Η οικογένεια του Κωνσταντίνου και της Αικατερίνης Παπανικολάου από το χωριό Λιβάδι.Σταδιακά και από τις αρχές του 19ου αιώνα, η Κατερίνη εξελίχθηκε σε διοικητικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής ανάμεσα στα Πιέρια και τον Όλυμπο. Εκείνη την εποχή, η περιοχή της Πιερίας αποτελούσε μία από τις ανατολικότερες περιφέρειες κάτω από την εξουσία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Στα χρόνια της παντοδυναμίας του, η εξουσία του έφτανε μέχρι το λιμανάκι του Ελευθεροχωρίου, τη σημερινή Μεθώνη.
Τοποτηρητής της κυριαρχίας του Αλή στη περιοχή ήταν ο γιος του Βελή Πασάς, ο οποίος με έδρα το θεσσαλικό Τύρναβο φρόντιζε για την υποταγή των πάντων στη θέληση του πατέρα του. Τα χρόνια αυτά, o οικισμός της Κατερίνης παρουσιάζεται ως ένα χωριό με 140 σπίτια και, κυρίως, χριστιανούς κατοίκους. Ωστόσο, υπήρχαν και ορισμένοι μουσουλμάνοι κάτοικοι τουρκικής ή και αλβανικής καταγωγής.

 

Είναι πολύ πιθανόν η παρουσία αυτών των μουσουλμάνων να ενίσχυσε την Κατερίνη ως κέντρο της οθωμανικής διοίκησης στην σημερινή Πιερία, αν και υπήρχαν μεγαλύτεροι και σημαντικότεροι οικισμοί, όπως το Λιτόχωρο, ο Κολινδρός και παλιότερα το Κίτρος. Όταν, γύρω στα 1806, ο Γάλλος περιηγητής F. Pouqueville πέρασε από την Kατερίνη επισημαίνει πως οι κάτοικοί της αριθμούσαν γύρω στις 5.000 ψυχές. Ο Βρετανός W.M. Leake μας πληροφορεί πως στα 1809 στην περιοχή της Κατερίνης υπήρχαν μόνο 8 με 9 κεφαλοχώρια, ενώ όλοι οι υπόλοιποι οικισμοί ήταν τσιφλίκια. Στην πόλη υπήρχαν 100 σπίτια Τούρκων και 100 σπίτια φτωχών ελληνόφωνων χριστιανών. Το σύνολο της γεωργικής παραγωγής της περιοχής βρισκόταν στη διάθεση του τοπάρχη Σαλή Μπέη, ο οποίος φέρεται να είχε συγγενέψει με το Βελή. Η μεταξύ τους συνεργασία είχε ως αποτέλεσμα την απαλλαγή της περιοχής από τις επιπτώσεις της ληστρικής δράσης. Το 1813, o Η. Holland σημειώνει πως η Κατερίνη έχει 300 σπίτια, μερικά από τα οποία είναι μεγάλα, και ένα τζαμί, που είναι γραφικό λόγω των δένδρων που το περιβάλλουν, δίχως να αναφέρει κάτι για τη σύνθεση ή την προέλευση των κατοίκων. Οι δημογραφικές διαφορές στις παρατηρήσεις των περιηγητών ίσως οφείλονταν στην ύπαρξη κάποιου μετακινούμενου πληθυσμού, πιθανότατα Βλάχων.

 

  1. Οι Ολύμπιοι Βλάχοι

Πολύ πριν τα τέλη του 18ου αιώνα, οι χαμηλές εκτάσεις της Πιερίας υπήρξαν παραδοσιακοί τόποι ανάπτυξης χειμαδιών για τα τσελιγκάτα των βλαχοχωριών στην περιφέρεια του Ολύμπου και, κυρίως, για αυτά του Λιβαδίου. Ωστόσο, η σταθερότερη παρουσία βλάχικου πληθυσμού στην ίδια την Κατερίνη θα πρέπει να σημειώθηκε παράλληλα με την οικονομική ανάπτυξη που παρατηρήθηκε στα βλαχοχώρια του Ολύμπου. Σιγά σιγά και καθώς ιδιαίτερα στο Λιβάδι αναπτύχθηκε μία τάξη εμποροβιοτεχνών, το διοικητικό και οικονομικό κέντρο της Κατερίνης θα πρέπει να αποτέλεσε πόλο έλξης των δραστηριοτήτων τους. Εξελικτικά, κάποιοι από αυτούς είναι πιθανό να δημιούργησαν στενότερους δεσμούς με την μικρή πόλη και ίσως εγκαταστάθηκαν εδώ μονιμότερα, περιορίζοντας τις όποιες εποχιακές μετακινήσεις τους. Αυτή η τάση, ίσως, πήρε μεγαλύτερη διάσταση την περίοδο της αντιπαράθεσης του Αλή Πασά και του γιου του Βελή με τους κλεφταρματολούς του Ολύμπου, με αποκορύφωμα την καταστροφή των Λαζαίων στη Μηλιά στα 1813. Λόγοι ασφάλειας, ίσως, ενίσχυσαν μία, έστω, περιορισμένη βλάχικη παρουσία στην Κατερίνη.

 

Όταν αργότερα οι κάτοικοι της περιοχής ακολούθησαν το κάλεσμα της επανάστασης του 1821, ένας μεγάλος αριθμός χωριών τόσο βλαχόφωνων όσο ελληνόφωνων καταστράφηκαν και ερημώθηκαν και οι κάτοικοι που σώθηκαν σκόρπισαν σε ασφαλέστερα μέρη. Η ίδια η Κατερίνη, λόγω της διοικητικής και στρατιωτικής οθωμανικής παρουσίας και του μουσουλμανικού πληθυσμού, φαίνεται πως απέφυγε τις καταστροφές. Όταν πια η αναταραχή και οι καταστροφές καταστάλαξαν, βρέθηκε σε ενισχυμένη θέση και προσέλκυσε νέους κατοίκους, οι οποίοι αναζήτησαν εδώ ευκαιρίες βιοπορισμού και μεγαλύτερη ασφάλεια. Προέρχονταν από τα γύρω κατεστραμμένα χωριά των Πιερίων και του Ολύμπου. Είναι σίγουρο πως ανάμεσά τους υπήρξαν αρκετοί Ολύμπιοι Βλάχοι. Ίσως προστεθήκαν στους, ήδη, εγκατεστημένους εδώ συγγενείς και συγχωριανούς, από την προηγούμενη ακόμη φάση. Την ίδια περίοδο κατέφτασαν και εγκαταστάθηκαν στην πόλη Τούρκοι πρόσφυγες, προερχόμενοι από την Πελοπόννησο και την Εύβοια.

 

Η παροικιακή εγκατάσταση, κυρίως, Λιβαδιωτών στην Κατερίνη προσαύξανε το δυναμικό της καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα. Τα κύματα μετοικεσίας ακολούθησαν το ένα το άλλο και πήραν μεγαλύτερες διαστάσεις μετά τις ατυχείς επαναστάσεις κινήσεις του 1854 και 1878. Όλες αυτές τις δεκαετίες ένας σημαντικός αριθμός ημινομάδων κτηνοτρόφων από το Λιβάδι, τον Κοκκινοπλό και τη Φτέρη συνέχισαν την πρακτική της εποχιακής μετακίνησης ανάμεσα στα ορεινά και τις χαμηλές εκτάσεις γύρω από την πόλη. Εκτός από τους κτηνοτρόφους, που κατέβαιναν εδώ για τα χειμαδιά, υπήρχαν και οικογένειες εμποροβιοτεχνών, οι οποίες ακολουθούσαν παραδοσιακά τις εποχιακές μετακινήσεις για να αποφεύγουν το κρύο και τα χιόνια των ορεινών χωριών τους και τη ζέστη και την ελονοσία του κάμπου. Είναι χαρακτηριστικό πως, στα 1888, ο G. Weigand αναφέρει πως στην πόλη υπήρχαν 1.500 Λιβαδιώτες, συνυπολογίζοντας, πιθανότατα, τόσο τους μόνιμους όσο και τους εποχιακούς κατοίκους. Επισήμανε, μάλιστα, πως η εγκατάστασή τους ξεκίνησε στα 1820 με 1830, δηλαδή στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί πως η εγκατάσταση Ολύμπιων Βλάχων στην Κατερίνη σημειώθηκε παράλληλα και για τους ίδιους λόγους με ανάλογες εγκαταστάσεις τους στη Θεσσαλονίκη, τα Σέρβια, την Ελασσόνα, ακόμη και στη Λάρισα, όπου πύκνωσαν τις τάξεις των τοπικών ελληνορθόδοξων κοινοτήτων.

 

Στα τέλη του 19ου αιώνα και ενώ οι Λιβαδιώτες συνέρεαν μέσα στην πόλη, κάποιοι Κοκκινοπλίτες είχαν ήδη δημιουργήσει ένα σταθερό χειμαδιό στα Καλύβια της Μαλαθριάς, στο σημερινό Δίο. Αυτή η εγκατάσταση εξελίχθηκε σταδιακά, καθώς το χειμαδιό μεταλλάχθηκε παίρνοντας μορφή οριστικής εγκατάστασης με μικτή αγροτοκτηνοτροφική προοπτική. Ανάλογη ήταν και η πορεία εξέλιξης του χειμαδιού των Φτεριωτών στη γειτονική Καρίτσα. Η περίπτωση της Καρίτσας μοιάζει να είναι από τις πλέον επιτυχημένες συλλογικές εγκαταστάσεις ενός ολόκληρου ημινομαδικού χωριού Βλάχων στα πεδινά. Είναι, βέβαια, γεγονός πως οι τραυματικές περιπέτειες των Ολύμπιων Βλάχων στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου αλλά και η αστυφιλία των δεκαετιών που ακολούθησαν προσαύξησαν ακόμη περισσότερο το δημογραφικό δυναμικό τους στην πόλη και τη γύρω περιοχή. Χαρακτηριστική είναι η συγκέντρωση ενός μεγάλου αριθμού Κοκκινοπλιτών στο συνοικισμό της Ανδρομάχης.

 

  1. Οι Σαμαριναίοι

Σύμφωνα με αναφορές του F. Pouqueville, στις αρχές του 19ου αιώνα, εκτός από τα φαλκάρια των Ολύμπιων Βλάχων, στην Πιερία αναζητούσαν χειμαδιά και κάποια φαλκάρια από τα ημινομαδικά βλαχοχώρια των Γρεβενών στη βόρεια Πίνδο. Κατά πάσα πιθανότητα οι απαιτήσεις των ιδιαίτερα μεγάλων κοπαδιών τους τούς οδηγούσαν, κατά τη χειμερινή περίοδο, πέρα από τα δικά τους παραδοσιακά χειμαδιά στη Θεσσαλία και τους ωθούσαν μέχρι την περιοχή της Κατερίνης. Δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο πότε ξέκοψαν και δημιούργησαν εδώ σταθερότερες εγκαταστάσεις οι πρώτοι Σαμαριναίοι. Το πιο πιθανό είναι πως μία τέτοια μετακίνηση σημειώθηκε μετά την πτώση του Αλή Πασά και το τερματισμό των επαναστατικών γεγονότων στην περιοχή στα 1822. Ήταν η εποχή που τέθηκαν τα θεμέλια των νέων ημινομαδικών βλαχοχωριών του Βερμίου από ομάδες φυγάδων από τη βόρεια Πίνδο και κυρίως από τη Αβδέλλα. Το πλέον επιβεβαιωμένο κύμα μετοικεσίας από τη Σαμαρίνα έφτασε στην Κατερίνη ανάμεσα στα 1854 με 1860. Φαίνεται πως αποτελούσε μέρος των μπατούτς, των ηττημένων, μίας πολυπληθούς ομάδας οικογενειών που εγκατέλειψε τη Σαμαρίνα μετά από έντονες ενδοκοινοτικές αντιπαραθέσεις. Υπάρχουν αναφορές που μας πληροφορούν πως 100 από αυτές τις οικογένειες εγκαταστάθηκαν στην πόλη, ενώ άλλες 100 παρουσιάζονται να εγκαταστάθηκαν σε χωριά γύρω από αυτή. Οι αριθμοί μοιάζουν υπερβολικοί, όμως σίγουρα είναι ενδεικτικοί για τις πληθυσμιακές μετακινήσεις εκείνων των χρόνων. Κάποιοι από αυτούς τους φυγάδες ίσως κατέληξαν στα βλαχοχώρια του Βερμίου ή και στα Καλύβια του Ρόντοβου στο Καϊμάκτσαλαν πάνω από την Έδεσσα, ενώ άλλοι προστεθήκαν στους κατοίκους του Λιβαδίου. Ωστόσο, μέχρι και σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν απόγονοι αυτών των Σαμαριναίων τόσο στην πόλη όσο και στο γειτονικό Άγιο Σπυρίδωνα, τα παλιά Καλύβια της Κουντουριώτισσας, όπου αποτελούν τους μισούς κατοίκους του χωριού.

 

  1. Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι

Οι ομάδες των νομαδοκτηνοτρόφων, που προέρχονταν από τη βόρεια Πίνδο και που συγκρότησαν από τα 1826 και εξής τα βλαχοχώρια του Βερμίου πάνω από τη Βέροια, αναζητούσαν χειμαδιά, αρχικά, στη Χαλκιδική και κυρίως στην Κασσάνδρα. Στη συνέχεια, τους προσέλκυσαν οι κοντινότερες για αυτούς ακαλλιέργητες πεδινές εκτάσεις των τσιφλικιών και των χωριών της Πιερίας, που είχαν καταστραφεί με τα γεγονότα του 1822. Αυτή η ομάδα επικράτησε να είναι γνωστή ως Βεροιώτες ή Βεργιάνοι Βλάχοι, καθώς συνδέθηκε στενά με την πόλη της Βέροιας. Στην περιοχή της Κατερίνης κατέβαιναν ολόκληρα φαλκάρια από το Κάτω Βέρμιο ή Κάτω Σέλι και το Ξηρολίβαδο.

 

Την ίδια πορεία για αναζήτηση κατάλληλων χειμαδιών ακολούθησαν και τα φαλκάρια των Αρβανιτόβλαχων, οποίοι δημιούργησαν δικές τους εγκαταστάσεις στο βόρειο Βέρμιο και την περιοχή του Μοριχόβου στις πλαγιές του Βόρρα ή Καϊμάκτσαλαν, προερχόμενοι από τις περιοχές του Νταγκλί και της Κολόνιας στη Βόρεια Ήπειρο. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα κατέβαιναν στην περιοχή αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια του αρχικά μεγάλου καλυβικού οικισμού της Τσιακούρας, όπως και από την Παπαδιά και το Άνω Βέρμιο ή Άνω Σέλι. Μετά τη διάσπαση της Τσιακούρας στα 1878, αποτέλεσμα πιθανότατα της εμπλοκής στα γεγονότα της τότε επαναστατικής κίνησης στην Πιερίας, μικρές ομάδες οικογενειών αποσπάστηκαν και αναζήτησαν σταθερότερες εγκαταστάσεις στην Πιερία, τόσο στα ορεινά, όπως στην Ελαφίνα ή Σπουρλίτα, τη Μηλιά και τη Σκοτίνα, όσο και μέσα στην πόλη της Κατερίνης. Τα αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια που παρέμειναν στην περιοχή του Μοριχόβου και του βόρειου Βέρμιου δημιούργησαν νέους ορεινούς και αρχικά καλυβικούς οικισμούς, (Άνω Γραμματικό, Πάτημα, Άγιος Δημήτριος κ.ά.). Στην πλειοψηφία τους συνέχισαν και πάλι να κατεβαίνουν για χειμαδιά στους χαμηλούς λόφους γύρω από τα Πιέρια. Από το 1881, δηλαδή μετά την ενσωμάτωση του μεγαλύτερου μέρους της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, αναφέρεται πως και άλλοι Αρβανιτόβλαχοι αναζήτησαν χειμαδιά στην Πιερία, ενώ μέχρι τότε περνούσαν τους χειμώνες σε θεσσαλικά χειμαδιά και κυρίως στην περιοχή του Αλμυρού. Προέρχονταν από την περιοχή της Κορυτσάς, από την Άνω Πλεάσα, τα Καλύβια του Μοράβα και τη Σίπισκα. Μία τέτοια μικρή ομάδα φέρεται να εγκαταστάθηκε οριστικά στην εγκαταλελειμμένη Λόκοβη, στη σημερινή Πέτρα, δίπλα στο γνωστό μοναστήρι.

 

Στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά και μέχρι τα χρόνια του μεσοπολέμου, μεγάλα ή λιγότερο πολυμελή χειμαδιά Βεργιάνων Βλάχων και Αρβανιτόβλαχων υπήρχαν στα εξής χωριά της Κατερίνης: Λιβάδι (Βούλτσιστα) Παλιάμπελα (Λοτζίνο), Αιγίνιο (Λιμπάνοβο), Κολινδρός, Καστανιά, Καταχάς, Ρυάκια (Ράντιανη), Παλαιοστάνη (Παλιονέστανη), Σφενδάμι (Πάλιανη), Κίτρος, Κορινός, Καλλιθέα (Βρωμερή), Κονταριώτισσα (Κουντουργιώτισσα), Σβορώνος (Κολοκούρι), Παλιό Κεραμίδι, Άνω Άγιος Ιωάννης, Παλιά Χράνη, Καταλώνια και Έλαφος. Σε πολλές, μάλιστα, περιπτώσεις οι παραχειμάζοντες ξεπερνούσαν δημογραφικά τους εδραίους αγρότες κατοίκους αυτών των χωριών. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, η Κατερίνη ήταν το οικονομικό κέντρο όλων αυτών των χειμαδιών.

 

Το ρόλο αυτό ενίσχυσε η οριστική εγκατάσταση μέσα στην πόλη ορισμένων οικογενειών που ξέκοψαν ή που επιχειρούσαν να ξεκόψουν από την παραδοσιακή για αυτούς νομαδοκτηνοτροφία, αναζητώντας άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες. Επιπλέον, στα χρόνια των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ, κάποιες τσελιγκάδικες οικογένειες είχαν προχωρήσει στην αγορά χορτολιβαδικών εκτάσεων ή και ολόκληρων τσιφλικιών στη γύρω περιοχή. Προφανώς, επιχειρούσαν να αναπτύξουν σταθερά και αποκλειστικά δικά τους χειμαδιά, όπως στη Χράνη, τον Κούκο, το Νεόκαστρο κ.ά.. Ίσως, μάλιστα, να αναζητούσαν προοπτική στην υποτιμημένη μέχρι πρότινος αγροτική εκμετάλλευση. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση των τριών αδελφών Μπίτσιου από το Συρράκο, οι οποίοι, αφού εγκαταστάθηκαν στην Κατερίνη και στην πορεία στη Θεσσαλονίκη, έγιναν κύριοι του τσιφλικιού του Κίτρους. Το βλάχικο στοιχείο της πόλης δέχονταν συνεχώς νέο αίμα, αν και η περιοδική παρουσία των νομαδοκτηνοτρόφων είχε ως αποτέλεσμα την αυξομείωση του βλάχικου πληθυσμού ανάμεσα στο χειμώνα και το καλοκαίρι.

 

  1. Οι Βλάχοι από το Ζαγόρι

Αξιοσημείωτη είναι επίσης και η οριστική εγκατάσταση στην Κατερίνη μίας ομάδας βλάχικων οικογενειών από το Φλαμπουράρι ή Φλόρου του Βλαχοζάγορου. Το 1906, έχουμε την πληροφορία πως ανάμεσα στους Βλάχους της πόλης υπήρχαν και 30 οικογένειες από το Φλαμπουράρι. Δεν είναι απόλυτα σίγουρο πότε ακριβώς έφτασαν εδώ αυτές οι οικογένειες. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως οι περισσότερες, αν όχι όλες, βρέθηκαν εδώ με τα κύματα φυγής και μετανάστευσης από το Ζαγόρι, στα τέλη του 19ου αιώνα, αφού είχαν προηγηθεί οι φοβερές ληστρικές επιθέσεις σε όλο το Ζαγόρι, ανάμεσα στα 1878 με 1883, την περίοδο της επικείμενης ενσωμάτωσης στην Ελλάδα περιοχών της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Ο Ι. Λαμπρίδης αναφέρει πως λόγω αυτών των επιθέσεων και της γενικότερης ανασφάλειας, που επικρατούσε τότε στο Ζαγόρι, εγκατέλειψαν το Φλαμπουράρι 32 οικογένειες, επισημαίνοντας πως οι οικογένειες, που έφυγαν τότε από τα Ζαγοροχώρια, ήταν από τις πλέον ευπορότερες.

 

  1. Οι Νιζοπολίτες

Μετά την απελευθέρωση το 1912 και κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, σημειώθηκε μία ακόμη ομαδική εγκατάσταση Βλάχων στην Κατερίνη. Κατά τη διάρκεια των μαχών του Μακεδονικού Μετώπου, η Νιζόπολη, σήμερα στην π.Γ.Δ.Μ. στις πλαγιές του Περιστερίου δυτικά του Μοναστηρίου, βρέθηκε πάνω στην πρώτη γραμμή των μαχών. Τα γαλλικά και ιταλικά εκστρατευτικά σώματα εκκένωσαν το χωριό και οι κάτοικοι κατέφυγαν ως πρόσφυγες στο ελληνικό έδαφος. Ένα μέρος των Νιζοπολιτών παρέμεινε στην κοντινή Φλώρινα, μαζί με άλλους τότε Βλάχους πρόσφυγες της Πελαγονίας. Οι περισσότεροι όμως βρέθηκαν ομαδικά στην Κατερίνη. Η Νιζόπολη υπέστη σοβαρές καταστροφές κατά τη διάρκεια των μαχών και σύμφωνα με αναμνήσεις, μετά τη λήξη του πολέμου στα 1918, οι περισσότεροι από τους Νιζοπολίτες που βρέθηκαν στην Κατερίνη εξέφρασαν την επιθυμία να παραμείνουν εδώ οριστικά, παρά την έλλειψη διακρατικών συμφωνιών ανάμεσα στην Ελλάδα και την τότε Σερβία - Γιουγκοσλαβία και την απουσία οποιασδήποτε ουσιαστικότερης μέριμνας από τις ελληνικές αρχές. Η επιθυμία τους να παραμείνουν στην Κατερίνη δεν ήταν άσχετη του γεγονότος πως αρκετοί από αυτούς κατέβαιναν για χειμαδιά στην Πιερία, ήδη πριν το 1912, αλλά και των σχέσεων που είχαν και που ανέπτυξαν με τους προϋπάρχοντες Βλάχους της πόλης και ιδιαίτερα τους υπόλοιπους Αρβανιτόβλαχους. Πολλοί επέστρεψαν στο κατεστραμμένο χωριό τους, κυρίως μετά το 1923, όταν η περιοχή της Κατερίνης πλημμύρισε από τους πρόσφυγες της μικρασιατικής καταστροφής. Τελικά, παρέμειναν οριστικά στην Κατερίνη 25 περίπου οικογένειες προσφύγων από τη Νιζόπολη. Οι περισσότερες από αυτές τις οικογένειες, αν όχι όλες, ήταν αρβανιτοβλάχικης καταγωγής. Κάποιες άλλες οικογένειες από τη Νιζόπολη, κυρίως εμποροβιοτεχνών, εγκαταστάθηκαν την ίδια περίοδο στη Φλώρινα και τη Θεσσαλονίκη. Στην Κατερίνη, οι περισσότεροι από τους Νιζοπολίτες εγκαταστάθηκαν στη δυτική πλευρά της πόλης και δημιούργησαν, μαζί με αρβανιτοβλάχικες οικογένειες από το Άνω Βέρμιο και την περιοχή της Έδεσσας, τη σχεδόν αποκλειστικά βλάχικη συνοικία γύρω από το νοσοκομείο της πόλης.

 

  1. Επίλογος

Από τις διάφορες σκόρπιες αναφορές για τη δημογραφική εικόνα στις Κατερίνης στις αρχές του 20ού αιώνα, αξίζει κανείς να επισημάνει αυτή του Δημήτριου Μ. Σάρρου, ενός Έλληνα προξενικού υπαλλήλου στη Θεσσαλονίκη. Μέσα από μία έκθεσή του μας πληροφορεί πως, το 1906, στην Κατερίνη ζούσαν 501 χριστιανικές οικογένειες, που αριθμούσαν 2.316 ψυχές, και 300 οικογένειες μουσουλμάνων. Ωστόσο, καταγράφει πως τα 2/3 των χριστιανών κατοίκων ήταν βλάχικης καταγωγής, δηλαδή περίπου 334 οικογένειες. Από αυτές, 120 παραθέριζαν στο Λιβάδι, από όπου και κατάγονταν, 50 οικογένειες παραθέριζαν στη Σαμαρίνα από όπου προφανώς κατάγονταν και 30 οικογένειες ήταν αρβανιτοβλάχικες, οι οποίες παραθέριζαν σε διάφορα μέρη. Οι υπόλοιπες 134 βλάχικες οικογένειες κατοικούσαν μόνιμα στην πόλη και ανάμεσά τους 30 οικογένειες από το Φλαμπουράρι του Ζαγορίου, ενώ δεν προσδιορίζεται η καταγωγή των υπόλοιπων 100 βλάχικων οικογενειών, ίσως γιατί η εγκατάστασή τους εδώ ήταν σταθερή και οριστική. Η ίδια πηγή μας πληροφορεί πως από τους 442 μαθητές των ελληνικών σχολείων της πόλης οι 316 προέρχονταν από βλάχικες οικογένειες και μιλούσαν με την ίδια άνεση τόσο τα βλάχικα όσο και τα ελληνικά. Η αναφορά του Σάρρου επιβεβαιώνει την καταγραφή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που μας πληροφορεί για την παρουσία στην πόλη 310 βλάχικων οικογενειών, στα 1905. Υπάρχουν, βέβαια, και άλλες αναφορές που όλες ενισχύουν την άποψη πως, μέχρι την άφιξη των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής και την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι Κατερινιώτες βλάχικης καταγωγής, παλαιότεροι και νεότεροι κάτοικοι της πόλης, συγκροτούσαν τη μεγαλύτερη δημογραφική ομάδα.

 

Η ανάπτυξη της Κατερίνης και η σταθερότερη εγκατάσταση Ολύμπιων Βλάχων στην πόλη σημειώθηκαν παράλληλα. Η μεταμόρφωσή της από ένα μικρό και άσημο χωριό σε μία δυναμική πολιτεία έγινε σταδιακά κατά τη διάρκεια του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, καθώς όλο και περισσότεροι Βλάχοι συνέρευσαν εδώ κατά κύματα προερχόμενοι και από άλλες περιοχές. Έτσι, δε θα ήταν ιδιαίτερα παρακινδυνευμένο να εκφραστεί η άποψη πως η ανοδική πορεία της πόλης αποτελούσε μέρος της οικονομικής, κοινωνικής και δημογραφικής εξέλιξης των ίδιων των Βλάχων. Υπήρξε σε έναν ιδιαίτερα καθοριστικό βαθμό δημιούργημα και των Βλάχων. Σήμερα στην Κατερίνη υπάρχουν 4 πολιτιστικοί σύλλογοι Βλάχων. Υπάρχουν σύλλογοι των Λιβαδιωτών, των Κοκκινοπλιτών, των Σαμαριναίων και ο Πολιτιστικός Σύλλογος Μοναστηριωτών και Σελιωτών Κατερίνης, δηλαδή των Βλάχων από τη Νιζόπολη και το Άνω Βέρμιο.

 

 

Αστέρης Κουκούδης Κατερίνη, 17 Μαΐου 2008
ΟΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΗ
ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20
ου ΑΙΩΝΑ