Άποψη του ελληνικού εκπαιδευτηρίου ΤζουμαγιάςΌταν αναφερόμαστε στους διάφορους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις, η Ηράκλεια Σερρών σπάνια συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα σε αυτούς. Παραμένει μία από τις πλέον άγνωστες περιπτώσεις. Ωστόσο, αν και δεν κατοικήθηκε ποτέ αποκλειστικά και μόνο από Βλάχους, υπήρξε η πιο αξιόλογη εγκατάστασή τους σε ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία.
Γνωστή παλιότερα με το όνομα Κάτω Τζουμαγιά δε φημίζεται για το απώτερο ιστορικό παρελθόν της, καθώς μας παρουσιάζεται ως ένας οικισμούς που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της οθωμανικής κυριαρχίας. Αυτό που την έκανε ξεχωριστή, άλλοτε, ήταν ο ρόλος της ως ένα ιδιαίτερα δυναμικό κέντρο εμπορίου, το οποίο γεννήθηκε μέσα από την παραγωγική οικονομία του κάμπου του Στρυμόνα και τις επιχειρηματικές ικανότητες των Βλάχων κατοίκων της και το οποίο τόλμησε, κάποτε, να ανταγωνιστεί ακόμη και τις Σέρρες.

 

Η μονογραφία των Καφτατζή και Τενεκετζή για την ιστορία και τη λαογραφία της Ηράκλειας παραμένει η πιο αξιόλογη καταγραφή και η σημαντικότερη πηγή πληροφοριών μέχρι σήμερα. Όμως, η σύγχρονη έρευνα της βιβλιογραφίας περί Βλάχων και η αξιοποίηση άγνωστου αρχειακού υλικού έρχεται να προσφέρει νέα στοιχεία που μας βοηθούν να ερμηνεύσουμε το φαινόμενο της Ηράκλειας ως μια δυναμική βλάχικη εγκατάσταση. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, ο κάμπος του Στρυμόνα, τα περάσματα της περιοχής και τα εμπορικά κέντρα της ήταν, ήδη, γνωστά και οικία στους Βλάχους και ιδιαίτερα στους αεικίνητους εμπόρους και μεταφορείς, οι οποίοι διέσχιζαν τα μέρη αυτά με τα καραβάνια τους κατευθυνόμενοι στην Κωνσταντινούπολη, το Δούναβη και ακόμη πέρα από αυτόν. Αν επιχειρήσουμε μια επιγραμματική ανασκόπηση της μαζικής άφιξης και της εγκατάστασης βλάχικων πληθυσμών στην Ανατολική Μακεδονία θα πρέπει να αναφέρουμε πως από την πρώτη καταστροφή της Μοσχόπολης, στα 1769, και μέχρι τα μετεπαναστατικά χρόνια, οι περιοχές πέρα από τον Αξιό υπήρξαν, μάλλον, από τα πλέον ασφαλή και προσοδοφόρα καταφύγια για περισσότερες από δύο γενιές φυγάδων και αργότερα μεταναστών. Η άναρχη και διεκδικητική δράση των εξισλαμισμένων Αλβανών, η πολιτική του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, τα γεγονότα της επανάστασης του 1821, αλλά και η ευνοϊκή πολιτική του δυναμικού τοπάρχη Σερρών Ισμαήλ μπέη έφεραν στην περιοχή νομαδοκτηνοτρόφους, εμποροβιοτέχνες, επαγγελματίες, ακόμη και πολεμιστές βλάχικης καταγωγής, οι οποίοι αναζητούσαν νέες εστίες με μεγαλύτερη ασφάλεια, κενά λιβάδια και ευκαιρίες για εργασία και προκοπή. Έφτασαν κατά κύματα ολόκληρα τσελιγκάτα, μεγάλες ή μικρότερες ομάδες οικογενειών ή και μεμονωμένοι δραστήριοι άντρες από όλους τους προγονικούς, μητροπολιτικούς οικισμούς των Βλάχων στη ραχοκοκαλιά της Πίνδου και των προεκτάσεων της. Ουσιαστικά, η βλάχικη εγκατάσταση στην Ηράκλεια ήταν αποτέλεσμα και δημιούργημα της βλάχικης διασποράς στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα.

Το πιθανότερο είναι πως, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα και την άφιξη των πρώτων Βλάχων οικιστών, στην περιοχή της Ηράκλειας υπήρχαν κάποιες ασήμαντες αγροτικές εγκαταστάσεις Τούρκων. Σύμφωνα με μία εκδοχή το παλιό όνομα του πρωταρχικού οικισμού δόθηκε από αυτούς, καθώς κάθε Παρασκευή, δηλαδή κάθε Τζουμαά σύμφωνα με το οθωμανικό ημερολόγιο, στην περιοχή διοργανωνόταν εβδομαδιαίο παζάρι διακίνησης εμπορευμάτων. Έτσι, ο οικισμός που αναπτύχθηκε γύρω και χάρη στο παζάρι ονομάστηκε Τζουμαγιά και μάλιστα Κάτω ή Μπαϊρακλί Τζουμαγιά ώστε να διαχωρίζεται από την Άνω Τζουμαγία, τη σημερινή πόλη Μπλαγκόεβγραντ που βρίσκεται βορειότερα στο έδαφος της Βουλγαρίας. Ως αποτέλεσμα, η πολυσυλλεκτική ομάδα των Βλάχων, που ρίζωσε στην Ηράκλεια, απέκτησε ένα νέο συλλογικό όνομα και επικράτησε να είναι γνωστή ως Τζουμαγιώτες Βλάχοι.

Υπάρχει η αναφορά πως ο πρώτος πυρήνας των οικιστών βλάχικης καταγωγής σχηματίστηκε από μία ομάδα οικογενειών γνωστή με την προσωνυμία Νεβεσκάνοι, καθώς προερχόταν από το σημερινό Νυμφαίο της Φλώρινας. Δεν είναι απόλυτα σαφές το τι προκάλεσε την έξοδο των Νυμφαιωτών από το χωριό τους. Είναι γνωστό πως ο πληθυσμός του Νυμφαίου είχε προσαυξηθεί καθώς δέχτηκε κύματα Βλάχων προσφύγων προερχόμενων, κυρίως, από τη Νικολίτσα του Γράμμου και, πιθανά, τη Μοσχόπολη. Είχε παίξει το ρόλο ενός σχετικά ασφαλούς καταφυγίου όταν οι Τουρκαλβανοί οδήγησαν σε μαρασμό και ερήμωση τους φιλοπρόοδους βλάχικους οικισμούς στις περιοχές της Μοσχόπολης και του Γράμμου από τα 1769 και μετά, μέσα στα γεγονότα μιας ρωσο-τουρκικής σύγκρουσης που στην ελληνική ιστοριογραφία έγιναν γνωστά ως τα Ορλωφικά. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο υπερπληθυσμός, κάποιες ενδοκοινοτικές διαφορές, μία επικίνδυνη επιδημία ή και οι συνεχιζόμενες πιέσεις των Τουρκαλβανών ίσως στάθηκαν οι αιτίες και οι αφορμές για να μία νέα ομαδική έξοδο που στράφηκε προς την Ανατολική Μακεδονία. Έτσι, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως ανάμεσα στους Νεβεσκάνους υπήρχαν τόσο γηγενείς κάτοικοι του Νυμφαίου όσο και προσφυγές που είχε δεχτεί. Στις νέες τους εστίες παρουσιάζονται να σχηματίζουν εδραίες εγκαταστάσεις εμποροβιοτεχνικού ή επαγγελματικού προσανατολισμού σε αντιδιαστολή με άλλους Βλάχους που κατέφτασαν στην περιοχή διατηρώντας ένα νομαδοκτηνοτροφικό χαρακτήρα. Το πιθανότερο είναι πως αυτή η πρωταρχική ομάδα βρέθηκε στην Ηράκλεια μέσα από μια διαδικασία μετεγκατάστασης, αφού πέρασε ή βρέθηκε για κάποια περίοδο, ίσως και για μια με δύο γενιές, στα Άνω Πορόια και τη Ράμνα. Το γεγονός αυτό έρχεται να επιβεβαιωθεί από τις συγγενικές σχέσεις και τις παραδόσεις που διατηρήθηκαν και αναγνωρίζονταν ανάμεσα στους Νεβεσκάνους της Ηράκλειας και αυτούς των γειτονικών εγκαταστάσεων.

Τα ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν στην καταστροφή της Μοσχόπολης επηρέασαν σοβαρά και τους κατεξοχήν νομοδοκτηνοτροφικούς οικισμούς στην περιοχή του Γράμμου. Στη συνέχεια, ανάμεσα στα 1790 με 1810, η Γράμμουστα, ο κεντρικότερος και πιο πολυπληθής οικισμός, ήρθε αντιμέτωπος με τις διεκδικήσεις του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και οι κάτοικοί του οδηγήθηκαν σε νέες μαζικές εξόδους. Ολόκληρα τσελιγκάτα άλλοτε απόλυτα εξαθλιωμένα και άλλοτε διασώζοντας ένα μέρος των κοπαδιών τους αναζήτησαν ασφάλεια πέρα από τα βόρεια και ανατολικά όρια της επικράτειας του Αλή. Ψάχνοντας για κενά και διαθέσιμα λιβάδια στα ορεινά, ολόκληρα φαλκάρια βρέθηκαν να αναπτύσσουν καλυβικές, αρχικά, εγκαταστάσεις σε έναν μεγάλο αριθμό ορεινών όγκων πέρα από τον Αξιό. Οι Γραμμουστιάνοι φυγάδες παρουσίαζαν μεγάλη κινητικότητα καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, προωθούμενοι όλο πιο ανατολικά και πιο βόρεια. Στην Ανατολική Μακεδονία έστηναν τα θερινά καλύβια τους στις πλαγιές της Κερκίνης, του Μενοίκιου και του Όρβηλου. Βορειότερα, στο έδαφος της σημερινής Βουλγαρίας, αναζήτησαν ορεινά λιβάδια στις περιοχές του Πιρίν, της Άνω Τζουμαγιάς, της Ρίλα, του Ραζλόγκ, της Δυτικής Ροδόπης και μέχρι το δυτικό Αίμο. Ανάλογες εγκαταστάσεις δημιουργήθηκαν και στα σημερινά ανατολικά εδάφη της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της «Μακεδονίας». Σε αντίθεση με άλλους Βλάχους φυγάδες που κατέφυγαν στην Ανατολική Μακεδονία, οι Γραμμουστάνοι διατήρησαν με μια κάποια εμμονή ένα σχεδόν απόλυτο νομαδοκτηνοτροφικό χαρακτήρα. Η πολιτισμική τους ταυτότητα ήταν ιδιαίτερα ισχυρή και υπήρξαν αρκετά πολυπληθείς ώστε να ενσωματώσουν στις τάξεις τους τις όποιες ομάδες Βλάχων διαφορετικής προέλευσης που παρέμεναν και αυτοί νομαδοκτηνοτρόφοι. Η δημογραφική συμβολή τους στη δημιουργία της βλάχικης εγκατάστασης στην Ηράκλεια ήταν περιορισμένη. Ωστόσο, ο ρόλος τους στην οικονομική ανάπτυξή της ήταν πολύ πιο καθοριστικός. Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, οι Γραμμουστιάνοι που είχαν τις ορεινές καλυβικές εγκαταστάσεις τους στους γύρω ορεινούς όγκους κατέβαιναν κάθε χειμώνα και έστηναν ένα πυκνό δίκτυο χειμαδιών στον κάμπο του Στρυμόνα μέχρι τη Χαλκιδική και κυρίως γύρω από την Ηράκλεια.

Μία πολύ μεγαλύτερη ομάδα Βλάχων συνοικιστών παρουσιάζεται να προερχόταν από τα βλαχοχώρια στην περιοχή του Ολύμπου. Ανάμεσα στα 1805 με 1815, την έκρυθμη περίοδο της αντιπαράθεσης του Αλή Πασά με τους αρματολούς του Ολύμπου, η οικονομία της περιοχής δοκίμασε μία ισχυρή κρίση και οι συνθήκες ασφαλείας κατέρρευσαν. Λέγεται πως 80 με 100 οικογένειες από το Λιβάδι Ελασσόνας αναγκάστηκαν να εκπατριστούν και να στραφούν προς την Ανατολική Μακεδονία. Στην περίπτωση του γειτονικού Κοκκινοπλού οι συνθήκες της εξόδου φέρονται να ενισχύθηκαν και από την επιδημία που κτύπησε την περιοχή στα 1813. Το ισχυρότερο πλήγμα σημειώθηκε την ίδια χρονιά, όταν ο Αλή και ο γιός του Βελή επιτέθηκαν απροειδοποίητα στο προπύργιο των Λαζαίων στη Μηλιά και εξουδετέρωσαν τα δυναμικά σώματα των αρματολών της περιοχής. Ήταν η σειρά της Φτέρης να επηρεαστεί καθώς η σχέση της με τους Λαζαίους και τη Μηλιά ήταν ιδιαίτερα στενές. Τώρα πια την έξοδο ακολούθησαν ομάδες πολεμιστών με τις οικογένειές τους. Αρκετοί από αυτούς πέρασαν στις επικράτειες του Ισμαήλ μπέη των Σερρών και του γιού του Γιουσούφ και πολλοί ήταν αυτοί που προσέφεραν τις υπηρεσίες στους ισχυρούς τοπάρχες και αντίπαλους του Αλή. Νέες συνθήκες εξόδου δημιουργήθηκαν με τη συμμετοχή των Ολύμπιων Βλάχων στην επανάσταση του 1821. Η επαναστατική κίνηση έληξε σύντομα, την άνοιξη του 1822, όταν οι Οθωμανοί κατέστρεψαν τον Κοκκινοπλό και εξουδετέρωσαν οριστικά τους Λαζαίους στη Μηλιά. Φτάνοντας στην Ανατολική Μακεδονία οι οικογένειες των φυγάδων σκόρπισαν σε μικρές ομάδες και εξελικτικά σχημάτισαν εδραίες εγκαταστάσεις σε αστικά, οικονομικά και διοικητικά κέντρα, καθώς και σε κεφαλοχώρια της περιοχής. Το γεγονός αυτό έρχεται να ενισχύει την άποψη πως οι περισσότεροι ασκούσαν επαγγέλματα σχετικά με την οικονομία της αγοράς ή πως έχασαν το όποιο ζωικό τους κεφάλαιο κατά τη διάρκεια των εξόδων. Η μεγαλύτερη συγκέντρωσή τους παρατηρήθηκε στην περίπτωση της Ηράκλειας, όπου πολλές οικογένειες διατήρησαν στις οικογενειακές τους παραδόσεις την ανάμνηση της καταγωγής τους από τα βλαχοχώρια του Ολύμπου.

Στην περίπτωση της Βωβούσας στο Ζαγόρι της Ηπείρου η πρωταρχική αιτία για τις εξόδους ήταν η προσπάθεια του Αλή Πασά να απομυζήσει οικονομικά τους κατοίκους του ακμαίου τότε βλαχοχωριού και η στρατηγική που εφήρμοσε ώστε να το μετατρέψει σε τσιφλίκι. Ανάμεσα στα 1808 με 1817, μία επιδημία, κάποιες υποκινημένες επιθέσεις ληστών, μα κυρίως η αδυναμία αποπληρωμής μεγάλων συλλογικών οφειλών, ώθησε σε μαζική έξοδο τους μισούς Βωβουσιώτες. Μερικά χρόνια αργότερα, στα 1824, οι Βωβουσιώτες που παρέμειναν στο χωριό βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις επιτάξεις και τις αγγαρείες που τους επιβλήθηκαν από τα οθωμανικά στρατεύματα, καθώς αυτά προσπαθούσαν να κάψουν την αντίσταση του πολιορκημένου Μεσολογγίου. Έτσι και οι τελευταίοι κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό. Οι περισσότεροι φυγάδες της Βωβούσας αναζήτησαν ασφάλεια και προοπτική πέρα από τον Αξιό, μέχρι τα ορεινά της Ροδόπης. Διάφορες σε μέγεθος ομάδες σκόρπισαν στην περιοχή των Σερρών. Οι οικογένειες των προυχόντων ή όσων μπόρεσαν να διασώσουν ένα κάποιο κεφάλαιο βρέθηκαν σε πόλεις, όπως οι Σέρρες, και άλλοι σε κεφαλοχώρια, τόσο στα ορεινά όσο και στα πεδινά. Λόγω του τύπου των εγκαταστάσεων που δημιούργησαν, η προσωνυμία Μπασιώτης, δηλαδή Βωβουσιώτης Βλάχος, έφτασε στο σημείο να είναι, τοπικά, ταυτόσημος του εδραίου Βλάχου, εκείνου του Βλάχου που ζούσε σταθερά σε κάποιο κεφαλοχώρι και που ασχολιόταν εν μέρει με την αγροτική οικονομία και κυρίως με εμποροβιοτεχνικές δραστηριότητες. Εξελικτικά, η μεγαλύτερη συγκέντρωσή τους παρατηρήθηκε στην Ηράκλεια. Ωστόσο, διατήρησαν στενές επαφές και σχέσεις με τις μικρότερες εγκαταστάσεις τους σε γειτονικά κεφαλοχώρια, όπως στην περίπτωση του Αχλαδοχωρίου, του Άγγιστου και του Πέτροβου πάνω από το Σιδηρόκαστρο. Η παρουσία τους ήταν τόσο έντονη, ώστε, στις αρχές του 20ού αιώνα, οι μελετητές των Βλάχων Wace και Thompson έφτασαν στο σημείο να αναφέρουν πως στην Ηράκλεια υπήρχαν 300 οικογένειες με καταγωγή από τη Βωβούσα. Η καταγραφή τους θα πρέπει να θεωρηθεί μάλλον υπερβολική καθώς μοιάζει να αγνοεί την παρουσία και τη συμβολή και των υπόλοιπων Βλάχων συνοικιστών.

Ανάλογα προβλήματα αντιμετώπισαν και τα βλαχοχώρια των Γρεβενών, στις πλαγιές της βόρειας Πίνδου. Ανάμεσα στα 1810 με 1820, παρά τα κατοχυρωμένα και ισχυρά οθωμανικά προνόμια, που μέχρι τότε τα προστάτευαν, ο Αλή Πασάς μεθόδευσε την καθυπόταξη και την οικονομική αφαίμαξή τους. Στα 1819, ολόκληρα τσελιγκάτα, κυρίως, από την Αβδέλλα αλλά και από το Περιβόλι και τη Σμίξη αντί να πάρουν το δρόμο για τα παραδοσιακά θεσσαλικά χειμαδιά ξεστράτισαν και αποφεύγοντας τις φρουρές του Αλή πέρασαν το Αξιό και βρέθηκαν μακριά από την επικράτεια και τις απαιτήσεις του. Οι φυγάδες επιχείρησαν να εδραιώσουν νέες νομαδοκτηνοτροφικές εγκαταστάσεις στις πλαγιές της Κερκίνης και αναζήτησαν νέα χειμαδιά στη Χαλκιδική. Όταν, τελικά, ο Αλή Πασάς εξουδετερώθηκε από το σουλτάνο, στα 1822, και τα επαναστατικά γεγονότα στην περιοχή της Νάουσας και του Βερμίου έληξαν, πολλοί ήταν αυτοί που προτίμησαν να αφήσουν πίσω τους την Ανατολική Μακεδονία και να εγκατασταθούν στο Βέρμιο, πάνω από τη Βέροια. Ωστόσο, όσοι παρέμειναν ρίζωσαν στα Άνω Πορόια, τη Φιλύρα και τη Ράμνα. Εξελικτικά, ορισμένοι πέρασαν με τα κοπάδια τους στις πλαγιές Μενοίκιου και του Όρβηλου, όπου εγκαταστάθηκαν στο Χιονοχώρι και τα Καλύβια του Λαϊλιά, κι άλλοι ακόμη πιο βόρεια στο Πιρίν και τη Δυτική Ροδόπη στο σημερινό βουλγαρικό έδαφος. Οι περισσότεροι παρέμειναν νομαδοκτηνοτρόφοι για αρκετές γενιές, συμβιώνοντας στενά με τους φυγάδες από το Γράμμο. Από την άλλη μεριά δεν ήταν λίγοι αυτοί που βρέθηκαν να αλλάζουν οικονομική και κοινωνική ταυτότητα, εγκαταλείποντας τους οικισμούς στην Κερκίνη και προτιμώντας να εγκατασταθούν οριστικά στην Ηράκλεια που συνεχώς αναπτυσσόταν.

Προβλήματα με το διεκδικητικό Αλή Πασά αντιμετώπισαν και οι Βλάχοι των χωριών του Ασπροποτάμου και της Χώρας Μετσόβου στη νότια Πίνδο. Άλλες φορές ο Αλή προσπαθούσε να υποτάξει τους δυναμικότερους από τους τοπικούς κλεφταρματολούς ή να αποσπάσει τον πλούτο των προυχόντων και άλλοτε επιχειρούσε να μετατρέψει σε τσιφλίκια ολόκληρα ακμαία βλαχοχώρια που δέσποζαν πάνω στα σημαντικά ορεινά περάσματα. Λέγεται πως οι κάτοικοι της Τζούρτζιας, της σημερινής Αγίας Παρασκευής, οδηγήθηκαν σε μαζική έξοδο όταν κάποιος πρόκριτος του χωριού συνειδητοποίησε πως αργά ή γρήγορα οι διεκδικήσεις του Αλή θα έφταναν σε οριακό σημείο. Προέτρεψε τους κατοίκους το εγκαταλείψουν και να φύγουν. Καθοδηγούμενες από τον Αλή επιθέσεις ληστών τρομοκρατούσαν τα χωριά και οι πιο προνοητικοί προτίμησαν να εγκαταλείψουν τις προγονικές εστίες. Υπάρχουν αναφορές πως, κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου και του Μετσόβου έχασαν ένα σημαντικό μέρος των κατοίκων τους. Μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες οικογενειών, παίρνοντας μαζί τους όποιο μέρος των περιουσιών τους σε χρήματα ή ζωικό κεφάλαιο μπορούσαν να διασώσουν, αναγκάστηκαν να εκπατριστούν. Έφυγαν κυρίως οι δραστήριοι εμποροβιοτέχνες που θα μπορούσαν να αναζητήσουν μία καλύτερη τύχη κάπου αλλού ή οι πιο απελπισμένοι που δεν είχαν πια τίποτε να χάσουν. Τα πολεμικά γεγονότα με τη συμμετοχή των Βλάχων της νότιας Πίνδου στην επανάσταση του 1821 έφεραν νέες καταστροφές, δημιούργησαν νέες συνθήκες ανασφάλειας και εξόδων και επισφράγισαν τη φυγή. Οι περισσότεροι από τους φυγάδες του Ασπροποτάμου στράφηκαν και πάλι προς την Ανατολική Μακεδονία. Οικογενειακές παραδόσεις και αρχειακές πληροφορίες επιβεβαιώνουν την άφιξη φυγάδων από το Μέτσοβο, την Καλομοίρα, την Καστανιά, τον Αμάραντο, το Χαλίκι, την Αγία Παρασκευή, το Γαρδίκι και το Νεραϊδοχώρι, δίχως να μπορούμε να αποκλείσουμε την ύπαρξη φυγάδων κι από άλλα γειτονικά βλαχοχώρια. Βρέθηκαν να σχηματίζουν εδραίες εγκαταστάσεις στις πολιτείες και τα προϋπάρχοντα ορεινά κεφαλοχώρια, όπου συγκρότησαν δυναμικούς πυρήνες Βλάχων εμποροβιοτεχνών, επαγγελματιών, μεταφορέων και χανιτζήδων. Οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις ήταν αυτές στα ορεινά κεφαλοχώρια του Νευροκοπίου. Πολύ λιγότεροι ήταν αυτοί που παρέμειναν νομαδοκτηνοτρόφοι και ενσωματώθηκαν στους πληθυσμούς των Γραμμουστιάνων. Εμποροβιοτέχνες ή νομαδοκτηνοτρόφοι, οι φυγάδες από τη νότια Πίνδο απέκτησαν ένα νέο προσωνύμιο στις περιοχές των νέων εστιών τους και ήταν γνωστοί ως Μότσιανοι. Στην περίπτωση της Ηράκλειας οι περισσότεροι από τους Ασπροποταμίτες κατάγονταν από την Αγία Παρασκευή και πιθανά από το Γαρδίκι. Ο αριθμός τους ήταν, πιθανόν, περιορισμένος, ίσως γιατί αρκετοί επέστρεψαν στις προγονικές εστίες όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν. Όσοι παρέμειναν, μάλλον, αφομοιώθηκαν ανάμεσα στους πολυπληθέστερους φυγάδες από άλλες περιοχές.

Αναμφίβολα η συρροή των Βλάχων στην Ηράκλεια εξελίχθηκε σταδιακά και δίπλα σε αρχικά περιορισμένο, αλλά σίγουρα προϋπάρχοντα πληθυσμό. Όμως, ο ρόλος της ως ένα ανερχόμενο οικονομικό κέντρο προσέλκυσε και άλλους νέους κατοίκους πέρα από τους Βλάχους. Ένα μέρος των νεοαφιχθέντων ήταν οικογένειες σλαβόφωνων χριστιανών. Οι περισσότεροι από αυτούς υπήρξαν κολίγοι σε γειτονικά τσιφλίκια κι άλλοι προέρχονταν από πιο μακρινά χωριά της ευρύτερης περιοχής. Οι ευκαιρίες για εργασία προσέλκυσαν και ομάδες χριστιανών και μουσουλμάνων Τσιγγάνων. Άλλοι από αυτούς ήταν απλοί τεχνίτες και άλλοι εποχιακοί εργάτες γης. Θα πρέπει να αναφερθεί πως, σύμφωνα με οικογενειακές παραδόσεις, ανάμεσα στους βλαχόφωνους βρέθηκαν να ενσωματώνονται και ορισμένες οικογένειες ελληνοφώνων από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τις δυτικότερες περιοχές της Μακεδονίας. Στις αρχές του 20ού αιώνα, είχαν ήδη σχηματιστεί πέντε διακριτές συνοικίες. Τα σπίτια των χριστιανών ίσως έφτασαν να αριθμούν μέχρι και 1.200. Στα βορειοδυτικά υπήρχε η συνοικία των σλαβόφωνων χριστιανών κατοίκων, γύρω από την παλαιότερη εκκλησία του 1833, αφιερωμένη στη Γέννηση της Θεοτόκου. Στα βορειοανατολικά είχε αναπτυχθεί η Νέα ή Βλάχικη συνοικία, γύρω από την εκκλησία του 1869, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Η χρονολόγηση των εκκλησιών μας οδηγεί στην υπόθεση πως οι Βλάχοι βρήκαν στην Ηράκλεια και έναν πρωταρχικό πυρήνα σλαβόφωνων χριστιανών κατοίκων, πέρα από τους προϋπάρχοντες Τούρκους. Η συνοικία των Τούρκων βρισκόταν στα νοτιοδυτικά, η συνοικία των μουσουλμάνων Τσιγγάνων στα νότια και η συνοικία των χριστιανών Τσιγγάνων στα νοτιοανατολικά. Η μουσουλμανική κοινότητα διατηρούσε μεγάλο λιθόκτιστο τζαμί και αποτελούσε γύρω στο ένα τέταρτο του συνολικού πληθυσμού. Από αυτούς το ένα τρίτο ήταν Τούρκοι και οι υπόλοιποι μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι. Οι πραγματικοί Τούρκοι ήταν γνωστοί ως Κονιάροι. Η προσωνυμία τους είναι δηλωτική της καταγωγής τους από τους εποίκους που εγκαταστάθηκαν στην Ανατολική Μακεδονία κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της οθωμανικής κυριαρχίας.

Στα 1903, είχαν ήδη λιθοστρωθεί οι κεντρικές οδοί και η Ηράκλεια έπαιρνε τη μορφή μίας εύρωστης και συνεχώς αναπτυσσόμενης πολιτείας. Φωτογραφίες της εποχής μαρτυρούν τη συνύπαρξη των παλαιότερων και χαρακτηριστικών πλινθόκτιστων κατοικιών αγροτικού τύπου και των νεόκτιστων, νεοκλασσικών κατοικιών αστικού τύπου. Οι οικονομικές δραστηριότητες επικεντρώνονταν σε πέντε πλατείες, γύρω από τις οποίες βρίσκονταν τα καταστήματα και τα εργαστήρια των εμπόρων και των βιοτεχνών κάθε είδους. Η κινητήρια δύναμη της αγοράς της Ηράκλειας βασιζόταν στη μεγάλη και ποικίλη αγροτική παραγωγή του κάμπου του Στρυμόνα και των πολυάριθμων και κυρίως τουρκικής ιδιοκτησίας τσιφλικιών στην ευρύτερη περιοχή. Εξάλλου, ο κάμπος του Στρυμόνα ήταν γνωστός στους Τούρκους τσιφλικάδες ως Αλτίν Οβασί, δηλαδή ως χρυσοφόρος κάμπος. Οι Βλάχοι εμποροβιοτέχνες παρουσιάζονται να ελέγχουν την αγορά και το φημισμένο παζάρι της Ηράκλειας. Ανέλαβαν έναν ιδιαίτερα ρυθμιστικό ρόλο καθώς συγκέντρωναν, αξιοποιούσαν και προωθούσαν σε μεγαλύτερες αγορές τόσο τις πρώτες ύλες όσο και τα επεξεργασμένα προϊόντα. Επιπλέον, Βλάχοι επαγγελματίες προσέφεραν σημαντικότατες, τότε, υπηρεσίες, όπως οι μεταφορείς και οι χανιτζήδες. Ενδεικτική είναι η πληροφορία που μας μεταφέρει στα 1887 ο Νικόλαος Σχινάς πως στην Ηράκλεια λειτουργούσαν 10 χάνια, όταν στις Σέρρες υπήρχαν 24. Ο δυναμικός οικονομικός και κοινωνικός ρόλος των Τζουμαγιωτών Βλάχων δεν θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα απομονωμένο και αυτόνομο φαινόμενο. Ενισχύθηκε κατά πολύ από την ανάπτυξη και την αξιοποίηση συγγενικών δικτύων αλληλοϋποστήριξης με τις βλάχικες εμποροβιοτεχνικές εγκαταστάσεις, που αναπτύχθηκαν παράλληλα στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας τόσο στις πόλεις όσο και στα κεφαλοχώρια στα ορεινά και τα πεδινά. Επιπλέον, αρκετοί Τζουμαγιώτες είχαν διακτινιστεί σε γειτονικούς οικισμούς, κυρίως κατά μήκος των τότε οδικών αρτηριών, όπου λειτουργούσαν χάνια και εμπορικά καταστήματα. Σύμφωνα με αρχειακή πηγή, την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, χαρακτηριστικές περιπτώσεις ήταν τα χάνια που κατείχαν Τζουμαγιώτες στα χωριά Κούλα, Μαρικοστένοβο, Λιμπούνοβο και Μαρινοπόλ της περιοχής Πετριτσίου, λίγο πίσω από τα σημερινά σύνορα.

Το ίδιο ενισχυτικές υπήρξαν οι σχέσεις με τα πολυάριθμα βλάχικα χειμαδιά γύρω από την Ηράκλεια. Μπορεί η παρουσία των νομαδοκτηνοτρόφων να ήταν περιοδική, όμως ένα σημαντικό μέρος της παραγωγής τους διακινούταν μέσω της αγοράς της Ηράκλειας, όπου έκαναν κι ένα μεγάλο μέρος των προμηθειών τους. Σύμφωνα με εκθέσεις που περιέχουν στοιχεία για τη βλάχικη δημογραφική παρουσία στην Ανατολική Μακεδονία, οι οποίες εντοπίστηκαν στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, πληροφορούμαστε πως, στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, ο βλάχικος πληθυσμός της Ηράκλειας παρουσίαζε διακυμάνσεις ανάμεσα στη θερινή και τη χειμερινή περίοδο. Οι διαφορές ήταν αποτέλεσμα της διαχείμασης στην ίδια την Ηράκλεια πολλών και κυρίως τσελιγκάδικων οικογενειών. Οι περισσότερες από αυτές τις οικογένειες, αν όχι όλες, προέρχονταν την Μπόζντονα, τη Λόποβα και τη Σιάτροβα, τρεις θερινές νομαδοκτηνοτροφικές εγκαταστάσεις Γραμμουστιάνων στα ορεινά πάνω από το Μελένικο, στο γειτονικό έδαφος της σημερινής Βουλγαρίας. Από την Μπόζντοβα κατέβαιναν οι οικογένειες των τσελιγκάδων Νίτσιου Στεργιούτσα και Νικόλαου και από τη Σιάτροβα οι οικογένειες των κεχαγιάδων Δημήτριου Μπαλιγκάρη και Μήτρου Καραμάνη. Ομάδες της ίδιας προέλευσης υπήρχαν σε πολλά γειτονικά χωριά και τσιφλίκια. Στο Ποντισμένο έστηνε χειμαδιό ο αρχιτσέλιγκας Νικόλαος Στεργίου Παφλιάνος από τη Λόποβα με 10 οικογένειες και 600 με 700 πρόβατα. Στο Μεγαλοχώρι, κτήμα του Ακήλ Βέη, είχε χειμαδιό ο τσέλιγκας Αλέξης με 10 οικογένειες, 700 πρόβατα και 60 άλογα. Στο Νεοχώρι, κτήμα του Αντωνάκη Παρίση, είχε χειμαδιό ο τσέλιγκας Γιώργης με 4 οικογένειες, 600 πρόβατα και 30 άλογα. Στο Λιμνοχώρι, κτήμα του Χατζηαβδούλ Εφέντη, είχε χειμαδιό ο τσέλιγκας Μίχος Οικονόμου από τη Λόποβα με 13 οικογένειες, 800 πρόβατα και 60 άλογα. Στο Δενδροχώρι, κτήμα της πρόκριτης οικογένειας Χατζηλαζάρου από τις Σέρρες, που όμως κατοικούσε στη Θεσσαλονίκη, είχε χειμαδιό ο τσέλιγκας Χρήστος με 5 βλάχικες οικογένειες, 400 πρόβατα και 30 άλογα. Στο Χορτερό έστηνε χειμαδιό ο κεχαγιάς Βασίλειος Παφλιάνος από τη Λόποβα με 10 οικογένειες, 1.100 πρόβατα και 60 άλογα. Στο Καμαρωτό έστηνε χειμαδιό ο κεχαγιάς Αδάμος με 5 οικογένειες, 600 πρόβατα και 10 άλογα. Στη Θερμοπηγή έστηνε χειμαδιό ο κεχαγιάς Παρίσης με 20 οικογένειες, 1.000 πρόβατα και 30 άλογα. Στο Μελενικίτσι έστηναν χειμαδιά οι κεχαγιάδες Αναγνώστης, Χρήστος και Σιαμάτας από την Μπόζντοβα. Οι ίδιοι είχαν χειμαδιά και στο Χριστό. Βλάχικα χειμαδιά αναφέρεται πως υπήρχαν κατά διαστήματα και στα γειτονικά σημερινά χωριά Κοίμηση, Σχιστόλιθος, Στρυμονοχώρι, Γεφυρούδι, Αμμουδιά και Σαρακατσαναίικα.

Λέγεται πως το πρώτο ελληνικό σχολείο λειτούργησε στην Ηράκλεια γύρω στα 1866. Η καλλιέργεια της ελληνικής παιδείας αποτελούσε παραδοσιακή διάσταση της ταυτότητας των Βλάχων συνοικιστών την οποία μετέφεραν στις νέες τους εστίες. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη πως, στα 1875, ο Emile Picot παραδέχεται πως οι Βλάχοι της Ηράκλειας ήταν ταυτισμένοι με την ελληνική εθνική ιδέα. Η πρώτη ρήξη στη συνοχή της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας παρουσιάστηκε όταν ένα μέρος των σλαβόφωνων χριστιανών δελεάστηκε από τις προτάσεις των βουλγαρικών εθνικών ιδεολογημάτων και επιχείρησε να θέσει σε λειτουργία βουλγαρικό σχολείο στα 1870 και αργότερα στα 1903. Ωστόσο, οι δύο εκκλησίες της Ηράκλειας παρέμειναν στη διαχείριση της ελληνορθόδοξης - πατριαρχικής κοινότητας και σε αυτές ιερουργούσαν πέντε ιερείς. Οι εξαρχικοί αναγκάστηκαν να κτίσουν ένα μικρό δικό τους παρεκκλήσι στα 1902. Στα 1906 και σύμφωνα με έκθεση του επιθεωρητή των ελληνικών σχολείων Δημήτριου Σάρρου στην Ηράκλεια λειτουργούσε οκτατάξιο αρρεναγωγείο με 201 μαθητές, τετρατάξιο παρθεναγωγείο με 101 μαθήτριες, νηπιαγωγείο με 175 μαθητές και μαθήτριες και ένα ιδιαίτερο σχολείο για 30 χριστιανούς Τσιγγάνους μαθητές και μαθήτριες. Στα σχολεία υπηρετούσαν 6 δάσκαλοι και 4 δασκάλες. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα είχε στην ιδιοκτησία της το τσιφλίκι της Τοπόλνιτσας, που σήμερα βρίσκεται στη συνοριακή γραμμή με τη Βουλγαρία και το οποίο της απέφερε ετησίως έσοδα 90 λιρών. Στο κτήμα αυτό ενοικίαζε και έστηνε χειμαδιό ο τσέλιγκας Δήμτσας από την Μπόζντοβα, με περίπου 15 οικογένειες, περισσότερα από 2.000 πρόβατα και 100 άλογα. Οι δύο εκκλησίες είχαν έσοδα 90 με 120 λίρες και από την εκμετάλλευση της υπόλοιπης κοινοτικής περιουσίας υπήρχαν επιπλέον έσοδα 60 λιρών. Οι εξαρχικοί είχαν προσαυξήσει το δυναμικό τους από 47 σπίτια σε 80 λόγω της συρροής νέων μελών από τα γύρω χωριά. Λειτουργούσαν μικρό σχολείο για μόλις 20 με 25 μαθητές και μαθήτριες, όπου εργάζονταν 2 δάσκαλοι και 2 δασκάλες. Όσον αφορά τους Βλάχους κατοίκους, είχαν επιχειρηθεί επανειλημμένες προσπάθειες της ρουμανικής προπαγάνδας να προσεταιριστεί ορισμένους κατοίκους στις ρουμανικές εθνικές ιδεολογικές προτάσεις, να ιδρυθεί ρουμανικό σχολείο και εξελικτικά ρουμανίζουσα κοινότητα, όπως στην περίπτωση των Άνω Ποροΐων. Οι προσπάθειες απέτυχαν παταγωδώς καθώς βρέθηκαν αντιμέτωπες με τη συλλογική αντίσταση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Τζουμαγιωτών. Σύμφωνα με το Σάρρο, μόλις 15 οικογένειες από τις περίπου 500 βλάχικες οικογένειες παρουσιάζονταν να είχαν δεχθεί μια κάποια επιρροή. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων η ρουμανική προπαγάνδα βασίστηκε στη δράση ενός τυχοδιωκτικού προσώπου (Μιχαλούσης Μαργαρίτης), που άλλοτε παρουσιαζόταν ως υποστηρικτής της βουλγαρικής Εξαρχίας και άλλοτε ως οπαδός της ρουμανικής κίνησης. Ενδεικτική της ταύτισης των Βλάχων της Ηράκλειας με την ελληνική εθνική ιδέα ήταν επιστολή διαμαρτυρίας που υπέγραψαν και απέστειλαν στο Πατριαρχείο, με ημερομηνία 25 Απριλίου 1907, για τη συνεχιζόμενη δράση της ρουμανικής προπαγάνδας. Ανάμεσα σε άλλα επισήμαιναν πως από τις 700 οικογένειες της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας οι 500 ήταν βλάχικης καταγωγής. Καθ’ όλη τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα είχαν μετατρέψει την πολιτεία τους σε κέντρο της ελληνικής δράσης. Το 1906 ιδρύσαν φιλόπτωχη αδελφότητα, η οποία ενίσχυε άπορους κατοίκους, συντηρούσε αναγνωστήριο, έδινε υποτροφίες και μοίραζε βιβλία. Το 1909 δημιούργησαν το πολιτικό σωματείο Εθνικός Σύνδεσμος με πρόεδρο το Δημήτριο Ρώτσκα και οργάνωσαν κοινοτικό γυμναστήριο. Ενδεικτικό είναι επίσης το γεγονός πως από τις τάξεις των Βλάχων της Ηράκλειας προερχόταν ο καπετάνιος Στέργιος Βλάχμπεης, ένας από τους σημαντικότερους αρχηγούς των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων που ανέπτυξαν δράση στην Ανατολική Μακεδονία κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα.

Αξίζει να αναφέρουμε ορισμένες από τις πιο ενδεικτικές αναφορές για τη δημογραφική εικόνα της Ηράκλειας στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Στα 1887, ο Νικόλαος. Σχινάς κατέγραψε πως στην Ηράκλεια υπήρχαν 570 οικογένειες χριστιανών και 20 με 30 οικογένειες μουσουλμάνων. Αυτοί οι αριθμοί, ιδιαίτερα των μουσουλμάνων, μοιάζουν να είναι μικρότεροι από την πραγματικότητα. Στα 1889, ο Σέρβος S. Gopgevic αναφέρει 347 σπίτια, 700 χριστιανούς κατοίκους, που λανθασμένα κατέγραψε ως Σέρβους, και 240 μουσουλμάνους κατοίκους. Ωστόσο, η παρουσία των Βλάχων τον ανάγκασε να συμπληρώσει πως ανάμεσα στους χριστιανούς υπήρχαν 105 Βλάχοι φορολογούμενοι. Σύμφωνα με το δημογραφικό κατάλογο που φέρεται να συνέταξε ο Απόστολος Μαργαρίτης στα 1894 και που δημοσίευσε ο A. Rubin στα 1913 υπήρχαν 6.700 Βλάχοι κάτοικοι, αριθμός σίγουρα υπερβολικός. Στα 1895, ο Gustav Weigand αναφέρει 1.000 Βλάχους, 3.000 Βούλγαρους, 250 Τούρκους και 750 μουσουλμάνους Τσιγγάνους. Στα 1900, ο Vasil Kancev αναφέρει 1.250 Βλάχους, 4.100 Βούλγαρους, 400 Τούρκους και 300 Τσιγγάνους. Το 1905 και σύμφωνα με τις δημογραφικές καταγραφές του D. M. Brancoff αναφέρονται 1.386 Βλάχοι, 15 Έλληνες, 12 Αρβανίτες, 3.232 πατριαρχικοί Βούλγαροι, 320 εξαρχικοί Βούλγαροι και 102 Τσιγγάνοι, δίχως αναφορές για τους μουσουλμάνους κατοίκους. Και σε αυτή τη δημοσίευση οι αριθμοί των Βούλγαρων φαντάζουν υπερβολικοί. Ο Αθ. Χαλκιόπουλος, βασιζόμενος στην οθωμανική απογραφή του 1905 γνωστή ως απογραφή του Hilmi πασά αναφέρει 3.345 πατριαρχικούς, 140 εξαρχικούς και 650 μουσουλμάνους. Στα 1905 και πάλι, στην καταγραφή του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τους βλάχικους πληθυσμούς αναφέρονται 500 οικογένειες. Κάποια αρχειακή πηγή μας μεταφέρει την πληροφορία πως, στα 1906, στην Ηράκλεια υπήρχαν 3.600 Βλάχοι κάτοικοι, με καταγωγή από Βωβούσα, τον Κοκκινοπλό, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Ένας στατιστικός κατάλογος των ελληνικών προξενικών αρχών, που χρονολογείται γύρω στα 1908, αναφέρει 7.995 κάτοικοι. Από αυτούς 4.000 ήταν Βλάχοι, 2.460 πατριαρχικοί σλαβόφωνοι, 75 εξαρχικοί σλαβόφωνοι, 350 χριστιανοί Τσιγγάνοι, 310 μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι και 800 Τούρκοι. Ο Ιταλός Amadori-Virgilji αναφέρει πως, στα 1908, υπήρχαν 4.000 Βλάχοι. Τελικά, μπορεί οι διάφορες πηγές να διαφωνούν ως προς τη σύνθεση και το δημογραφικό δυναμικό των διάφορων ομάδων των κατοίκων, ωστόσο το βασικότερο συμπέρασμα είναι πως η βλάχικη εγκατάσταση στην Ηράκλεια ήταν η μεγαλύτερη και η σημαντικότερη από όλες όσες είχαν αναπτυχθεί στο τότε σαντζάκι Σερρών.

Στις 26 Νοεμβρίου 1912, κατά τη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου, τα βουλγαρικά στρατεύματα μπήκαν στην Ηράκλεια, ακολουθούμενα από ομάδες Βούλγαρων κομιτατζήδων που είχαν δράσει στην περιοχή. Αυτά τα σώματα βρήκαν την ευκαιρία για πράξεις ωμής αντεκδίκησης. Συγκέντρωσαν και κατασφάξανε μέχρι και 300 γυναικόπαιδα των Τούρκων κατοίκων μαζί με τον τοπικό ιμάμη, ενώ άλλοι είχαν προλάβει να διαφύγουν προς τη Θεσσαλονίκη. Στραφήκανε ακόμη και εναντίον των Βλάχων κατοίκων, οι οποίοι θεωρητικά ήταν σύμμαχοι ως μέλη της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας. Δολοφόνησαν 14 από αυτούς και λεηλάτησαν πολλές περιουσίες. Στις 28 Ιουνίου του 1913, κατά τη διάρκεια του Β' Βαλκανικού Πολέμου, τα ελληνικά στρατεύματα απελευθέρωσαν την Ηράκλεια, ενώ ένα μέρος των κατοίκων με βουλγαρική συνείδηση ακολούθησε την υποχώρηση του βουλγαρικού στρατού. Όταν την ίδια χρονιά πραγματοποιήθηκε η πρώτη επίσημη ελληνική απογραφή του πληθυσμού των νέων επαρχιών, καταγράφηκαν 5.506 κάτοικοι. Η απογραφή κατέδειξε πως η Ηράκλεια ήταν, τότε, ο τέταρτος μεγαλύτερος οικισμός της Ανατολικής Μακεδονίας μετά την Καβάλα, τις Σέρρες και τη Δράμα. Σύμφωνα με στατιστικούς πίνακες της Επιτελικής Υπηρεσίας του Ελληνικού Στρατού, πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους, υπήρχαν 5.950 κάτοικοι. Από αυτούς οι 4.500 ήταν πατριαρχικοί χριστιανοί, στο μεγαλύτερο μέρος τους βλάχικης καταγωγής, οι 150 ήταν σλαβόφωνοι εξαρχικοί χριστιανοί και οι 1.300 μουσουλμάνοι. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, τον Αύγουστο του 1915, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τις επιπτώσεις τους, οι κάτοικοι αριθμούσαν 6.125. Από αυτούς οι 4.550 ήταν γηγενείς χριστιανοί, οι 1.360 πρόσφυγες χριστιανοί, κυρίως από περιοχές που είχε κατοχυρωθεί στη Βουλγαρία, οι 15 σλαβόφωνοι χριστιανοί, που παλαιότερα ήταν εξαρχικοί, και οι 200 μουσουλμάνοι. Παρατηρούμε, λοιπόν, πως είχαν περιοριστεί κατά πολύ οι αριθμοί των μουσουλμάνων κατοίκων και των κατοίκων βουλγαρικής συνείδησης.

Παρά τα σοβαρά προβλήματα που έφεραν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, η Ηράκλεια παρέμενε ακμαία και έμοιαζε να ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία ενσωματωμένη πια στην Ελλάδα. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει πως ακόμη χειρότερες και πραγματικά καταστροφικές καταστάσεις έμελε να ακολουθήσουν το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το Σεπτέμβριο του 1915 άρχισαν να αποβιβάζονται στη λιμάνι της Θεσσαλονίκης τα πρώτα στρατεύματα των συμμάχων της Αντάντ και σκοπό να βοηθήσουν τους Σέρβους. Τον Αύγουστο 1916 οι Βούλγαροι σε συνεργασία με τους Γερμανούς κατέλαβαν την Ηράκλεια και εξελικτικά την υπόλοιπη Ανατολική Μακεδονία ανατολικά του Στρυμόνα, ουσιαστικά με τη συγκατάθεση της ελληνικής κυβέρνησης στην Αθήνα. Η κήτη του Στρυμόνα αποτέλεσε το ανατολικό τμήμα του Μακεδονικού Μετώπου ανάμεσα στους συμμάχους της Αντάντ και τις Κεντρικές Δυνάμεις. Πολύ σύντομα οι Βούλγαροι εκκένωσαν την Ηράκλεια, απομάκρυναν με τη βία όλους τους κατοίκους και τους υποχρέωσαν με ελάχιστα υπάρχοντα να ακολουθήσουν τις φάλαγγες των εξόριστων που τραβούσαν για το εσωτερικό της Βουλγαρίας και της κατεχόμενης Σερβίας. Οι Τζουμαγιώτες σκόρπισαν σε μικρές ομάδες και εγκαταστάθηκαν στο Πετρίτσι, το Μελένικο, το Μπλαγκόεβγκραντ, το Τατάρ Παζαρτζίκ, τη Φιλιππούπολη, τη Σόφια, το Ποζάρεβιτς της Σερβίας και σε άλλα μέρη. Οι οικογένειες αφέθηκαν στην τύχη τους, δίχως οποιαδήποτε μέριμνα από τους Βούλγαρους, ενώ πολλοί άντρες υποχρεώθηκαν σε καταναγκαστική εργασία. Αποστερημένοι των περιουσιών τους, αδυνατώντας να βιοπορισθούν αποτελεσματικά και ζώντας κάτω από άθλιες συνθήκες άρχισαν να αποδεκατίζονται. Με τη λήξη του πολέμου στα τέλη του 1918, όσοι επιβίωσαν άρχισαν να επιστρέφουν σταδιακά. Ωστόσο, η μικρή πολιτεία της Ηράκλειας δεν υπήρχε πια. Είχε βρεθεί ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά της πρώτης γραμμής με αποτέλεσμα να καταστραφεί ολοσχερώς από τα θεμέλια της. Μία ομάδα οικογενειών που έφτασε με καράβια από τη Βάρνα της Βουλγαρίας στο λιμάνι της Καβάλας προσβλήθηκε από τύφο. Περισσότεροι από 500 Τζουμαγιώτες πέθαναν στην καραντίνα του λιμανιού. Άλλες οικογένειες που επέστρεψαν από τη Σερβία προσβεβλημένες από την ίδια ασθένεια περιορίστηκαν σε καραντίνα στις Σέρρες, όπου επίσης αποδεκατίστηκαν. Περίπου οι μισοί Τζουμαγιώτες, ίσως μέχρι και 3.000, πέθαναν κατά τη διάρκεια της εξορίας και του ταξιδιού της επιστροφής λόγω των κακουχιών και των επιδημιών. Η συνοχή του παλαιότερου κοινωνικού ιστού είχε κυριολεκτικά διαλυθεί. Σε πολλές περιπτώσεις ελάχιστα μέλη των μεγάλων παραδοσιακών οικογενειών είχαν κατορθώσει να επιβιώσουν, ενώ ολόκληροι οικογενειακοί κλάδοι είχαν χαθεί οριστικά. Οι πρώτοι κάτοικοι βλάχικης και τσιγγάνικης καταγωγής που επέστρεψαν έστησαν πρόχειρα παραπήγματα σε μικρή απόσταση από τα εκτεταμένα ερείπια. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες πολλοί ήταν αυτοί που προτίμησαν να εγκαταλείψουν την Ηράκλεια και να εγκατασταθούν στις Σέρρες, το Σιδηρόκαστρο, το Νέο Πετρίτσι και τη Θεσσαλονίκη. Η ανέχεια του ελληνικού κράτους και η εμπλοκή στη μικρασιατική εκστρατεία απέτρεψε την ανοικοδόμηση της Ηράκλειας και την ουσιαστική παροχή αρωγής σε όσους επιβίωσαν. Έτσι, κατά την απογραφή του 1920 καταμετρήθηκαν μόλις 1.961 κάτοικοι. Το 1928 καταγράφηκαν 2.366 κατοίκους. Όμως η πληθυσμιακή ενδυνάμωση ήταν αποτέλεσμα της εγκατάστασης προσφυγικών οικογενειών. Μέχρι το 1925, δίπλα στους παλιούς Τζουμαγιώτες είχαν ήδη εγκατασταθεί 80 οικογένειες από τη Θράκη, 29 οικογένειες από τη Μικρά Ασία, 4 οικογένειες Αρμενίων, 3 οικογένειες από τη Βουλγαρία και 1 οικογένεια από τον Πόντο. Η ανοικοδόμηση της Ηράκλειας ξεκίνησε μόλις το 1930. Ωστόσο, στάθηκε αδύνατο να αποκατασταθεί η πρότερη ανάπτυξη και ακτινοβολία της.

Η συνεισφορά των Βλάχων στην αναγέννηση της σύγχρονης Ελλάδας είναι αναμφισβήτητη. Όμως, το ιστορικό των αγνοημένων Τζουμαγιωτών έρχεται να καταδείξει με πολύ πιο χειροπιαστό τρόπο τους λόγους που ενισχύουν την παραδοσιακή βλάχικη περηφάνια. Στην περίπτωσή τους αυτή δεν πηγάζει στην προσφορά ενδεικτικών και προβεβλημένων προσώπων. Έχει τις βάσεις της στη συλλογική προσφορά μίας ολόκληρης κοινωνίας. Η συμμετοχή τους στις εθνικές περιπέτειες, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, τους οδήγησαν στην Ανατολική Μακεδονία. Ρίζωσαν και ενίσχυσαν δημογραφικά τον τοπικό ελληνισμό, δημιουργώντας τη μεγαλύτερη βλάχικη εγκατάσταση της ευρύτερης περιοχής. Με χαρακτηριστικά επιχειρηματικό και φιλοπρόοδο πνεύμα υπήρξαν οι ρυθμιστές της ανάπτυξης ενός δραστήριου εμπορικού κέντρου από μηδενική βάση, που συνεχώς προόδευε. Στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα μετέτρεψαν στη μικρή πολιτείας τους σε κέντρο της ελληνικής δράσης και αντιστάθηκαν σταθερά στη ρουμανική προπαγάνδα. Το αποτέλεσμα ήταν να πληρώσουν με οικονομικό αφανισμό και πραγματική εκατόμβη θυμάτων την ταύτιση της μοίρας τους με αυτή της Ρωμιοσύνης.

Ηράκλεια, 24 Σεπτεμβρίου 2008
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ ΤΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ
Αστέρης Κουκούδης