Αναμνηστική φωτογραφία κατοίκων του χωριού Καρίτσα Πιερίας μπροστά στο Λευκό Πύργο, τη δεκαετία του '50Είναι αλήθεια πως, μέχρι και σήμερα, κυριαρχούν κάποιες ισχυρά στερεότυπες αντιλήψεις περί Βλάχων. Δυστυχώς, είναι πολλοί αυτοί που αγνοούν τις πολλαπλές οικονομικές δραστηριότητες και το εύρος της κοινωνικής διαστρωμάτωσής τους και που εξακολουθούν να έχουν την εντύπωση πως οι Βλάχοι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά κάποιοι απολίτιστοι νομαδοκτηνοτρόφοι κι ακόμη χειρότερα μια περιθωριακή ομάδα αμφίβολης εθνικής ταυτότητας και δράσης. 
Με τη σημερινή ευκαιρία, που μας προσφέρει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων, κι έχοντας ως παράδειγμα τη διασύνδεσή τους με τη Θεσσαλονίκη θα καταδειχθεί το άτοπο και άδικο αυτών των αρνητικών συνειρμών. 
 Ο τόσο χαρακτηριστικός ρόλος των Βλάχων ως συνδημιουργοί της αστικής ελληνορθόδοξης κοινότητας της πόλης, από τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης και μέχρι την απελευθέρωση, έρχεται να αποκαταστήσει, έστω, μερικώς την εικόνα τους και να παρουσιάσει παραγνωρισμένες διαστάσεις της ιστορικής τους ταυτότητας.

 

Η παρουσία Βλάχων στη Θεσσαλονίκη, μέχρι τα 1821, θεωρείται περιορισμένη ή μάλλον δύσκολη να εντοπιστεί και να καταγραφεί. Ωστόσο, με τη λήξη των τοπικών δρώμενων στα πλαίσια της Ελληνικής Επανάστασης και τη δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους, η βλάχικη παρουσία στην πόλη γνώρισε μία βαθμιαία πρόοδο και το βλάχικο στοιχείο έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στους κόλπους της τοπικής  ρωμέικης  κοινότητας. Όπως θα εξεταστεί αναλυτικότερα, στα 1900, οι Βλάχοι της Θεσσαλονίκης δεν αποτελούσαν απλά ένα σημαντικό μέρος της δημογραφικής δύναμης της τοπικής  ελληνορθόδοξης κοινότητας, αλλά παρουσίαζαν την πλέον δυναμική οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική και πατριωτική δράση.

Στα 1825, μετά τις σφαγές και τις διώξεις,  ο αριθμός των χριστιανών της πόλης είχε περιοριστεί κατά πολύ. Ίσως είχαν σφαγιαστεί ή είχαν εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη μέχρι και 8.000 χριστιανοί[1]. Σύντομα όμως, ένα τουλάχιστον μέρος του δραματικού δημογραφικού κενού συμπληρώθηκε από νέους εσωτερικούς φυγάδες και μετανάστες. Επιβεβαιωτικό της μετακίνησης και της εγκατάστασης φυγάδων είναι ένα οθωμανικό έγγραφο του Ιστορικού Αρχείου Θεσσαλονίκης. Πληροφορούμαστε πως, στα 1829, οι αρχές αναζητούσαν επώνυμα 89 χριστιανούς, πρώην κατοίκων του καζά Ελασσόνας, ώστε να εισπράξουν τον κεφαλικό φόρο που χρωστούσαν. Οι φυγάδες αναζητούνταν στη Θεσσαλονίκη, αλλά και στις Σέρρες, την Αχρίδα και τη Λάρισα. Σύμφωνα με την τυπολογία των ονομάτων τους θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως αρκετοί ήταν Βλάχοι προερχόμενοι από τα βλαχοχώρια του Ολύμπου, κάποιοι επισημαίνεται πως ήταν μπακάληδες και ράφτες. Με την ίδια διαταγή αναζητούνταν επώνυμα πέντε άνδρες με βέβαιη βλάχικη καταγωγή από τον Κοκκινοπλό και οι οποίοι ήταν γνωστό πως είχαν καταφύγει και εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη[2].

Ο καθηγητής τουρκολογίας Βασίλης Δημητριάδης μελέτησε και δημοσίευσε μια πραγματικά ασυναγώνιστη αρχειακή πηγή πληροφοριών, ένα ανεκτίμητο, οθωμανικό, δημογραφικό κατάστιχο του 1835[3]. Σύμφωνα με αυτό, τα άρρενα μέλη της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Θεσσαλονίκης αριθμούσαν, τότε, περίπου 3.621 ψυχές. Ανάμεσά τους καταγράφονται όχι μόνο οι ενήλικοι  άνδρες, αλλά μέχρι και τα νεογέννητα αγόρια. Έτσι, μπορούμε να υποθέσουμε πως το πλήθος των ορθοδόξων ανδρών και γυναικών αριθμούσε γύρω στις 7.000 ψυχές, σε ένα σύνολο 35.000 με 40.000 κατοίκων. Καθώς η καταγραφή τους έγινε για φορολογικούς, κυρίως, λόγους μας γνωστοποιούνται λεπτομερείς πληροφορίες για τη σύνθεση και το δυναμικό της κοινότητας. Ανάμεσα στα μέλη της υπήρχαν 1.277 άνδρες και αγόρια, ποσοστό 35,26 %, οι οποίοι αντιμετωπίζονταν ως ξένοι - μέτοικοι και όχι ως οριστικοί κάτοικοι της πόλης, καθώς οι ίδιοι ή οι γονείς τους είχαν πρόσφατα εγκατασταθεί εδώ, πιθανότατα μετά τα τραγικά γεγονότα του 1821 και μέσα στα 10 επόμενα χρόνια. Σύμφωνα με τους οικισμούς προέλευσή τους σχημάτιζαν ένα ετερόκλητο μωσαϊκό, αν και η πολυπληθέστερη ομάδα των νεοφερμένων δεν απογράφηκε σύμφωνα με κάποιον οικισμό προέλευσης αλλά σύμφωνα με την ιδιαίτερη καταγωγή της, καθώς ανάμεσα στους μέτοικους υπήρχαν 130 άτομα τα οποία απογράφηκαν απλά ως Βλάχοι. Ωστόσο, μπορούμε να υποθέσουμε πως υπήρχαν περισσότεροι μέτοικοι βλάχικης καταγωγής,  όπως 69 άτομα που προέρχονταν από το Λιβάδι ή Βλαχολίβαδο του Ολύμπου, 17 άτομα από το Μοναστήρι, 3 άτομα από τη Σίπισκα και 1 άτομο από το Κρούσοβο. Βλάχικη καταγωγή ίσως είχαν και ορισμένοι από αυτούς που προέρχονταν από τα Ιωάννινα, την περιοχή του Ζαγορίου, τα Τρίκαλα, τη Λάρισα, την Ελασσόνα, τη Σιάτιστα, την Εράτυρα, το Σέλι, τη Νάουσα, τη Βέροια, την Κατερίνη και τις Σέρρες.  Θα μπορούμε, λοιπόν, να υποθέσουμε πως  οι μέτοικοι βλάχικης καταγωγής ξεπερνούσαν τον αριθμό των 220 ατόμων και αποτελούσαν περίπου το 20% των νεοφερμένων χριστιανών της Θεσσαλονίκης. Επιπλέον, είναι σίγουρο πως η παρουσία των Βλάχων δεν περιοριζόταν μόνο ανάμεσα στους μέτοικους. Βλάχοι υπήρχαν και ανάμεσα στους χριστιανούς που απογράφηκαν ως γηγενείς. Ισχυρότατη ένδειξη αυτής της υπόθεσης αποτελούν τα πολυάριθμα ονόματα που αναγνωρίζονται ως υποκοριστικά ονομάτων που προέρχονται από τα  βλάχικα ή και από τα βλάχικα.

Ανάμεσα στους γηγενείς θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονταν και ορισμένοι από τους παλαιότερους Μοσχοπολίτες φυγάδες. Όπως ένας σαραντάχρονος αμαξάς που κατοικούσε στη συνοικία του Αγίου Αθανασίου και είχε τρεις μικρούς γιους. Την περίοδο της απογραφής, αυτός έλειπε και οι δικοί του δήλωσαν στις αρχές πως βρισκόταν στη Μοσχόπολη.  Ίσως κάποιοι από αυτούς να διατηρούσαν επαφές με την πατρίδα τους. Εκτός από αυτή την περίπτωση, παρατηρούμε πως ορισμένοι από τους νεότερους μέτοικους βλάχικης καταγωγής έλειπαν από την πόλη ή την είχαν εγκαταλείψει οριστικά. Κάποιοι από αυτούς βρίσκονταν στα Γιαννιτσά, την Κατερίνη, τη Λάρισα, το Κρούσοβο, το Μοναστήρι και το Λιβάδι. Ίσως υποχρεώσεις και δεσμεύσεις να τους έφερναν συχνά πίσω στις πατρίδες τους ή να φρόντιζαν για την επέκταση των δραστηριοτήτων τους σε περιοχές εκτός Θεσσαλονίκης. Μπορούμε να υποθέσουμε πως η εγκατάσταση ορισμένων στην πόλη δεν ήταν οριστική και συνέχιζαν να αναζητούν καλύτερες ευκαιρίες και συνθήκες σε άλλες περιοχές.

Καθώς  είναι δύσκολο να εντοπίσουμε με ακρίβεια ποιοι από τους γηγενείς ήταν βλάχικης καταγωγής, τα ασφαλέστερα συμπεράσματα για τους τότε Βλάχους κατοίκους βασίζονται, κυρίως, στα στοιχεία των μετοίκων με βέβαιη βλάχικη καταγωγή. Το σύνολο των 130 μετοίκων, που απογράφηκαν απλά ως  Βλάχοι, παρουσιάζεται να κατοικεί στη συνοικία του Αγίου Αθανασίου, όπου αποτελούσαν το 42,70% των μετοίκων της. Αν όμως σε αυτούς προστεθούν οι μέτοικοι της ίδιας συνοικίας προερχόμενοι από το Λιβάδι, το Μοναστήρι, το Κρούσοβο και κάποιοι από τις πόλεις που προαναφέρθηκαν, τότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως τα άτομα βλάχικης καταγωγής αποτελούσαν τους μισούς μετοίκους του Αγίου Αθανασίου. Το γεγονός πως η μεγαλύτερη συγκέντρωση Βλάχων μετοίκων καταγράφηκε στη συνοικία του Αγίου Αθανασίου μπορεί να μας οδηγήσει στην υπόθεση πως σε αυτή τη σημαντική, κεντρική, χριστιανική συνοικία υπήρχε, ήδη, ένας ισχυρός πυρήνας κατοίκων βλάχικης καταγωγής οι οποίοι αντιμετωπίζονταν πια ως γηγενείς.

Όσον αφορά τις ασχολίες των Βλάχων μετοίκων, παρατηρούμε πως έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση, με μονοπωλιακές τάσεις, στα επαγγέλματα του φούρναρη, του χανιτζή, του ταβερνιάρη, του μπακάλη, του ράφτη και του χαλκωματή. Από τους 85 χριστιανούς ψωμάδες της πόλης οι 31 ήταν μέτοικοι βλάχικης καταγωγής, δηλαδή το 36,45%. Από τους 21 χριστιανούς χανιτζήδες της πόλης οι 16 ήταν βλάχικης καταγωγής, δηλαδή το 76,20%. Οι 13 χανιτζήδες της συνοικίας του Αγίου Αθανασίου ήταν όλοι Βλάχοι. Από τους 45 χριστιανούς ταβερνιάρηδες της πόλης οι 20 ήταν μέτοικοι βλάχικης καταγωγής, δηλαδή το 44,44%. Από τους 6 χριστιανούς χαλκωματάδες της πόλης οι 5 ήταν μέτοικοι βλάχικης καταγωγής. Κι ακόμη, ανάμεσά στους Βλάχους μέτοικους συναντούμε ορισμένους κατασκευαστές μάλλινων υφασμάτων και σιριτιών, χρυσοχόους, παραγγελιοδόχους, εργάτες, αγωγιάτες, μυλωνάδες, μυροπώλες, μαθητευόμενους τεχνίτες και παραγιούς, υπηρέτες, βοσκούς, πλανόδιους πωλητές και έναν ιερέα.  Αν και παρατηρούμε πως οι γιοι εργάζονταν συνήθως δίπλα στον πατέρα τους, όπως και οι νεότεροι αδελφοί δίπλα στο μεγαλύτερο αδελφό, δε λείπουν περιπτώσεις που μέλη της ίδια οικογένειας ασκούσαν διαφορετικά επαγγέλματα. Επίσης, παρατηρούμε πως αν και οι μέτοικοι βλάχικης καταγωγής προτιμούσαν να προσλαμβάνουν τεχνίτες και παραγιούς επίσης βλάχικης καταγωγής, δεν λείπουν οι περιπτώσεις που οι παραγιοί και τα αφεντικά δεν είχαν την ίδια καταγωγή. Το γεγονός αυτό ίσως δηλώνει μία τάση σταδιακής και αμοιβαίας αφομοίωσης ανάμεσα στις διάφορες ομάδες που αποτελούσαν τότε την κοινότητα των Ρωμιών της Θεσσαλονίκης[4].

Είναι γεγονός πως,  καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι Ολύμπιοι Βλάχοι και ιδιαίτερα οι Λιβαδιώτες αποτελούσαν το πολυπληθέστερο στοιχείο ανάμεσα στους Θεσσαλονικείς Βλάχους. Ο Νικόλαος Γεωργιάδης μας πληροφορεί πως, ανάμεσα στα 1821 με 1880, υπήρξε μία συνεχής ροή Λιβαδιωτών[5]. Άλλοι αναζητούσαν στη Θεσσαλονίκη ασφάλεια μετά από τις έκρυθμες καταστάσεις που γέννησαν επαναστατικές κινήσεις και πολεμικές περιπέτειες, (1821, 1854, 1878, 1904-1908), και άλλοι ευκαιρίες οικονομικής και κοινωνικής προόδου στη σταδιακά μεταλλασσόμενη πολιτεία. Ανάμεσα στους πολυάριθμους και ανήσυχους εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες υπήρχαν και απελπισμένοι άνθρωποι που οι καταστροφές και η ανέχεια τους οδήγησαν στη μεγάλη πόλη ελπίζοντας πως θα μπορούσαν να επιβιώσουν δίπλα στους πιο δραστήριους συμπατριώτες τους. Γύρω στα 1837, βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, ως μαθητευόμενος χρυσοχόος δίπλα σε έναν τεχνίτη ηπειρώτικης και μάλλον βλάχικης καταγωγής, ο Δημήτριος Λάζος ή Κοεμτζόπουλος, δευτερότοκος γιος του πρωταρματολού του Ολύμπου Γιάννη Λάζου. Ανάλογο παράδειγμα είναι αυτό της θείας του, συζύγου του Λιόλιου Λάζου, η οποία μαζί με την κόρη της Τριανταφυλλιά βρέθηκαν, στα 1863, να ζουν πάμπτωχες στη Θεσσαλονίκη, αφού εγκατέλειψαν την περιοχή της Λαμίας όπου είχαν καταφύγει ως πρόσφυγες[6]. Έτσι, επιβεβαιώνονται οι επισημάνσεις του Gustav Weigand ο οποίος αναφέρει πως η μαζική εγκατάσταση Ολύμπιων Βλάχων στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια. Επιπλέον, μας πληροφορεί πως, γύρω στα 1888, σχεδόν όλοι οι φουρνάρηδες και οι περισσότεροι από τους καφετζήδες της Θεσσαλονίκης κατάγονταν από το Λιβάδι[7].

Στα τέλη πια του 19ου αιώνα, ο οικονομικός ρόλος της Θεσσαλονίκης ενισχύθηκε κατά πολύ και εξελίχθηκε στον πιο φιλοπρόοδο, αποκεντρωτικό πόλο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Η πρόοδό της σε όλους τους τομείς ήταν ραγδαία με αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση εσωτερικών μεταναστών από όλο το βαλκανικό χώρο. Όπως ήταν επόμενο, είχε προσελκύσει έναν ιδιαίτερα σημαντικό αριθμό Βλάχων εμποροβιοτεχνών και επαγγελματιών από όλο τα ανθηρά μέχρι τότε βλαχοχώρια και τις βλάχικες εγκαταστάσεις της Μακεδονίας. Δεκάδες οικογένειες από την Κλεισούρα, το Νυμφαίο, τη Βλάστη, το Πισοδέρι, το Μοναστήρι, το Κρούσοβο, το Μεγάροβο, το Τύρνοβο, τη Νιζόπολη, τη Μηλόβιστα, το Γκόπεσι, τη Ρέσνα, την Αχρίδα, τα Βελασσά[8], αλλά και από τα μητροπολιτικά βλαχοχώρια κατά μήκος της Πίνδου δημιούργησαν μικρές ή μεγαλύτερες παροικίες στην αναπτυσσόμενη μεγαλούπολη των Βαλκανίων.

Η χαρακτηριστικότερη, ίσως, περίπτωση βλάχικης παροικίας που αναπτύχθηκε αυτή την περίοδο στη Θεσσαλονίκη είναι αυτή των κατοίκων της Κλεισούρας. Ήδη από τα τέλη του 18ου  και καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ένας από τους σημαντικότερους πόλους της μεταναστευτικής έλξης των Κλεισουριωτών εμποροβιοτεχνών και επαγγελματιών είχε σταθεί η Κωνσταντινούπολη, όπως και οι μεγάλες πόλεις της Σερβίας και της Αυστροουγγαρίας. Οι επαφές και οι σχέσεις με την αγορά της Θεσσαλονίκης ενισχύθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ωστόσο, οι επαφές τους με την πόλη θα πρέπει να ξεκίνησαν σε πολύ παλαιότερους χρόνους[9]. Από το 1890 περίπου, η μεταναστευτική κίνηση των Κλεισουριωτών προς τη Θεσσαλονίκη πήρε μαζικότερη διάσταση και τους άνδρες εμποροβιοτέχνες ακολούθησε οριστικά και ένας σημαντικός αριθμός οικογενειών. Οι πρώτοι και παλαιότεροι μετανάστες που βρέθηκαν εγκατεστημένοι στη Θεσσαλονίκη ενσωματώθηκαν γρήγορα στην τοπική ελληνορθόδοξη κοινότητα και ορισμένοι από αυτούς υπήρξαν από τα πιο αξιόλογα μέλη της. Από απλοί βιοτέχνες, μικρέμποροι και επαγγελματίες ορισμένοι εξελίχθηκαν σε δυναμικούς παραγγελιοδόχους και χονδρέμπορους με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και σημαντική επιρροή στους κόλπους της κοινότητας. Όπως ο Σίμος Σιμώττας και ο γιος του Γιαννάκης, μεγάλοι υφασματέμποροι με εμπορικές διασυνδέσεις με την Ευρώπη και τη μακεδονική ενδοχώρα και ο Γεώργιος Τορνιβούκας, μεγάλος καπνέμπορος όπως και ο γιος του Κωνσταντίνος που αργότερα ήταν ιδιοκτήτης του φημισμένου ξενοδοχείου Ολύμπιον Μέγαρον της Μεσογείου - Mediterrane στην παλιά παραλία της Θεσσαλονίκης. Οι βάσεις της οικονομικής δεινότητας και του πρωταγωνιστικού ρόλου των Κλεισουριωτών στη σκηνή της ελληνικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης θα πρέπει να αναζητηθούν στις πολύ στενές επαφές τους με τις δυναμικές παροικίες που είχαν από καιρό σχηματίσει στις πόλεις της Αυστροουγγαρίας, της Σερβίας, μέχρι τη Δρέσδη και την Οδησσό και επιπλέον στην Κωνσταντινούπολη. Οι παροικίες αυτές είναι προφανές πως λειτούργησαν ενισχυτικά ως ένα δίκτυο αλληλοϋποστήριξης για τις πάσης φύσεως οικονομικές δραστηριότητές τους[10].

Την εγκατάσταση των Κλεισουριωτών στη Θεσσαλονίκη ακολούθησαν στενά μικρότερες ομάδες μετοίκων από όλες σχεδόν τις βλάχικες εγκαταστάσεις και τους οικισμούς της βορειοδυτικής Μακεδονίας. Καθώς οι οικονομίες αυτών των οικισμών βασίζονταν κατά πολύ στην εποχιακή, αλλά πολλές φορές και στη μακροχρόνια μετανάστευση των ανδρών ήταν επόμενο αρκετοί Βλάχοι επαγγελματίες και εμποροβιοτέχνες να εγκατασταθούν στη μακεδονική πρωτεύουσα. Οι περισσότεροι από τους Νυμφαιώτες εγκαταστάθηκαν αρχικά ως χρυσοχόοι, ράφτες και βαφείς. Αρκετοί από αυτούς εξελίχθηκαν σε ιδιαίτερα δραστήριους εμπορευόμενους και μεταπράτες. Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα οι καπνεμπορικοί οίκοι Σωσσίδη, Λιάτση, Μίσιου, Νίκου, Κίκη και Τορνιβούκα από την Κλεισούρα και το Νυμφαίο, έχοντας ως κέντρα τους τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη, ανέπτυξαν ισχυρά οικογενειακά δίκτυα στις καπνοπαραγωγικές αγορές των Γιαννιτσών, των Σερρών, της Δράμας, της Καβάλας και της Ξάνθης και τα κέντρα προώθησης στην Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο και την Ευρώπη[11]. Ανάλογο παράδειγμα είναι και η οικογένεια Μπουτάρη με καταγωγή από το Νυμφαίο. Με ενδιάμεσο σταθμό τη Νάουσα, τα μέλη της οικογένειας Μπουτάρη εξελίχθηκαν σε αξιολογότατους οινεμπόρους. Κάποιοι από τους κεφαλαιούχους έγιναν σαράφηδες και αργότερα τραπεζίτες και τσιφλικάδες, όπως οι Μιχαήλβεης από Κρούσοβο - Σέρρες, Οικονόμου από Νυμφαίο, Τσικαρδέκος από Βελασσά, Κοβτσιντάρης και Σκαπέρδας από το Κρούσοβο, Παπάζογλου από Μοναστήρι[12]. Δίπλα στους μεγάλους επιχειρηματίες και κεφαλαιούχους βρέθηκαν φτωχοί βιοπαλαιστές που αναζήτησαν εδώ πελατεία για τις τέχνες τους, όπως καζαντζήδες, σιδεράδες, πεταλωτές, ράφτες και χρυσοχόοι από το Κρούσοβο, ράφτες και χρυσοχόοι από το Μεγάροβο και το Τύρνοβο, μαχαιροποιοί από τη Σαμαρίνα και ένα μεγάλο πλήθος από χανιτζήδες, καφετζήδες, φουρνάρηδες, χασάπηδες και μαγαζάτορες από τα βλαχοχώρια του Ολύμπου και όλα σχεδόν τα άλλα γνωστά βλαχοχώρια. Οι τάξεις όμως όλων αυτών των ανθρώπων της αγοράς δεν άργησαν να γεννήσουν μορφωμένους ανθρώπους και επιστήμονες.

Το μεταναστευτικό ρεύμα προς τη Θεσσαλονίκη και όχι μόνο των Βλάχων διογκώθηκε ιδιαίτερα την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, καθώς οι αντιπαραθέσεις για την τύχη των τελευταίων οθωμανικών επαρχιών στα Βαλκάνια νέκρωσαν σχεδόν τις οικονομικές δραστηριότητες στην ύπαιθρο και έκαναν επικίνδυνη τη διαμονή των εύπορων οικογενειών στις απομονωμένες πολιτείες τους και ακόμη πιο δύσκολη την επιβίωση των οικονομικά ασθενέστερων βιοπαλαιστών. Η παλιά παροικία των Κρουσοβιτών προσαύξησε το δημογραφικό δυναμικό της ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα του Ίλιντεν στα 1903 και τις καταστροφές που αντιμετώπισε η μέχρι τότε εύρωστη πολιτείας τους. Πολλές από τις οικογένειες που εγκατέλειψαν μαζικά τις εστίες τους βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη κοντά σε συγγενείς τους που είχαν, ήδη, αποκατασταθεί και εργάζονταν εδώ. Η μετεγκατάσταση φαίνεται πως ήταν ευκολότερη για εκείνους που ήρθαν ως πράκτορες των οικογενειακών επιχειρήσεων και των δικτύων αλληλοϋποστήριξης των εμπορικών οίκων των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων της Δυτικής Μακεδονίας και της Πελαγονίας.

Αξίζει να γίνει μία αποσπασματική αναφορά στα γραφόμενα ενός πραγματικά άριστου γνώστη της Θεσσαλονίκης, του Ιωσήφ Νεχαμά. Αυτός ο ανεκτίμητος Εβραίος ιστορικός περιγράφει παραστατικότατα το τρόπο με το οποίο εγκαταστάθηκαν και ενσωματώθηκαν στην τοπική ελληνορθόδοξη κοινότητα οι τότε Βλάχοι μέτοικοι.

Η ελληνική κοινότητα έπειτα από την εγκατάσταση των σιδηροδρόμων, ενισχύθηκε αριθμητικά από ένα πλήθος ορθόδοξων αποικιών, που ήρθαν απ' όλα τα μέρη της Μακεδονίας και της Ηπείρου και εγκαταστάθηκαν στην πόλη. Οι έμποροι της ενδοχώρας, που ερχόταν να κάνουν προμήθειες, τα 'χαναν κατά κάποιον τρόπο στην μεγάλη αγορά της Θεσσαλονίκης. Εκ φύσεως δύσπιστοι, ήθελαν να έχουν επί τόπου δικούς τους αντιπροσώπους. Από κάθε κωμόπολη ήρθε στη Θεσσαλονίκη ένας αντιπρόσωπος, που επιφορτίστηκε με τις αγορές, τις πωλήσεις, τις αποστολές των συμπολιτών του, των οποίων έγινε ο εκπρόσωπος και ο αποκλειστικός πράκτορας και συνάμα ο οδηγός και ο σύμβουλος. Ο εντολοδόχος εφάρμοζε αυστηρά τοπικιστικά κριτήρια στην επιλογή του προσωπικού του, έπαιρνε στη δουλειά του υπάλληλους και υπηρέτες που καταγόταν μόνο από το μικρό του μέρος. Γύρω του και χάρη σ' αυτόν, συγκροτήθηκε μία μικρή αποικία. Όταν έκανε περιουσία, γινόταν εκείνος ο ίδιος έμπορος, ίδρυε πλούσιους εμπορικούς οίκους και παραχωρούσε την θέση του μεσάζοντα σ' έναν συμπατριώτη του. Έτσι σχηματίζονταν στη Θεσσαλονίκη μικροσκοπικές αποικίες, πιστές στην γενέτειρά τους, που διοργάνωναν κάθε χρόνο στην πόλη γιορτές, χορούς, υπέρ του σχολείου ή της εκκλησίας του χωριού τους. Ενσωματώνονταν, όμως, όλες στην ελληνική κοινότητα της Θεσσαλονίκης, μετείχαν στην διοίκησή της, συντελούσαν με τις δωρεές τους στην ευημερία της. Οι ορθόδοξοι Τόσκηδες [Αρβανίτες – Αλβανοί] και οι Βλάχοι, που είχαν γίνει κάτοικοι της πόλης, δεν ξεχώριζαν από τους Έλληνες, των οποίων αύξαναν το πληθυσμιακό δυναμικό[13].

Έτσι, δεν μπορεί να αποτελεί έκπληξη πως, μετά την Επανάσταση των Νεότουρκων στις 28 Σεπτεμβρίου του 1908, η παλαιότερη και πολυπληθέστερη, μέχρι τότε, ομάδα των Βλάχων της Θεσσαλονίκης με καταγωγή από τα βλαχοχώρια του Ολύμπου ίδρυσε το Σύλλογο των Βλαχόφωνων Ελλήνων με την επωνυμία Ο Όλυμπος. Είναι ο αρχαιότερος Σύλλογος Βλάχων της Θεσσαλονίκης, με συνεχή λειτουργία και δράση εκατό και πλέον χρόνων. Το μέγεθος της προσήλωσής τους στην ελληνική ιδέα και της αντίδρασής τους προς την τότε Ρουμανική Προπαγάνδα διαφαίνεται στα πρώτα άρθρα του σχετικού κανονισμού του συλλόγου. Συντάκτης του οποίου ήταν ο Κωνσταντίνος Νικολαΐδης, πρώην γυμνασιάρχης της πόλης και συγγραφέας του μοναδικού μέχρι σήμερα Ετυμολογικού Λεξικού της Κουτσοβλαχικής[14].

Τις ομάδες των Βλάχων που προέρχονταν από οικισμούς με εμποροβιοτεχνικό - αστικό προσανατολισμό ήρθαν να ενισχύσουν και μεμονωμένα άτομα προερχόμενα από βλάχικες κοινότητες όπου επικρατούσε η οικονομία της κτηνοτροφίας. Οι τσελιγκάδες των Ολύμπιων και των Βεργιάνων Βλάχων, των Αρβανιτόβλαχων της Κεντρικής Μακεδονίας και των Γραμμουστιάνων Βλάχων από τα Μεγάλα Λιβάδια του Πάικου διατηρούσαν στενές επαφές με την αγορά της Θεσσαλονίκης, όπου προωθούσαν τα προϊόντα τους και συχνά έκαναν τις προμήθειές τους. Στην αγορά του Βαρδαρίου πωλούνταν τα βλάχικα μάλλινα και οι περίφημες βλάχικες κάλτσες. Ορισμένα μέλη των τσελιγκάδικων οικογενειών που αναζητούσαν οικονομική διέξοδο στην εμπορική και βιοτεχνική εκμετάλλευση της οικογενειακής παραγωγής και άλλες ανεξάρτητες δραστηριότητες προσπάθησαν να δημιουργήσουν σταθερότερη εγκατάσταση στην πόλη και την αγορά της. Από όλους αυτούς τους ημινομάδες Βλάχους, οι Μεγαλολιβαδιώτες είχαν αναπτύξει τη στενότερη επαφή με τη Θεσσαλονίκη, καθώς ένα πολύ σημαντικό μέρος των φαλκαριών τους αναζητούσε χειμαδιά στους χαμηλούς λόφους γύρω από τις πλαγιές του Χορτιάτη, την περιοχή της Καλαμαριάς και μέχρι τη Χαλκιδική. Επιπλέον, τα χάνια της περιοχής Βαρδαρίου ήταν γεμάτα από Βλάχους κυρατζήδες - μεταφορείς και τσαμπάζηδες - ζωέμπορους. Οι προμήθειες της Θεσσαλονίκης σε πρόβιο κρέας γίνονταν κυρίως από τους Βλάχους της ενδοχώρας και τους Βλάχους μεσάζοντες που ήταν ήδη εγκατεστημένοι στην πόλη. Τα αρνιά που προορίζονταν για σφαγή οδηγούνταν από τους Βλάχους μέχρι την κεντρική αγορά του Καπανίου[15].

Η ενσωμάτωση των Βλάχων μετοίκων στην τοπική ελληνορθόδοξη κοινότητα δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως κάτι το αξιοπερίεργο, αλλά ως μία δικαιωματική και αναγκαία εξέλιξη. Η αλλογλωσσία τους ήταν κοινωνικά αποδεκτή και δεν αποτελούσε εμπόδιο. Επιπλέον, οι νεότεροι Βλάχοι μέτοικοι δεν αποτελούσαν μία περιθωριακή ομάδα επυλίδων, η οποία θα μπορούσε εύκολα να αποκλειστεί από την αγορά και την κοινοτική οργάνωση. Η κοινωνική τους διαστρωμάτωση ξεκινούσε με τους απλούς τεχνίτες και επαγγελματίες της αγοράς και έφτανε μέχρι τα ανώτατα κλιμάκια της κοινωνικής ιεράρχησης, το αρχοντολόι, τους μεγαλοεπιχειρηματίες, τους τραπεζίτες, τους επιστήμονες και τους εκπαιδευτικούς. Εξάλλου, οι βλαχόφωνοι κάτοικοι στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Η ύπαρξη από παλαιότερους χρόνους δραστήριων μελών με βλάχικη καταγωγή μέσα στους κόλπους της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας φαίνεται πως βοήθησε στην ενσωμάτωση των νεότερων μετοίκων. Ο προσανατολισμός τους προς την οικονομία της αγοράς φαίνεται πως ενίσχυσε και καθόρισε ακόμη περισσότερο τη δικαιωματική και ισότιμη ένταξή τους στις τάξεις της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως στα 1868 ο σοφός Μαργαρίτης Δήμιτσας, Βλάχος μοσχοπολίτικης καταγωγής από την Αχρίδα, προσκλήθηκε και ανέλαβε το έργο της διεύθυνσης  της ελληνικής σχολής της πόλης, που εκείνη την περίοδο είχε αναβαθμιστεί σε γυμνάσιο και είχε καταστεί το ανώτατο ελληνικό εκπαιδευτικό ίδρυμα στη Μακεδονία[16]. Αρκετά συχνά, Βλάχοι εκλέγονται στις θέσεις των εκπροσώπων των συντεχνιών[17], των δημογερόντων[18], των κοινοτήτων και ενοριακών αντιπροσώπων και επιτρόπων, των εφόρων για τα κοινοτικά σχολεία, το νοσοκομείο, το γηροκομείο και τα άλλα ιδρύματα[19]. Γνωρίζοντας όλα αυτά μπορούμε να υποθέσουμε είτε πως τα μέλη της κοινότητας με βλάχικη καταγωγή ήταν πραγματικά πολυπληθή, είτε πως τα προσόντα που συγκέντρωναν ήταν αρκετά ισχυρά και ανταγωνιστικά για την κατοχύρωση αυτών των αξιόλογων θέσεων[20]. Από τις 19 σημαντικότερες οικογένειες των προυχόντων της ελληνορθόδοξης κοινότητας, ανάμεσα στα 1700 με 1912, οι Ζάννα, Καυτατζόγλου, Μιχαήλβεη, Πάικου, Παπαγεωργίου, Τάττη και Χατζηκώστα είναι γνωστό πως είχαν κάποια μακρινή ή κοντινή βλάχικη καταγωγή. Η συμμετοχή των Βλάχων στα κοινά της πόλης δεν περιορίζονταν μόνο στα οικονομικά και τα κομματικά πράγματα, αλλά επεκτείνονταν και στα πνευματικά. Αξίζει να αναφερθεί η συμμετοχή τους στην ίδρυση και την έκδοση ελληνικών εφημερίδων. Όπως η πρώτη ελληνόγλωσση μη κρατική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης ο Ερμής που εκδόθηκε το 1875 από το Σοφοκλή Γκαρμπολά. Ο Σ. Γκαρμοπλάς είχε ελληνική υπηκοότητα και είχε εγκατασταθεί στην πόλη στα 1850. Η οικογένειά του φέρεται να ήταν βλάχικης καταγωγής και προερχόταν από την περιοχή του Ολύμπου.  Το 1881 η εφημερίδα μετονομάζεται Φάρος της Μακεδονίας και το 1898 Φάρος της Θεσσαλονίκης. Την εκδοτική του δράση συνέχισαν οι γιοι του Νίκος και Αλέκος Γκαρμπολάς. Το 1908 εκδόθηκε το Σύνταγμα από το δικηγόρο Αθανάσιο Βόγα με καταγωγή από την Πελαγονία και το 1911 η Μακεδονία από τον Κωνσταντίνο Βελλίδη, ο οποίος γεννήθηκε κάπου κοντά στη Δεσκάτη Γρεβενών με καταγωγή, όμως, από το Λιβάδι[21].

Η ροή Βλάχων μεταναστών στη Θεσσαλονίκη καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα τροφοδοτούσε συνεχώς με νέο αίμα τη βλάχικη ομάδα των κατοίκων της πόλης. Έτσι, ενώ από τη μία μεριά οι παλαιότερες οικογένειες βλάχικης καταγωγής ήρθαν σε επιγαμίες με τους ελληνόφωνους χριστιανούς που βρήκαν να κατοικούν στην πόλη και αναπόφευκτα αφομοιώνονταν γλωσσικά, από την άλλη μεριά η παρουσία αυτών των συνεχώς αφομοιούμενων φαίνεται πως ήταν ένας από τους λόγους προσέλκυσης των νεότερων μετοίκων που διατηρούσαν ζωντανή τη χρήση της βλάχικης γλώσσας. Η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στη Θεσσαλονίκη ανάγκασε τον Γάλλο  Emile Picot, έναν από τους πρώτους ερευνητές με φιλορουμανικές θέσεις, να καταγράψει πως, στα 1875, η βλάχικη εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη ήταν γραικομάνικη, είχε δηλαδή ελληνικές εθνικές επιλογές[22]. Ίσως λοιπόν οι εντυπώσεις που κατέγραψε, στα 1889, ο Weigand να ανταποκρίνονται πλήρως στη γλωσσική πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί στους κόλπους της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Ο Weigand αναφέρει πως ένα σημαντικό μέρος του ελληνικού στοιχείου της πόλης προερχόταν από εξελληνισμένους γλωσσικά Βλάχους. Οι περισσότεροι κατάγονταν από το Λιβάδι, την Κλεισούρα και τη Μοσχόπολη. Ωστόσο επισημαίνει πως τα βλάχικα εξακολουθούσαν να μιλιούνται από αρκετούς κατοίκους στις χριστιανικές συνοικίες όπου υπήρχε μεγαλύτερη συγκέντρωση Βλάχων, όπως στις συνοικίες του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Αθανασίου και της Αγίας Θεοδώρας[23]. Το γεγονός πως ένα υψηλό ποσοστό των Βλάχων της Θεσσαλονίκης κατοικούσε στις συνοικίες του Αγίου Αθανασίου και του Αγίου Νικολάου, όπου μέχρι τη δημιουργία των αριστοκρατικών συνοικιών στην ανατολική πλευρά και έξω από τα τείχη της πόλης, συγκεντρώνονταν τα οικονομικά και κοινωνικά πιο δραστήρια μέλη της ελληνικής κοινότητας[24] μπορεί να δηλώνει από μόνο του τη θέση των Βλάχων στους κόλπους της κοινότητας.

Οι περισσότερες αναφορές για τον πληθυσμό της Θεσσαλονίκης στα 1900 κυμαίνονται κάπου ανάμεσα στις 100.000 με 150.000 ψυχές, γεγονός που την καθιστούσε τη δεύτερη μεγαλύτερη οθωμανική πόλη στα Βαλκάνια μετά την Κωνσταντινούπολη. Ελληνικές προξενικές εκθέσεις και ενημερωτικές επιστολές εκείνης της εποχής μας πληροφορούν πως στην πόλη υπήρχαν 15.000 Έλληνες με οθωμανική υπηκοότητα και 5.000 με ελληνική. Ωστόσο, επισημαίνεται πως σχεδόν οι μισοί των οθωμανών υπηκόων είχαν μακρινή ή κοντινή βλάχικη καταγωγή[25]. Οι τοπικές εκκλησιαστικές αρχές και το Οικουμενικό Πατριαρχείο μας βεβαιώνουν πως στην πόλη υπήρχαν 625 βλάχικες οικογένειες κι ένας πληθυσμός που έφτανε τις 3.500  ψυχές[26]. Δεν θα ήταν, λοιπόν, δύσκολο να υποθέσουμε πως η πραγματικότητα ήταν κάπου στη μέση και οι κάτοικοι βλάχικης καταγωγής αριθμούσαν το λιγότερο 5.000 άτομα και ποσοστό 25% των Ελλήνων της πόλης.

Καταλήγοντας, μετά από την παρουσίαση αυτού του πλήθους των αρχειακών πηγών, των βιβλιογραφικών καταγραφών και των προφορικών επιβεβαιώσεων δεν μπορεί να υπάρξει αμφισβήτηση της συμμετοχής των Βλάχων στη θεμελίωση της νεοελληνικής αστικής ταυτότητας της Θεσσαλονίκης μέχρι την απελευθέρωση της, πριν από 100 χρόνια. Η δικαιωματική και ισότιμη ένταξη τους στην τοπική ελληνική κοινότητα δεν άφησε περιθώρια επιτυχίας στις παρεμβάσεις και τις προτάσεις της Ρουμανικής Προπαγάνδας. Απεναντίας οι ίδιοι οι Βλάχοι αντέδρασαν δυναμικά καθώς, οι ίδιες τους οι εμπειρίες επιβεβαίωναν πως δεν διαφοροποιούνταν ουσιαστικά από τους υπόλοιπους Ρωμιούς, τους υπόλοιπους Έλληνες.      Όλα τα στοιχεία στο παράδειγμα της Θεσσαλονίκης πιστοποιούν το γεγονός πως οι Βλάχοι υπήρξαν και εξακολουθούν να είναι θεμελιώδες, συστατικό μέλος της Ρωμιοσύνης, του Νεότερου Ελληνισμού, της ίδιας της Ελλάδας.

 
Αστέρης Κουκούδης
«Η συμβολή των Βλάχων στον ελληνικό αστισμό: το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης, 1821-1912»
Οι Βλάχοι στη Θεσσαλονίκη,
Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων -
Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών,
Θεσσαλονίκη 22 Ιανουαρίου 2011, (σελ.: 9-16)
 
 
 
 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος Α.  (1978) «Χριστιανικές συνοικίες, συντεχνίες και επαγγέλματα της Θεσσαλονίκης στα μέσα του 19ου αιώνα», Μακεδονικά 18, Θεσσαλονίκη, 103-141

Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε. (1997) Ιστορία της Θεσσαλονίκης, 316 π.Χ. - 1983, Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη

Βακουφάρης, Περικλής (1996) Ο Κώδικας της κοινότητας Κλεισούρας, 1868-1880, Έκδοση Συλλόγου Απανταχού Κλεισουριέων Ο Άγιος Μάρκος 2, Θεσσαλονίκη

Βασδραβέλλης, Ιωάννης Κ. (1950) Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνας, 1796-1832, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών 10, Θεσσαλονίκη

Βασδραβέλλης, Ιωάννης Κ. (1952) Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας, Α' Αρχείο Θεσσαλονίκης, 1695-1912, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών 13, Θεσσαλονίκη

Γεωργιάδης, Ν. (1995) Θεσσαλία, (πρώτη έκδοση 1880), Έλλα, Λάρισα

Δημητριάδης, Βασίλης 1983 Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, 1430-1912, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών 61, Θεσσαλονίκη

Δημητριάδης, Βασίλης, (1997) Η Θεσσαλονίκη της παρακμής. Η ελληνική κοινότητα της Θεσσαλονίκης κατά τη δεκαετία του 1830 με βάση ένα οθωμανικό κατάστιχο απογραφής του πληθυσμού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο

Εκκλησιαστική Αλήθεια (1907) έτος 27ο, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, εν Κωνσταντινουπόλει, 329-330.

Πατριαρχικό Τυπογραφείο (1993) Επίσημα Έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηράς καταστάσεως, εν Κωνσταντινουπόλει, 1906, Εκδόσεις Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη

Κανδυλάκης, Μανώλης (1998) Εφημεριδογραφία της Θεσσαλονίκης. Συμβολή στην Ιστορία του Τύπου, Α’ Τουρκοκρατία, University Studio Press / Έκφραση, Θεσσαλονίκη

Κοεμτζόπουλος, Κίμων Γ. (1994) Οι Λαζαίοι του Ολύμπου και απόγονο, Δωδώνη, Γιάννινα - Αθήνα

Kόκκας, Παναγιώτης Γ. (1981) «Οικογένεια Γκαρμπόλα και η πρώτη ελληνική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης», Μακεδονικά 25, Θεσσαλονίκη, 222-251

Κουκούδης, Αστέριος Ι. (2000) Η Θεσσαλονίκη και οι Βλάχοι, Μελέτες για τους Βλάχους 1, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη

Παπαμιχαήλ, Μιχαήλ Κ. (1972) Κλεισούρα Δυτ. Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη

Ριζάλ, Π., (Νεχαμά, Ιωσήφ) (1997) Θεσσαλονίκη, η περιπόθητη πόλη, (πρώτη έκδοση στα γαλλικά το 1917), μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη

Σερεμέτης, Δημήτρης Γ. (1986) «Ο Στέφανος Κων. Τάττης (1825-1910), στη δομή της κοινωνίας της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης (19ος αι.)», Μακεδονικά 25, Θεσσαλονίκη ????

Τζιώγος, Αριστοτέλης Ι. 1961 Συνοπτική ιστορία της Κλεισούρας Δυτικής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη

Τομανάς, Κώστας, (1995) Χρονικό της Θεσσαλονίκης, 1875-1920, Νησίδες, Θεσσαλονίκη

Χεκίμογλου, Ευάγγελος Α. (1996) Θεσσαλονίκη, Τουρκοκρατία και Μεσοπόλεμος. Κείμενα για την ιστορία και την τοπογραφία της πόλης, Ιστορία και Πολιτισμός 3, Διεύθυνση: Π. Πετρίδης - Γ. Αναστασιάδης, Έκδοση University Studio Press

Χιονίδης, Γεώργιος Χ. (1984) «Οι ανέκδοτες αναμνήσεις του Γιώτη (Παναγιώτη) Ναούμ για τους Βλάχους της Ηπείρου και της Μακεδονίας στη διάρκεια του 19ου αιώνα και για την επανάσταση του 1878 στη Μακεδονία», Μακεδονικά 24, Θεσσαλονίκη ????

Anastassiadou, Meropi, (1994) «Yanni, Nikola, Lifder et les autres ... Le profil demographique et socio-professionnel de la popoulation orthodoxe de Salonique a la veille des Tanzimat», Sudost- Forschungen, Band 53/, 73-130.

Filipovic, Mil. S. (1979) «Cincari u Velesu», (Juzni Pregled, Skoplje sv.5, Maj 1936), μετάφραση: Ι. Παπαδριανός, ΒαλκανικήΒιβλιογραφία, τόμος V-1976, Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη, 317-328

Picot, Emile (1875) Les Roumains de la Macedoine, Editeur Ernest Leroux, Paris

Haciu, Anastase N. (1936) Aromanii: comert, industie, arte, expasiune, civilizatie, Tip. Cartea Putnei, Foscani

Weigand, Gustav, (1888) Die sprache des Olympo-Valachen, nebst einer Einleitung uber Land und Leute , Leipzing

Weigand, Gustav (1895) Die Aromunen: Enthnographiisch, Philologisch, Historisch Untersuchungen uber das Volk der sogenannten Makedo-romanen oder Zinzaren, τόμος A', Land und Leute, Leipzing



[*] Η παρουσιάση είναι απόσπασμα από την εργασία: Αστέριος Ι. Κουκούδης, Η Θεσσαλονίκη και οι Βλάχοι, Μελέτες για τους Βλάχους 1, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 2000.



[1] Βασδραβέλλης, (1950:149).

[2] Βασδραβέλλης,  (1952:514-517). Οι Κοκκινοπλίτες που αναζητιόνταν ήταν οι Παπαγιάννης Γεώργιος, Δήμος Γεώργιος, Νικόλαος Σαλάρης και ο γιος του και ο Νικόλαος Δήμου Χατζή.

[3] Τα στοιχεία για την παρουσία των Βλάχων στη Θεσσαλονίκη σύμφωνα με το τουρκικό απογραφικό κατάστιχο του 1835 προέρχονται από τις εργασίες: Anastassiadou (1994:73-130). Δημητριάδης (1997:29-30, 61-65, 85, 139-140 και σποράδην). Θα πρέπει να επισημανθεί πως και στις δύο αυτές εργασίες υπάρχει λανθασμένη ταύτιση του Λιβαδίου ή Βλαχολίβαδου του Ολύμπου στην πρώτη εργασία με το χωριό Λιβάδι, στα όρια των νομών Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής και στη δεύτερη με την πόλη της Λειβαδιάς στη Ρούμελη.

[4] Μία περίπου γενιά αργότερα, στα 1856 με 1865, μέσα από άλλα κατάστιχα των κατοίκων των 12 χριστιανικών μαχαλάδων και των χριστιανικών συντεχνιών της πόλης επιβεβαιώνεται η ύπαρξη των προγόνων αρκετών οικογενειών βλάχικης καταγωγής που δραστηριοποιούνται στους κόλπους της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Βακαλόπουλος (1978:103-141).

[5] Γεωργιάδης (1995:179).

[6] Κοεμτζόπουλος (1994:71-83, 131-133).

[7] Weigand  (1888:12-13).

[8] Για την εγκατάσταση βλάχικων οικογενειών από το Τίτο Βέλες πριν και μετά το 1912 βλέπε: Filipovic (1979:317-328).

[9] Βασδραβέλλης (1952:264-265).

[10] Κύρια αίτια του περιορισμού του ρόλου της Κλεισούρας ως ένα αξιόλογο διαμετακομιστικό κέντρο και της μαζικής μεταναστευτικής κίνησης που ακολούθησε θα πρέπει να θεωρήσουμε πως ήταν: 1. H ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου, που είχε ως αποτέλεσμα την πτώση των μεταφορών με τα καραβάνια των Κλεισουριωτών. 2. Η έξαρση του φαινομένου της ληστείας που είχε σαν στόχο τις πιο αρχοντικές και πιο πλούσιες οικογένειες. 3. Η δράση της ρουμανικής προπαγάνδας που δημιούργησε εντάσεις, αντιπαλότητες και εχθρότητες ανάμεσα στους κατοίκους της μικρής πολιτείας και 4. Οι διώξεις μετά την αποκάλυψη της συμμετοχής αρκετών Κλεισουριωτών στη Νέα Φιλική Εταιρεία στα1886. Έτσι, ενώ γύρω στα 1870 η Κλεισούρα αναφέρεται πως συγκέντρωνε 6.400 κατοίκους, το 1912 είχε μόνο 3.000 κατοίκους. Αν και όλοι όσοι εγκατέλειψαν αυτή την περίοδο την Κλεισούρα δε συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλονίκη, η μακεδονική πρωτεύουσα φαίνεται πως προσέλκυσε κάποιους από τους πιο δραστήριους Κλεισουριώτες. Τζιώγος (1961:42, 45-71). Παπαμιχαήλ (1972:9, 99, 140-142, 179-185). Βακουφάρης (1996: σποράδην). Ορισμένα οικογενειακά ονόματα των παλαιότερων Κλεισουριάνων που εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη είναι: Βήκας, Βώβου, Δήμτσας, Δούμπης, Δούφος, Κιάντου, Κιούκας, Κοπέλος, Κούφας, Κώκκος ή Κόκκος, Λέκκου, Μανδρινός, Μάου, Μούσιος, Μπίμπης, Μυρώνης, Νανώρας, Νάσκου, Nάτσης, Νίκου, Παπαγερμανού, Παπάνας, Πάτσας, Πέκος, Ρούβας, Σιμώτας, Σιδέρης, Σουλτάνης, Τορνιβούκας, Τόττης, Τσιάρας, Τσίτσας, Τσούλης, Χατζηβιάλλου, Χατζηγιάντσου, Χερτούρας κ.ά..

[11] Haciu (1936:255).

[12] Haciu, ο.π..

[13] Ριζάλ (1997:161-162).

[14] Αρχείο Γενναδείου Βιβλιοθήκη – Αρχείο Οικογένειας Δραγούμη, Φ.214.4/εγγ.55, Κανονισμός του Συλλόγου των Βλαχόφωνων Ελλήνων «Ο Όλυμπος» εν Θεσσαλονίκη, Εν Θεσσαλονίκη εκ του τυπογραφείου Θ. Κ. Ηρακλείδου και Σία, 1908. Διοικητικό Συμβούλιο: Ελευθέριος Χατζηκώστας (ιατρός) Πρόεδρος, Δημήτριος Ζάννα (ιατρός) Αντιπρόεδρος, Λάζαρος Αντωνιάδης (καθηγητής) Γεν. Γραμματεύς, Ιωάννης Μπαλτατζής (διευθ. αστικής σχολής) Ειδ. Γραμματεύς, Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου (έμπορος) Ταμίας. Σύμβουλοι: Ιωάννης Βούβαρης (υποδηματοποιός), Γεώργιος Γριζόπουλος (εμπορομεσίτης), Σοφοκλής Βελλίδης (υπάλληλος τραπέζης), Μιχαήλ Τσοβαρίδης (ξενοδόχος), Ανέστης Παχύνας (καφεπώλης), Τζων Τέγος (υπάλληλος), ο συντάξας Κωνστ. Νικολαΐδης (πρώην γυμνασιάρχης). Στους εγκρίναντες ιδρυτές αναγράφονται επιπλέον και οι εξής: Ιωάννης Ν. Ζάννας, Χαριλ. Γ. Ζουζακίδης, Σωτ. Ζήσης, Αλκιβιάδης Δ. Τσαπούλης, Δημ. Χ. Παρασκευάς, Σωτήριος Δήμου Ρέχας, Ξενοφών Καλαμπαλίκης, Σωτήριος Αθ. Μιάτης, Αντώνιος Κ. Φωτίου, Δ. Βλαχάβας, Λάζαρος Πασχάλης, Γεώργιος Ιωαννίδης, Αντώνιος Κυλώνης, Πέτρος Ν. Περδίκης, Χρήστος Πάικος, Σωτήριος Κοκήδης, Θωμάς Περδίκης, Θωμάς Π. Πελιάφας, Αναστάσιος Ν. Τσιτσιφάκης, Κωνσταντίνος Ευθυμίου, Σαράντης Δημητρίου, Αστέριος Παχέος, Νικόλαος Γ. Χρυσοχόος, Λάζαρος Ν. Χαλκιάς, Ιωάννης Α. Κάλφα, Ιωάννης Γ. Γριζόπουλος, Αθανάσιος Καράλας, Στέφανος Κ. Παπασυννεφάκης, Αντώνιος Πετράκης, Χρίστος Ν. Γανούσης, Κώστας Παπασυννεφάκης. Κωνσταντίνος Νικολαΐδης (πρώην γυμνασιάρχης), Ετυμολογικό Λεξικό της Κουτσοβλαχικής, Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, Εν Αθήναις 1909.

[15] Δημητριάδης (1983:192). Χιονίδης, (1984). Δημητριάδης (1997:71, 287).

[16] Βακαλόπουλος, Απόστολος (1997:329).

[17] Το 1890 από τους 17 εκπροσώπους των χριστιανικών συντεχνιών της Θεσσαλονίκης, τουλάχιστον οι 6 αναγνωρίζονται ως βλάχικης καταγωγής. Ήταν οι εκπρόσωποι των χρυσοχόων, των ραπτάδων, των καπήλων, των ξενοδόχων, των καφεπωλών-καπνοπωλών και των νέων μπακάληδων. Χεκίμογλου (1996:174-175).

[18] Στις αρχαιρεσίες του 1884 για την εκλογή των δημογερόντων οι τρεις από τους επτά δημογέροντες που εκλέχθηκαν ήταν βλάχικης καταγωγής: ο πρόεδρος Μιχαήλ Ν. Μιχαήλ, ο Βασίλειος Αστερίου, ο Κ. Συνδίκας και ο Βασίλειος Μάου. Βλάχοι υπήρχαν και ανάμεσα στους επιλαχόντες και τους αντιπροσώπους όπως: Αθ. Βλιάτης, Αθ. Παπαγεωργίου, Ι. Σιμώτας, Β. Παπάζογλου, Δ. Βλάτσης, Ελ. Χατζηκώστας κ.ά.. Χεκίμογλου (1996:184).

[19] Στις 23 Μαϊου 1991, από τα 34 άτομα που εξελέγησαν ως μέλη για την επιτροπή που θα εξέλεγε τους εφόρους των σχολείων, του γηροκομείου και του νοσοκομείου της κοινότητας μπορούμε να αναγνωρίσουμε πως τουλάχιστον 10 από αυτούς είχαν βλάχικη καταγωγή: Δ. Ζάννας, Ι. Αυγερινός, Ι. Μπίτσιος, Τ. Παπαγεωργίου, Ν. Βικόπουλος, Γ. Παπαγεωργίου, Σ. Τάττης, Κ. Μήττας, Ι. Μπουτάρης, Σ. Σιμώτας και Ε. Χατζηκώστας. Τομανάς (1995:97-98). Όταν στα τέλη του 19ου αιώνα, η ζωή των μελών της κοινότητας αναστατώνεται από διαμάχες και αντιπαλότητες, για τη διαχείριση της, συναντούμε Βλάχους και στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, δηλαδή την αριστοκρατική και τη λαϊκή παράταξη των λεγόμενων οχλαγωγών. Μοσκώφ (1974:129-130).

[20] Για τη δράση Θεσσαλονικέων Βλάχων στα κοινά της πόλης βλέπε: Χεκίμογλου (1996:173-217). Όπου αναφέρονται συχνά τα ονόματα μελών της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Θεσσαλονίκης τα οποία αναγνωρίζονται ως βλάχικης καταγωγής, όπως: B. Aστερίου, Κ. Συνδίκας, Β. Μάου, Αθ. Παπαγεωργίου, Τ. Παπαγεωργίου, Ι. Σιμώτας, Β. Παπάζογλου, Δ. Βλάτσης ή Μπλάτσης, Ε. Χατζηκώστας, Κ. Σφήκας, Δ. Ζάννας, Οικονόμου, Ι. Μπήτσιος, κ.ά.. Για τη δομή της κοινωνίας της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης βλέπε: Σερεμέτης (1986:266-296) και Μοσκώφ (1974:93 και σποράδην).

[21] Kόκκας (1981:222-251). Κανδυλάκης (1998:48, 183-184, 220 και σποράδην).

[22] Picot (1875:39).

[23] Weigand (1895:221).

[24] Μοσκόφ (1974:36-37).

[25] Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών 1900 ΑΑΚ/Α, Γενικό Προξενείο της Ελλάδος εν Θεσσαλονίκη, Σχεδιάγραμμα έκθεσης σχετική με την προσπάθεια που κατέβαλε η ρουμανική προπαγάνδα για την ίδρυση στη Θεσσαλονίκη συνεταιρισμού για τους Βλάχους εμπορευόμενους της πόλης και τη βλάχικη παροικία της Θεσσαλονίκης. Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών 1900 ΑΑΚ/Α, Γενικό Προξενείο Ελλάδος εν Θεσσαλονίκη προς την Α.Ε. τον Κ.Α. Ρωμανόν Υπουργό επί των Εξωτερικών, εν Θεσσαλονίκη τη 10 Μαΐου 1900, αρ.πρ.173.

[26] Από αυτές τις οικογένειες μόλις 19 αναγνωρίζονταν ως ρουμανίζουσες. Εκκλησιαστική Αλήθεια (1907:329-330). Πατριαρχικό Τυπογραφείο (1993:με’).