Εκ πρώτης όψεως οι «Μελέτες για τους Βλάχους» του Αστέρη Κουκούδη είναι ένα τεράστιο ευρετήριο όλων των βλάχικων εγκαταστάσεων στη Νότια Βαλκανική. Το ευρετήριο αυτό περιλαμβάνει μία ιστορική αναδρομή για τις ομάδες των βλάχικων μητροπολιτικών οικισμών και μία εκτενέστερη καταγραφή της ιστορίας των βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων στην Κεντρική Μακεδονία.

Για τη συγκέντρωση του τεράστιου υλικού ο συγγραφέας εργάστηκε όχι μόνο σε βιβλιοθήκες και αρχεία αλλά και με τους ίδιους τους ανθρώπους. Η συγκέντρωση και η παρουσίαση αυτού του υλικού και μόνον καθιστούν του έργο αυτό άξιο επαίνων. Όμως η συμβολή του στην ιστορία των Βλάχων είναι πολύ μεγαλύτερη.

Ο κ. Κουκούδης μέσα από την εξιστόρηση και την αποτύπωση της πυκνής βλάχικης διασποράς, από το μητροπολιτικό τους χώρο στη ραχοκοκαλιά της Πίνδου, προς τον ορίζοντα των Νοτίων Βαλκανίων και ακόμη πιο πέρα δείχνει πόσο συνέβαλαν οι Βλάχοι στην εξέλιξη της ελληνικής αστικής τάξης στο χώρο αυτό. Η παρατήρηση αυτή σημαίνει πως οι Βλάχοι δεν θα πρέπει να θεωρούνται ως μια εξελληνισμένη ομάδα ή μια ομάδα διχασμένη ανάμεσα στις εθνικές προπαγάνδες των αρχών του 20ού αιώνα, αλλά μία ως γνήσια έκφραση της ρωμιοσύνης.

Στη μελέτη διατυπώνεται η άποψη ότι τα ερωτήματα σχετικά με την καταγωγή των Βλάχων και τη γνήσια ή φαλκιδευμένη ταυτότητά τους είναι περιττά. Κι’ αυτό γιατί είναι βέβαιο πως στον κεντρικό και βόρειο ελληνικό χώρο, αλλά και στις γύρω Βαλκανικές Χώρες, για ό,τι σοβαρό μπορεί να περηφανευθεί ο Ελληνισμός, εκπαιδευτική, οικονομική ή επαναστατική δραστηριότητα, τουλάχιστον από τα τέλη του 18ου αιώνα και ως το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οικοδομήθηκε σε έναν ιδιαίτερα καθοριστικό βαθμό με την ουσιαστική αρωγή των Βλάχων.

Η παρατήρηση αυτή δεν έχει ως σκοπό να κολακεύσει τους Βλάχους. Είναι μία ιστορική πραγματικότητα. Από τους μέσους αιώνες της τουρκοκρατίας η συγκέντρωση κεφαλαίου και εξουσίας στον κεντρικό και βόρειο ελλαδικό χώρο εντοπίστηκε για διάφορους ιστορικούς λόγους ιδιαίτερα στον ορεινό χώρο της Πίνδου και των προεκτάσεών της, όπου κυρίως διασώζονταν τα κατάλοιπα της ρωμαϊκής και βυζαντινής λατινοφωνίας. Έτσι οι Βλάχοι προβάλουν στο νεότερο ιστορικό προσκήνιο ως μία τάξη ευπόρων κτηνοτρόφων και πραγματευτάδων, αλλά και ως κλεφταρματολοί. Από τις τάξεις αυτές προήλθε μεγάλο μέρος των δασκάλων και των πολεμιστών του γένους στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία, αλλά και ένα μεγάλο πλήθος από εμποροβιοτέχνες που στελέχωσαν τις ελληνορθόδοξες κοινότητες των αστικών κέντρων σε ολόκληρη σχεδόν τη Βαλκανική.

Από τα παραπάνω και από όσα άλλα τεκμηριώνει ο συγγραφέας είναι προφανές ότι οι Βλάχοι δεν μπορούν να θεωρούνται ούτε ως ένα γραφικό υπόλειμμα του χαμένου κτηνοτροφικού βίου των βουνών, ως ένα μουσειακό είδος, ούτε ως μία μειονότητα εύκολα χειραγωγούμενη από επιτήδειους προστάτες. Οι Βλάχοι δεν είναι μειονότητα και δεν είναι μόνον οι βλαχόφωνοι ή οι φουστανελοφόροι, είναι κατεξοχήν αστοί σε ολόκληρη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα με τεράστια συνεισφορά στην οικοδόμηση της ελληνικής πατρίδας. Οι μαρτυρίες υπάρχουν από τα επιβλητικά νεοκλασικά κτίσματα των Αθηνών έως τα εκπαιδευτήρια των μακεδονικών κωμοπόλεων, από τον πρώτο πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Κωλέττη και τους επιφανείς εθνικούς ευεργέτες έως τους για πάντα άγνωστους ήρωες των βλαχοχωριών που δολοφονήθηκαν στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα και της Κατοχής.

 

Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος
Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας