθνικά χαρακτηριστικά, όπως είναι η γλώσσα (π.χ. οι Βούλγαροι), η θρησκεία (π.χ. οι Εβραίοι), ο τρόπος ζωής (π.χ. οι Τσιγγάνοι / Ρομά), η κοινή ιστορία διώξεων (π.χ. οι Τάταροι), τα κοινά οικονομικά συμφέροντα ή ο συνδυασμός δύο ή και περισσοτέρων από τους παραπάνω παράγοντες ή ακόμη και ιδιαίτερα κριτήρια (π.χ. οι Ντονμέδες). Ωστόσο στη χρήση των όρων αυτών μετά την δεκαετία του 1950 εστιάζουμε στις πολιτισμικές διαφορές που συναντούμε κυρίως στα σύνορα, αλλά και στη χρήση / αξιοποίηση των διαφορών αυτών από τις ίδιες τις ομάδες και όχι από τους ερευνητές / μελετητές. Το να υποθέσει κανείς πως η γλώσσα είναι το μοναδικό ή το κύριο στοιχείο από το οποίο απορρέει η εθνικότητα (nationhood), κάτι που έγινε δημοφιλές μέσα από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, ισοδυναμεί με την εικασία πως ένας Τζαμαϊκανός, ένας Ιρλανδός, ένας Αμερικανός ή ένας Νοτιοαφρικανός έχει την ίδια εθνικότητα με έναν Άγγλο λόγω μητρικής γλώσσας. Επανερχόμενοι στα Βαλκάνια και με την ίδια λογική, οι Κροάτες, οι Βοσνιάκοι και οι Μαυροβούνιοι θα έπρεπε να θεωρούνται Σέρβοι, αλλά έτσι όλες οι πολιτισμικές ετερότητες αποσιωπώνται. Παρόμοια, όλοι όσοι μιλούν ρουμανικά ή παραπλήσιες γλώσσες / διαλέκτους θα έπρεπε να εντάσσονται στην εθνικότητα των Ρουμάνων κι όλοι όσοι μιλούν ελληνικά θα έπρεπε να θεωρούνται Έλληνες.

 

Ο σύγχρονος προσδιορισμός των διάφορων εθνικών ή και εθνοτικών ομάδων των Βαλκανίων με μόνο κριτήριο τη γλώσσα θα ήταν όχι μόνο λανθασμένος αλλά και παραπλανητικός. Οι αντιπαλότητες και οι πόλεμοι ανάμεσα στα ομόσπονδα κράτη της τέως Γιουγκοσλαβίας θα ήταν δύσκολα ερμηνεύσιμοι εάν κάποιος θεωρούσε πως οι αντιμαχόμενες εθνικές ομάδες είναι Σέρβοι που μοιράζονται κοινή εθνικότητα / ομαδική ταυτότητα (Βακαλόπουλος 1994 & 1999, Χασιώτης 2001 Κιτρομηλίδης 2000). Η ενοποίηση της Γερμανίας και της Ιταλίας, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, και η διάλυση των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών (Αυστρο-ουγγρική, Ρωσική και Οθωμανική), με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ήρθαν να επισφραγίσουν τη νίκη της ιδέας του έθνους κράτους επί πολυεθνικών κρατών. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία δεν είναι παντού η ίδια. Ιδιαίτερα στην περίπτωση των Βαλκανίων, όπου τα διάφορα έθνη πρόβαλλαν μέσα από το οθωμανικό / μουσουλμανικό σύστημα αναγνώρισης, διαχωρισμού και διοίκησης των εθνοτήτων, ένα σύστημα πολύ διαφορετικό από τα ευρωπαϊκά πρότυπα (Inalcık 1995 & 2008). Τα συμφέροντα, οι επιδιώξεις και οι αντιπαλότητες των Μεγάλων Δυνάμεων στα Βαλκάνια ήρθαν να ενισχύσουν πολύ περισσότερο τον ανταγωνισμό των βαλκανικών εθνοτήτων και κρατών στην πορεία της εθνικής και εδαφικής ολοκλήρωσής τους (Glenny, 2001).

Το θεωρητικό και ερευνητικό υλικό

Πολύ συχνά, το επιστημονικό / ακαδημαϊκό όσο και το πολιτικό ενδιαφέρον για την πολυσυλλεκτικότητα των Βαλκανίων εκφράστηκε μέσα από την παραγωγή χαρτών. Ευρωπαίοι και Βαλκάνιοι επιχείρησαν να αποτυπώσουν επί χάρτου τα όρια ανάμεσα στις διάφορες ομάδες με βασικά κριτήρια τη γλώσσα και τη θρησκεία. Οι χάρτες αυτοί ήταν σπάνια απαλλαγμένοι από λάθη ή και σκόπιμες διαστρεβλώσεις, άλλωστε στις περισσότερες των περιπτώσεων ήταν προϊόντα προπαγανδιστικών επιδιώξεων χωρίς επιστημονική αντικειμενικότητα. Στην περίπτωση, μάλιστα, των μακεδονικών εδαφών, όπου η πολυπλοκότητα των διάφορων εθνικών ή και εθνοτικών ομάδων που συμβίωναν με εντάσεις κι όπου τα πολιτικά συμφέροντα και οι επιδιώξεις είχαν λάβει εκρηκτικές διαστάσεις, ήταν μάλλον αναμενόμενο να έχουμε τη μεγαλύτερη παραγωγή χαρτών με αντικρουόμενες πληροφορίες. Το κλασσικό έργο του Η. R. Wilkinson (1951) μελετά τις αντικρουόμενες πληροφορίες αυτών των χαρτών και απομυθοποιεί την παραγωγή τους, μέχρι και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Ευρώπη και τα Βαλκάνια είχαν πια χωριστεί σε δύο κόσμους. Το ενδιαφέρον για την εθνολογική σύνδεση των Βαλκανίων, αλλά γενικότερα και της Ανατολικής Ευρώπης επανέκαμψε δριμύτερο, όταν οι εθνοτικές αντιπαλότητες και οι διεκδικήσεις επανήλθαν ως ρυθμιστικοί παράγοντες για την τύχη των κρατών αυτών των περιοχών. Το έργο του P. R. Magocsi (2002) έρχεται να επιβεβαιώσει το νεότερο ενδιαφέρον για χάρτες που παρέχουν εύκολα αναγνώσιμες πληροφορίες για τα εθνικά, εθνοτικά, γλωσσικά, θρησκευτικά κι άλλα ιστορικά και ανθρωπολογικά όρια ανάμεσα στις διάφορες ομάδες ταυτοτήτων των Βαλκανίων, όπως και το γεγονός πως τα προβλήματα της αποτύπωσης ανάλογων πληροφοριών σε χάρτες παραμένουν ερευνητικές και διδακτικές προκλήσεις.

Στην μελέτη που παρουσιάζουμε εστιάζουμε στις μυθοποιητικές κατασκευές που παράγονται και μέσω των χαρτών στις αρχές του 20ού αιώνα όταν κορυφώνεται το λεγόμενο «κουτσοβλαχικό ζήτημα» (Thompson & Wace 1989, Weigand 2001, Peyfuss 1974) και ανοίγει ένας διάλογος ανάμεσα σε ερευνητές και πολιτικούς. Με αφορμή την απόπειρα πληρέστερης / επιστημονικής χαρτογραφικής αποτύπωσης της ιστορικής ταυτότητας των βλάχικων πληθυσμών, που συνιστούν έναν σχετικά ελεγχόμενο ερευνητικά πληθυσμό, προβληματιζόμαστε και προτείνουμε μια πιο ψύχραιμη και ισόρροπη ανάλυση των βαλκανικών ταυτοτήτων και ετεροτήτων διά των χαρτογραφικών αποτυπώσεων. Η σύνδεση του γεωγραφικού χώρου με το ιστορικό γίγνεσθαι έχει απασχολήσει τους ιστορικούς και έχει καταγραφεί ως σύνδεση ιστορίας γεωγραφίας: στο έργο Γεωπολιτική των εθνών (Βέργος 2004) διαβάζουμε για την «ανασύνθεση σε μια ορισμένη γεωγραφική στιγμή μιας γεωγραφικής κατάστασης που ίσως να διέφυγε την προσοχή των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Είναι η ανασύνθεση του γεωγραφικού παρελθόντος. Περισσότερο από κάθε άλλη ιστορική στάση, απαιτεί έναν αυστηρό εντοπισμό των γεγονότων». Η διδακτική αξιοποίηση της Ιστορικής Γεωγραφίας παρουσιάζει με τα διδακτικά εργαλεία που ως τώρα είχαμε στη διάθεσή μας μια σειρά δυσκολιών: οι ιστορικοί χάρτες συχνά παραβλέπουν γεωγραφικές πληροφορίες, οι οποίες όμως είναι απαραίτητες για την κατανόηση ενός ιστορικού γεγονότος. Ο εντοπισμός των τοπωνυμίων που αναφέρονται σε ένα ιστορικό κείμενο δεν είναι πάντα εφικτός με τα παρόντα βοηθήματα που παρέχονται από τους ιστορικούς χάρτες-άτλαντες. Τα τοπογραφικά δεδομένα συνδέονται με χρονικές περιόδους. Ο εντοπισμός των τοπωνυμίων που δεν χρησιμοποιούνται πια και παράλληλα η σύνδεσή τους με την ιστορική γεωγραφία, αλλά και με τη σημερινή ονομασία ενός τόπου σε πολλές περιπτώσεις είναι στόχοι ανέφικτοι, διότι δεν έχουμε έναν τοπογραφικό κατάλογο που να διευκολύνει έναν εύκολο εντοπισμό των τόπων (Γκίκα & άλλοι 2010, Grenville 2006, Bernard 2005, Higounet 1989, Hobsbawm 2003, Howard 2004, Mattozi 2005, Moniot 2002, Parker 2004, Schar 2000, Βακαλούδη 2003). Στην περίπτωση που μελετούμε έχουμε εντοπίσει τις δυσκολίες και τις απουσίες όσον αφορά στην χαρτογράφηση των μετακινήσεων για τους βλάχικους πληθυσμούς από όπου προκύπτουν ιστορικές πληροφορίες για την επαγγελματική και πολιτισμική ταυτότητά τους. Η καταγραφή των γεωγραφικών αποστάσεων των τόπων, παράμετρος που πολλές φορές βοηθά στην κατανόηση και ερμηνεία των γεγονότων, δεν είναι εφικτή με τους έντυπους ιστορικούς χάρτες. Η χάραξη των δρόμων, εμπορικών ή στρατιωτικών, αποτελεί επίσης ένα αντικείμενο μελέτης, που συχνά απουσιάζει από τους ιστορικούς χάρτες.

Στο θεωρητικό και μεθοδολογικό αυτό πεδίο οι χάρτες ως «σημείο» γεωγραφίας, χώρων, ομάδων, ταυτοτήτων, μετακίνησης συνιστούν σύγχρονες με τα γεγονότα πρωτογενείς-καταδηλωτικές, αλλά και δευτερογενείς διαμεσολαβητικές πηγές για την ιστοριογραφική ανάλυση (Μαυροσκούφης 2005). Η συνήθης κατηγοριοποίηση των ιστορικών πηγών είναι: α) γραπτές πηγές (π.χ. αφηγηματικές πηγές, επίσημα κρατικά έγγραφα, ιδιωτικά έγγραφα, εφημερίδες, περιοδικά) β) παραστατικές πηγές (π.χ. εικόνες, σκίτσα, χάρτες, διαγράμματα) γ) απτικές πηγές (π.χ. νομίσματα, σφραγίδες, όπλα, κτίρια, τείχη). Aκολουθώντας το μοντέλο ανάλυσης του Barthes (1972) για τον ορισμό του μύθου οδηγούμαστε στην έννοια της ιδεολογίας όπως διαμορφώθηκε από τον Marx στη Γερμανική Ιδεολογία. Για τον Barthes η ιδεολογία δεν αποκρύπτεται αλλά ελέγχεται μέσω των πολιτιστικών και συμβολικών πρακτικών. Αυτές οι εκδηλώσεις των μυθολογιών σύμφωνα με τον Barthes, παρουσιάζονται ως «φυσικές» και στόχος των κοινωνικών ερευνητών είναι να αναδείξουμε αποδομώντας τους καλυπτόμενους μυθολογικούς μύθους. Έτσι επεκτείνεται η έννοια του μύθου, σε όλα τα είδη κειμένων και στην περίπτωση που μελετούμε στα είδη των ιστορικών χαρτών και του χώρου (Λαγόπουλος 2011, 2013).

Καλές και κακές πρακτικές

Ενδεικτικό παράδειγμα διπολικού αντιθετικού σχήματος αποτελούν ο χάρτης του Αθ. Χρυσοχόου (1942), ως εκφραστή της ελληνικής ιστοριογραφικής ανάγνωσης, όπου «διαβάζουμε» μια ασαφή χαρτογράφηση των Βλάχων στα Βαλκάνια και ο χάρτης του Th. Capidan (2000), ως διαμεσολαβητή της ρουμανικής ιστοριογραφικής ανάγνωσης, όπου παρατηρείται χαρτογραφική διαστρέβλωση με κυρίαρχους εθνοτικά τους Βλάχους. Ωστόσο εντοπίζονται και παραδείγματα με λιγότερες αβλεψίες, όπως οι χαρτογραφικές αποτυπώσεις των Weigand και Wace & Thompson, όπου επιχειρείται πληρέστερα η απόδοση για τους οικισμούς και τους πλησιόχωρους πληθυσμούς. Νεότερες προσπάθειες χαρτογραφικής αποτύπωσης εντοπίζονται στα έργα των Winnifrith (1987) και στη συνέχεια των Κoukoudis (2003: 47-75) και Kahl (2009: ένθετος χάρτης), οι οποίες δεν καλύπτουν τις μοντέρνες και μεταμοντέρνες απαιτήσεις της χαρτογραφικής αποτύπωσης τόσο στο θεωρητικό, επιστημολογικό αλλά και ψηφιακό πεδίο.

Η αποτύπωση σε χάρτες μιας συγκεκριμένης κατηγορίας οικισμών, οι οποίοι προσδιορίζονται από μια κοινή τους ιδιότητα (π.χ. των βλάχικων οικισμών), γίνεται σε δεδομένο προϋπάρχοντα χάρτη, ο οποίος αποτελεί το λεγόμενο χαρτογραφικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο θα αποτυπωθούν οι πληροφορίες, και εν προκειμένω οι θέσεις και ονομασίες των βλάχικων οικισμών, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που αφορά στους οικισμούς. Ανάλογα με το είδος των πληροφοριών που θα περιέχει, το χαρτογραφικό υπόβαθρο (Λιβιεράτος 1992) μπορεί να σχεδιαστεί με δύο βασικές κατηγορίες χαρτογραφικών μεθόδων, που καταλήγουν στη δημιουργία δύο κατηγοριών χαρτών:

1. Χάρτες οι οποίοι περιέχουν όλες τις γεωγραφικές λεπτομέρειες, δηλαδή (α) τα γεωφυσικά στοιχεία (ισοϋψείς καμπύλες για τον προσδιορισμό του εδαφικού ανάγλυφου, γραμμές ποταμών και ακτογραμμές θαλασσών και λιμνών, μαζί με τις αντίστοιχες ονομασίες), και (β) τις πληροφορίες ανθρωπογεωγραφίας και, ειδικότερα, της πολιτικής γεωγραφίας (όρια και ονομασίες διοικητικών περιοχών, οικιστικό και συγκοινωνιακό δίκτυο) της χρονικής περιόδου στην οποία αναφέρεται ο χάρτης. Ο βαθμός αποτύπωσης λεπτομερειών του οικιστικού και συγκοινωνιακού δικτύου του χαρτογραφικού υποβάθρου ποικίλλει ανάλογα με την έμφαση που επιδιώκεται να δοθεί σε αυτά, σε σχέση με την γεωγραφική πληροφορία που θα παρέχει ο χάρτης, δηλαδή π.χ. με τις θέσεις, τις ονομασίες κλπ. των βλάχικων οικισμών σε συσχετισμό με το σημερινό βασικό οικιστικό δίκτυο.

2. Θεματικοί χάρτες των οποίων ο βαθμός παρεχόμενης πληροφορίας ποικίλλει: (α) από ελάχιστα βασικά γεωφυσικά στοιχεία ή και καθόλου έως και με μεγάλη λεπτομέρεια, (β) από ελάχιστη χαρτογραφική αναφορά σε πληροφορίες ανθρωπογεωγραφίας, κυρίως πολιτικής γεωγραφίας έως και με μεγάλη λεπτομέρεια. Οι θεματικοί χάρτες δηλαδή μπορεί να είναι αποκλειστικά γεωφυσικοί, αποκλειστικά χάρτες ανθρωπογεωγραφικοί, ή και μικτοί με στοιχεία που θα επιλέξει ο χαρτογράφος να περιλάβει, ανάλογα με τις επιδιώξεις του.

Και στις δύο περιπτώσεις, οι πληροφορίες υπόβαθρου, δηλαδή οτιδήποτε περιέχεται στον χάρτη στον οποίο στη συνέχεια θα αποτυπωθούν οι πληροφορίες για τους βλάχικους οικισμούς, θα πρέπει να είναι οι απολύτως απαραίτητες ως γεωγραφικό πλαίσιο, δεδομένου ότι η πληθώρα πληροφοριών δημιουργεί σύγχυση στον αναγνώστη μελετητή του χάρτη, με την έννοια του αποπροσανατολισμού από τους στόχους και σκοπούς του χαρτογράφου, ενώ, παράλληλα, τον καθιστούν δυσανάγνωστο, εξαιτίας της πυκνότητας αποτύπωσης πληροφοριών.

Η κατάσταση περιπλέκεται περισσότερο προκειμένου για έναν ιστορικό χάρτη, με την έννοια του σημερινού χάρτη οποίος παρέχει πληροφορίες ιστορικής γεωγραφίας, δηλαδή αναπαριστά τη γεωγραφία του παρελθόντος (Τσότσος 2014: 82). Στην περίπτωση αυτή, ο χάρτης ενδέχεται να πρέπει να περιλάβει, εκτός από τις πληροφορίες της ιστορικής περιόδου στην οποία αναφέρεται, και πληροφορίες σύγχρονης γεωγραφίας. Αυτό μπορεί να γίνεται όταν λ.χ. ο χαρτογράφος επιδιώκει να συσχετίσει τις ιστορικές με τις σύγχρονες πληροφορίες, για λόγους γεωγραφικού προσανατολισμού του αναγνώστη, ή όταν χαρτογραφεί την ιστορική διαχρονική εξέλιξη ενός χωρικού φαινομένου, όπως στην περίπτωσή μας, λ.χ. τη διαχρονική ύπαρξη των βλάχικων οικισμών ή εγκαταστάσεων (εμφάνιση ερήμωση). Σε όλες τις περιπτώσεις, και της δημιουργίας του χαρτογραφικού υπόβαθρου και της εκπόνησης του τελικού χάρτη, βασικό ρόλο παίζει η κλίμακα σχεδίασης, η οποία υπαγορεύει, σε ένα βαθμό, και το πλήθος των παρεχόμενων από τον χάρτη πληροφοριών.

Το χαρτογραφικό υπόβαθρο παλαιότερα μπορεί να ήταν ακόμα και χειροποίητο (Τσότσος 2011), συνήθως όμως σχεδιάζεται με τις σύγχρονες ψηφιακές χαρτογραφικές μεθόδους (Παρασχάκης κ.ά. 1990) και ειδικότερα αυτές των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (Geographical Information System GIS) (Σαββαΐδης και Υφαντής 2004). Μάλιστα, κατά τα τελευταία χρόνια, η ανάγκη αποτύπωσης δεδομένων ιστορικής γεωγραφίας με εργαλεία GIS δημιούργησε ένα νέο κλάδο, αυτό των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών της Ιστορίας (Gregory και Ell 2007), καθώς επίσης και, σε ορισμένες χώρες, των Εθνικών Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών της Ιστορίας του 19ου 20ού αι. (Gregory και Schwartz 2009), κατάλληλων για τη χαρτογράφηση δεδομένων τοπικής ιστορίας. Ένα καλό πρόσφατο παράδειγμα εφαρμογής GIS για την αποτύπωση και επεξεργασία ιστορικών δεδομένων στον βορειοελλαδικό χώρο αποτελεί η ανέκδοτη διδακτορική διατριβή της Κ. Ντάσιου (Ντάσιου 2014: 5-8), για την αποτύπωση ιστορικών οικιστικών και συγκοινωνιακών δικτύων στον σύγχρονο χάρτη, όπου οι διαδρομές αυτές αποτυπώνονται με μεθόδους GIS, με χρήση υποβάθρων από παλαιότερους χάρτες της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού, αλλά και ευρωπαϊκών χαρτών των αρχών του 20ού αιώνα (Ντάσιου 2014:25-49).

Με τη χρήση και αξιοποίηση των σύγχρονων δορυφορικών συστημάτων και τοπογραφικών τεχνικών μπορούμε να μετρήσουμε και να χαρτογραφήσουμε με υψηλή ακρίβεια και συνέπεια. Έτσι οι χάρτες αποτελούν πλέον ερευνητικό, αλλά και μεθοδολογικό εργαλείο και από τις αρχές του 20ού αιώνα οι δυτικοί ιστοριογράφοι αναζητούν τις αντικειμενικότητες και τις ετερότητες σε πολυτροπικά συστήματα σημείων. Η σημειωτική σχετίζεται με τη λειτουργική και τη λεκτική πλευρά του χάρτη και δίνεται έμφαση στη δομή της χαρτογραφικής αναπαράστασης ως ένα σύνολο ιεραρχικά συνδεδεμένων συστημάτων σήματος, στο οποίο η προσοχή μπορεί να κατευθυνθεί σε μια σειρά θεμάτων από το πώς απεικονίζουν τα μεμονωμένα σύμβολα, έως το πως λειτουργεί ολόκληρος ο χάρτης ως σήμα για μια συγκεκριμένη οπτική ματιά του κόσμου. Στο πεδίο αυτών των προτάσεων ανάγνωσης του χάρτη υιοθετούμε τις προτάσεις του Fernand Braudel, που γράφει για την Ευρώπη ως χερσόνησο της Ασίας, για την γεωγραφική της μοίρα «Ευρώπη σημαίνει πλοία, νηοπομπές, σημαίνει νίκες κατά των αχανών υδάτινων εκτάσεων», μια Ευρώπη πολυκεντρική και πολυεδρική, όχι ενιαία: «υπάρχει αντίθεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μεταξύ Βορρά και Νότου, μεταξύ της θερμής Μεσογείου… και των ψυχρών ‘Μεσογείων’ του Βορρά: της Μάγχης, της Βορείου Θαλάσσης, της Βαλτικής. Οι διαφορές αυτές, πάσης φύσεως, αφορούν τους ανθρώπους, τον τρόπο διατροφής, τις ορέξεις, ακόμη και τον χρόνο εγκατάστασης των διάφορων πολιτισμών». Αντιθέσεις με γεωγραφικά όσο και ιστορικά αίτια, με τη Δύση στραμμένη προς τη Ρώμη και την Ανατολή προς την Κωνσταντινούπολη (Μαρκέτος 2003, Μπροντέλ 2010).

Ερευνητικό υλικό προς κριτική ανάγνωση

Παρουσιάζουμε επτά μελέτες περίπτωσης από το έργο του Κουκούδη (2003), με στόχο την κριτική αποδομητική ανάγνωση και τις προτάσεις που προκύπτουν:

Στον χάρτη 1 παρατηρούμε τις ομαδοποιήσεις των βλάχικων πληθυσμών και των οικιστικών περιοχών τους στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα από την «καταστροφή» της Μοσχόπολης στα 1769 μέχρι την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης στα 1821. Παρουσιάζονται τα σύνορα της μέγιστης επικράτειας του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και τα σύγχρονα σύνορα των βαλκανικών κρατών. Ο ίδιος χάρτης θα μπορούσε να έδινε πολλές περισσότερες πληροφορίες για ιστορικές αναγνώσεις και κατανόηση, όπως πληροφορίες για τα γεωφυσικά στοιχεία, τα τότε διοικητικά σύνορα, τις οδούς επικοινωνίας και τα στοιχεία οικονομίας. Αυτά θα μπορούσαν να καταστήσουν το χάρτη εργαλείο πληρέστερης ιστορικής, κοινωνικοικονομικής και ανθρωπολογικής ανάγνωσης. Αν μάλιστα αυτός ο χάρτης, με τις βελτιώσεις και τις προσθήκες που αναφέρθηκαν, αναπαραγόταν και παρουσίαζε τις μεταβολές των δεδομένων κατά τη διάρκεια των ιστορικών περιόδων, που προηγήθηκαν και που ακολούθησαν τότε κατανοούμε πως θα είχαμε μπροστά μας πολυσέλιδα κεφάλαια ιστορικής και πολιτισμικής περιγραφής.

 

Χάρτης 1: Βλάχικες προγονικές ομάδες στα 1769 (πηγή: Koukoudis 2003: 49)

Χάρτης 1: Βλάχικες προγονικές ομάδες στα 1769 (πηγή: Koukoudis 2003: 49)

Στον χάρτη 2 παρατηρούμε τη χαρτογραφική αποτύπωση των 80 περίπου μητροπολιτικών βλαχοχωριών κατά μήκος της Πίνδου, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί γύρω στα 1900. Τα χωριά σημειώνονται με τα σημερινά ονόματα και τα σύγχρονα διοικητικά σύνορα. Αν όμως φανταστούμε το χάρτη σε άλλες πληρέστερες αποτυπώσεις, με τα πολύτιμα γεωφυσικά στοιχεία, τα παλαιότερα οθωμανικά διοικητικά δεδομένα, τις τότε οδικές αρτηρίες και τα περάσματα, τα αρματολίκια, τις σχετικές δημογραφικές πληροφορίες, τότε ο χάρτης θα μπορούσε να μεταβληθεί σε ένα σύγχρονο ερευνητικό ιστορικό εργαλείο. Χρειάζονται δηλαδή πρόσθετες εκδοχές με τα παλιά ονόματα των χωριών ή και με την απόδοσή τους στα βλάχικα και πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη και το δυναμικό των σχολείων, τα εκκλησιαστικά σύνορα, τις εκκλησίες και τα μοναστήρια σε διάφορες ιστορικές περιόδους. Επιπρόσθετα χρειαζόμαστε πληροφορίες οικονομικών δραστηριοτήτων αλλά και υλικό για τις εποχιακές μετακινήσεις τσελιγκάτων και ανθρώπων.

 

Χάρτης 2: Τα βλαχοχώρια της Πίνδου στα 1900 (πηγή: Koukoudis 2003: 51)

Χάρτης 2: Τα βλαχοχώρια της Πίνδου στα 1900 (πηγή: Koukoudis 2003: 51)

 

Χάρτης 3: Βλάχικα χωριά και εγκαταστάσεις στη Δυτική Ελλάδα (1997) (πηγή: Koukoudis 2003: 57)

Χάρτης 3: Βλάχικα χωριά και εγκαταστάσεις στη Δυτική Ελλάδα (1997) (πηγή: Koukoudis 2003: 57)

Στον χάρτη 3 παρουσιάζονται στοιχεία για την ανάπτυξη και την αποτύπωση των βλάχικων οικισμών και των εγκαταστάσεων στη Δυτική Ελλάδα με χρονολογικό υλικό διαφορετικών περιόδων και θεματικών, σε μια αποτύπωση που φαίνεται να «κατασκευάζει» μια χαρτογραφική συνέχεια στον χρόνο και στις ιστορικές / κοινωνικές μεταβλητές, γεγονός που τον κάνει σχετικά δυσανάγνωστο και δύσχρηστο. Η κριτική που ασκούμε αφορά στην διεύρυνση του γεωγραφικού χώρου και στην ανάλογη κλίμακα και ανάπτυξη με την προσθήκη περιοχών της Κεντρικής και της Βόρειας Ελλάδας ή ακόμη και της Αλβανίας vs της γεωγραφικά αποσπασματικής αποτύπωσης. Στη συνέχεια προτείνουμε τις πολλαπλές αναπαραγωγές, ανά αιώνα ή ανά κρίσιμη ιστορική περίοδο, από τις πρώτες βυζαντινές αναφορές για τους Βλάχους και για τη μεσαιωνική Μεγάλη Βλαχία μέχρι τις μεταβολές του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Ειδικότερα πρόκειται για μια διεύρυνση προς την οικονομική και κοινωνική ιστορία ώστε να χαρτογραφούνται τα σημεία / ίχνη των οικονομικών δραστηριοτήτων, των εποχιακών κτηνοτροφικών μετακινήσεων και των καραβανιών, της οριστικής εγκατάστασης στα πεδινά και στα οικονομικά, διοικητικά και αστικά κέντρα, με τις σχετικές δημογραφικές μεταβολές. Επιπροσθέτως χρειάζεται η αποτύπωση των διοικητικών / οικονομικών μεταβολών συμπληρωματικά στην γεωφυσική αναπαράσταση. Με αυτό τον τρόπο θα πλησιάζαμε μια ολιστική χαρτογραφική ιστορική αφήγηση της παρουσίας και της ανάπτυξης των βλάχικων πληθυσμών και των εγκαταστάσεών τους στη νότια Βαλκανική.

Οι μετακινήσεις, οι μετεγκαταστάσεις και σε πολλές περιπτώσεις η αναγκαστική διασπορά των βλάχικων πληθυσμών είναι κάποια από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Στην περίπτωση του χάρτη 4 επιχειρείται μία αποτύπωση της διασποράς, στη μέση Βαλκανική, των Γραμμουστιάνων Βλάχων, με έναρξη τις «καταστροφές» του 1769 και μέχρι τις μεταβολές προς τα τέλη του 19ου αιώνα. Παρά την προσπάθεια, ο χάρτες αποτυγχάνει να μας μεταφέρει μια πληρέστερη εικόνα αυτών των πληθυσμιακών εξόδων και των σχετικών δημογραφικών μεταβολών. Επίσης, αδυνατεί να μάς μεταφέρει τα χαρακτηριστικά των νέων εποικήσεων, όπως γεωφυσικά, διοικητικά, εκπαιδευτικά, εκκλησιαστικά, οικονομικά στοιχεία, έτσι ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα πως σε πολλές περιπτώσεις οι θεωρούμενες «καταστροφές» έπαιξαν το ρόλο εναλλακτικών αφετηριών για επέκταση, ανάπτυξη και πρόοδο. Η πρότασή μας αφορά στην αποτύπωση όχι μόνο των νέων ορεινών εγκαταστάσεων των Γραμμουστιάνων, μέχρι τη Ροδόπη και τον Αίμο, αλλά και της πυκνής ανάπτυξης χειμαδιών σε όλες τις ενδιάμεσες πεδινές περιοχές κατά μήκος των ποταμών μέχρι τις ακτές του Βόρειου Αιγαίου. Έτσι θα διευρύναμε την χαρτογραφική αφήγηση προς ανάλογες αποτυπώσεις των πληθυσμιακών εξόδων, των μεταναστευτικών πρακτικών και εποικήσεων σχεδόν όλων των βλαχοχωριών κατά μήκος της Πίνδου, αλλά διασποράς τους μέχρι τη βόρεια Βαλκανική και τα τότε εδάφη των Αψβούργων.

Η περιοχή της συνοριακής σύγκλισης της Ελλάδας, της Αλβανίας και της π.Γ.Δ.Μ. παρουσιάζει μεγάλο ερευνητικό και διδακτικό ενδιαφέρον για την ανάπτυξη των βλάχικων οικισμών και των εγκαταστάσεων, καθώς εδράζονται οι σημαντικότερες αστικού τύπου εγκαταστάσεις των Βλάχων. Αυτός ο χάρτης δίνει την ανάπτυξή τους στις αρχές του 20ού αιώνα, όμως αδυνατεί να μεταφέρει σημαντικές πληροφορίες για την πληρέστερη ιστορική κατανόηση. Επιπροσθέτως δεν μεταφέρει ευκρινώς την καταγραφή της μετατόπισης του δημογραφικού, εμποροβιοτεχνικού και αστικού δυναμικού τους προς τα ανατολικά, από τη Μοσχόπολη προς το Μοναστήρι. Αδυνατεί να μεταφέρει τους συσχετισμούς και τις επιδράσεις του γεωφυσικού περιβάλλοντος, των ορεινών διαβάσεων, των επικοινωνιακών αρτηριών, των διοικητικών συνόρων και των μεταβολών, των δημογραφικών δεδομένων, ιδιαίτερα σε σχέση με τους πλησιόχωρους αλλόφωνους πληθυσμούς. Θα είχε μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον να παρουσιάζαμε χαρτογραφικά τους συσχετισμούς και τις μεταβολές ως αποτέλεσμα εθνικών και πολιτικών παρεμβολών, όπως και τις δημογραφικές και οικιστικές ανακατατάξεις μετά τους βαλκανικούς πολέμους. Πολύτιμες θα ήταν επίσης αναπαραγωγές του χάρτη με τις αλλαγές των τοπωνυμίων και την παρουσίαση των τοπωνυμίων στις γλώσσες της περιοχής.

Χάρτης 4: Οι Γραμμουστιάνοι Βλάχοι στα 1900 (πηγή: Koukoudis 2003: 65)

Χάρτης 4: Οι Γραμμουστιάνοι Βλάχοι στα 1900 (πηγή: Koukoudis 2003: 65)

 

Χάρτης 5: Μοσχόπολη, Γράμμος και ΒΔ. Μακεδονία στα 1900 (πηγή: Koukoudis 2003: 67)

Χάρτης 5: Μοσχόπολη, Γράμμος και ΒΔ. Μακεδονία στα 1900 (πηγή: Koukoudis 2003: 67)

 

Χάρτης 6: Οι Κουπατσαραίοι στα 1912 (πηγή: Κοukoudis 2003: 53)

Χάρτης 6: Οι Κουπατσαραίοι στα 1912 (πηγή: Κοukoudis 2003: 53)

Η χαρτογραφική αποτύπωση των βλάχικων οικισμών και πληθυσμών θα ήταν ανολοκλήρωτη αν δεν συσχετιζόταν με τους όμορους / πλησιόχωρους πληθυσμούς. Στον χάρτη 6 εντοπίζουμε έναν πρώτο συσχετισμό με τους Κουπατσαραίους της περιοχής Γρεβενών, όπου έχουμε στοιχεία δημογραφικής και πολιτισμικής όσμωσης των Βλάχων. Ανάλογες περιπτώσεις που αφορούν σε αφομοίωση εντοπίζονται και σε άλλες περιοχές, όπως στο Ζαγόρι, στις πλαγιές του Άσκιου ή και του Ολύμπου, σε περιοχές της νότιας και κεντρικής Αλβανίας, στις περιοχές των Μογλενών, των Μιγιάκων, αλλά και της Ρούμελης μέχρι και την περιοχή της Δοβρουτσάς στην Μαύρη Θάλασσα, όπου βρέθηκαν να μεταναστεύουν κάποιοι Βλάχοι την περίοδο του Μεσοπολέμου. Θα ήταν επιστημονική αμέλεια να καταγράφαμε τους Βλάχους ως έναν ομογενοποιημένο πληθυσμό με σαφή και διακριτά όρια διαχωρισμού από τους γειτονικούς πληθυσμούς. Έχουμε ανάγκη και άλλων χαρτών που να παρουσιάζουν πληρέστερα αυτούς τους συσχετισμούς.

 

Asterios Koukoudis Ifigeneia Vamvakidou
Mapping the Vlach Diaspora in the Balkans

The various historiographical schools of the Balkan countries seem to have followed a long tradition that brings them to conflicts and particularly on issues relating to their national imaginary. So, it looks practically impossible to agree on a mutually acceptable cartographic mapping of national, ethnic, linguistic, religious and other historical and anthropological lines and limits amongst the different groups that were found to inhabit the Balkans, especially during the critical period of the early 20th century, when all were driven in territorial integration that left no one pleased with it. The study of H. R. Wilkinson for this kind of controversy in “paper” is indicative of chronic exaggerations, and deliberate distortion in favor of propaganda practices and land claims. The very latest work of P. R. Magocsi comes to confirm the problems of framing such information on maps remain challenges that extend throughout most parts of Europe. The case of the Vlach Koutsovlach Aroumanian populations in the Balkans could not be an exception. On the contrary, it could be used as an illustrative example, since their demographic strength makes them an easier population to cartographic mapping. However, on the other hand, their mobility and dispersion throughout the Balkans, their lack of homogenization and their anthropological characteristics, mainly due to the, until recently, transhumant identity of a large portion of their population, but also the inevitable assimilation into urban environments makes Vlachs an interesting case study. Recent mapping attempts by A. Koukoudis and T. Kahl in their works on the Vlachs have their own weaknesses. But the recognition of weaknesses provides opportunities for corrections, improvements and expansion of cartographic renderings. New, modern methods, and technics of recording information on maps with the use of new technologies in collaboration with the Laboratory of Photogrammetry of the Topography Department of the Aristotle University enable us to have a more accurate and comprehensive cartographic presentation of Vlach populations, their history, and elements of social anthropology that characterize them.

 

Χαρτογραφώντας τη βλάχικη διασπορά στα Βαλκάνια

Αστέριος Κουκούδης
Εκπαιδευτικός, Ιστορικός Ερευνητής, Μεταπτυχιακός Τμήματος Νηπιαγωγών, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας

Ιφιγένεια Βαμβακίδου
Καθηγήτρια Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας και Πολιτισμού Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών

Διεθνές Συμπόσιο:
Πολιτισμός και Χώρος στα Βαλκάνια (17ος - 20ος αιώνας): 21-22 Νοεμβρίου 2014
Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αγγελόπουλος, Γιώργος, Εθνοτικές ομάδες και ταυτότητες, οι όροι και η εξέλιξη του περιεχομένου τους, Σύγχρονα Θέματα 63 (1997), 18-25.
Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος, Σύγχρονα εθνολογικά όρια του ελληνισμού στα Βαλκάνια Θεωρητική προσέγγιση και ιστορική ερμηνεία της βαλκανικής συνύπαρξης, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 1994.
Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος, Εθνοτική διαπάλη στην Μακεδονία (18941904). Η Μακεδονία στις παραμονές του μακεδονικού αγώνα. Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 1999.
Βακαλούδη, Αναστασία, Διδάσκοντας και μαθαίνοντας με τις νέες τεχνολογίες Θεωρία και πράξη, Πατάκης, Αθήνα 2003.
Βέργος, Κώστας, Γεωπολιτική των Εθνών και της Παγκοσμιοποίησης για μια Ιστορία της Γεωγραφίας και μία Γεωγραφία της Ιστορίας, Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα 2004, σ. 27-42.
Γκίκα, Έλενα και Μαρκαντωνάτος, Δημήτριος και Κοκκώνης, Δημήτριος και Ζαροτιάδης, Χαράλαμπος Α. και Γούναρης Βασίλης, Περιπλάνηση στο χωρο-χρόνο, Η διδασκαλία της ιστορίας μέσα από διαδραστικούς χάρτες, στο 2ο Πανελλήνιο Εκπαιδευτικό Συνέδριο Ημαθίας, Βέροια 2010, σ. 227-235.
Κιτρομηλίδης, Πασχάλης, Η Γαλλική Επανάσταση και η Νοτιοανατολική Ευρώπη, Πορεία, Αθήνα 2000.
Κουκούδης, Αστέριος, Οι Ολύμπιοι Βλάχοι και τα Βλαχομογλενά, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2001.
Κουκούδης, Αστέριος, Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2001.
Λαγόπουλος, Αλέξανδρος Φ., Ιστορικές γεωγραφίες: Υλικές διαδικασίες και δυναμική της σημείωσης, στο Δ. Δρακούλης και Γ. Τσότσος (επιμ.), Ιστορική Γεωγραφία της Ελλάδος και της Ανατολικής Μεσογείου, Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2013. σ. 3-24.
Λαγόπουλος, Αλέξανδρος Φ., Αναπτυξιακή τυπολογία γεωγραφικών περιοχών, στο Τόμος τιμητικός για τον καθηγητή Παύλο Λουκάκη, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών Αθήνα, Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης, Gutenberg, 2011, σ. 502-535.
Λιβιεράτος, Ευάγγελος, Γενική χαρτογραφία και εισαγωγή στη θεματική χαρτογραφία, Ζήτη, Θεσσαλονίκη 1992.
Λιβιεράτος, Ευάγγελος, Γενική χαρτογραφία και εισαγωγή στη θεματική χαρτογραφία, Ζήτη, Θεσσαλονίκη 1992.
Μαρκέτος, Σπύρος, Μία κριτική ανάγνωση του Φερνάν Μπροντέλ, Πύλη για την ελληνική γλώσσα, 2003, στο http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/corpora/nea/content.html?t=2,3060, (προσβάσιμο 20-9-2014).
Μαυροσκούφης, Δημήτρης, Αναζητώντας το ίχνη της ιστορίας. Ιστοριογραφία, διδακτική μεθοδολογία και ιστορικές πηγές. Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 2005.
Μπροντέλ, Φερνάντ, Γραμματική των πολιτισμών (μετάφρ. Άρης Αλεξάκης), Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2010.
Ντάσιου, Κωνσταντίνα, Εφαρμογή Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών για την καταγραφή και μελέτη ιστορικών συγκοινωνιακών δικτύων, Διδακτορική Διατριβή, Τμ. Πολιτικών Μηχανικών Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2014.
Παρασχάκης, Iωάννης και Παπαδοπούλου, Mαρία και Πατιάς, Πέτρος, Αυτοματοποιημένη Χαρτογραφία, Ζήτη, Θεσσαλονίκη 1990.
Σαββαΐδης, Παρασκευάς και Υφαντής, Ιωάννης, Εισαγωγή στα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών Πανεπιστημιακές Σημειώσεις, Τμ. Πολιτικών Μηχανικών ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2004.
Τσότσος, Γεώργιος, Ιστορική Γεωγραφία Δυτικής Μακεδονίας: Το Οικιστικό Δίκτυο 14ος 17ος αιώνας, Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2011.
Τσότσος, Γεώργιος, Ιστορική γεωγραφία και κύριες θεωρητικές προσεγγίσεις του χώρου, στο Δ. Δρακούλης και Γ. Τσότσος (επιμ.), Ιστορική, Κοινωνική και Πολεοδομική Ανάλυση του Χώρου, Αφιέρωμα στον Καθηγητή Ευάγγελο Π. Δημητριάδη, Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 73-91.
Χασιώτης, Λουκής, Η Ανατολική Ομοσπονδία, Βάνιας, Αθήνα 2001.
Χρυσοχόου, Αθανάσιος, Οι Βλάχοι της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Ηπείρου, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών , Θεσσαλονίκη 1942.
Barth, Frederic, Ethnic groups and boundaries: The social organization of culture difference, Universitetsforlaget, Oslo University 1969.
Barthes, Roland, Mythologies (μετάφρ. Annette Lavers), Hill and Wang, N. York 1972 (1957).
Bernard, Grun, The Timetables of History: A Horizontal Linkage of People and Events, Touchstone, New York 20054, σ. 394-524.
Capidan, Theodor, Macedoromanii: Etnografie, Historie, Limba. Litera International, Bucu-rest 2000.
Danforth, Loring, The Macedonian conflict, Princeton University Press, Princeton 1995.
Encyclopedie de la Pleiades , Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1989.
Glenny, Misha, Τhe Balkans: Nationalism, War & the Great Powers, 18041999, Penguins, London 2001.
Gregory, Ian και Schwartz, Robert, National Historical Geographical Information System as a tool for historical research: Population and railways in Wales, 1841-1911, International Journal of Humanities and Arts Computing 3.1/2 (2009), 143-161.
Gregory, Ian, Historical GIS: Technologies, methodologies and scholarship, Cambridge University Press, Cambridge 2007.
Grenville, John A.S., Α History of the World from the 20th to the 21st century, Routledge, New York 2006.
Higounet, Charles, Η γεωιστορία, στο Encyclopédie de la Pleiades, τόμ. Α Ιστορία και οι μέθοδοί της (μτφ. Ε. Στεφανάκη), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1989, σ. 108-138.
Hobsbawm, Eric, Nations and Nationalism since 1780, Cambridge University Press, Cambridge 1990.
Hobsbawm, Eric, Η εποχή των άκρων, Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 19141991 (μετάφρ. Βασίλης Καπετανγιάννης), Θεμέλιο, Αθήνα 2003.
Howard, Michael, Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος (μετάφρ. Χρύσα Τσαλικίδου), Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2004.
Inalcık, Halil, Η οθωμανική αυτοκρατορία (1300-1600), (μετάφρ Μ. Κοκολάκης), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1995.
Inalcık, Halil, Οικονομική και κοινωνική ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας 1300-1600, (μετάφρ. Μ. Σαρηγιάννης), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2008.
Kahl, Thede, Για την ταυτότητα των Βλάχων. Εθνοπολιτισμικές προσεγγίσεις μιας βαλκανικής πραγματικότητας (μετάφρ. Στέλιος Μπουλασίκης), Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων, Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009.
Koukoudis, Asterios, The Vlachs: Metropolis and diaspora (μετάφρ. Deborah Whitehouse, Zitros, Thessaloniki 2003.
Linner, Sture, Ιστορία του βυζαντινού πολιτισμού (μετάφρ. Ζανής Ψάλτης), Γκοβόστης, Αθήνα 1999.
Magocsi, Paul, Ηistorical Atlas of Central Europe, Revised and Expanded Edition, University of Washington Press, Seattle 2002.
Mattozi, Ivo, Εκπαιδεύοντας αναγνώστες ιστορίας, (μετάφρ. Παναγιώτης Σκόνδρας), Μεταίχμιο, Αθήνα 2005.
Moniot, Ηenri, Η διδακτική της ιστορίας, (μετάφρ. Έδη Κάννερ), Μεταίχμιο, Αθήνα 2002.
Parker, Alastair, Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος (μετάφρ. Γρηγόρης Κονδύλης), Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2004.
Peyfuss, Μax, Die Aromunische Frage, Bohlau Verlag, Wien Koln Graz 1974.
Guttormsen Schär, Sissel και Krueger, Helmut, Using new learning technologies with multimedia, IEEE MultiMedia 7/3 (2000), 40-51, στο, http://doi.ieeecomputersociety.org/10.1109/93.879767
Thompson, Maurice και Wace, Allan, Οι νομάδες των Βαλκανίων, περιγραφή της ζωής και των εθίμων των Βλάχων της βόρειας Πίνδου (μετάφρ. Πάνος Καραγιώργος), Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 1989.
Weigand, Gustav, Οι Αρωμούνοι Βλάχοι: ο χώρος και άνθρωποι, τόμ. 1ος (μτφ. Τέντε Καλ), Κυριακίδης, Θεσσαλονίκη 2001.
Wilcken Ulrich, Αρχαία ελληνική ιστορία (μετάφρ. Ιωάννης Τουλουμάκος), Παπαζήσης, Αθήνα 1976.
Wilkinson, Henry, Maps and politics: a review of the ethnographic cartography of Macedonia, University Press, Liverpool 1951.
Williams, Brackette, A class anthropology and the race to nation across ethnic terrain, Annual Review of Anthropology 18 (1989), 401-444.
Winnifrith, Tom, The Vlahs: the history of Balkan people, Duckworth, London 1987.