ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
1.5. Οι Βλαχορηχίνοι

Ασπρόμαυρη φωτογραφία που απεικονίζει το εσωτερικό ενός σπιτιού στον Αρχάγγελο Αλμωπίας, το 1929.Κατά τη διάρκεια του β' μισού του 7ου αιώνα (650-700), ο Περβούνδος, ο ρήγας της Σκλαβηνίας των Ρυγχίνων, κατηγορήθηκε ότι επιβουλευόταν τη Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα να συλληφθεί, να φυλακιστεί στην Κωνσταντινούπολη και τελικά να εκτελεστεί από τους Βυζαντινούς στα 674. Πριν τη σύλληψή του, ο Περβούνδος κινούνταν άνετα ανάμεσα στη Σκλαβηνία του και τη Θεσσαλονίκη, ερχόταν σε επαφή και φαίνεται ότι συνεργαζόταν στενά με τις βυζαντινές αρχές, μιλούσε σίγουρα τα ελληνικά και έδειχνε ότι είχε την άνεση ενός ηγεμόνα με βαθιές ρίζες στην περιοχή. Η είδηση της εκτέλεσης του Περβούνδου προκάλεσε εξέγερση των Σκλαβηνίων γύρω από τη Θεσσαλονίκη και ιδιαίτερα των Ρυγχίνων (ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και την Ασπροβάλτα), των Στρυμονιτών (στην περιοχή των εκβολών του Στρυμόνα) και των Σαγουδάτων (πιθανότατα στην περιοχή ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια και τον Όλυμπο). Τελικά οι επαναστάτες υποτάχθηκαν, αφού πολιόρκησαν τη Θεσσαλονίκη και προκάλεσαν σοβαρή αναστάτωση και πολλές καταστροφές. Οι Ρυγχίνοι ή Ρηχίνοι ονομάστηκαν έτσι από το μικρό ποταμό Ρήχιο, ο οποίος πηγάζει από τη Μεγάλη Βόλβη και μέσω των στενών της Ρεντίνας καταλήγει στο Στρυμονικό κόλπο. Αυτή η περιοχή θα πρέπει να θεωρηθείως κέντρο τους· Αν και με μία πρώτη θεώρηση οι επαναστάτες αντιμετωπίζονται ως σλαβικοί πληθυσμοί, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως επρόκειτο για Βλάχους ή τουλάχιστον για μία μείξη Βλάχων και Σλάβων, αν κρίνουμε τουλάχιστον από το μη σλαβικό και πιθανότατα λατινικής προέλευσης όνομα του ρήγα Περβούνδου και από το λατινογενές συλλογικό όνομα των Σαγουδάτων. Ίσως, λοιπόν, αυτές οι αναφορές στους Ρηχίνους και τους Σαγουδάτους να αποτελούν κάποια από τα πρώιμα ενισχυτικά στοιχεία για την ύπαρξη και την επιβίωση στα βαλκανικά εδάφη του Βυζαντίου και ιδιαίτερα γύρω από τη Θεσσαλονίκη ενός παλαιότερου και μάλλον γηγενούς και λατινόφωνου πληθυσμού, έστω σε μείξη με σλαβικούς και άλλους πληθυσμούς, η οποία σταδιακά γέννησε τους Βλάχους. Η εικασία για την επιβίωση της λατινοφωνίας ανάμεσα στους πληθυσμούς που κινούνταν γύρω από τη Θεσσαλονίκη και οι οποίοι χαρακτηρίζονται συλλογικά ως «Σκλαβήνοι-Σλάβοι» ενισχύεται από μία είδηση που μας παρέχουν οι πηγές των «Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου». Ο ανώνυμος συγγραφέας, αναφερόμενος στους «Σκλαβήνους» που είχαν νικηθεί και διασκορπιστεί από το στρατό του Ιουστινιανού Β'στα τέλη του 7ου αιώνα, υποδηλώνει τις οικογένειές και τις κατοικίες τους με δύο λατινικές λέξεις, τις λέξεις «φαμίλια» και «κάσα», που μάλλον δανείστηκε από τη δική τους γλώσσα διάλεκτο. Αυτοί οι «Σλάβοι» παρουσιάζονται να κατοικούν ή να κινούνται στην περιοχή της Αητής, λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, στη δυτική άκρη της λιμνολεκάνης του Λαγκαδά.301

Σε κάποια πολύ μεταγενέστερη αγιορείτικη πηγή του 17ου αιώνα, οι Ρηχίνοι αναφέρονται για πρώτη φορά ως Βλαχορηχίνοι. Όμως ο καλόγερος της Μονής Κασταμονίτου και συντάκτης του σχετικού εγγράφου συγχέει τόσο τη χρονολόγηση όσο και τα ίδια τα γεγονότα. Είναι γνωστό πως γύρω στα 1100 κάποιοι Βλάχοι είχαν μπει στο Άγιο Όρος μαζί με τα κοπάδια και τις οικογένειές τους και εγκαταστάθηκαν εκεί για αρκετά χρόνια, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους ως δουλοπάροικοι στα αναπτυσσόμενα τότε μοναστήρια. Οι Βλάχοι αυτοί είχαν πιθανότατα μετακινηθεί στο Άγιο Όρος από βορειότερες περιοχές, αν και η προσωνυμία Βλαχορηχίνοι τους συνδέει με την περιοχή κοντά στο Ρήχιο ποταμό και τα στενά της Ρεντίνας. Ο αριθμός τους δεν πρέπει να ήταν μεγάλος, αν κρίνουμε από τη έκταση του Αγίου Όρους. Όμως η παρουσία των γυναικών τους παραβίαζε το Άβατο. Μετά την επέμβαση του τότε Πατριάρχη Νικόλαου Γ' του Γραμματικού, του αυτοκράτορα Αλέξιου Α'Κομνηνού και πρωτοστατούντος του τότε ηγουμένου της Μεγίστης Λαύρας Ιωαννίκιου του Βαλμά, οι οικογένειες των Βλάχων εκδιώχθηκαν από το Αγιο Όρος. Οι Βυζαντινοί συγκέντρωσαν και μετέφεραν συλλογικά 300 από αυτές τις οικογένειες στη μακρινή Πελοπόννησο, όπου τελικά αφομοιώθηκαν και χάθηκαν.302

Μετά από αυτά τα γεγονότα δεν έχουμε άλλες αναφορές για βλάχικους πληθυσμούς στο Αγιο Όρος, τη Χαλκιδική, την περιοχή της Ρεντίνας και τη λιμνολεκάνη του Λαγκαδά, παρά πολύ αργότερα, όταν από τα τέλη του 18ου αιώνα εμφανίστηκαν για χειμαδιά τα διάφορα νομαδοκτηνοτροφικά φαλκάρια, προερχόμενα όμως από δυτικότερες περιοχές της ελληνικής χερσονήσου. Όμως όλα τα παραπάνω στοιχεία θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη σκέψη πως: 1. οι Ρηχίνοι και οι Σαγουδάτοι του 7ου αιώνα, 2. οι Βλαχορηχίνοι του 1100, 3. η παρουσία ελεύθερων και δουλοπάροικων Βλάχων στα αγιορείτικα μετόχια των Μογλενών από τα τέλη του 11ου και κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα, 4. η ανταρσία του Χρύση, 5. ο πιθανώς βλάχικης καταγωγής Βογδάνος, 6. οι Βλάχοι του μοναστηριού της Ελεούσας, 7. οι αναφορές του Χατζή Κάλφα και του Εβλιγιά Τσελεμπή για Βλάχους στην περιοχή της Δοϊράνης, του Λαγκαδά και του Σωχού το 17ου αιώνα, 8. οι παραδόσεις των Μιγιάκων, 9. η πιθανότατα βλάχικη καταγωγή των παλαιότερων και εξισλαμισμένων κατοίκων του Φλαμουριού και του Λευκοχωρίου και 10. οι σημερινοί Βλαχομογλενίτες, αποτελούν ίσως ασύνδετους μέχρι σήμερα κρίκους, που μαρτυρούν μία συνεχή, αλλά φθίνουσα παρουσία βλάχικων πληθυσμών από τα Μογλενά μέχρι το Άγιο Όρος.

 


301. Ταρφαλής, ό.π., σελ. 82-84, 87-90, 279-281, 283-284, 289-290. Περισσότερα στοιχεία για τους Ρυγχίνους και την ύπαρξη «βλάχικων πληθυσμών» στη λιμνολεκάνη του Λαγκαδά βλέπε: Λιάκος. Σωκράτης Ν., «Τι πράγματι ήταν οι Σκλαβήνοι (=Asseclae), έποικοι του θέματος Θεσσαλονίκης, (Δρογουβίται - Ρυγχίνοι - Σαγουδάτοι)», Μικρευρωπαϊκές (Βαλκανικές) Μελέτες 4, Θεσσαλονίκη Ιούλιος 1971, σελ. 125-153. Θεοχαρίδης, ό.π., σελ. 162-166, 179-189. Χρήστου, Κωνσταντίνου Π., «Αρωμούνοι. Μελέτες για την καταγωγή και την ιστορία τους». Εκδόσεις Κυρομάνος. Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 51-55. Λαζάρου, Αχιλλέας Γ., «Η Αρωμουνική και αι μετά της Ελληνικής σχέσεις αυτής. Βλάχοι, Ιστορική - Φιλολογική Μελέτη», β’ έκδοση, Αθήνα 1986. σελ. 143-144. Αρχιεπισκόπου Ιωάννου και Ανωνύμου, «Αγίου Δημητρίου θαύματα. Ο βίος, τα θαύματα και η Θεσσαλονίκη του Αγίου Δημητρίου», εισαγωγή-σχόλια-επιμέλεια: Χαράλαμπος Μπακιρτζής, μετάφραση: Αλόη Σιδέρη, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1997, σελ. 302-303.
302. Κορδάτος, Γιάννης, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», τόμος ΣΤ’, σελ. 552- 554. Παπαβασιλείου, ό.π., σελ. 83-85. Θεοχαρίδης, ό.π.. Caranica. ό.π., σελ. 282-283. Winnifrith, ό.π., σελ. 99, παραπέμπει Lascaris Μ., «Les Vlachorynchines», Revue des Etudes Sud-Est Europeenes 20 (1943), σελ. 182-189. Χρήστου, ό.π., Harvey, ό.π., σελ. 253.