Αστέριος ΚουκούδηςΟι διάφορες μελέτες αναγνωρίζουν το ιστορικό γεγονός πως τα σημερινά βλαχοχώρια και οι εγκαταστάσεις των Βλάχων στην περιοχή του Βερμίου, της Βέροιας και της Νάουσας είναι αποτέλεσμα πληθυσμιακών μετακινήσεων και πως αυτά εδραιώθηκαν και αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, με εναρκτήριο ορόσημο την καταστροφή της Νάουσας στα 1822. Έτσι, γεννάται το ερώτημα για την παρουσία Βλάχων στην περιοχή σε παλαιότερους χρόνους [1].
Ταξιδεύοντας στο παρελθόν, γνωρίζουμε πως δύο αιώνες πριν, κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, είχε, ήδη, διαμορφωθεί και αναπτυχθεί, στις πλαγιές του Βερμίου, το οικιστικό δίκτυο μίας ομάδας χριστιανικών χωριών που βρίσκονταν σε άμεση σχέση με τη μικρή, αλλά δυναμική και, μάλλον, προνομιούχα, τότε, πολιτεία της Νάουσας, όπως και με το διοικητικό κέντρο της Βέροιας.

 

Δείτε την παρουσίαση και διαβάστε το κέιμενο παρακάτω:

 

 

 

 

Η ομάδα αυτών των χωριών στο Βερμίου θα πρέπει να αντιμετωπιστεί όπως κάποια άλλα, ανάλογα σύνολα οικισμών τα οποία  σχηματίστηκαν κατά τη διάρκεια των πρώτων οθωμανικών χρόνων στους διάφορους ορεινούς όγκους, όπου είχαν αποτραβηχτεί και οργανωθεί οι χριστιανικοί πληθυσμοί. Πολύ πιο γνωστές μάς είναι οι περιπτώσεις των ομάδων που συγκροτήθηκαν στο Πήλιο, τα Άγραφα, το Ζαγόρι, τον Ασπροπόταμο ή και τον Όλυμπο. Στις αρχές, πια, του 19ου αιώνα και πριν την καταστροφή τους μαζί με τη Νάουσα, τα χωριά του Βερμίου, ίσως, αριθμούσαν 30 μικρούς ή μεγαλύτερους οικισμούς.

Η συνοίκηση της ίδιας της Νάουσας ανάγεται γύρω στα 1430, στην αρχική ακόμη φάση της οθωμανικής κατάκτησης. Μέσα από παλαιότερα καταγεγραμμένες παραδόσεις και έγγραφα στοιχεία, ένας απροσδιόριστος, αλλά σημαντικός αριθμός χριστιανών είχε καταφύγει στις δασωμένες πλαγιές του Βερμίου και είχε δημιουργήσει τον οικισμό της Παλιονιάουστας, στη σημερινή τοποθεσία Τούρλα. Οι ανυπότακτοι κάτοικοι της Παλιονιάουστας φαίνεται πως προβλημάτιζαν τους νέους κατακτητές. Έτσι, κάποιος οθωμανός αξιωματούχος από τα Γιαννιτσά με το όνομα Σιάχ Λιάνη φέρεται να τους δελέασε ώστε να εγκατασταθούν στη σημερινή θέση της Νάουσας, όπου με τη βοήθεια προνομίων θα μπορούσαν να αναπτύξουν ένα νέο οικισμό. Ο νέος οικισμός πέρασε στην ιδιοκτησία των μουσουλμανικών ιδρυμάτων των Γιαννιτσών, ως βακούφικο κτήμα, και το προνομιακό καθεστώς, μάλλον, βοήθησε τους κατοίκους ώστε να αναπτύξουν σταδιακά την οικονομία τους και να διατηρήσουν μία σχετική αυτονομία. Οι βιοτεχνίες της υφαντουργίας και της βαφικής, για τις οποίες είναι ακόμη γνωστή η Νάουσα, έχουν τις ρίζες τους σε εκείνη την εποχή [2].

Στη σταδιακή δημογραφική ενδυνάμωση της Νάουσας είναι πολύ πιθανό να συνέβαλαν και κάτοικοι των γύρω ορεινών οικισμών. Ποιοι, όμως, ήταν αυτοί οι χριστιανοί κάτοικοι των οικισμών του Βερμίου και, κυρίως, ποιά ήταν η γλωσσική ταυτότητα της περιοχής τους; Τα πιθανότερο είναι πως, πριν την Ελληνική Επανάσταση, τα χωριά του κεντρικού και νότιου Βερμίου ήταν ελληνόφωνα [3], ενώ τα βορειότερα και χαμηλότερα προς τα πεδινά ήταν σλαβόφωνα [4]. Ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις και αναφορές που επισημαίνουν την παρουσία και βλαχόφωνων κατοίκων. Ο ερευνητής των Βλάχων Σωκράτης Λιάκος αποδίδει στα βλάχικα την ετυμολογία αρκετών από τα τοπωνύμια του Βερμίου. Ίσως σωστά θεωρεί ως βλάχικης προέλευσης τα τοπωνύμια Κουτσούφλιανη (Άγιος Παύλος), Περισιόρι, Φούρκα, Κατράνιτσα (Πύργοι), Γραμματίκοβο (Κάτω Γραμματικό), Φετίτσα (Πολλά Νερά), Μαρούσια και Σκουτίνα [5]. Το τοπωνύμιο της Νάουσας το ερμηνεύει από τη λατινική λέξη angustia, που σημαίνει στενωπός. Αν και η ονομασία Νιάουστα θα μπορούσε να δηλώνει στα βλάχικα έναν «τόπο που κρατά χιόνια», γεγονός πραγματικό για την τοποθεσία της Παλιονιάουστας [6]. Η πιθανή ετυμολογία πολλών τοπωνυμίων του Βερμίου από τα λατινογενή βλάχικα έρχεται να ενισχύσει την άποψη για τη διαχρονικότερη παρουσία βλαχόφωνων κατοίκων, ωστόσο δεν αποδεικνύει την αδιάσπαστη παρουσία τους εδώ πριν την επανάσταση. Αν και ο ιστορικός της Νάουσας Στουγιαννάκης αναφέρει ρητά πως, ένα, τουλάχιστον, από αυτά τα χωριά, η Κουτσούφλιανη, ο σημερινός Άγιος Παύλος Νάουσας, κατοικούταν  από 90 βλάχικες οικογένειες [7].

Μία από τις πρώτες αναφορές για το μεγαλύτερο από τα χωριά του Βερμίου, το παλιό Σέλι, γίνεται από τον περίφημο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή. Όταν, στα 1667, πέρασε από την περιοχή κατέγραψε τα εξής:

Στη δυτική και νότια πλευρά της πόλης αυτής [Νάουσα] υπάρχει ένα πανύψηλο βουνό [Βέρμιο]. Χιλιάδες άνθρωποι με τα ζώα τους ανέβαιναν στη θερινή αυτή βοσκή κάθε χρόνο και περνούν ευχάριστα έξι μήνες. Είναι μία βοσκή με γρασίδι και φυτά και χιλιάδες ζωογόνα νερά, τρεις ώρες ακριβώς από την πόλη, ανεβαίνοντας ένα ψηλό βουνό. Επίσης, όλα τα νερά της πόλης αναβλύζουν από ένα βράχο της βοσκής αυτής, ο οποίος βρίσκεται σε ένα χωριό που το λένε Ζαχαροχώρι. Eίναι ένας εξαιρετικός τόπος, άξιος επισκέψεως. Από εκεί κατεβαίνοντας το νερό διαμοιράζεται και διοχετεύεται σε όλα τα φιλανθρωπικά ιδρύματα της πόλης.

Το Ζαχαροχώρι δεν πρέπει να είναι άλλο από το Σέλι, που το όνομά του γραμμένο με αραβικούς χαρακτήρες αποδόθηκε από τους αντιγραφείς του πρωτότυπου κειμένου ως Seker, ζάχαρι στα τουρκικά [8]. Η καταγραφή του Τσελεμπή μας πληροφορεί την ύπαρξη του Σελίου ως ένας, μάλλον, αξιόλογος οικισμός στενά συνδεδεμένος με τη Νάουσα, ήδη από το 17ο αιώνα. Ουσιαστικά, μας περιγράφει μία κοινότητα ημινομάδων κτηνοτρόφων, αν και συνυπολογίζοντας κάποια άλλα στοιχεία της ίδιας εποχής, το χωριό θα πρέπει να είχε και εδραίους και μετακινούμενους κατοίκους. Ακόμη, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως η σημαντική κτηνοτροφική παραγωγή και η βιοτεχνική αξιοποίηση των προϊόντων της θα πρέπει να οδήγησαν το Σέλι σε ανάπτυξη. Από την άλλη μεριά, δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι για το αν οι εδραίοι ή οι μετακινούμενοι κάτοικοι του Σελίου ήταν Βλάχοι ή όχι. Η αναφορά του Τσελεμπή για την παρουσία νομαδοκτηνοτρόφων αποτελεί ένδειξη βλάχικης καταγωγής και όχι απόδειξη.

Όπως και να έχει, το όποιο παλαιότερο βλάχικο στοιχείο, που σύμφωνα με ενδείξεις και στοιχεία ενδέχεται να υπήρχε στην περιοχή του Βερμίου, παρουσιάζεται να δέχτηκε, κατά καιρούς, κάποιες δημογραφικές ενισχύσεις. Σύμφωνα με παραδόσεις, στα μέσα του 16ου αιώνα αν όχι αργότερα, ένα μέρος των Βλάχων κατοίκων του χωριού Παλιοσέλι, στην περιοχή Λάκκα Αώου της Κόνιτσας, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις εστίες του, πιεζόμενο από κάποιο Τουρκαλβανό ο οποίος προσπαθούσε να μετατρέψει το Παλιοσέλι σε ιδιοκτησία του και τους κατοίκους του σε υποτακτικούς του. Οι παραδόσεις καταλήγουν στην αναφορά πως οι φυγάδες αναζήτησαν ασφάλεια στην περιοχή της Βέροιας [9]. Παρόμοια είναι  και μία άλλη καταγραφή του Ιωάννη Λαμπρίδη. Μας πληροφορεί πως, γύρω στα 1678, οι Βλάχοι, τότε, κάτοικοι του χωριού Καστανώνας (Ντραγκάι ή Δραγάρι) στο Ζαγόρι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, όταν ο μουσουλμάνος σπαχής, στον οποίον ανήκε, έπιασε τον παπά του χωριού να κλέβει κάστανα. Αντιμέτωποι με πιθανή, σκληρή τιμωρία, κάποιοι από τους φυγάδες του Καστανώνα παρουσιάζονται να κατέληξαν και να εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Βέροιας όπου δημιούργησε ένα νέο χωριό [10]. Αν αναλογιστούμε τη συνήθη πρακτική των διάφορων Βλάχων φυγάδων και προσφύγων των οθωμανικών χρόνων να καταφεύγουν κοντά σε ομόγλωσσούς τους, τότε η επιλογή της περιοχής της Βέροιας ως τόπος καταφυγίου, ίσως, έγινε με γνώμονα την ύπαρξη παλαιότερων Βλάχων κατοίκων. Εντούτοις, οι δύο αυτές μετακίνηση, αληθινές ή όχι, δεν άφησαν αναγνωρίσιμα ίχνη στην περιοχή.

Όπως και σε άλλες ορεινές περιοχές της Ελλάδας, έτσι και στο Βέρμιο, οι χριστιανοί που βρέθηκαν ή αναζήτησαν εδώ μία πιο ασφαλή ζωή, μακριά από την οθωμανική εξουσία, δεν άργησαν να οργανώσουν μια κάποια πολιτοφυλακή. Πέρα από τη φύλαξη των περιουσίων τους και των οικισμών τους, αυτοί οι ένοπλοι ορεινοί ήλεγχαν ή φρόντιζαν για την ασφάλεια των δερβενίων, των διαβάσεων που περνούσαν πάνω από τις πλαγιές του Βερμίου και ένωναν τη Δυτική με την Κεντρική Μακεδονία. Από το νότο προς το βορρά, υπήρχαν τρία σημαντικά και πολυσύχναστα περάσματα, η διάβαση της Χάδοβας ή Καστανιάς, η διάβαση του Ξηρολιβάδου και η διάβαση μέσω των Πύργων και του Κάτω Γραμματικού. Όταν στα 1537, επί σουλτάνου Σουλεϊμάν Α', οι Οθωμανοί διαίρεσαν τις ορεινές ελληνικές χώρες σε 15 αρματολίκια, το αρματολίκι του Βερμίου ήταν ένα από αυτά [11]. Οθωμανικά έγγραφα του Ιστορικού Αρχείου της Βέροιας μας παρέχει μία σειρά πολύτιμων πληροφοριών για τη ζωή στα χωριά του Βερμίου και για τη δράση των αρματολών και των κλεφτών, κατά τη διάρκεια του 17ου  και 18ου αιώνα. Αυτές οι πηγές έρχονται να επιβεβαιώσουν τα ρευστά όρια ανάμεσα στους φύλακες των δερβενίων, τους γνωστούς αρματολούς και τους ληστές, τους κλέφτες. Οι ένοπλες ομάδες των χριστιανών, είτε αρματολοί είτε κλέφτες, αντιστρατεύονταν όχι μόνο τις αρχές, αλλά γίνονταν με ευκολία δυνάστες των ομοθρήσκων τους, ακόμη και των συγχωριανών τους. Η λεία που, συχνά, αποκόμισαν μας πληροφορεί για τη σχετική ευμάρεια που απολάμβαναν ορισμένοι από τους χριστιανούς κατοίκους της περιοχής [12]. Από την άλλη μεριά, η παρουσία και η δράση των ενόπλων ήταν αδύνατον να αποτρέψει τις συνήθεις καταπιεστικές τακτικές των οθωμανικών αρχών, όπως τους εξισλαμισμούς [13] και την παρουσία μονίμων φρουρών [14]. Απεναντίας, οι κάτοικοι βρίσκονταν εκτεθειμένοι ανάμεσα στη δράση των ληστών και την εξουσία των κυρίαρχων [15]. Καθώς, όμως, δεν υπήρχαν αυστηροί κανόνες και όρια που να καθορίζουν στους ρόλους, πολύ συχνά, οι κάτοικοι και ιδιαίτερα οι πρόκριτοι συνεργάζονταν με τις ένοπλες ομάδες των χριστιανών και μοιράζονταν τα κέρδη από τη δράση τους [16]. Αυτές οι πληροφορίες για ένοπλη οργάνωση και δράση θα πρέπει να τις δεχτούμε ως ένα προδρομικό στάδιο της αντίστασης που, αργότερα,  πρόβαλαν η Νάουσα και τα χωριά της, τόσο απέναντι στις διεκδικήσεις του Αλή Πασά των Ιωαννίνων αλλά και ως κέντρο της Ελληνικής Επανάστασης στη Μακεδονία.

Ερχόμενοι στα χρόνια του 18ου αιώνα, τα χωριά του Βερμίου πρέπει να συγκέντρωναν έναν αξιόλογο αριθμό κατοίκων για τα δεδομένα της εποχής και της περιοχής. Εκτός από τους νομαδοκτηνοτρόφους, οι υπόλοιποι κάτοικοι ζούσαν στα χωριά τους χειμώνα καλοκαίρι. Τα φτωχά χωράφια στις χαμηλές κοιλάδες τούς παρείχαν ένα μέρος των αναγκών τους σε αγροτικά προϊόντα. Ωστόσο, όπως και σε άλλες περιπτώσεις ορεινών οικισμών, η περιορισμένη αγροτική παραγωγή είναι πολύ πιθανό πως οδήγησε στην ανάπτυξη διαφόρων βιοτεχνιών και του εμπορίου, ακολουθώντας προφανώς το πρότυπο της Νάουσας. Ο Στουγιαννάκης αναφέρει πως, πριν τη συμμετοχή τους στην επανάσταση, τα χωριά Σέλι, Μεταμόρφωση, Άγιος Παύλος και Αγία Φωτεινή είχαν δικό τους αυτοδύναμο εμπόριο και διατηρούσαν εμπορικές επαφές με διάφορες πόλεις. Οι κάτοικοι της Αγίας Φωτεινής ασχολούνταν ιδιαίτερα με την παραγωγή μάλλινων, οι κάτοικοι της Μεταμόρφωσης με την παραγωγή σησαμέλαιου, οι κάτοικοι του Αγίου Παύλου με την παραγωγή και το εμπόριο συρματερών κοσμημάτων και την υφαντουργία και οι κάτοικοι της Σκουτίνας ήταν ειδικευμένοι στην επεξεργασία του μαλλιού. Οι κάτοικοι του μεγαλύτερου χωριού, του Σελίου, ακολουθούσαν στενά τις δραστηριότητες των Ναουσαίων και τους ανταγωνίζονταν στην παραγωγή και το εμπόριο λινών, βαμβακερών, μεταξωτών και μάλλινων υφασμάτων. Οι κάτοικοι των υπόλοιπων ορεινών χωριών συμπλήρωναν την οικονομία τους με την υλοτομία και την παραγωγή ξυλοκάρβουνου, όπως στα χωριά Μαρούσια, Περισιόρι, Φυτειά, Αρκοχώρι και Λευκόγεια. Τα πεδινά χωριά ήταν τσιφλίκια μουσουλμάνων και οι κάτοικοί τους ήταν κολίγοι [17]. Ο Άγγλος διπλωμάτης και περιηγητής William Martin Leake επισημαίνει πως, πριν το 1805 και την επιβολή της εξουσίας του Αλή Πασά στη Νάουσα και την περιοχή της, οι Ναουσαίοι είχαν αναπτύξει εμπορικές επαφές με τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και με διάφορες πόλεις των οθωμανικών Βαλκανίων. Μέχρι τότε, η Νάουσα ήταν μία από τις πιο δραστήριες πολιτείες των μακεδονικών εδαφών. Ανάμεσα στις διάφορες βιοτεχνικές δραστηριότητες των κατοίκων της αναφέρει την παραγωγή χρυσών και ασημένιων κοσμημάτων [18].

Την πιθανή παρουσία Βλάχων σε κάποιους από τους παλαιότερους οικισμούς στις βορειοδυτικές πλαγιές του Βερμίου, πριν την επανάσταση του 1821, επισήμανε και ο Σέρβος γεωγράφος Jovan Cvijic. Όταν κατά τη διάρκεια του β' μισού του 19ου αιώνα, ο Cvijic φέρεται να επισκέφτηκε τα χωριά Πύργοι Εορδαίας, την παλιά Κατράνιτσα, και Κάτω Γραμματικό Έδεσσας, το παλιό Γραμματίκοβο, αναγνώρισε στοιχεία και ενδείξεις ικανά ώστε να τα κατατάξει σε μία κατηγορία παλαιότερων, μεγάλων βλάχικων οικισμών. Αν και αναγνώριζε πως εκείνη, πια, την εποχή οι χριστιανοί κάτοικοι των δύο χωριών ήταν σλαβόφωνοι και είχαν, ήδη, εγκατασταθεί σε αυτά και ομάδες Τούρκων από την περιοχή της Πτολεμαΐδας. Οι εκτιμήσεις του φέρονται να βασίστηκαν στην οικιστική διάρθρωση των χωριών, τις τοπικές παραδόσεις, τον ενδυματολογικό τύπο και τις ασχολίες των κατοίκων. Σύμφωνα με το Σωκράτη Λιάκο, για την παρουσία Βλάχων κατοίκων στους Πύργους και το Κάτω Γραμματικό συνηγορούν και κάποια μικρότερα τοπωνύμια, πιθανής, βλάχικης προέλευσης, μέσα και γύρω από τους δύο οικισμούς, τα οποία διασώθηκαν μέχρι και τους δικούς μας χρόνους [19].

Είναι σίγουρο πως, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, οι κάτοικοι των Πύργων ακολούθησαν στενά τις εμποροβιοτεχνικές δραστηριότητες που χαρακτήριζαν κατά πολύ τους βλάχικους οικισμούς στις περιοχές της Μοσχόπολης και της βορειοδυτικής Μακεδονίας. Δεν ήταν και λίγοι αυτοί που, ακολουθώντας τις πρακτικές των Βλάχων εμποροβιοτεχνών, βρέθηκαν, τότε, στις πόλεις των Αψβούργων πέρα από το Σάβο και το Δούναβη, αλλά και σε πόλεις της Σερβίας, όπου αποτέλεσαν συστατικά μέλη των εκεί ελληνορθόδοξων παροικιών. Τα μέλη αυτών των παροικιών, και ανεξάρτητα από τη γλωσσική ταυτότητά τους, επικράτησε να είναι γνωστά με το νέο συλλογικό όνομα Τσίνταροι [20]. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκτίμηση του Σωκράτη Λιάκου πως, πριν τα γεγονότα του 1822, οι Πύργοι έπαιξαν το ρόλο ενός υποσταθμού για τα καραβάνια της Κλεισούρας [21]. Ίσως, οι επαφές με την Κλεισούρα να ενίσχυσαν την όποια προηγούμενη βλάχικη παρουσία και να βοήθησαν την ανάπτυξη κατά τα πρότυπα των βλάχικων εμποροβιοτεχνικών κοινοτήτων. Ίσως, πάλι, εγκαταστάθηκαν και εδώ, σε συνδυασμό με την Κλεισούρα, κάποιοι Βλάχοι πρόσφυγες από τη Μοσχόπολη και την περιοχή της. Την παρουσία Βλάχων στους Πύργους επισήμανε και ένας άλλος Σέρβος ερευνητής, ο Spiridon Gopgevic, όταν, στα 1889 κατέγραψε ανάμεσα στους κατοίκους και 50 Βλάχων φορολογούμενων [22]. Το πιθανότερο είναι πως η πληροφορία του Gopgevic είναι λανθασμένη. Ωστόσο, παραμένει ενδεικτική της αίσθησης που αποκόμιζαν οι Σέρβοι ερευνητές αντλώντας εντυπώσεις από την παρουσία Κατρανιτσιωτών στις τάξεις των Τσιντσάρων.

Η πλέον εξακριβωμένη περίπτωση εγκατάστασης Βλάχων στη Νάουσα, πριν τη επανάσταση, είναι η ομαδική εγκατάσταση φυγάδων από τη Σαμαρίνα, γύρω στα 1771. Ίσως 150 με 200 οικογένειες εγκαταστάθηκαν, τότε, στη Νάουσα και πιθανότατα και σε κάποια από τα χωριά του Βερμίου. Σε απαντητική επιστολή που έστειλαν Ναουσαίοι πρόκριτοι στον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, με ημερομηνία 26 Μαΐου 1801, επιβεβαιώνουν την ύπαρξη στην πόλη τους Σαμαριναίων, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί εκεί πριν από 30 περίπου χρόνια. Επίσης, αναφέρουν πως δεν είχαν φτάσει στην πόλη τους άλλοι φυγάδες από τη Σαμαρίνα, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου χρόνου [23]. Είναι, βέβαια, πολύ  πιθανό οι Ναουσαίοι να απέκρυβαν την άφιξη νέων φυγάδων από τη Σαμαρίνα τους οποίους αναζητούσε ο Αλή.  Προς ενίσχυση της πιθανότητας επιπλέον κυμάτων μετοικεσίας, εκείνη την περίοδο ή και αργότερα, έρχονται παραδόσεις που συνέλεξαν οι μελετητές των Βλάχων Wace και Thompson για κάποια ομάδα Σαμαριναίων που βρέθηκε και εγκαταστάθηκε στο παλιό Σέλι γύρω στα 1815 [24]. Όπως και να έχει, οι Σαμαριναίοι θα πρέπει να ενίσχυσαν το δυναμικό της Νάουσας, μεταφέροντας πολύτιμες γνώσεις στην κατασκευή όπλων και μαχαιριών.

Θα πρέπει, ωστόσο, να εξεταστεί το ενδεχόμενο ανάμεσα στους φυγάδες - μετοίκους αυτών των διαδοχικών κυμάτων να υπήρχαν όχι μόνο Σαμαριναίοι αλλά και οικογένειες προερχόμενες από τη Μοσχόπολη. Εκτός, όμως, από Μοσχοπολίτες, που πιθανά βρέθηκαν εδώ αφού πέρασαν πρώτα από τη Σαμαρίνα, θα πρέπει να υπήρξαν και άλλοι Βλάχοι πρόσφυγες από την περιοχή της Μοσχόπολης, οι οποίοι βρέθηκαν κατευθείαν στη Νάουσα. Υπάρχουν αναφορές πως με τις μεγάλες εξόδους, στα 1769, κάποια ομάδα από τη Νικολίτσα του Γράμμου εγκαταστάθηκε στη Νάουσα και ίσως και στην Κουτσούφλιανη, το σημερινό Άγιο Παύλο [25]. Η ανάπτυξη της χρυσοχοΐας στη Νάουσα και την Κουτσούφλιανη, ίσως, σχετίζεται με την εγκατάσταση προσφύγων από τη Νικολίτσα. Είναι γνωστό πως χρυσοχόοι της Νικολίτσας ήταν αυτοί που μετέφεραν τις τεχνικές τους γνώσεις στο Νυμφαίο και το Κρούσοβο [26].

Στα 1779, οι επιθέσεις των Τουρκαλβανών επεκτάθηκαν προς τα ανατολικά και οι κάτοικοι πολλών χωριών στις πλαγιές του Βερμίου, στις περιοχές της Βέροιας και της Έδεσσας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Έτσι οι αρχές έκαναν προσπάθειες για τη συγκέντρωση και την επιστροφή των φυγάδων. Ανάμεσα στους οικισμούς που δέχτηκαν επιθέσεις αναφέρονται τα χωριά Πύργοι (Κατράνιτσα), Άρνισσα (Όστροβο), Κάτω Γραμματικό (Γραμενίκι), Στενήμαχος (Χοροβίνα), Άγιος Αθανάσιος (Τσίγαν), Γιαννακοχώρι (Γιακίνα), Μεταμόρφωση (Δροσύλο), Νησί, Πολλά Νερά (Φινίτζας) και Πολυδένδρι (Κόκοβα) [27].

Είναι σίγουρο πως η σταδιακή άνοδος του Αλή Πασά στην εξουσία προκάλεσε πολλαπλά κύματα εξόδων, και όχι μόνο βλάχικων πληθυσμών, που έφτασαν μέχρι τις περιοχές της Βέροιας και της Νάουσας. Σύμφωνα με παραδόσεις, ένα τουλάχιστον μέρος των κατοίκων των χωριών Πολυδένδρι (Κόκοβα) και Σφηκιά στα Πιέρια καταγόταν από το Χόρμοβο της Βόρειας Ηπείρου και την Άνω Κόνιτσα. Οι πρόσφυγες αυτοί, που κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν βλαχόφωνοι, θα πρέπει να βρέθηκαν στην περιοχή της Βέροιας στα τέλη του 18ου αιώνα και πριν την εξάπλωση της εξουσίας του Αλή μέχρι το Βέρμιο και ως τη δυτική όχθη του Αξιού, όταν ακόμη η περιοχή θεωρούταν ασφαλές καταφύγιο [28]. Όμως, ο Αλή επέκτεινε την εξουσία του προς τα ανατολικά και μία δύσκολη περίοδος ξεκίνησε για τα χωριά του Βερμίου. Η κορύφωση επήλθε με τις προσπάθειες του Αλή Πασά να κάμψει την αντίσταση της ίδιας της Νάουσας και των δυναμικών προκρίτων και καπεταναίων της. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γάλλος διπλωμάτης και περιηγητής François  Pouqueville, μέσα σε 20 περίπου χρόνια, στα 1785 με 1805, περιορίστηκε κατά πολύ ο αριθμός των χωριών και των κατοίκων της περιοχής της Βέροιας και ένα μέρος αυτής της εξόδου κατευθύνθηκε προς τη Μικρά Ασία [29], αν και δεν ήταν λίγοι αυτοί που αναζήτησαν ασφάλεια στη γειτονική Θεσσαλονίκη.

Προς ενίσχυση της άποψης για την ύπαρξη Βλάχων ανάμεσα στους κατοίκους των χωριών του Βερμίου, πριν την επανάσταση, έρχεται και η περίπτωση της οικογένειας Φιλιππίδη, που καταγόταν από το χωριό Δοβρά. Η Δοβρά βρισκόταν στα ριζά του Βερμίου, ανάμεσα στη Βέροια και τη Νάουσα, στη σημερινή θέση Καλή Παναγιά. Το 1805, όταν η περιοχή έπεσε, πια, στα χέρια του Αλή, ο Σίμος Στεφάνου Φιλιππίδης μαζί με την πολυμελή οικογένειά του - είχε 7 γιους - κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν στη βλάχικη Μηλόβιστα, στα δυτικά του Μοναστηρίου. Ο απόγονος αυτής της οικογένειας Νικόλαος Φιλιππίδης, γεννημένος στη Μηλόβιστα και σπουδαγμένος στην Αθήνα, έγραψε στα 1881 το πρώτο βιβλίο για τη συμμετοχή της Νάουσας και της περιοχής της στην επανάσταση του 1821 [30].

Στα 1808, μία ομάδα ατάκτων Τουρκαλβανών βρέθηκε να λεηλατεί συστηματικά τις περιοχές της Βέροιας και της Νάουσας. Έτσι, ο Αλή Πασάς αναγκάστηκε να στείλει δικούς του, έμπιστους Τουρκαλβανούς για να καταστείλουν τη δράση των ληστών. Οι απαιτήσεις για εφόδια, τόσο από τους ληστές, όσο και από τους ανθρώπους του Αλή, οδήγησαν σε συλλογική έξοδο τους κατοίκους της Καστανιάς, στη διάβαση της Χάδοβας, στο νότιο Βέρμιο. Μόνο δύο με τρία σπίτια κατοικούνταν πια. Ο Αλή έκανε προσπάθειες να προσελκύσει και πάλι τους κατοίκους, υποσχόμενος να δημιουργήσει εδώ ένα μεγάλο χωριό με πύργους για την ασφάλεια των κατοίκων και για τη στάθμευση των ανδρών του. Ωστόσο, με αυτή την κίνηση ο Αλή αποσκοπούσε, μάλλον, στο να εδραιώσει τη δική του θέση πάνω στη σημαντική διάβαση της Χάδοβας [31]. Την ίδια εποχή, μπροστά σε ανάλογες, δύσκολες καταστάσεις βρέθηκαν και οι κάτοικοι του γειτονικού Ξηρολιβάδου. Με τα γεγονότα της επανάστασης, η Καστανιά και το Ξηρολίβαδο ερήμωσαν εντελώς και οι παλαιότεροι κάτοικοί τους δε ξαναεπέστρεψαν. Ορισμένοι, μάλιστα, από παλιούς Καστανιώτες παρουσιάζονται να εξισλαμιστούν, ώστε να αποφύγουν τις διώξεις [32].

Ανάμεσα στα χωριά που εξέπεσαν, τότε, στο καθεστώς του τσιφλίκια και πέρασαν στην ιδιοκτησία του Αλή Πασά ήταν και ο Άγιος Παύλος, το μοναδικό χωριό του Βερμίου που ο Στουγιαννάκης αναφέρει ρητά ως βλαχοχώρι. Η κατάσταση στο χωριό πρέπει να είχε γίνει τόσο δύσκολη ώστε αρκετοί κάτοικοι έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στη Νάουσα. Ο Αλή απαίτησε να επιστρέψουν στο χωριό όλοι όσοι είχαν φύγει. Σε επιστολή, όμως, που του έστειλαν οι εναπομείναντες κάτοικοι, με ημερομηνία 9 Απριλίου 1816, εξηγούν πως τους ήταν δύσκολο να επιβάλουν τη διαταγή του στους φυγάδες και πως και άλλοι κάτοικοι έφυγαν για τη Νάουσα. Έτσι ο πληθυσμός του τσιφλικιού περιορίστηκε και ζητούσαν την έκδοση νέας διαταγής. Ακόμη ζητούσαν την εξαίρεση της περιοχής όπου είχαν τα αμπέλια τους από το καθεστώς της ιδιοκτησίας από τον Αλή [33]. Είναι σαφές πως η έξοδος των απελπισμένων έκανε ακόμη χειρότερη την κατάσταση για αυτούς που παρέμεναν. Και αυτό γιατί έπεσαν στις πλάτες τους και οι υποχρεώσεις των φυγάδων. Την ίδια περίοδο τσιφλίκια του Αλή είχαν γίνει και τα χωριά Πύργοι, Κάτω Γραμματικό, Αγία Φωτεινή, Μεταμόρφωση, Περισιόρι, Στενήμαχος, Καστανιά Βέροιας, Ξηρολίβαδο και Τριπόταμος [34].

Κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες αναφορές για την εγκατάσταση Βλάχων στην Αγιά και την περιοχή του Κίσαβου στη Θεσσαλία ενισχύουν ακόμη περισσότερο, έστω και έμμεσα, την εκδοχή της ύπαρξης κάποιου παλαιότερου βλάχικου δημογραφικού στοιχείου στην περιοχή του Βερμίου πριν την επανάσταση. Σύμφωνα με παραδόσεις, οι κάτοικοι της συνοικίας του Αγίου Αντωνίου στην Αγιά, γνωστή και ως Βλαχομαχαλάς, βρέθηκαν εκεί προερχόμενοι από την περιοχή της Βέροιας. Αυτοί οι Βλάχοι πρόσφυγες που γρήγορα αφομοιώθηκαν παρουσιάζονται να βρέθηκαν στην Αγιά μετά από αντιπαραθέσεις με τους Τούρκους και την καταστροφή των προηγούμενων εστιών τους. Βλάχοι πρόσφυγες της ίδιας προέλευσης λέγεται πως εγκαταστάθηκαν, τότε, και στο γειτονικό χωριό Σπηλιά του Κίσαβου. Μέχρι περίπου τα 1890 οι περισσότεροι από τους κατοίκους της Σπηλιάς παρουσιάζονται να μιλούν τα βλάχικα και οι ενδυμασίες να διαφέρουν από αυτές των γύρω χωριών και να μοιάζουν περισσότερο με μακεδονικούς ενδυματολογικούς τύπους [35]. Αν και δε μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι για τη σύνθεση, την προέλευση και το χρόνο αυτών των πιθανολογούμενων μετακινήσεων, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως έγιναν ανάμεσα στα 1788 με 1805, όταν και ο Pouqueville επισήμανε τη μεγάλη έξοδο κατοίκων από την περιοχή της Βέροιας και της Νάουσας. Ίσως πάλι, σημειώθηκαν με τα γεγονότα της επανάστασης, όταν τα χωριά του Βερμίου καταστράφηκαν ολοκληρωτικά και οι περισσότεροι από τους παλαιότερους κατοίκους τους σφάχτηκαν, αιχμαλωτίστηκαν ή εγκατέλειψαν πανικόβλητοι τις εστίες τους.

Ας έρθουμε, πια, στα δραματικά γεγονότα της συμμετοχής της Νάουσας και των χωριών της στην Ελληνική Επανάσταση, στα 1822. Οι οθωμανικές αρχές, ανήσυχες λόγω των επαναστατικών κινήσεων που είχαν προηγηθεί στη νοτιότερη Ελλάδα και πληροφορημένες σχετικά με επικείμενες κινήσεις στη Μακεδονία, είχαν φροντίζει να πάρουν ως ομήρους προκρίτους από τις σημαντικότερες χριστιανικές κοινότητες της βορειοδυτικής Μακεδονίας, όπως από την Κοζάνη, τη Σιάτιστα, την Κλεισούρα, τη Βλάστη, την Καστοριά, το Μοναστήρι, το Μεγάροβο, τη Μηλόβιστα, το Κρούσοβο, τη Ρέσνα, την Αχρίδα και την Κορυτσά [36]. Αν μπορούμε να κρίνουμε από τις κοινότητες που φέρονται να παρέδωσαν ομήρους, ανάμεσα στους υπόπτους για επαναστατικές διασυνδέσεις θα πρέπει να υπήρχαν πολλοί που είχαν ως μητρικές τους γλώσσες άλλες από την ελληνική και ιδιαίτερα πολλοί βλαχόφωνοι. Το γεγονός αυτός έρχεται να επιβεβαιώσει την άποψη πως, σε εποχές παλαιότερες των βαλκανικών εθνικισμών, η ταύτιση με τη Ρωμιοσύνη αποτελούσε συνειδητή επιλογή και όχι επιβολή. Όπως και να έχει, η Νάουσα ήταν η μόνη από τις πολιτείες της Μακεδονίας που αρνήθηκε να παραδώσει ομήρους, καθώς είχε επιλεγεί ως κέντρο της επερχόμενης  επανάστασης στην περιοχή. Όταν οι κυρίαρχοι είχαν, πια, εξουδετερώσει την επανάσταση στη Χαλκιδική, κινήθηκαν προς τις περιοχές του Ολύμπου, των Πιερίων και του Βερμίου. Πολλοί από τους κατοίκους των χωριών του Βερμίου εγκατέλειψαν τις εστίες τους, βλέποντας πως ο αγώνας ήταν πια άνισος. Άλλοι κατέφυγαν μέσα στη Νάουσα και τη Βέροια και άλλοι έφυγαν για πιο μακρινά μέρη προς τις περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και τις πόλεις του Μελενίκου, της Ηράκλειας, των Σερρών και της Δράμας, όπου επικρατούσε μεγαλύτερη ασφάλεια. Στα μέρη όπου εγκαταστάθηκαν αυτοί οι φυγάδες ήταν γνωστοί με το συλλογικό όνομα Πουλιβάκηδες. Τα έρημα χωριά λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν από τους καταστολείς ή και από τους ίδιους τους επαναστάτες [37].  

Ανάμεσα στους επαναστάτες που κατέφυγαν, τότε, στη Νάουσα και συμμετείχαν στα πολεμικά γεγονότα υπήρχαν αρκετές οικογένειες βλάχικης καταγωγής, όπως η οικογένεια του ιστορικού της Ελληνικής Επανάστασης Νικόλαου Κασομούλη από τη Σιάτιστα με απώτερη, όμως, καταγωγή από το Πισοδέρι της Φλώρινας. Ο πατέρας της οικογένειας σκοτώθηκε στη Νάουσα και τα υπόλοιπα μέλη της αιχμαλωτίστηκαν και απελευθερώθηκαν πολύ αργότερα και μόνο με την καταβολή λύτρων. Προς ενίσχυση των επαναστατημένων ήρθε και μία ομάδα 150 περίπου πολεμιστών από τη Βλάστη με αρχηγό τον Καραμήτσο [38]. Στα μέσα του Απριλίου του 1822, οι Οθωμανοί είχαν καταπνίξει και τις τελευταίες εστίες αντίστασης στη Νάουσα και τα χωριά του Βερμίου και των Πιερίων. Σύμφωνα με έγγραφα και καταλόγους των οθωμανικών αρχείων της Βέροιας και της Θεσσαλονίκης, όπου αναγράφονται τα ονόματα  640 περίπου Ναουσαίων που σκοτώθηκαν στις μάχες του Βερμίου, που αποκεφαλίσθηκαν, που εξαφανίσθηκαν ή και που επέστρεψαν στην πόλη μετά την αμνήστευσή τους, δεν πρέπει να ήταν λίγοι οι Ναουσαίοι βλάχικης καταγωγής, αν βέβαια μπορούμε να κρίνουμε από την τυπολογία των ονομάτων τους [39]. Κάποιοι από αυτούς που σώθηκαν κινήθηκαν προς τα δυτικά και κατέληξαν στη Σιάτιστα, τη Βλάστη, την Κλεισούρα, την Καστοριά και το Κρούσοβο, ενώ ομάδες πολεμιστών κατέφυγαν στη νοτιότερη Ελλάδα και συνέχισαν τον αγώνα εκεί. Όσοι πολεμιστές αιχμαλωτίστηκαν εκτελέστηκαν και τα γυναικόπαιδα της Νάουσας και των χωριών πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα. Ο περίφημος Αβδούλ Αμπούτ φρόντισε για την καταστροφή και την εξαφάνιση και του μικρότερου χωριού, στις πλαγιές του Βερμίου και των Πιερίων, που θα μπορούσε να σταθεί ως σημείο αναζωπύρωσης του αγώνα. Ο Φιλιππίδης αναφέρει πως 120 χωριά της Κεντρικής Μακεδονίας έπεσαν τότε θύματα της κατασταλτικής τακτικής. Μετά την επανάσταση τα χωριά του Βερμίου ήταν σωροί ερειπίων. Αργότερα, κάποιοι από τους παλαιότερους κατοίκους, που είχαν κατορθώσει να επιβιώσουν, επέστρεψαν και ξαναζωντάνεψαν ορισμένα από αυτά, όπως το Αρκοχώρι, τη Φυτιά, τον Τρίλοφο, την Αγία Φωτεινή, ενώ κάποια άλλα έμειναν έρημα από κατοίκους για χρόνια [40].

Τελικά, όποια κι αν ήταν η προέλευση, η σύνθεση και η γλωσσική ταυτότητα των κατοίκων της Νάουσας και των γύρω οικισμών του Βερμίου, φαίνεται πως πλήρωσαν ιδιαίτερα ακριβά το τίμημα για τη συμμετοχή τους στην Ελληνική Επανάσταση. Το οικιστικό και δημογραφικό κενό που άφησαν στις πλαγιές του Βερμίου οι έξοδοι, οι καταστροφές και οι σφαγές συμπληρώθηκε, σταδιακά και από το 1826, μετά την παροχή αμνηστίας, από τα νεότερα, μαζικά και διαδοχικά κύματα Βλάχων φυγάδων και εποίκων προερχόμενα, κυρίως, από τα βλαχοχώρια των Γρεβενών, αλλά κι από Αρβανιτόβλαχους από περιοχές της Ηπείρου. Εγκαταστάθηκαν στα ερείπια και τις εκτάσεις των κατεστραμμένων χωριών ή δημιούργησαν νέα [41]. Αποτέλεσαν συστατικό και ισότιμο στοιχείο του πληθυσμού που επανοίκησε την ίδια τη Νάουσα, διασώζοντας και διατηρώντας στις παραδόσεις τους τον απόηχο της επανάστασης και την ανάμνηση των καταστροφών. Ρίζωσαν στην περιοχή ενισχύοντας με το δυναμισμό, που χαρακτηρίσει τους Βλάχους, τη δημογραφική, οικονομική, πολιτισμική και εθνική εικόνα του τόπου.    

(Νάουσα, 18 Απριλίου 2012)

 

Αστέρης Κουκούδης
«Οι Βλάχοι στη Νάουσα του 1821:
στοιχεία και ενδείξεις διαχρονικής παρουσίας»,
Μελετήματα Ημαθίας, Έτος Γ’, Τόμος 3 (2011),
Εταιρεία Μελετών Ιστορίας και Πολιτισμού Ν. Ημαθίας,
Βέροια 2012, σελ.:293-318

-----------------

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος Α., (1983) Ο βόρειος ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα, 1878-1894. Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχέωνα, Ινστιτούτο Μελετών Χερσονήσου του Αίμου 196, Θεσσαλονίκη.

Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., (1992) Ιστορία της Μακεδονίας, 1354-1833, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη.

Βασδραβέλλης, Ιωάννης Κ., (1950) Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνας, 1796-1832, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών 10, Θεσσαλονίκη.

Βασδραβέλλης, Ιωάννης Κ., (1952) Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας, Α' Αρχείον Θεσσαλονίκης, 1695-1912, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών 13, Θεσσαλονίκη.

Βασδραβέλλης, Ιωάννης Κ., (1954) Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας, Β' Αρχείον Βέροιας - Νάουσας, 1598-1886, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών 19, Θεσσαλονίκη.

Δημητριάδης, Βασίλης, (1973) Η Κεντρική και Δυτική Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών 39, Θεσσαλονίκη.

Κορδάτος, Γιάννης, (1960) Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, εκδόσεις 20ος  Αιώνας, Αθήνα.

Κουκούδης, Αστέριος Ι., (2000) Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων, Μελέτες για τους Βλάχους 2, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη.

Κουκούδης, Αστέριος Ι., (2001) Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας, Μελέτες για τους Βλάχους 4, εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη.

Λαμπρίδης, Ιωάννης, (1888) Ηπειρωτικά Μελετήματα, τεύχος 3, Κουρεντιακά και Τσαρκοβιστιακά, Εν Αθήναις.

Λιάκος, Σωκράτης Ν., (Ιαν.-Φεβρ 1965) Η καταγωγή των Βλάχων ή Αρμανίων, Μικροευρωπαϊκές (Βαλκανικές) Μελέτες 2, Θεσσαλονίκη.

Λιάκος, Σωκράτης Ν., (1971) Τί πράγματοι ήσαν οι Σκλαβήνοι (=Asseclae), έποικοι του Θέματος Θεσσαλονίκης, (Δρουγουβίται - Ρυγχίνοι - Σαγουδάτοι), Μικρευρωπαϊκές Μελέτες 4, Θεσσαλονίκη.

Μπάλλας, Νικόλαος, (1962) Ιστορία τους Κρουσόβου, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών 56, Θεσσαλονίκη.

Παπαβασιλείου, Α., (1972) Ιστορικά σημειώματα για τους Βλάχους, Βέροια.

Παπαδριανός, Ιωάννης Α., (1993) Οι Έλληνες απόδημοι στις γιουγκοσλαβικές χώρες, 18ος – 20ος  αι., εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη.

Στουγιαννάκης, Ευστάθιος, (1976) Ιστορία της Νάουσας από της ιδρύσεως μέχρι την επανάσταση του 1822, Θεσσσαλονίκη.

Τάτσης, Διονύσιος Δ., (1993) Γνωριμία με την επαρχία Κονίτσης, Κόνιτσα.

Τζαφερόπουλος, Απόστολος Μ., (1969) Τουριστικός οδηγός Ημαθίας, Βέροια – Νάουσα – Αλεξάνδρεια - Περίχωρα, Θεσσαλονίκη.

Φιλιππίδης, Νικόλαος Γ., (1881) Η επανάσταση και η καταστροφή της Νάουσας, Αθήνησι.

Χιονίδης, Γεώργιος, (1981) «Νέα στοιχεία για τη χρονολόγηση του "χαλασμού" της Νάουσας και των μοναστηριών στο 1822», Μακεδονικά 21, Θεσσαλονίκη.

Χιονίδης, Γεώργιος, (1988) «Τα έγγραφα του αρχείου του Αλή πασά των Ιωαννίνων της Γενναδείου Βιβλιοθήκης που αναφέρονται στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία», Μακεδονικά 26, Θεσσαλονίκη.

Capidan, Theodor, (926) Romanii Nomazi, Cluj.

Gopgevic, Spiridon, (1889) Makedonien und Alt-Serbien, Verl. L. W. Seidel & Sohn, Wien.

Haciu, Anastase N., (1936) Aromanii: comert, industie, arte, expasiune, civilizatie, Tip. Cartea Putnei, Foscani.

Leake, William Martin, (1835) Travels in Northern Greece, vol.III, London.

Pouqueville, François, (1995) Ταξίδι στην Ελλάδα, Μακεδονία - Θεσσαλία, εκδόσεις Αφοί Τολίδη, Αθήνα.

Thompson, Maurice S. - Wace, Alan J. B., (1989) Οι Νομάδες των Βαλκανίων: Περιγραφή της ζωής και των εθίμων των Βλάχων της Βόρειας Πίνδου, εισαγωγή-σχόλια: Νίκος Κατσάνης, μετάφραση: Πάνος Καρογιώργος, Αφοί Κυριακίδη, Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων 2, Θεσσαλονίκη.

-------------

[1]Αναλυτικότερη παρουσίαση των βλάχικων πληθυσμών, οικισμών και εγκαταστάσεων στην περιοχή του Βερμίου, της Βέροιας και της Νάουσας: Κουκούδης, Αστέριος Ι., (2001).

[2]Φιλιππίδης, Ν. Γ., (1881), σελ. 25-26. Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., (1992: 108).

[3]Όπως το παλιό Σέλι με 800 οικογένειες, η Σκουτίνα με 120 οικογένειες, η Μαρούσια με 70 οικογένειες, η Κουμαριά (Ντόλιανη), το Ξηρολίβαδο, η Καστανιά, η Φυτειά (Τσόρνοβο) με 65 οικογένειες, το Διχαλεύρι, το Αρκοχώρι (Αρκουδοχώρι), ο Τρίλοφος (Διαβόρνιτσα), το Κωστοχώρι (Κουστοχώρι), η Καλή Παναγιά (Δοβρά), ο Στενήμαχος (Χοροπάνι) κι άλλα. Στουγιαννάκης, Ευστάθιος, (1976: 63).

[4]Όπως οι Πύργοι (Κατράνιτσα), το Κάτω Γραμματικό (Γραμματίκοβο), το Περισιόρι με 120 οικογένειες, η Μεταμόρφωση (Ντραζίλοβο) με 450 οικογένειες, η Αγία Φωτεινή (Όσλιανη) με 80 οικογένειες, η Φλαμουριά (Στάρι Πόντ), το Ροδοχώρι (Γκολέμα Ρέκα), τα Λευκόγεια (Μπέλα Βόντα), τα Πολλά Νερά (Φετίτσα), ο Κοπανός κι άλλα. Στουγιαννάκης, Ευστάθιος, (1976: ό.π)..

[5]Λιάκος, Σωκράτης, (1965:17, 163-164). Λιάκος, Σωκράτης, (1971: 68-71).

[6]Παπαβασιλείου, Α., (1972: 104).

[7]Στουγιαννάκης, Ευστάθιος, (1976 ό.π.).

[8]Δημητριάδης, Βασίλης, (1973: 257).

[9]Τάτσης, Διονύσιος Δ., (1993: σελ. 224-225).

[10]Λαμπρίδης, Ιωάννης, (1888: 8).

[11]Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., (1992: 119).

[12]Βασδραβέλλης, Ιωάννης Κ., (1954: 12 έγγραφο. 15, 55 έγγ. 67, 86 έγγ. 106, 98 έγγ. 122, 155 έγγ. 178, 182 έγγ. 200).

[13]Βασδραβέλλης, Ιωάννης Κ., (1954: 57 έγγ. 70).

[14]Βασδραβέλλης, Ιωάννης Κ., (1952: 9 έγγ. 5).

[15]Βασδραβέλλης, Ιωάννης Κ., (1954: 87 έγγ. 109).

[16]Βασδραβέλλης, Ιωάννης Κ., (1954: 171 έγγ. 191).

[17]Στουγιαννάκης, Ευστάθιος, (1976: 64).

[18]Leake, William Martin, (1835: 284).

[19]Λιάκος, Σωκράτης Ν., (Ιαν.-Φεβρ. 1965: 163-164, παραπέμπει Cvijic, Jovan, Geograf. und geolog. Mazedoniens und Alt Serbiens, I teil, Gotha 1908, σελ. 278. Λιάκος, Σωκράτης Ν., (1971: 68-73).

[20]Παπαδριανός, Ιωάννης Α., (1993: 20, 44, 48-49, 147, 149, 157, 160, 164).

[21]Λιάκος, Σωκράτης Ν., (Ιαν.-Φεβρ. 1965: ένθετο φύλλο ανάμεσα στις σελ. 16-17).

[22]Gopgevic, Spiridon, (1889: 402).

[23]Thompson, Maurice S. - Wace, Alan J. B., (1989: 153). Χιονίδης, Γεώργιος, (1988: 224). Capidan, Theodor., (1926: 55).

[24]Thompson, Maurice S. - Wace, Alan J. B., (1989: 209-210).

[25]Haciu, Anastase N., (1936: 162-163, 223-224). Μπάλλας, Νικόλαος, (1962: 18).

[26]Κουκούδης, Αστέριος Ι., (2000: 393-395).

[27]Βασδραβέλλης, Ιωάννης Κ., (1954: 210, έγγ. 221, όπου αναφέρονται και οι αταύτιστοι οικισμοί Γερανίκα, Όχτας, Κράμισας, Δέρζοβο και Αετός).

[28]Τζαφερόπουλος, Απόστολος Μ., (1969:152).

[29]Pouqueville, François, (1995: 134).

[30]Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος Α., (1983: 257).

[31]Leake, William Martin, (1835: 296).

[32]Βασδραβέλλης, Ιωάννης Κ., (1954: 282, εγγρ.297).

[33]Χιονίδης, Γεώργιος Χ., (1988: 225-226).

[34]Στουγιαννάκης, Ευστάθιος, (1976: 74).

[35]Κορδάτος, Γιάννης, (1960: 459-460).

[36]Φιλιππίδης, Ν. Γ., (1881: 41).

[37]Φιλιππίδης, Ν. Γ., (1881: 53).

[38]Βασδραβέλλης, Ιωάννης Κ., (1950), σελ. 123-124.

[39]Βασδραβέλλης, Ιωάννης Κ., (1950), σελ. 146-148, σελ. 283-297, εγγρ. 89.

[40] Ο Φιλιππίδης αναφέρει τα ονόματα των χωριών του Βερμίου που είχαν καταστραφεί. Ήταν το Ροδοχώρι, το Περισιόρι, η Μεταμόρφωση, ο Άγιος Παύλος, τα Λευκόγεια, η Φλαμουριά, η Σκουτίνα, το Σέλι, η Κουμαριά, το Ξηρολίβαδο, η Μαρούσια, η Καλή Παναγιά, το Διχαλεύρι, η Αγία Φωτεινή, το Γιαννακοχώρι, η Επισκοπή, η Φυτειά, το Αρκοχώρι, το Κουστοχώρι, ο Τρίλοφος, ο Στενήμαχος, οι Πύργοι, το Κάτω Γραμματικό και η Ερμακιά. Φιλιππίδης, Ν. Γ., (1881), σελ. 72. Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., (1992), σελ. 582-607. Επιπλέον στοιχεία για τα γεγονότα του 1822 βλέπε: Χιονίδης, Γεώργιος, (1981), σελ. 155-167.

[41]Οι προερχόμενοι από την περιοχή των Γρεβενών δημιούργησαν το Κάτω Βέρμιο (Κάτω Σέλι), το Ξηρολίβαδο, την Κουμαριά (Ντόλιανη) και μικρότερες εγκαταστάσεις στη Μαρούσια, την Καστανία και τη Μικρή Σάντα (Τσαρκόβιανη). Οι Αρβανιτόβλαχοι δημιούργησαν το Άνω Βέρμιο (Άνω Σέλι), το Άνω Γραμματικό (Άνω Γραμματίκοβο), τον Άγιο Δημήτριο (Κίντροβο) και μικρότερες εγκαταστάσεις στα Πολλά Νερά (Φετίτσα), τη Μεταμόρφωση (Δροζίλοβο), το Στενήμαχο (Χοροπάνι). Θα πρέπει να συνυπολογίσουμε τις μεγάλες συγκεντρώσεις τους στη Βέροια και τη Νάουσα, αλλά και ένα μεγάλο αριθμό χειμαδιών στην ευρύτερη περιοχή.