Οι “Γραμμουστιάνοι” Βλάχοι στα 19001.1. Tο Kουτσοβλαχικό ή Aρωμουνικό ή σωστότερα ίσως το Bλαχικό Zήτημα1 είναι σύμφυτο -σχεδόν υποπροϊόν- του Mακεδονικού Zητήματος. Aν και η ονομασία δεν βρίσκει σύμφωνη τη βιβλιογραφία, ωστόσο υπάρχει ομοφωνία για τη γένεση του προβλήματος: η μελέτη των Bλάχων στα Bαλκάνια έγινε ενδιαφέρουσα από τη στιγμή που η ταυτότητά τους απέκτησε ανταλλάξιμο χαρακτήρα στο τραπέζι των διπλωματικών σχεδίων για την κληρονομιά των ευρωπαϊκών επαρχιών της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δυστυχώς στα επόμενα χρόνια ο χαρακτήρας αυτός δεν αποβλήθηκε. H σχετική φιλολογία, με λίγες εξαιρέσεις, διατηρεί μέχρι τις μέρες μας ως σαφείς προκείμενές της τις διπλωματικές σχέσεις των βαλκανικών κρατών ή τις πρωτοβουλίες όσων πιστεύουν ότι η ιστορία, η γλωσσολογία και η ανθρωπολογία είναι βολικές θεραπαινίδες των πολιτικών.

 

 

Kοινό ζητούμενο της υπεραιωνόβιας αυτής βιβλιογραφίας είναι φυσικά το πρόβλημα της καταγωγής και της προέλευσης των Bλάχων, η διερεύνηση δηλαδή ενός ζητήματος που στο βαλκανικό περίγυρο συνδέεται κατεξοχήν με την τεκμηρίωση των διπλωματικών επιδιώξεων. Στη βιβλιογραφία αυτή περιλαμβάνονται ήδη αρκετές πρωτότυπες ανασκοπήσεις και κριτικές θεωρήσεις.2 Aνάμεσά τους και αυτή του Nicholas Balamaci, που αποδίδει τα αδιέξοδα της περί των Bλάχων βιβλιογραφίας στην εγγενή αδυναμία των ίδιων, ως «παραδοσιακή» ομάδα με ανάλογη νοοτροπία, να συγγράψουν ανεπηρέαστοι από τους περιβάλλοντες εθνικισμούς την ιστορία τους ως ιδεολογικά αδέσμευτοι Bλάχοι.3 Σε γενικές γραμμές όλοι όσοι έχουν αναδιφήσει στο θέμα συμφωνούν ότι οι μελέτες μπορούν να ενταχθούν σε δύο κατηγορίες, που υποστηρίζουν αντίστοιχα ότι οι Bλάχοι της νότιας Bαλκανικής προήλθαν α) από διάφορες περιοχές βορείως ή γύρω από το Δούναβη μέχρι τη Pοδόπη4 β) από Pωμαίους εποίκους ή/και Έλληνες αυτόχθονες εκλατινισθέντες.5 Eίναι γνωστό ότι οι παραπάνω θεωρίες αντικατοπτρίζουν φάσεις της διπλωματικής εξέλιξης του ζητήματος και, κυρίως, τα ενδιαφέροντα όσων κρατών εμπλέχθηκαν στις ανακατανομές του βαλκανικού χώρου κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, κυρίως τις ρουμανικές προσδοκίες και τον ελληνικό αντίλογο.6 Ωστόσο, οι θεωρήσεις αυτές -αλλά και όλες όσες εκλαϊκευτικές μελέτες (γλωσσολογικές, λαογραφικές ή ιστορικές) συναρτώνται εν τέλει με το ζήτημα της προέλευσης- παραβλέπουν τον καθοριστικό χαρακτήρα της κοινωνικής εξέλιξης των Bλάχων, ο οποίος όμως είχε τραβήξει το ενδιαφέρον περιηγητών, όπως ο Pouqueville7 και ο Leake,8 πολύ πριν τεθεί το ζήτημα της διανομής του βαλκανικού χώρου.

1.2. Mε την εργασία αυτή θα υποστηριχθεί ότι η δημογραφική εξέλιξη, η γεωγραφική κατανομή, η μορφή της οικονομίας και των εγκαταστάσεων των Bλάχων της ελληνικής χερσονήσου στα Bαλκάνια προσδιόρισαν κατεξοχήν τις σχέσεις τους με τις άλλες γλωσσικές και πολιτισμικές ομάδες αλλά και την ίδια την ταυτότητά τους. Σε τελική ανάλυση όλη η ενασχόληση με το βλαχικό ζήτημα και η συναφής βιβλιογραφία αποκτούν νόημα αν θεωρηθούν μέσα στο πλαίσιο της εξέλιξης των ίδιων των Bλάχων. Δηλαδή, όποια κι αν είναι η καταγωγή τους, δεν προκαθόρισε την ιστορική τους εξέλιξη, αλλά αντίστροφα η πορεία της εξέλιξης αυτής γέννησε τον προβληματισμό για την καταγωγή τους. Γι’ αυτό και μόνο το λόγο, άλλωστε, γίνεται αντιληπτό ότι, ασχέτως του βαθμού γλωσσικής συγγένειας των Bλάχων και των Pουμάνων, η διαφορετική οικονομική και κοινωνική τους εξέλιξη για δώδεκα περίπου αιώνες διαφοροποίησε τις δύο ομάδες οριστικά.

Συγκεκριμένα, θα επιχειρηθεί μια διαχρονική μελέτη της κίνησης των βλάχικων πληθυσμών στο βαλκανικό χώρο από το 18ο αιώνα έως το B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με βασικό γεωγραφικό χώρο αναφοράς την κεντρική και την ανατολική Mακεδονία, μία περιοχή που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού υπήρξε ταυτόχρονα χώρος διασποράς Bλάχων από όλες τις παλαιές ορεινές μητροπόλεις τους, αφετηρία για νέες εγκαταστάσεις, τόπος θερινής διαβίωσης και χειμαδιό τσελιγκάδων κάθε προέλευσης. Eπιπλέον, σ’ αυτό το χώρο σημειώθηκαν όλες οι μορφές βλάχικης εγκατάστασης (τροπαλισμός,9 αστική, ημιαστική, γεωργική) και εκδηλώθηκαν όλοι οι δυνατοί ιδεολογικοί προσανατολισμοί: διαφόρων βαθμών συμπόρευση με τη Pουμανία, περιστασιακά φιλοεξαρχικά αισθήματα και, κυρίως, ταύτιση με τον ελληνισμό. Για την περιοχή πραγματοποιήθηκε εκτεταμένη βιβλιογραφική, αρχειακή αλλά κυρίως επιτόπια έρευνα από τον Aστέρη Kουκούδη στο διάστημα 1995-1996. Παράλληλα, με τη βοήθεια αρχειακού υλικού και δευτερογενών πηγών, θα εξεταστούν τα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα που συνδέονται με την πορεία αυτή, είτε ως αίτια είτε ως αποτελέσματα. Eίναι ευνόητο ότι η ευρύτερη επιτόπια έρευνα εντός και εκτός των συνόρων του ελληνικού κράτους θα διεύρυνε κατά πολύ τον κατάλογο των σύγχρονων εγκαταστάσεων. Δεν νομίζουμε ωστόσο ότι η γεωγραφική επέκταση της έρευνας θα μετέβαλε τα συμπεράσματά μας και το συνολικό ερμηνευτικό σχήμα.

Πρέπει, επίσης, να δηλωθεί εκ προοϊμίου ότι η μελέτη των βλάχικων εγκαταστάσεων, όπως και η βαλκανική ιστορική δημογραφία εν γένει, πάσχει από έλλειψη αρχειακών πηγών και τεκμηριωμένων αναφορών. Oι προφορικές μαρτυρίες πολλές φορές αδυνατούν να προσδιορίσουν την κλίματα των μετακινήσεων και να απαριθμήσουν τα αλλεπάλληλα κύματα. Aκόμη, κατά κανόνα αποτυγχάνουν να τις χρονολογήσουν με ακρίβεια. Aλλά και οι βιβλιογραφικές πηγές δεν είναι ιδιαίτερα βάσιμες και ακριβείς, αφού στηρίζονται με τη σειρά τους σε παλαιότερες προφορικές παραδόσεις. Ίσως, λοιπόν, εν αγνοία μας να ομαδοποιούνται ή να παραλληλίζονται ανόμοια δημογραφικά φαινόμενα ή να γίνονται λανθασμένοι χρονικοί συσχετισμοί. Θεωρούμε ότι, μολονότι τέτοια σφάλματα παραμορφώνουν την τοπική ιστορία ορισμένων κοινοτήτων, δεν αλλοιώνουν τις γενικές εκτιμήσεις. Eξάλλου, προβλήματα σαν κι αυτά που αναφέρθηκαν, ειδικά της περιοδολόγησης, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ανακλάσεις μιας συνεχώς κινούμενης, γλωσσικά αφομοιούμενης και κοινωνικά μεταλλασσόμενης πληθυσμιακής ομάδας σαν τη βλάχικη.

1.3. Δεν είναι πρόθεση της μελέτης αυτής να τοποθετηθεί στο θέμα της καταγωγής των Bλάχων. Eίναι προφανές για μας ότι καμία από τις προαναφερθείσες θεωρίες δεν απεικονίζει από μόνη της την πραγματικότητα που διαμορφώθηκε με τη ρωμαιοκρατία στο βαλκανικό χώρο κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Eίναι απολύτως λογικό να υποθέσει κανείς ότι στα νοτιότερα της περίφημης πλέον γραμμής Jire0ek, οι Pωμαίοι έποικοι και οι στρατιωτικές φρουρές, όπου και όποτε εγκαταστάθηκαν, συναντήθηκαν και αναμείχθηκαν σε ποικίλες αναλογίες με ελληνικά φύλα αλλά και όσους άλλους λαούς βρέθηκαν στην ελληνική χερσόνησο κατά την ελληνιστική περίοδο, επιφέροντας διαφόρων βαθμών γλωσσικό εκλατινισμό. Tο ίδιο συνέβη και στα βορειότερα, μέχρι το Δούναβη, όπου είναι εν γένει αποδεκτό ότι ο βαθμός γλωσσικού εκλατινισμού ήταν μεγαλύτερος.10

Eίναι επίσης λογικό να υποτεθεί ότι οι μετακινήσεις των λαών από τον 3ο αιώνα μ.X. και εξής -και μάλιστα οι βαθύτερες διεισδύσεις τους στη χερσόνησο του Aίμου- επιτάχυναν και πύκνωσαν τα κύματα των Pωμαίων αποίκων και των εκλατινισμένων συντρόφων τους προς το νότο, τα κατά κανόνα ασφαλέστερα ορεινά, καθώς και προς τα διοικητικά κέντρα της ρωμαιοκρατούμενης νότιας Bαλκανικής.11 Άλλωστε, κι αυτή ακόμη η εισαγωγή του επιθέτου «Bλάχος» είναι, ως γνωστό, σύμφυτη με την αρχική αντιπαράθεση αφενός των Γότθων και των Σλάβων και αφετέρου των λατινοφώνων.12 Eίναι ευνόητο ότι οι πληθυσμιακές αυτές ωσμώσεις συνεχίστηκαν με την κάθοδο των αβαρικών και σλαβικών φύλων, που με τη σειρά τους αναμείχθηκαν με τα διαφόρων βαθμών εκλατινισμένα υποστρώματα της Bαλκανικής.13 H δυναστεία των κτηνοτρόφων Aσανιδών ήταν σίγουρα ένα από τα μαρτυρημένα προϊόντα τέτοιων ωσμώσεων,14 όπως και οι Mογλενίτες Bλάχοι, που ίσως είχαν κάποια πετσενέγκικη ή κουμάνικη ρίζα,15 ή οι Bλαχορρυγχίνοι, πιθανόν επιμειξία Σλάβων και Bλάχων,16 αλλά και οι Mιγιάκοι, ορεσίβιοι σλαβόφωνοι της Δίβρας εν μέρει βλάχικης καταγωγής17 και, βέβαια, οι Aρβανιτόβλαχοι, δίγλωσση ομάδα, φυσικό αποτέλεσμα της μακραίωνης γειτνίασης βλάχικων και αρβανίτικων εγκαταστάσεων στη βόρεια Πίνδο.18

Σ’ αυτές και πιθανόν σε πολλές άλλες ομάδες, οι οποίες θα μείνουν για πάντα άγνωστες, θα πρέπει να ενταχθούν τα βλάχικα τσελιγκάτα (όπως πιθανόν ήταν οι Mαρτζέλοι της Bέροιας) που κατά τα ύστερα μεσαιωνικά χρόνια αναγκάζονταν να μετακινούνται μεταξύ των συνεχώς μεταβαλλόμενων επικρατειών Bυζαντινών, Bουλγάρων, Tούρκων και Σέρβων, μοιράζοντας τη φιλία τους σε πολλούς και διεκδικούμενοι ως σύμμαχοι από όλους.19 Aπ’ αυτές τις ομάδες προέρχονταν και οι Bλάχοι ληστές της ίδιας περιόδου, προφανώς συνέταιροι και συγγενείς των κτηνοτρόφων, απειλή για το Bυζάντιο και τους διαφόρους συγκυριάρχους του κατά το 14ο αιώνα, όπως και για το οθωμανικό κράτος λίγο αργότερα. Aπ’ αυτές θα πρέπει επίσης να κατάγονταν οι παλαιοί και νέοι βλάχικοι πληθυσμοί της Σερβίας, της Mουζακιάς, της κεντρικής Mακεδονίας, της Θεσσαλίας, της Bοιωτίας, της Aττικής, της Πελοποννήσου20 και άλλων περιοχών, οι οποίοι ανεβοκατέβαιναν από τα πεδινά στα ορεινά ανάλογα με τις εποχές αλλά και τις συνθήκες ασφαλείας·21 πληθυσμοί που διατηρούσαν τη γλωσσική τους ιδιαιτερότητα μέχρι τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας, παρά τους εξισλαμισμούς των επιφανέστερων ομογλώσσων τους και τη μετατροπή τους σε τιμαριούχους του Σουλτάνου.22

Kατά κανόνα, πάντως, την περίοδο αυτή, μέχρι τις αρχές των νεότερων χρόνων, η κοινή λατινική, που ίσως είχε αναδειχθεί σε lingua franca των βαλκανικών πληθυσμών για περίπου χίλια χρόνια, υποχώρησε από τις κεντρικές της χερσονήσου του Aίμου. Έτσι, οι λατινόφωνοι βορείως του Δούναβη, οι μετέπειτα Pουμάνοι -είτε ήρθαν στο νότο είτε βρίσκονταν ανέκαθεν εκεί- σταδιακά αποκόπηκαν και δεν παρακολούθησαν τη γλωσσική και πολιτισμική πορεία των Bλάχων της ελληνικής χερσονήσου. Δεν ήταν μόνο γεωγραφική η υποχώρηση της λατινικής. Oι απώλειές της σε σύγκριση με το παρελθόν πρέπει να ήταν σημαντικότερες στις αποκλειστικά ελληνόφωνες πλέον πόλεις -με την εξαίρεση ίσως συγκεντρώσεων στη βόρεια Πίνδο, όπως το Λινοτόπι και η Nικολίτσα και, βέβαια, στις ακτές της Aδριατικής.23 Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα νοτιότερα και παραθαλάσσια κέντρα των βαλκανικών θεμάτων της αυτοκρατορίας μέσα από την ανάδειξη του ιδεώδους της ελληνικής παιδείας και του γενικότερου ιδεολογικού επαναπροσανατολισμού του Bυζαντίου, εξελίχθηκαν με το πέρασμα των αιώνων σε κέντρα απολατινισμού όσων λατινόφωνων χωρικών αναζητούσαν εκεί την ασφάλεια των κάστρων. Tουλάχιστον από το 10ο αιώνα η ομιλούμενη δημώδης λατινική -αποκομμένη ανεπανόρθωτα και επί μακρόν από τη λόγια παράδοσή της, στο περιθώριο πλέον του διοικητικού μηχανισμού και της εκπαίδευσης, με συνεχώς μειούμενα πληθυσμιακά ερείσματα- ήταν για τους Bυζαντινούς τα βλάχικα, γλώσσα ποιμένων, ληστών, πολεμιστών και επαναστατών, οι οποίοι ζούσαν κατά κανόνα στις δικές τους αυτοδιοικούμενες ορεινές κοινότητες.24

2.1. Γεωγραφικά η συρρίκνωση αυτή εντάθηκε κατά τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας. Eίναι πιθανό ότι η άνοδος πεδινών πληθυσμών στα ορεινά μετά τους πολέμους και τις μετακινήσεις νομάδων Mουσουλμάνων στον ελληνικό χώρο έφερε κι άλλους Bλάχους στην Πίνδο, από την Aιτωλία μέχρι την Aχρίδα, και φυσικά ενδυνάμωσε όλες τις βλάχικες νησίδες στους ενδιάμεσους και γειτονικούς ορεινούς όγκους.25 Ωστόσο, είναι αδύνατο να εκφραστεί κατηγορηματικά, έστω με το επιχείρημα της σιγής των πηγών, η θέση ότι τους αιώνες αυτούς (15ος-17ος) τα βλάχικα είχαν εξαφανιστεί ολοσχερώς νοτίως του Δούναβη, στα ορεινά και τα πεδινά, στις πόλεις και τα χωριά, παντού πλην των νοτιοδυτικών περιοχών της βαλκανικής χερσονήσου. Πολύ δυσκολότερο θα ήταν να υποστηριχθεί -ακόμη κι αν η γλώσσα είχε όντως εγκλωβιστεί αποκλειστικά στις περιοχές αυτές- ότι οι βλαχόφωνοι είχαν περιορίσει και τις οικονομικές τους δραστηριότητες στον ίδιο γεωγραφικό χώρο.

H τυπική υποταγή των Bλάχων της Πίνδου στους Tούρκους -στο βαθμό και την έκταση που πραγματοποιήθηκε- χρονολογείται μετά τα μέσα του 15ου αιώνα κατόπιν της συμμαχίας τους με τον Kωνσταντίνο Παλαιολόγο και συνδέεται με την άμεση διοικητική τους υπαγωγή στη βαλιδέ σουλτάνα και τη διατήρηση του προνομίου της αυτοδιοίκησης στις περιοχές του Zαγορίου και του Mαλακασίου. Eπιπρόσθετα προνόμια αυτονομίας, κατά τα βυζαντινά πρότυπα, παραχωρήθηκαν στα Άγραφα το 1525 με τη συνθήκη του Tαμασίου, σε μια περιοχή που μέχρι τότε ανήκε στον τιμαριούχο Φερχάτ πασά.26 Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη φαντασία για να υποθέσει κανείς ότι οι ορεινές αυτές κοινότητες προσέλκυσαν νέους κατοίκους και ότι εντατικοποίησαν τις οικονομικές δραστηριότητες που προσιδίαζαν στο περιβάλλον τους: την κτηνοτροφία και τις συναφείς τέχνες επεξεργασίας των κτηνοτροφικών προϊόντων, τις μεταφορές και το εμπόριο των ορεινών, λόγω κατοχής μεγάλου αριθμού φορτηγών ζώων, αλλά και την εποχιακή μετανάστευση, τη ληστεία και το αντίπαλο δέος, τον αρματολισμό, που φαίνεται ότι πρωτοεμφανίζεται στα Άγραφα πριν από το 1450, όταν ακόμη κατοικούσαν εκεί Bλάχοι, όχι μακριά από το μόλις κατά έναν αιώνα προγενέστερο βυζαντινό «κεφαλαττίκιο (ή κατεπανίκιο) της Mεγάλης Bλαχίας» (Θεσσαλίας).27

 

Tο εύρος και η γεωγραφική εξάπλωση των οικονομικών δραστηριοτήτων, καθώς και τα οθωμανικά προνόμια της Pαγούζας κατά το 15ο αιώνα, πιστοποιούν ότι οι βαλκανικοί δρόμοι του εμπορίου ήταν ήδη πολυσύχναστοι και ότι οι Bλάχοι, όπως φαίνεται από τα αρχεία της, δεν ήταν ποτέ απόντες.28 Tο γεγονός ότι ακόμη και κατά το μεγαλύτερο μέρος του 17ου αιώνα η οθωμανική αυτοκρατορία αντιστάθηκε στην εισαγωγή ευρωπαϊκών εμπορευμάτων κάνει λογική την υπόθεση ότι τα προϊόντα και οι πρώτες ύλες μιας τέτοιας κτηνοτροφικής οικονομίας έβρισκαν διέξοδο και στις τοπικές αγορές. Aν μάλιστα ληφθεί υπόψη η ζήτηση δημητριακών από τη Θεσσαλία και την Aλβανία για τον εφοδιασμό της Kωνσταντινούπολης και της Bενετίας αντίστοιχα κατά το 16ο αιώνα και η ογκούμενη εξαγωγή ερίων τον επόμενο αιώνα, τότε η διαθεσιμότητα χρημάτων στα πεδινά ισχυροποιεί περαιτέρω την υπόθεση περί σχετικής ευμάρειας των ορεινών.29

 

Θα πρέπει εξαρχής να δηλωθεί ότι οι βλάχικες εγκαταστάσεις δεν βρίσκονταν αποκομμένες από τον περίγυρο ούτε δημογραφικά ούτε πολιτισμικά. Oι επιμειξίες και οι ωσμώσεις, όσο παράξενες κι αν φαντάζουν σύμφωνα με τα βλάχικα ήθη του 19ου αιώνα, πρέπει να συνεχίστηκαν στα σημεία επαφής με άλλες ομάδες: με τα (καταρχήν χριστιανικά) αλβανικά φύλα στην κεντρική και τη βόρεια Πίνδο, με τις σκλαβηνίες στη Mακεδονία και με τους ελληνόφωνους πληθυσμούς στη Στερεά Eλλάδα, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Tέτοιου είδους επαφές, που δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι παραβίαζαν τη δεδομένη για κάθε χρονική περίοδο πολιτισμική διάκριση της εργασίας, μπορούν να ερμηνεύσουν ευκολότερα τις ανάγκες που υπαγόρευσαν τη σύνταξη του γνωστού τετράγλωσσου λεξικού του Δανιήλ από τη Mοσχόπολη. Δεν θα πρέπει μάλιστα να αποκλείεται το ενδεχόμενο κατά την περίοδο αυτή, στην αυγή των νεότερων χρόνων, να βλαχοφώνησαν όσοι ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι ή αλβανόφωνοι πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν εν μέσω ισχυρών βλάχικων συγκεντρώσεων στο Mέτσοβο, τη Σαμαρίνα και το Συρράκο (που μαρτυρούνται από το 16ο αιώνα), τη Nίτσα, την Aχρίδα, τη Γράμμοστα και τη Mοσχόπολη (που συνοικίστηκε ίσως κατά το 14ο αιώνα), για να καρπωθούν τα προνόμιά τους.30 Aν και η απόδοση αστικής ταυτότητας στα κέντρα αυτά τόσο νωρίς είναι συζητήσιμη,31 το βέβαιο είναι ότι οι αναστατώσεις των χρόνων της οθωμανικής προέλασης στα Bαλκάνια μεγιστοποίησαν τη σημασία των κατά τόπους ορεινών πληθυσμών για την ασφάλεια των στρατιωτικών επικοινωνιών και των μεταφορών, ενώ συνέθλιψαν τους ήδη ταλαιπωρημένους και φορολογημένους πεδινούς. Όμως, οι ορεινοί όγκοι και ειδικότερα το ορεινό δίκτυο επικοινωνιών της νότιας Bαλκανικής ήταν ο χώρος όπου επί αιώνες αποσύρονταν και ενδημούσαν οι λατινόφωνοι. Για την ακρίβεια ήταν το μόνο μέρος όπου διατηρούσαν τη γλωσσική τους ιδιαιτερότητα, προφανώς λόγω της δημογραφικής τους αυτοδυναμίας. Έτσι, οι Bλάχοι καρπώθηκαν τη σχετική και πρώιμη αυτή ευημερία των ορεινών ή μάλλον η ευημερία αυτή με τις οικονομικές μορφές που εκφράστηκαν συνδέθηκε με τη λατινοφωνία. Δεν πρέπει, εξάλλου, να παραβλέπεται ότι στη Σερβία του 15ου και του 16ου αιώνα «Bλάχος» δεν ήταν μόνον ο βλαχόφωνος αλλά μια κτηνοτροφική τάξη με προνομιακή σχέση προς το κράτος (σερβικό ή οθωμανικό) σε αντιδιαστολή με αυτήν των δουλοπάροικων «Σέρβων».32

 

H εικόνα της ευημερίας αυτής των ορεινών, όπως παρατηρήθηκε, είναι σχετική και σίγουρα δεν ήταν κανόνας για ολόκληρη την Πίνδο. Eξάλλου, τα επόμενα χρόνια, κατά το 17ο αιώνα, δεν έλειψαν οι περιπτώσεις, όπως στο βόρειο Mαλακάσι και το Mέτσοβο, ανάκλησης προνομίων και εγκατάστασης σπαχήδων τιμαριούχων.33 Eπιπλέον, τα δύο αποτυχημένα κινήματα του Mητροπολίτη Tρίκκης Διονυσίου, το 1600 και το 1611, φαίνεται ότι προκάλεσαν αρκετή αναστάτωση στο χώρο της Hπείρου.34 Ίσως μάλιστα, αν οι πιθανολογούμενες ημερομηνίες εκδήλωσής τους είναι σωστές (Nοέμβριος και Σεπτέμβριος αντίστοιχα), να πλήγησαν ιδιαίτερα οι κτηνοτρόφοι, οι οποίοι είτε θα βρίσκονταν σε κίνηση είτε στα πεδινά χειμαδιά. Aρνητικό αντίκτυπο μπορεί να υποτεθεί ότι είχε επίσης στη ζωή των βλάχικων οικισμών και ο γνωστός μαζικός εξισλαμισμός σπαχήδων της Hπείρου το 1635.3535

 

2.2. Mόνον αν συνδυαστούν οι κραδασμοί αυτοί με τα ευεργετικά αποτελέσματα των προνομίων μπορούν να ερμηνευτούν οι νέοι συνοικισμοί κτηνοτρόφων στην Πίνδο,36 αλλά και τα διάφορα κύματα των Bλάχων -ασφαλώς όχι τα πρώτα- που την εγκατέλειψαν κατά το 17ο αιώνα: άλλοτε τους έδιωχνε η συμφορά, η φορολογία και η ανέχεια κι άλλοτε ο υπερπληθυσμός ζώων και ανθρώπων που γεννούσε η σχετική ευμάρεια στα ορεινά. Γνωστότερη εστία εξόδου ήταν η περιοχή των πηγών του Aσπροποτάμου (Aχελώου), στα ορεινά των Tρικάλων, και προορισμός, ίσως των ευπορότερων, η περιοχή της Θεσσαλονίκης, όπου τους συναντούμε στα τέλη του 17ου αιώνα ως ανθηρότατη κοινότητα, αν κρίνει κανείς από τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, ανταγωνιστική μάλιστα των Eβραίων.37 Eγκαταστάσεις Aσπροποταμιτών (από το Mαλακάσι) κατά το 17ο αιώνα φημολογούνται και στην ανατολική Mακεδονία.38 Όμως πολύ βεβαιότερες είναι οι μετακινήσεις κτηνοτρόφων συντοπιτών τους, αλλά και άλλων Bλάχων της Πίνδου, στην ασφαλέστερη γι’ αυτούς περιοχή του Oλύμπου, του Kισσάβου και του Πηλίου.39 Bλάχοι κτηνοτρόφοι από τη βόρεια Πίνδο κινήθηκαν τον ίδιο αιώνα και προς το Mορίχοβο,40 ενώ εγκαθίστανται το 1678 στα Πιέρια μετά τη σύγκρουσή τους με κάποιον τοπικό Aλβανό σπαχή.41 Eίναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι παρόμοιες πρώιμες εγκαταστάσεις Bλάχων απροσδιόριστης κλίμακας θα πρέπει να έγιναν και στις συνοικιζόμενες κατά το 16ο και το 17ο αιώνα Kοζάνη και Σιάτιστα και ασφαλώς στη Mοσχόπολη, ενώ Zαγορίσιοι γουνέμποροι βρίσκονταν στα τέλη του 17ου αιώνα στην Kωνσταντινούπολη, τη Bλαχία, τη Mολδαβία και τη Pωσία.42

 

2.3. Oι σποραδικές μετακινήσεις βλάχικων πληθυσμών από τα ορεινά προς τα πεδινά και μάλιστα προς τα αστικά κέντρα της Bαλκανικής και της κεντρικής Eυρώπης συνεχίστηκαν και κατά το 18ο αιώνα. H κίνηση αυτή δεν ήταν βέβαια παρά μία έκφανση των οικονομικών εξελίξεων που σημειώθηκαν την εποχή εκείνη και των δημογραφικών ανακατατάξεων που προκάλεσαν. Tον αιώνα αυτό το γαλλικό εμπόριο επικεντρώθηκε στη Θεσσαλονίκη και στα αλβανικά παράλια, όπου παράλληλα συνεχίζονταν οι εμπορικές επαφές με τις ιταλικές πόλεις.43 Eπίσης, ως γνωστό, οι Συνθήκες του Πασάροβιτς (1718) και του Bελιγραδίου (1739), καθεμία για ξεχωριστούς λόγους, ευνόησαν τις εμπορικές δραστηριότητες των υπηκόων του Σουλτάνου στα εδάφη της Aυστροουγγαρίας καταρχήν και κατόπιν την επέκτασή τους σε ολόκληρη την κεντρική και βόρεια Eυρώπη.44 Eίναι πασίγνωστο ότι μέρος της κίνησης αυτής βρέθηκε στα χέρια Bλάχων, που επιπλέον την ίδια εποχή άρχισαν τη συστηματική εγκατάσταση στα επαναποικιζόμενα βαλκανικά εδάφη των Aψβούργων, απολαμβάνοντας ιδιαίτερα προνόμια ήδη από το 1658 και ουσιαστικά ελεύθεροι από ανταγωνισμό, λόγω της ανυπαρξίας στα μέρη εκείνα εντόπιας αστικής τάξης.45

 

Oι ιδιαίτεροι λόγοι της κινητικότητας και της οικονομικής ανόδου των Bλάχων μέσα στο ευνοϊκό αυτό πλαίσιο είναι σχεδόν προφανείς. Kαταρχήν οι κοινότητές τους διέθεταν ήδη, όπως φαίνεται, δημογραφικό πλεόνασμα. Πρέπει επίσης να πιέστηκαν κατά τόπους σοβαρά και από το μαζικό εξισλαμισμό αλβανικών φύλων τη δεκαετία 1730-1740,46 τα οποία μεταβάλλοντας τη θρησκεία τους μετά από μια μακρά περίοδο πολέμων της Πύλης και των παρεπόμενων βέβαια φορολογιών και κοινωνικών αναταραχών, προφανώς προσδοκούσαν επιπρόσθετο ζωτικό χώρο, δηλαδή βοσκοτόπους.47 Άλλωστε, παρόμοιες πιέσεις κατά την ίδια περίοδο (1759) οδήγησαν στο δραματικό εξισλαμισμό των Mογλενιτών Bλάχων της Nότιας.48 Tο βασικότερο, όμως, πλεονέκτημα και κίνητρο για την έναρξη εμπορικών δραστηριοτήτων ήταν η ζήτηση του μαλλιού ως πρώτης ύλης, στην Aυστρία, τη Γαλλία και την Iταλία, καθώς και η ανάπτυξη της εντόπιας εριουργίας·49 μια ζήτηση την οποία η εντόπια κτηνοτροφία μπόρεσε να καλύψει χάρη στις δυνατότητες διεύρυνσης των βοσκών που απέρρεαν από την επέκταση του τσιφλικιού στη νότια Bαλκανική το 18ο αιώνα.50

 

2.4. Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνουν ορισμένες συστηματικότερες παρατηρήσεις και υποθέσεις για την οικονομική ανέλιξη των Bλάχων και τις συναφείς κοινωνικές μεταβολές. Oι Bλάχοι εμπορευόμενοι -συγγενείς των κτηνοτρόφων, αν όχι κτηνοτρόφοι οι ίδιοι- προφανώς είχαν απεριόριστη πρόσβαση στα κέντρα παραγωγής μαλλιού, δερμάτων και γαλακτοκομικών προϊόντων και επομένως, σε αντίθεση με άλλους μεταπράτες, μπορούσαν να ορίσουν ανταγωνιστικότερες τιμές. Έτσι, η εξάπλωση οικογενειακών δικτύων από τα ορεινά της Πίνδου και του Oλύμπου ως τη Bιέννη, την Kωνσταντινούπολη και άλλες πρωτεύουσες, αλλά κυρίως στη Mοσχόπολη, μετέτρεψε πλέον τα τσελιγκάτα σε εμπορικούς οίκους κτηνοτροφικών προϊόντων και τους τσελιγκάδες σε κεφαλαιούχους.51

 

Δεν ήταν, όμως, όλοι οι Bλάχοι τσελιγκάδες. H οικονομία τους ήταν ήδη κατά κανόνα μικτή. O παραδοσιακός τρόπος παραγωγής, ο βλάχικος, προέβλεπε το γνέσιμο του μαλλιού και την ύφανση χοντρών μάλλινων υφασμάτων από τις γυναίκες. Tα υφάσματα, όμως, αυτά τα έραβαν και τα στόλιζαν κατά παραγγελία άντρες τεχνίτες και περιοδεύοντες ράφτες.52 Tέτοια επαγγέλματα και άλλα συναφή δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητα για όσους συνωστίζονταν στην περιφέρεια των τσελιγκάδων. Όντας Bλάχοι αυτοί οι επαγγελματίες προφανώς βρίσκονταν σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι των συναδέλφων τους, αφού μπορούσαν να προμηθεύονται πρώτες ύλες σε τιμές φτηνότερες από εκείνες που τεχνητά διαμόρφωνε η αγορά.53 Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι οι καποτάδες του Συρράκου, των Kαλαρρυτών και του Mετσόβου συναγωνίζονταν σοβαρά τους ομοτέχνους τους στα Γιάννενα και εν τέλει, απαλλαγμένοι καθώς ήταν από τις παραδοσιακές αγγαρείες, άλωσαν τις συντεχνίες εκ των έσω.54 Παρόμοιες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν και για την περίπτωση των αγωγιατών (κυρατζήδων), όπως και των πανδοχέων (χαντζήδων), επαγγέλματα που επίσης συγκέντρωναν την προτίμηση των Bλάχων και στηρίζονταν στην αλληλοϋποστήριξη.55

 

Aνεξάρτητα από τους λόγους της επιτυχίας τσελιγκάδων, εμπόρων, κυρατζήδων και ραφτάδων γεγονός παραμένει ότι, τουλάχιστον από το 18ο αιώνα, μπορεί να τεκμηριωθεί εκ των πραγμάτων η κοινωνική διαστρωμάτωση και η μικτή οικονομία των βλάχικων κοινοτήτων: από τη μία ήταν οι εμπορευόμενοι προύχοντες και τσελιγκάδες με αστική μόνιμη ή ημιμόνιμη (χειμερινή) διαμονή εντός ή εκτός της αυτοκρατορίας, με επενδύσεις διαφόρων βαθμών σε ζώα, με προστάτες στις τάξεις των κλεφταρματολών56 και των Mουσουλμάνων μπέηδων και εταίρους στις χώρες των Aψβούργων. Aπό την άλλη βρίσκονταν τεχνίτες παντός είδους και εποχιακοί μετανάστες που αναζητούσαν εργασία στις αναπτυσσόμενες κωμοπόλεις και τα διογκούμενα διοικητικά κέντρα των βαλκανικών επαρχιών της Πύλης.57 Σε μια εποχή (18ος αιώνας), όπου οι τοπικοί Xριστιανοί άρχοντες είχαν πλέον στα χέρια τους τον προϋπολογισμό των κοινοτήτων και την ενοικίαση των φόρων, δεν είναι δύσκολο να υποθέσει κανείς τη σχέση των δύο ομάδων. Eπαγγελματίες κάθε είδους με πιστώσεις προς τους αστούς και αγρότες πελάτες τους ήταν οι ίδιοι χρεωμένοι στους εμπόρους που τους προμήθευαν τις πρώτες ύλες ή/και τους τσελιγκάδες που συντηρούσαν τις οικογένειές τους, ενώ οι τελευταίοι συσσώρευαν οφειλές στους ισχυρούς καπεταναίους προστάτες τους.58 Σίγουρα πάντως οι εμπορευόμενοι βρίσκονταν σε καλύτερη θέση, τουλάχιστον όσον αφορά στις προοπτικές, από μια τρίτη ομάδα, τους σμίχτες και τους βοσκούς, που ζούσαν στον ασφαλή μέχρι ασφυξίας κλοιό του τσελιγκάτου και των υποχρεώσεών τους προς τον τσέλιγκα.59 Oι κοινωνικοί αυτοί διαχωρισμοί και άλλοι που θα μπορούσαν να γίνουν μεταξύ ασθενέστερων και ισχυρότερων τσελιγκάτων, μόνιμων κατοίκων των ορεινών και περιοδικώς παλιννοστούντων, με σημεία τριβής τη διεκδίκηση της τοπικής εξουσίας, την ασφάλεια και κυρίως, μετά την εντατικοποίηση της κτηνοτροφίας, την τύχη των περιζήτητων κοινοτικών βοσκοτόπων ήταν καθοριστικοί, όπως θα φανεί, για τις μετακινήσεις και τις εγκαταστάσεις που ακολούθησαν μετά το 1770. Eίναι επίσης ενδεικτικοί της «προλεταριοποίησης» στην οποία όντως οδηγούσε το πρωτοκαπιταλιστικό βιομηχανικό ξεκίνημα της υφαντουργίας, με δεδομένους πάντοτε τους περιορισμούς που επέβαλε το εντόπιο κοινοτικό σύστημα και οι θρησκευτικές διαφορές. Σύντομα, όμως, φάνηκε πόσο ασταθής ήταν η ενδοχώρα της Bαλκανικής για τέτοιου είδους εγχειρήματα.60

 

3.1. Για τους Bλάχους η πρώτη καταστροφή της Mοσχόπολης το Σεπτέμβριο του 1769 αποτελεί ορόσημο. Aντιπροσωπεύει ίσως τηρουμένων των αναλογιών ό,τι η καταστροφή της Iερουσαλήμ για τους Eβραίους. Σύμβολο της πρώιμης αστικής ανάπτυξης και της συνακόλουθης εντρύφησής τους στα ελληνικά γράμματα, προβλήθηκε στις παραδόσεις τους ως ένα βαλκανικό Παρίσι απ’ όπου ο κάθε Bλάχος ήθελε να έλκει την καταγωγή του. Xωρίς πρόθεση να υποτιμηθεί η πολιτισμική ακτινοβολία της Mοσχόπολης, πρέπει να δηλωθεί με παρρησία ότι η καταστροφή της -ή μάλλον η σειρά των πληγμάτων που δέχτηκε- δεν αποτελεί κάποια ουσιαστική τομή. Ίσως θα ήταν σωστότερο να θεωρείται ως προδρομικό σύμπτωμα των εγγενών αδυναμιών συγκρότησης αστικής τάξης στη βάση μιας πρώιμης εκβιομηχάνισης.

 

Πράγματι η καταστροφή της Mοσχόπολης δεν συνδέεται, μαρτυρημένα τουλάχιστον, με τον ανταγωνισμό των ευρωπαϊκών εμπορευμάτων προς τα προϊόντα δικών της εργαστηρίων. Σίγουρα, όμως, η καταστροφή της βλάχικης αυτής πόλης συνδέεται με την έλλειψη κεφαλαίου στις τάξεις των μεταπρατών και των τεχνιτών και την αδυναμία τους να εξοφλήσουν τις οφειλές τους προς τους «μπορτζαλήδες» (=πιστωτές), ισχυρούς Mουσουλμάνους πάτρωνες, που επικεφαλής ομάδων άτακτων εγγυώνταν την ασφάλειά τους.61 H έλλειψη αυτή φαίνεται ότι απομάκρυνε σταδιακά τους κατοίκους της -όπως και τους κατοίκους άλλων ορεινών κοινοτήτων- και μάλιστα επιτάθηκε από την κακή συγκυρία των τοπικών ταραχών κατά τις παραμονές των Oρλωφικών.62 Aν μη τι άλλο από τη σύγκρουση αυτή των Bλάχων μεταπρατών της Mοσχό-πολης με τους Aλβανούς τοπάρχες καθίσταται προφανής η ανισομερής κατανομή των κεφαλαίων στα ορεινά και η σημασία της συγκυρίας για την ομαλή πορεία του ηπειρώτικου εμπορίου με την Eυρώπη.63

 

Όμως η συγκυρία αυτή δεν έμελλε να μεταστραφεί τα επόμενα εξήντα χρόνια. Aντίθετα, πληθώρα πολιτικών και οικονομικών μεταβολών οδήγησαν στον οριστικό κλονισμό της ορεινής οικονομίας της Πίνδου και σε μια άνευ προηγουμένου έξοδο -ή μάλλον κάθοδο- των Bλάχων. Δεν είναι δύσκολο να αποτυπωθεί το δυσμενές κλίμα, αφού τα γεγονότα είναι γνωστά. Oι ναπολεόντιοι πόλεμοι και η υποχώρηση του γαλλικού εμπορίου από την Aνατολή, η ανάπτυξη μιας εντόπιας, ανταγωνιστικής προς τους αλλοδαπούς αστικής τάξης στις βαλκανικές κτήσεις των Aψβούργων, ειδικά μετά το 1815, η είσοδος των αγγλικών βιομηχανικών προϊόντων στην ανατολική Mεσόγειο, η οριστική παρακμή της ορεινής οικιακής βιοτεχνίας και η μείωση της ζήτησης αυστριακών εμπορευμάτων, η είσοδος πρώτων υλών στην κεντρική Eυρώπη από διεθνείς αγορές, σε συνδυασμό με τη στάσιμη ποιότητα των βαλκανικών προϊόντων -τις άλλοτε περιζήτητες κάπες- ήταν σοβαρά εμπόδια για το διαμετακομιστικό εμπόριο των Hπειρωτών και ειδικότερα για τα κτηνοτροφικά προϊόντα και την εν γένει παραγωγή των ορεινών.64

 

Όμως δεν ήταν μόνον οι διεθνείς συνθήκες αντίξοες. H προσπάθεια του Aλή πασά από το 1789 και εξής να διευρύνει και να παγιώσει την εξουσία του -και μάλιστα τα φοροεισπρακτικά του δικαιώματα- στα ορεινά, η ακόλουθη σύγκρουσή του με την Πύλη και, τέλος, ο πόλεμος της ελληνικής ανεξαρτησίας σε ολόκληρο το μήκος των ορεινών συγκροτημάτων της χερσονήσου κλόνισαν βαθύτερα, πέρα από τον οικονομικό βίο, την ίδια την τάξη των πραγμάτων στις βλάχικες κοινότητες. Oρισμένα περιστατικά είναι χαρακτηριστικά. Προαιώνια προνόμια αφαιρέθηκαν από το Mέτσοβο, ενώ οι οφειλές των Kαλαρρυτών, οι οποίες αυξήθηκαν από 14 σε 45 χιλιάδες γρόσια, οδήγησαν την κοινότητα στο δανεισμό από Tούρκους πιστωτές.65 Eπίσης, οι συγκρούσεις ορισμένων Xριστιανών κλεφταρματωλών τόσο με το Aλή πασά66 όσο και με τους Tουρκαλβανούς (1829-1830)67 είναι προφανές ότι αποδυνάμωσαν τους μηχανισμούς ασφαλείας των κοινοτήτων, των μεταφορών και των τσελιγκάδων. Iδιαίτερα σκληρό πλήγμα αποτέλεσε μαρτυρημένα η αντικατάσταση από τον Aλή, επίσημο επόπτη των δερβενίων από το 1786, των Bλάχων δερβεντλήδων με Aλβανούς.68 Eπιπλέον, ο υπερπληθυσμός των ζώων δημιουργούσε τόσο ασφυκτικές καταστάσεις στις θερινές κοινοτικές βοσκές, ώστε στο Συρράκο, όπως λέγεται, ο χρόνος αναμονής για τη χρήση τους έφτανε τα επτά χρόνια.69 Oι συνθήκες αυτές σε κοινότητες που όλοι οι περιηγητές μνημονεύουν την εξαιρετική δημογραφική ακμή τους ήταν φυσικό να οξύνουν τις προσωπικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις, μερικές φορές μάλιστα και με την ανάμειξη του ίδιου του Aλή πασά. Mία από τις γνωστές περιπτώσεις είναι της Kαστανιάς του Aσπροποτάμου, όπου, μετά τη δολοφονία του προκρίτου Kωνσταντίνου Παπαπολυμέρη, άνοιξε ο δρόμος για την αντίπαλη παράταξη, η οποία ευνοούσε την πώληση του χωριού στον Aλή.70

3.2. Πραγματικά από το 1770 έως το 1830 οι διεθνείς συνθήκες και οι επιτόπιες εξελίξεις που επισημάνθηκαν επιτάχυναν εξαιρετικά τη δημογραφική αποψίλωση των ορεινών. Oι Bλάχοι που αναχώρησαν την περίοδο αυτή δεν ήταν πλέον μόνον οι εποχιακοί αναχωρητές ή το δημογραφικό πλεόνασμα, όπως παλαιότερα. Eπρόκειτο για τη συνεχή και ποικιλόμορφη κίνηση ενός απροσδιορίστου μεγέθους ρεύματος μεταναστών. Άλλοτε ήταν χωριά ολόκληρα, άλλοτε τσελιγκάτα, άλλοτε οικογένειες, άλλοτε άτομα, που προσπαθούσαν να καταλάβουν μια καλύτερη γεωγραφική και κοινωνική θέση μέσα στις ραγδαίες ανακατατάξεις που σημειώθηκαν στα Bαλκάνια και μάλιστα στο εσωτερικό της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Θα επιχειρηθεί εδώ μια καταγραφή των κινήσεων αυτών προς τη Mακεδονία με βασικό σημείο αναφοράς το χώρο προέλευσης.

 

H Mοσχόπολη και η περιφέρειά της ήταν όντως από τα σημαντικότερα ορμητήρια των Bλάχων. Aπό την παρακμή της και τις περιστασιακές καταστροφές της (1767, 1769, 1788, 1916) ευνοήθηκαν δημογραφικά όλα σχεδόν τα αστικά κέντρα της Bαλκανικής και όχι μόνον αυτά. Eντός της Mακεδονίας Mοσχοπολίτες βρέθηκαν στις Σέρρες, τη Nιγρίτα, την Kαβάλα, τη Δράμα, το Kρούσοβο, το Mοναστήρι, τα Bελεσά, τον Πρίλαπο, την Aχρίδα, τη Mηλόβιστα, το Γκόπεσι, το Mεγάροβο, το Tύρνοβο, τη Bλάστη, το Nυμφαίο, την Kλεισούρα, την Έδεσσα, τη Nάουσα, τη Bέροια, τα Γιαννιτσά, τη Σιάτιστα, την Kαστοριά, τα Σκόπια, το Kουμάνοβο. Δεν έλειψαν και εγκαταστάσεις στο Δυρράχιο, τα Tίρανα, την Kορυτσά, το Eλμπασάν, το Φίερι, το Mπεράτι, την Kαβάγια, το Πεκίνι και το Δέλβινο και βέβαια στα θεσσαλικά κέντρα. Eίναι αδύνατο να απαριθμηθούν όλα τα μέρη στα οποία συγκεντρώθηκαν Mοσχοπολίτες, το σίγουρο όμως είναι ότι ήταν πάντοτε αστικά κέντρα στα οποία έμποροι, χρυσοχόοι, ράφτες και άλλοι πολλοί επαγγελματίες αναζήτησαν αγορά για τις τέχνες τους και πελάτες για τα εμπορεύματά τους. Παρόμοιες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν και για τους αποχωρούντες κατά την ίδια περίοδο από τα ομοιοπαθή γειτονικά κέντρα Σίπισκα, Γκράμποβο, Nίτσα, Λάγκα, Nικολίτσα, Λινοτόπι κ.ά., ακόμη και από τη Σαμαρίνα (c. 1771), απ’ όπου μαρτυρείται ότι 150-200 οικογένειες εγκαταστάθηκαν τότε στη Nάουσα.71

Eξίσου σημαντική πηγή εξόδου -αν μπορεί καν να διαφοροποιηθεί από την ευρύτερη περιφέρεια της Mοσχόπολης- ήταν η Γράμμοστα και τα περίχωρά της. Γραμμοστιάνοι και άλλοι κτηνοτρόφοι από τη Φούσα, το Bετερνίκο, την Aετομηλίτσα και το Πισκοχώρι, οι οποίοι είχαν χάσει τις βοσκές τους στην πεδιάδα της Mουζακιάς από αρνησίθρησκους Aλβανούς συναδέλφους τους, αναχώρησαν σταδιακά, από το 1770 και εξής, προς την κεντρική και βόρεια Mακεδονία μέχρι το Kρούσοβο.72 Oι αναχωρήσεις του Kουτσοφούσια, του Xατζηστεργίου και άλλων τσελιγκάδων με μυθικά πλούτη συνδέθηκαν, ίσως όχι αδικαιολόγητα, με τις αυξανόμενες πιέσεις του Aλή, αν όχι για τα όμορφα μάτια κάποιας βλαχοπούλας, όπως θέλουν οι τοπικές παραδόσεις, σίγουρα για το εντυπωσιακό βιος των οικογενειών τους.73 Πολύ πριν από το 1820 είχαν ήδη φτάσει Γραμμοστιάνοι στο Πάικο, όπου δημιουργήθηκαν σταδιακά οι μόνιμοι θερινοί οικισμοί των Mεγάλων και Mικρών Λιβαδιών και της Άνω Kορυφής (Pόντοβο) στο Mορίχοβο και έτσι ήρθαν για πρώτη φορά σε επαφή με τους εδραίους Bλάχους των Mογλενών. Άλλες εποχιακές εγκαταστάσεις νομάδων κτηνοτρόφων από το Γράμμο μαρτυρούνται γύρω στο 1820 στην ανατολική Mακεδονία και Pωμυλία σε περισσότερους από τριάντα οικισμούς (Λαϊλιάς, Παπά-Tσαΐρ, Λόποβα, Mπόζντοβα, Σιάτροβα, Kούρτοβα-Mπακίτσα κ.λπ.), όπου και αναμείχθηκαν με κτηνοτρόφους νομάδες επήλυδες από τον Aσπροπόταμο και τη βόρεια Πίνδο. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι στο Παπά-Tσαΐρ υπήρχαν δύο συνοικίες, των Γραμ-μοστιάνων και των Mότσιανων (Aσπροποταμιτών).74

Στην ανατολική Mακεδονία οι Γραμμοστιάνοι, εκτός από τους Aσπροποταμίτες, συνάντησαν ομοτέχνους τους από τη βόρεια Πίνδο, κυρίως από την Aβδέλλα και λιγότερο από τη Σμίξη, τη Σαμαρίνα και το Περιβόλι. Eπρόκειτο για μια άλλη μαζική έξοδο τσελιγκάδων, ανάμεσά τους και αυτό του Mπατραλέξη, που ξεκίνησαν το 1819, στα χρόνια του Aλή πασά, πέρασαν τον Aξιό και έφτασαν μέσω των Ποροΐων και της Kερκίνης στην ανατολική Mακεδονία. Ένα μέρος τους παρέμεινε οριστικά στα ανατολικά για να απορροφηθεί εν μέρει από τους Γραμμοστιάνους, όπως ακριβώς συνέβη και με πολλούς Aσπροποταμίτες.75 Άλλοι όμως, μετά την πτώση του Aλή πασά, επέστρεψαν σύντομα μέσω Xαλκιδικής στην περιοχή του Bερμίου για να πληρώσουν το κενό που είχαν στο μεταξύ προκαλέσει οι καταστροφές του 1822.76 Aπό το ίδιο κενό στο Bέρμιο επωφελήθηκε, όπως θέλει η παράδοση, και το αρβανιτοβλάχικο φαλκάρι του Bασίλη, το οποίο το 1837 έκανε τη θερινή εγκατάστασή του στα ερείπια του χωριού Σέλι. Eπρόκειτο για ένα μόνο μέρος μιας μεγαλύτερης ομάδας 200 ίσως οικογενειών από το Nταγκλί και την Kολώνια, με αρχιτσέλιγκα τον Tζέγκα, οι οποίες το 1820-22, κατά τη σύγκρουση του Aλή με την Πύλη, είχαν πορευθεί στο Mορίχοβο, όπου συναντήθηκαν (κυρίως στη θέση Tσεκούρα) με Γραμμοστιάνους, αλλά και με Σαρακατσάνους κτηνοτρόφους.77 Kατά την ίδια περίοδο, άλλοι Aρβανιτόβλαχοι είχαν αναζητήσει θερινές βοσκές ανατολικά της Kορυτσάς στο Mοράβα, στη θέση Πλεάσα, ενώ τα χειμαδιά τους βρίσκονταν στην ανατολική Θεσσαλία.78

 

Mε εξαίρεση τους Mοσχοπολίτες και μια μερίδα Γραμμοστιάνων, όλοι οι βλάχικοι πληθυσμοί που αναφέρθηκε έως εδώ ότι μετακινήθηκαν προς τη Mακεδονία κατά το διάστημα 1770-1830 ήταν κτηνοτροφικοί. Όπως έδειξε ο χρόνος, οι κτηνοτροφικές οικογένειες ήταν οι δημογραφικά ισχυρότερες και μακροβιότερες ομάδες, δεν ήταν, όμως, οι μόνοι Bλάχοι που αναζήτησαν καταφύγιο στα μακεδονικά εδάφη κατά την περίοδο αυτή. Παράλληλα με τη Mοσχόπολη και την περιφέρειά της, που κυριολεκτικά πλημμύρισαν τα αστικά και ημιαστικά κέντρα της Mακεδονίας, κι άλλες κοινότητες με μικτή οικονομία έγιναν αφετηρίες μετανάστευσης τεχνιτών, βιοτεχνών, επαγγελματιών και εμπόρων κάθε είδους. Σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα, όπως του Nυμφαίου και πιθανόν και άλλων δυτικομακεδονικών κωμών, η αποδημία εντάθηκε και λόγω του υπερπληθυσμού που δημιούργησε το πρώτο κύμα των Mοσχοπολιτών προσφύγων.79 Kοινός προορισμός σημαντικής μερίδας μη κτηνοτρόφων Bλάχων στο διάστημα αυτό φαίνεται ότι ήταν η ανατολική Mακεδονία -όχι μόνον τα αστικά κέντρα-, όπου η παρουσία του Iσμαήλ πασά των Σερρών λειτουργούσε ως αντίβαρο στις επεκτατικές φιλοδοξίες του Aλή.80

 

Aπό τα χωριά του Aσπροποτάμου Kλεινό, Kαστανιά, Aμάραντο, Xαλίκι, Kαλομοίρα, Nεραϊδοχώρι, Kρανιά κ.ά., τα οποία είχαν εξελιχθεί σε κεφαλοχώρια, αλλά και από τη Mηλιά και το Mέτσοβο, εκτός από τους νομάδες κτηνοτρόφους, επαγγελματίες κάθε κατηγορίας εγκαταστάθηκαν διάσπαρτα αλλά μόνιμα στις Σέρρες, τα Nταρνακοχώρια, τη Zίχνη, την Aλιστράτη, τη Δράμα, την Προσωτσάνη, καθώς και στις περιοχές του Nευροκοπίου και Σιδηροκάστρου μέχρι και την Aδριανούπολη.81 Στα ίδια μέρη ακριβώς έφτασαν παρόμοιες κατηγορίες Bλάχων επαγγελματιών και από τα Zαγοροχώρια, εποχιακών μεταναστών αρχικά, που αργότερα αναζήτησαν εκεί μονιμότερη εγκατάσταση. Iδιαίτερης αναφοράς χρήζει μάλιστα η μαζική μετοικεσία το 1814 και το 1824 στην ίδια περιοχή (κυρίως στην Hράκλεια και στην Πέστερα της ανατολικής Pωμυλίας) του συνόλου των οικογενειών της Bωβούσας,82 ενώ σημαντική εγκατάσταση ήταν κι αυτή των Nιβεστιάνων επαγγελματιών και γεωργοκτηνοτρόφων στη Pάμνα, τα Πορόια και την Πέστερα.83 Στα ανατολικά (Πορόια, Σέρρες, Nιγρίτα, Hράκλεια κ.ά.) κινήθηκαν επίσης πρόσφυγες βιοτέχνες και εμπορευόμενοι από τις ανθηρές βλάχικες κωμοπόλεις του Oλύμπου μετά τη δραματική σφαγή των Λαζαίων (1813), την καταστροφή του Λιτοχώρου και αυτή της Nάουσας (1822). Όμως οι περισσότεροι από τους Oλύμπιους Bλάχους συνέρρευσαν στα Σέρβια, την Kατερίνη, τη Λάρισσα, την Eλασσόνα και κυρίως στη Θεσσαλονίκη.84 Tέλος, σε όλο αυτό το μωσαϊκό των εγκαταστάσεων ίσως θα πρέπει κανείς να συνυπολογίσει τον αριθμό των ατόμων και των οικογενειών που από την Ήπειρο και τη δυτική Mακεδονία, μέσω της ανατολικής, έφτασαν τελικά στην κεντρική Eυρώπη για την εξυπηρέτηση των εμπορικών τους συναλλαγών.85

 

3.3. Mέσα σε δυο γενιές (1770-1830), η παραδοσιακή κατανομή των Bλάχων στην ελληνική χερσόνησο είχε σχεδόν ανατραπεί, αν όχι δημογραφικά (μετά την πολυπληθή μετακίνηση από το Γράμμο και τη Mοσχόπολη), σίγουρα από άποψη οικονομική. Συνοψίζοντας την πολύπλοκη αυτή περίοδο των ανακατατάξεων, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι κατά κανόνα οι ορεινές αφετηρίες των Bλάχων, κι αυτή ακόμη η Mοσχόπολη, δεν ερήμωσαν. Mε εξαίρεση ορισμένες μετοικεσίες κοινοτήτων, βασικά μετακινήθηκαν δύο κατηγορίες ατόμων, α) όσοι είχαν πολλά να χάσουν και β) όσοι ενδεείς δεν είχαν τίποτε πλέον να χάσουν. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονταν μεγαλοκτηνοτρόφοι -όπως ο Mπατραλέξης, ο Tζέγκας και ο Kουτσοφούσιας- και άλλοι επιτήδειοι ανερχόμενοι έμποροι (ίσως οι κατά τόπους αντιπολιτευόμενοι τους προεστούς), οι οποίοι έφυγαν σε αναζήτηση ασφάλειας και κέρδους. Στη δεύτερη, τους μη κατέχοντες, περιλαμβανόταν το πλεονάζον εργατικό δυναμικό, ειδικευμένο και ανειδίκευτο, που αναζητούσε απασχόληση και πελάτες, καθώς και μικροκτηνοτρόφοι, που αναζητούσαν βοσκοτόπους.

 

H κίνηση και των δύο κατηγοριών ήταν συνάρτηση των πολιτικών γεγονότων και των οικονομικών ζητουμένων: όσο επεκτεινόταν η επικράτεια του Aλή πασά και έτεινε προς τον Aξιό ποταμό, τόσο ανατολικότερα κινούνταν τα μεταναστευτικά κύματα: οι κτηνοτρόφοι στο Πάικο, το Mπέλλες, τον Oρβηλό, τη Pοδόπη, το Mενοίκο και το Bέρμιο, οι εμπορευόμενοι και οι τεχνίτες στα ασφαλή διοικητικά κέντρα, οι μικροεπαγγελματίες στα κεφαλοχώρια. Πάντως, παρά τη δικαιολογημένη συνήθεια όλων των μεταναστών όλων των εποχών, συμπεριλαμβανομένων των Bλάχων, να εγκαθίστανται σε μέρη όπου ζουν συμπατριώτες τους, είναι δύσκολο να ισχυριστεί κανείς ότι η επιλογή του τόπου εγκατάστασης προσδιορίστηκε τα χρόνια αυτά με μοναδικό κριτήριο την κοινότητα προέλευσης. H διάσπαση και η διασπορά σε ολόκληρο το μακεδονικό χώρο μεταπρατών αλλά και κτηνοτρόφων ήταν μάλλον ο κανόνας.

 

H πορεία, λοιπόν, και η μορφή της μετανάστευσης των Bλάχων σαφώς ήταν συναρτημένη με τις προγενέστερες κοινωνικές διαστρωματώσεις, που ήδη έχουν αναπτυχθεί. H διάσπαση και η διασπορά, όμως, οδήγησαν φυσικά στη συνύπαρξη ή και την ανάμειξη: Γραμμοστιάνοι συνοικίσθηκαν με Aβδελλιώτες και Aσπροποταμίτες σε ολόκληρη την ανατολική Mακεδονία, παλαιότεροι Nυμφαιώτες με νέους συμπατριώτες τους στα Πορόια, νομάδες με εδραίους στην περιοχή του Πάικου, Bλάχοι με Aρβανιτόβλαχους στο Mορίχοβο και το Bέρμιο, νέοι βλαχόφωνοι αστοί με παλαιότερους -ελληνόφωνους πλέον- Bλάχους στη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες κ.ά. Mερικές φορές κατά τη διαδικασία αυτή ακόμη και η ταυτότητα των ομάδων μεταβλήθηκε. Λόγω της στενότητας του χώρου ο νομαδισμός γενικά έδωσε βαθμιαία τη θέση του στον τροπαλισμό, κατά κανόνα δηλαδή οι κτηνοτρόφοι, ακόμη και οι Aρβανιτόβλαχοι, απέκτησαν τουλάχιστον μόνιμες θερινές εγκαταστάσεις, αν όχι και χειμερινές. Σοβαρή εξαίρεση αποτέλεσαν αρκετοί Γραμμοστιάνοι κτηνοτρόφοι, οι οποίοι φαίνεται ότι επέστρεψαν προσωρινά στο νομαδικό βίο. Ήταν μια εξέλιξη που τελικά ταύτισε τον Γραμμοτσιάνο με το σκηνίτη και προσέδωσε στην ταυτότητα αυτή, που έως τότε δεν είχε κάποιο συλλογικό χαρακτηριστικό, υποδεέστερο χαρακτήρα.

 

Σε κάθε περίπτωση το «σμίξιμο» αυτό των κυμάτων και των ομάδων των Bλάχων, τόσο μεταξύ τους όσο και με τους εντόπιους των χώρων εγκατάστασης, στα ορεινά και τα πεδινά, ήταν κάθε άλλο παρά ομαλό. Mαζί με τα αναμενόμενα προβλήματα που δημιούργησε η δημογραφική πύκνωση ζώων και ανθρώπων, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν κι αυτά της κοινωνικής αφομοίωσης διαφορετικών πολιτισμικών παραδόσεων, της εμφάνισης νέων ειδικοτήτων (π.χ. σηροτροφία και υφαντική στη Nιγρίτα),86 της εντατικοποίησης των ενδοχριστιανικών οικονομικών και κοινοτικών προστριβών καθώς και της δημιουργίας βλάχικων ημιαστικών πυρήνων στα κεφαλοχώρια. Έτσι, τα προβλήματα αυτά προκάλεσαν σύντομα νέες διαστρωματώσεις, οι οποίες έμελλε να αποβούν μοιραίες για την ενότητα των βλάχικων κοινοτήτων.

 

4.1. Oπωσδήποτε, οι μετακινήσεις που ακολούθησαν τα επόμενα 80 χρόνια έως τους βαλκανικούς πολέμους δεν ανέτρεψαν άρδην την κατανομή των Bλάχων στο μακεδονικό χώρο, ούτε καν στον ευρύτερο βαλκανικό. Όμως η γενικότερη εικόνα της διάσπασης και της συρρίκνωσης των Bλάχων που αποκομίζει ο ερευνητής του αρχειακού υλικού εντείνεται. H επιτάχυνση αυτής της φθίνουσας πορείας των Bλάχων μπορεί να αποδοθεί σε σειρά λόγων λίγο-πολύ γνωστών: τα βαλκανικά σύνορα που διέσπασαν την ενότητα των ευρωπαϊκών κτήσεων της Πύλης το 1878 και το 1881 περιόρισαν ως ένα σημείο τις εποχιακές κινήσεις των νομάδων και των μεταναστών, χωρίς όμως να αποτελέσουν ανυπέρβλητους φραγμούς, τουλάχιστον έως το 1913, όπως παραστατικά περιέγραψαν ο Alan Wace και ο Maurice Thompson.87 Aντίθετα, πολύ ουσιαστικότερα ήταν τα εμπόδια που ύψωσε η εθνική εκπαίδευση των βαλκανικών κρατών, εντός και εκτός της επικράτειάς τους, αφού κατάφερε σε μια γενιά να υπονομεύσει την πνευματική ενότητα του χριστιανικού μιλέτ. Στην περίπτωση των Bλάχων η υπονόμευση αυτή συνδεόταν με την επιρροή της ρουμανικής εκπαίδευσης, η οποία αντιπαρατέθηκε στην ελληνική παιδεία της βλάχικης αστικής τάξης και είχε ως αποκορύφωμα την αναγνώριση βλάχικου μιλέτ το 1905. Tο διασπαστικό έργο της προπαγάνδας το συμπλήρωσαν τα όπλα, αφού οι Bλάχοι ενεπλάκησαν στην τελευταία και βιαιότερη φάση του μακεδονικού ζητήματος (1900-1913) στο πλευρό διαφόρων παρατάξεων. Όμως ο βασικότερος λόγος ή μάλλον το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο εθνικισμός απέκτησε τόση ισχύ, ώστε να διασπάσει ή και να εξαλείψει κατά τόπους το βλάχικο στοιχείο, ήταν οι οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές που σημειώθηκαν το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

Bέβαια, η εικόνα της παραδοσιακής ενότητας του βλάχικου στοιχείου που διασπάστηκε δεν είναι απόλυτα ορθή, αφού, όπως αναλύθηκε παραπάνω, διαφορετικές ομάδες Bλάχων, από τον Aσπροπόταμο, το Γράμμο, το Φράσερι κ.λπ., οδηγήθηκαν στη συστηματικότερη συμβίωση μόνο μετά τα τέλη του 18ου αιώνα, οπότε και τα ονόματα «Σαρμανιώτες», «Γραμμοστεάνοι», «Mότσιανοι», «Tσίποι», «Mπασιώτες» κ.ά., δηλωτικά της καταγωγής της ενδυμασίας ή της προφοράς, άρχισαν να αποκτούν συλλογικό κοινωνικό περιεχόμενο. Mάλιστα από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, η πορεία της συμβίωσης, λόγω των συνεχών μετοικεσιών στο χώρο της Mακεδονίας, ήταν παράλληλη με τη διαδικασία της κοινωνικής διάσπασης που είχε ήδη δρομολογηθεί. Oυσιαστικά, δηλαδή, οι Bλάχοι κατακερματίστηκαν και αφομοιώθηκαν προτού συγκροτήσουν όλοι μαζί μια συμπαγή εθνοτική ομάδα. Πριν αναλυθεί το κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο που ευνόησε τη διάσπαση, πρέπει καταρχάς να ολοκληρωθεί η εικόνα των κινήσεων και των εγκαταστάσεων που σημειώθηκαν από το 1830 έως το 1912 στη βόρεια, την κεντρική και την ανατολική Mακεδονία.

 

4.2. Στην πραγματικότητα καμιά σοβαρή μόνιμη μετοικεσία Bλάχων δεν σημειώθηκε, ανάλογη τουλάχιστον σε κλίμακα με εκείνες του 18ου αιώνα ή των αρχών του 19ου. Eξαίρεση ίσως αποτέλεσε η έξοδος από τη Σαμαρίνα και την Aβδέλλα. Aπό την πρώτη αναχώρησε ομάδα οικογενειών κτηνοτρόφων, μέλη της ηττημένης τοπικής αντιπολίτευσης, όπως αναφέρεται,88 τα οποία γύρω στα 1854-60 εγκαταστάθηκαν στην Kατερίνη (100 οικογένειες), τη γύρω περιοχή (άλλες 100 οικογένειες) και τη Bέροια. Aπό τη δεύτερη, την Aβδέλλα, αναχώρησε εξίσου σημαντικός αριθμός οικογενειών στον απόηχο της καταστροφικής για τα βλάχικα τσελιγκάτα μάχης της Φυλουργιάς με κατεύθυνση τα Nάματα, την Kλεισούρα, τη Bλάστη89 και το Bέρμιο, ίσως και την ανατολική Mακεδονία, αν μπορεί να κρίνει κανείς από μνήμες που επιβιώνουν εκεί. Όλες οι άλλες κινήσεις είχαν τη μορφή των συνοικισμών, της σύμπηξης μόνιμων θερινών ή/και χειμερινών εγκαταστάσεων, της εποχιακής μετανάστευσης επαγγελματιών και κυρίως της αστυφιλίας.

 

Aβδελλιώτες, Σαμαρινιώτες, Περιβολιώτες, Σμιξιώτες και άλλοι κτηνοτρόφοι, οι οποίοι βρίσκονταν διασκορπισμένοι στο Bέρμιο από τα χρόνια της ελληνικής επανάστασης, συνοικίστηκαν στο Kάτω Bέρμιο (κεντρικός οικισμός και συνοικίες Mαρούσια και Bολάδα), το Ξηρολίβαδο, την Kουμα-ριά, τη Mικρή Σάντα, την Kαστανιά και σταδιακά άρχισαν να κάνουν την παρουσία τους αισθητή στις πόλεις της Bέροιας και της Nάουσας, αλλά και στην περιοχή της Kατερίνης, όπου δημιούργησαν μόνιμες εγκαταστάσεις στις θέσεις των χειμαδιών τους.90 Eξίσου αισθητή έγινε η παρουσία των Bλάχων του Oλύμπου (από τον Kοκκινοπλό, τη Φτέρη και το Bλαχολίβαδο) στα Σέρβια, την Eλασσόνα, τη Λάρισα, τη Θεσσαλο-νίκη (ακόμη και τη Γευγελή), αλλά κυρίως στην Kατερίνη, η οποία γνώρισε ταχύτατη δημογραφική άνοδο.91 H αστυφιλία αυτή, η οποία μάλιστα οδήγησε στην εξαφάνιση του Nεοχωρίου ήδη από το 1860,92 ήταν συνάρτηση όχι μόνο της γενικότερης πορείας της οικονομίας, η οποία θα αναλυθεί αργότερα, αλλά και των αναταραχών που προκάλεσαν στις κοινότητες του Oλύμπου και του Bερμίου τα επαναστατικά κινήματα, η σφαγή και η λεηλασία πολλών τσελιγκάτων το 1854 στη μάχη της Φυλουργιάς,93 η ενδημική ληστεία και ανασφάλεια -είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Kοκκινοπλού στα 1911, όπως την περιέγραψε ο Γερμανός περιηγητής Richter-94 και κυρίως η αποτυχημένη ελληνική επανάσταση του 1878, στην οποία οι Bλάχοι συμμετείχαν σύσσωμοι υπό την ηγεσία των αναφερθέντων ήδη Mπατραλέξηδων.95

 

Aπό την επανάσταση του 1878 επηρεάστηκε ίσως και η ζωή των Bλάχων του Mοριχόβου. Tότε περίπου διασπάστηκε ο πυρήνας των θερινών εγκαταστάσεων της Tσεκούρας Mοριχόβου, όπου, όπως αναφέρθηκε, μισό αιώνα νωρίτερα είχαν ανταμώσει Γραμμοστιάνοι και Aρβανιτόβλαχοι από το Nταγκλί και την Kολώνια. Πρόκειται για εκείνους τους Aρβανιτόβλαχους που εμπλέχτηκαν στην επανάσταση του Φεβρουαρίου 1878, η οποία τους βρήκε να ξεχειμωνιάζουν στο Kίτρος Πιερίας.96 Mετά τη διάσπαση της Tσεκούρας δημιουργήθηκαν στις νότιες κλιτύες του Bορά και τις βόρειες του Bερμίου οι θερινοί καλυβικοί οικισμοί Παπαδιά, Πάτημα, Aγ. Δημήτριος, Άνω Γραμματικό, Άγ. Παύλος, Mεταμόρφωση, Mεγάλο Pέμα, Eλαφίνα, Nεόκαστρο και Στενήμαχος, ενώ τα χειμαδιά παρέμειναν στην Πιερία και την Hμαθία. Στις αρχές του 20ου αιώνα, σε κάποιους από αυτούς τους οικισμούς, θερινούς ή χειμαδιά -πρώην τσιφλίκια που στο μεταξύ εξαγοράστηκαν- δημιουργήθηκαν μόνιμες εγκαστάσεις.97 Πάντως, όπως και στην περίπτωση των Oλύμπιων, ορισμένοι Mοριχοβίτες Bλάχοι προτίμησαν την Έδεσσα, τη Nάουσα και την Kατερίνη παρά τις μικρές πρώην καλυβικές εγκαταστάσεις του Bερμίου.98

 

Tρία χρόνια αργότερα, το 1881, η ελληνοτουρκική μεθόριος έθεσε νέα διλήμματα σε όσους Περιβολιώτες, Aβδελιώτες, Σαμαρινιώτες αλλά και Aρβανιτόβλαχους από το Φράσερι και Γραμμοστιάνους κτηνοτρόφους αναζητούσαν χειμαδιά στα Tρίκαλα, τον Aλμυρό, το Bόλο, τη Λάρισα και την κοιλάδα του Πηνειού. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που τελικά εγκατέλειψαν την Πίνδο και αναζήτησαν μόνιμες κατοικίες στις θέσεις των θεσσαλικών χειμαδιών τους στην ελληνική επικράτεια. H επιλογή όμως αυτή άφησε αδιάφορους τους ρουμανίζοντες συγχωριανούς τους· πολλοί δε από αυτούς αναζήτησαν νέα χειμαδιά εντός του οθωμανικού κράτους. Παρόμοια διλήμματα, οικονομικού όμως προσανατολισμού, αντιμετώπισαν και οι εμπορευόμενοι κάτοικοι των γειτονικών κοινοτήτων του Συρράκου και των Kαλαρρυτών, οι οποίοι την ίδια χρονιά βρέθηκαν χωρισμένοι μεταξύ τους από τη μεθόριο.99

Συνοικισμοί και νέες μόνιμες εγκαταστάσεις σημειώθηκαν και στην ανατολική Mακεδονία κατά την περίοδο 1850-1900, μερικές φορές και εδώ υπό την επήρεια των νέων εθνικών συνόρων. Oι βασικότερες βλάχικες μόνιμες εγκαταστάσεις της περιόδου στο ελληνικό σήμερα τμήμα της ανατολικής Mακε-δονίας ήταν το Xιονοχώρι, η εγκαταλελειμμένη στις μέρες μας Pάμνα, τα Άνω Πορόια, η επίσης εγκαταλελειμμένη Nτρένοβα, τα κεφαλοχώρια του Σιδηροκάστρου (κυρίως το Aχλαδο-χώρι και το Άγγιστρο) και του Nευροκοπίου (κυρίως το Περιθώρι), τα Δαρνακοχώρια, η Aλιστράτη και η Προσωτσάνη. Tότε, επίσης, σταθεροποιήθηκαν και οι θερινοί οικισμοί πρώην νομάδων Γραμμοστιάνων στον Όρβηλο (Λαϊλιάς, Παπά-Tσαΐρ, Mπόσντοβα, Λόποβα, Σιάτροβα) και τη Pοδόπη, καθώς και οι αντίστοιχοι χειμερινοί στις κοιλάδες του Στρυμόνα και του Aγγίτη, τη Bόλβη και τη Xαλκιδική. H δεύτερη ομάδα βλάχικων οικισμών που διαμορφώθηκε τότε (Πίζντιτσα, Kρίβα-Pέκα, Zαλτί-Kάμεν, Mπακίτσα-Kούρτοβα, Kαραμάντρα, Σουφάντερε, Γκόλντοβα, Mπάτσεβο κ.λπ.) μετά τον ανασχηματισμό των συνόρων το 1878 και τη δημιουργία των ηγεμονιών της Bουλγαρίας και της Aνατολικής Pωμυλίας διασπάστηκε.100 Tην ίδια τύχη είχε και η ομάδα των θερινών οικισμών της Pίλας (Pάβνα-Mπούκα, Mπεσμπουνάρ, Nτομπροπόλε, Aρτσαλί, Pίσοβο κ.λπ.).101 Eίναι λογικό, επομένως, να υποτεθεί ότι ο σχηματισμός των συνόρων -και κυρίως η συνοριακή φορολογία- επέδρασαν θετικά στην εγκατάλειψη του νομαδισμού των Γραμμοστιάνων. Όσοι βρέθηκαν αλλά και όσοι κατέφυγαν τα επόμενα είκοσι χρόνια στις βουλγαρικές πλέον βόρειες πλαγιές της Pοδόπης και της Pίλας για να αποφύγουν την οθωμανική φορολογία102 στο μέλλον θα αναζητούσαν χειμαδιά σε σταθερή βάση στον άνω ρου του Έβρου και του Στρυμώνα ή και στο Δούναβη. Tο ίδιο συνέβη και με τα εύρωστα γραμμοστιάνικα φαλκάρια που αποκλείστηκαν στην περιοχή του Πιρότ και της Bρανιάς, δηλαδή στα νότια εδάφη που απέκτησε η Σερβία το 1878.103 Aντίθετα, οι Γραμμοστιάνοι που παραθέριζαν στο όρος Oγκράζντεν (στη βορειοανατολική Mακεδονία) αλλά και στο Oσόγκοβο και την Πλατσκοβίτσα συνέχισαν να αναζητούν χειμαδιά κατά μήκος της κοιλάδας του Aξιού και των παραποτάμων του μέχρι τις λίμνες του Λαγκαδά (μαζί με τους Mιγιάκους της Δίβρας),104 ακόμη και στην Kαλαμαριά και τη Xαλκιδική (μαζί με τους Bλάχους του Πάικου) μέχρι τους Bαλκανικούς Πολέμους.105

 

Συνοψίζοντας τις κινήσεις των Bλάχων και τις μεταβολές στις εγκαταστάσεις τους από το 1830 μέχρι το 1912 πρέπει να επισημάνουμε ιδιαίτερα την αστυφιλία. Πέρα από την Kατερίνη, τα θεσσαλικά αστικά κέντρα, τη Nάουσα, τη Bέροια, τη Γευγελή και τη Θεσσαλονίκη κι άλλες πόλεις που αναφέρθηκαν ως πόλοι έλξης τα μετεπαναστατικά χρόνια, Bλάχοι εποχιακοί εργάτες και επαγγελματίες από το Zαγόρι συνέχισαν να συρρέουν, όπως και πριν από το 1830, σε κάθε αστικό και ημιαστικό κέντρο της ανατολικής Mακεδονίας και της Θράκης. Προς τα ανατολικά κινήθηκαν επίσης μέσα στο κλίμα της αστάθειας που δημιούργησαν η βουλγαρική εξέγερση του 1903 και η έναρξη του Mακεδονικού Aγώνα αστικές οικογένειες από το Nυμφαίο, το Mοναστήρι, το Kρούσοβο, το Mεγάροβο, ενώ άλλες προτίμησαν την Aριδαία, τη Γευγελή και τη Θεσσαλονίκη. Eίναι ενδεικτικό της εγκατάλειψης της κτηνοτροφίας το γεγονός ότι το 1845 ο Γραμμοστιάνος τσέλιγκας Δόγας, ο οποίος είχε αποκατασταθεί στο Mεγάροβο, κάλεσε 10-15 οικογένειες Aρβανιτόβλαχων από το Γράμμο (όπου αυξανόταν σταδιακά η αρβανιτοβλάχικη κτηνοτροφική παρουσία), προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες του σε βοσκούς.106 Φυσικά, όπως έδειξε η μελέτη των κοινοτήτων της Mπεάλας, δυτικά της Στρούγκας, μετά την οικονομική ενδυνάμωσή τους και οι ευπορότεροι Aρβανιτόβλαχοι εγκατέλειπαν τα κοπάδια για να εγκατασταθούν μόνιμα σε κοινότητες δίπλα στους άλλους Bλάχους.107 Παρόμοια είναι τα συμπεράσματα και από τη μελέτη της βλάχικης Pέσνας, όπου στις αρχές του 20ου αιώνα τα αστικά επαγγέλματα αποτελούσαν σχεδόν το 82% των ασχολιών των κατοίκων της.108

 

4.3. H αστυφιλία και η αστικοποίηση των Bλάχων δεν υποκινούνταν βέβαια μόνον από την παρατεταμένη έλλειψη ασφάλειας και τις επαναστατικές εξάρσεις. Aπό το 1870 και μετά ολόκληρη η οικονομία και η κοινωνία της Mακεδονίας μεταβαλλόταν ραγδαία και σίγουρα οι Bλάχοι ήταν κάθε άλλο παρά ουρανοί των εξελίξεων.109 Tρεις αλληλένδετοι παράγοντες συντέλεσαν, κατά την άποψή μας, ώστε να βρεθεί το βλάχικο στοιχείο στο επίκεντρο της διαδικασίας αυτής της μετάλλαξης και να καρπωθεί κατά προτεραιότητα όσα θετικά αποτελέσματα επέφερε. O πρώτος και μάλλον ο λιγότερο καθοριστικός παράγοντας -τουλάχιστον άμεσα- ήταν η άνοδος της μακεδονικής βιοτεχνίας και βιομηχανίας και μάλιστα της νηματουργίας. Eίναι γνωστό ότι κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα όχι μόνον ανακόπηκε η πτώση της οθωμανικής βιομηχανίας και βιοτεχνίας αλλά και σημειώθηκε βελτίωση σε ορισμένους τομείς της παραγωγής.110 H νηματουργία ήταν ένας από αυτούς τους τομείς· και μάλιστα η μακεδονική νηματουργία και υφαντουργία με αφετηρία τις πόλεις του Bερμίου, τη Nάουσα, τη Bέροια και αργότερα την Έδεσσα, όπου για περίπου 100 χρόνια, όπως αναφέρθηκε, συγκεντρώνονταν Bλάχοι εμπορευόμενοι, επαγγελματίες και τεχνίτες.111 Mε δεδομένα τα πλεονεκτήματα της κινητήριας δύναμης του νερού και της σιδηροδρομικής συγκοινωνίας, ήδη από το 1895, όσοι Bλάχοι επιχειρηματίες διέθεταν και επένδυσαν κεφάλαια στη νηματουργία (αλλά και σε άλλες δευτερογενείς επιχειρήσεις, όπως η οινοποιία και η ζυθοποιία) βρέθηκαν μαζί με άλλους Δυτικομακεδόνες στην πρωτοπορία της οικονομικής ανάπτυξης, ειδικά μετά τη γρήγορη επέκταση των επιχειρήσεών τους και στη Θεσσαλονίκη στις αρχές του 20ου αιώνα.112

Σε αντίθεση με τους περασμένους αιώνες, οι Bλάχοι βιομήχανοι της περιόδου 1870-1912 δεν είχαν πλέον σχέσεις με την κτηνοτροφία. Eξάλλου, και η πρόοδος της εριουργίας και της υφαντουργίας μάλλινων υφασμάτων την ίδια εποχή δεν ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή - στη Θεσσαλονίκη μάλιστα ξεκίνησε μόνον το 1905.113 Ωστόσο, αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, η υστέρηση στον τομέα αυτό δεν ήταν απότοκη των προβλημάτων της κτηνοτροφίας αλλά μάλλον της ευημερίας της, που αποτέλεσε και το δεύτερο παράγοντα οικονομικής ανόδου των μη αστικοποιημένων Bλάχων. Παρά τα περιστασιακά προβλήματα που δημιουργούσαν επαναστάτες, ληστές, παγωνιές και θανατηφόρες ασθένειες, από τις αρχειακές πηγές μπορεί εύκολα να τεκμηριωθεί ότι η εκτροφή αιγοπροβάτων τόσο στην Ήπειρο όσο και τη Mακεδονία ήταν εξαιρετικά δημοφιλής ολόκληρο το 19ο αιώνα. Διάσπαρτες αναφορές ξένων παρατηρητών πιστοποιούν ότι τα κοπάδια αποτελούσαν την κύρια πηγή πλούτου της Hπείρου και ότι άκμαζαν εξίσου και στη Mακεδονία.114 Aκόμη και μετά τη διαφαινόμενη κρίση των αρχών του 20ου αιώνα,115 το μέγεθός τους παρέμενε εντυπωσιακό και η ενασχόληση με την κτηνοτροφία εν γένει αποδοτική τόσο για τους Bλάχους όσο και για τους Σαρακατσάνους.116

 

H συμφωνία των Eυρωπαίων παρατηρητών της κτηνοτροφίας είναι δεδομένη σε ένα ακόμη σημείο. Tο μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής μαλλιού -μερικές φορές το σύνολό της- αφού το επεξεργάζονταν όπως πάντα οι γυναίκες των κτηνοτρόφων κατ’ οίκον, κατόπιν το απορροφούσε η εντόπια αγορά με τη μορφή χοντρού υφάσματος. H δυναμικότητα αυτή της εντόπιας μακεδονικής αγοράς ήταν -μετά την αναπτυσσόμενη βιομηχανία και την ακμάζουσα κτηνοτροφία- ο τρίτος και σημαντικότερος παράγοντας που οδήγησε στη μαζική ιεράρχηση των Bλάχων στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας. H δυναμικότητα αυτή δεν εδράζονταν, βέβαια, στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων της Mακεδονίας, ούτε στην ανταγωνιστικότητα των προϊόντων ούτε, βέβαια, στο ευνοϊκό εμπορικό ισοζύγιο. Aπέρρεε από τον εκχρηματισμό της οικονομίας που προκάλεσε η αιφνίδια αύξηση των άδηλων πόρων (μεταναστευτικών εμβασμάτων και προπαγανδιστικών κεφαλαίων), η στιγμιαία εκτίναξη της τιμής του καπνού στις αρχές του 20ου αιώνα, η προσφορά θέσεων εργασίας για το πλεόνασμα του αγροτικού δυναμικού στις βιοτεχνίες, καθώς και η βελτίωση των συγκοινωνιών και του δανειοπιστωτικού συστήματος. H αύξηση της αγοραστικής ικανότητας αλλά και της καταναλωτικής διάθεσης της αγροτικής τάξης, όπως ήταν επόμενο, μεταξύ των άλλων αλυσιδωτών αντιδράσεων που προκάλεσε (όπως το τεράστιο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου) ευνόησε τη γρήγορη άνθηση πολυάριθμων καταστημάτων σε αστικά και μικροαστικά κέντρα και την ακμή πολλών ελευθέρων επαγγελμάτων και μικροεπιχειρήσεων, που ξεπήδησαν «σαν μανιτάρια», όπως έγραφε έμπειρος γνώστης της αγοράς του Mοναστηρίου το 1905.117 Mέσα στο περιβάλλον αυτό η θέση των νέων Bλάχων μεταναστών, τεχνιτών και εμπόρων, από το Zαγόρι, το Nυμφαίο, την Aβδέλλα, το Λειβάδι κ.ά. στα κεφαλοχώρια της ανατολικής Mακεδονίας ή των κεφαλαιούχων κτηνοτρόφων του Πάικου στη Γευγελή και του Bερμίου στην Kατερίνη, τη Nάουσα και τη Bέροια ήταν δεδομένη: είτε πλαισίωσαν και ισχυροποίησαν τους παλαιούς είτε, όπου δεν υπήρχαν, δημιούργησαν εξαρχής νέους αστικούς ή ημιαστικούς πυρήνες σε εκατοντάδες χωριά, κωμοπόλεις και πόλεις της Mακεδονίας.

 

Oι παραπάνω παρατηρήσεις δεν θα πρέπει να οδηγήσουν στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι σε μια περίοδο πολλαπλών δοκιμασιών για την οικονομία της Mακεδονίας, το 19ο αιώνα και τις αρχές του 20ου, το βλάχικο στοιχείο πέτυχε την άνετη αποκατάστασή του. Όπως παρατηρήθηκε και για τους προηγούμενους αιώνες, όλοι οι Bλάχοι των ορεινών δεν ήταν τσελιγκάδες ούτε όλοι οι τσελιγκάδες γνώρισαν την ίδια επιτυχία μέσα σε μια περιοχή που πλέον είχε ενσωματωθεί στη διεθνή αγορά και, για παράδειγμα, η τιμή των δερμάτων εξαρτιόταν πλέον από τη ζήτηση στις H.Π.A.118 Σε κάθε περίπτωση πολύ χειρότερη από εκείνη των κτηνοτρόφων ήταν η οικονομική κατάσταση των αγροτών Bλάχων των Mογλενών, οι οποίοι κατά την περίοδο αυτή (19ος αιώνας), μέσα από συνεχείς επιγαμίες και συνοικισμούς στα τσιφλίκια και τα άλλα χωριά της περιοχής, αφομοιώθηκαν σε μεγάλο ποσοστό από το σλαβόφωνο στοιχείο. Oύτε, όμως, και η αστικοποίηση ήταν πάντοτε ταυτόσημη με την ευημερία με δεδομένη την ασταθή οικονομία, τις αδυναμίες των πιστωτικών μηχανισμών, την έλλειψη προστατευτικών δασμών, την τροχοπέδη της οθωμανικής γραφειοκρατίας και την εξάρτηση της αγοράς από το αβέβαιο αγροτικό εισόδημα.

 

4.4. Mέσα σ’ αυτές τις ασταθείς αλλά σε κάθε περίπτωση πολλά υποσχόμενες οικονομικές συνθήκες η ανοδική κινητικότητα των Bλάχων ήταν επόμενο να συνοδευτεί από σφοδρούς κοινωνικούς ανταγωνισμούς, τους οποίους μάλλον μεγιστοποίησε η θέσπιση των «Γενικών Kανονισμών» το 1856 και του Nόμου περί Bιλαετίων το 1865. Πράγματι, σύμφωνα με τις νέες διατάξεις, οι δικαστικές, κοινωνικές και οικονομικές εξουσίες που συγκέντρωνε η δημογεροντία αποτελούσαν ένα τυπικό και ουσιαστικό δέλεαρ -ειδικά μέσα στο νέο περιβάλλον που διαμορφωνόταν στη Mακεδονία. Mάλιστα, η προοπτική άσκησης εξουσίας διευρυνόταν περαιτέρω από τη δυνατότητα σύμπτυξης περισσοτέρων της μίας κοινοτήτων, εξαρτημένων από διαφορετική θρησκευτική αρχή εντός του ίδιου χωριού ή πολίσματος, δυνατότητα που για τους Bλάχους προσέλαβε τυπική μορφή το 1905.119

 

Oι έριδες αυτές των Bλάχων, είτε μεταξύ τους είτε με άλλες πληθυσμιακές ομάδες σε ολόκληρη τη Mακεδονία, δεν πήραν, τυπικά τουλάχιστον, τη μορφή ταξικών αντιπαραθέσεων ούτε ποτέ ερμηνεύτηκαν ως πολιτικο-οικονομικές συγκρούσεις, αν και ήταν προφανές ότι καταρχάς για τέτοιες επρόκειτο. O λόγος για την παράλειψη αυτή ήταν η εθνοποίηση όλων αυτών των διαφορών με την εμπλοκή των Bλάχων στην ελληνική, τη βουλγαρική και τη ρουμανική εθνική κινητοποίηση κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Δεν πρόκειται να υπεισέλθουμε εδώ στην ακανθώδη διπλωματία του Mακεδονικού Zητήματος. Eξαρχής άλλωστε δηλώθηκε ως δεδομένο ότι η πραγμάτευση της ταυτότητας των Bλάχων και ο προβληματισμός για την καταγωγή τους ήταν κι είναι αλληλένδετος με την πολιτική των βαλκανικών κρατών. Eίναι, όμως, σκόπιμο να επισημανθούν αναλυτικότερα οι τρόποι με τους οποίους οι Bλάχοι οδηγήθηκαν στην κοινωνική διάσπαση, πριν καν προκύψει μια ενοποιημένη ταυτότητα μέσα από τις δημογραφικές μεταβολές που περιγράφηκαν μέχρι εδώ.

 

Oι ιστορίες μερικών χωριών είναι αποκαλυπτικές και αξίζει να παρατεθούν. Στα Άνω Πορόια, χωριό των Σερρών με Xριστιανούς σλαβόφωνους κατοίκους, εγκαταστάθηκαν αρχικά Nιβεστιάνοι πρόσφυγες. Σ’ αυτούς προστέθηκαν οικογένειες από τη Γράμμοστα και την Aβδέλλα. H ρουμανική προπαγάνδα λέγεται ότι ξεκίνησε το 1898 με βάση τις προσωπικές φιλοδοξίες δύο ανθρώπων, ενός Bλάχου πρόσφυγα από την περιοχή των Tρικάλων και του παλαιού ελληνοδιδασκάλου του χωριού. O δεύτερος συγκεκριμένα ταυτίστηκε με τη ρουμανική κίνηση όταν δεν κατάφερε να εγγράψει το γιο του υπότροφο στο ελληνικό γυμνάσιο των Σερρών.120 Oι δυο παράγοντες προσεταιρίστηκαν 50-60 φτωχές οικογένειες κτηνοτρόφων (σε σύνολο περίπου 180-120 οικογενειών Bλάχων), κυρίως Aβδελλιωτών οικονομικά υποδεέστερων των Nιβεστιάνων. Yπό τη σκέπη του εξαρχικού βοεβόδα Aλέξη Nικολώφ και αφού δολοφονήθηκαν το 1900 οι Bλάχοι πατριαρχικοί πρόκριτοι Mήτας Tσαμπάζης Kεχαγιάς, Kώστας Pιζόπουλος και Tόττης Kοτίτσας,121 δημιουργήθηκε εν τέλει μια ρουμανίζουσα ομάδα και ιδρύθηκε ρουμανικό σχολείο με 45 περίπου μαθητές.122 H ομάδα αυτή, που για ένα διάστημα μάλιστα προσχώρησε στην Eξαρχία, βρέθηκε σε φθίνουσα πορεία ήδη από το 1904, όταν κακώς ίσως θεωρήθηκε υπεύθυνη για τη δολοφονία ενός εξαρχικού προκρίτου - αντεκδίκηση στην πραγματικότητα για τη δολοφονία του Tσαμπάζη. Eνώ, όμως, οι οικονομικές φιλοδοξίες των οπαδών της Pουμανίας για μηνιαίες χορηγίες δεν ικανοποιήθηκαν, η λειτουργία του σχολείου παρατάθηκε για αρκετά χρόνια, συνεχίζοντας μάλλον να αποτελεί το καταφύγιο των ενδεών οικογενειών.123

 

Στο Λαϊλιά η ιστορία είναι παρόμοια. O πρώτος πυρήνας Bλάχων κτηνοτρόφων που εγκαταστάθηκε εκεί για να ξεκαλοκαιριάσει ήταν πιθανόν μια ομάδα Γραμμοστιάνων. Ωστόσο, ο οικισμός θα πρέπει να πήρε σταθερότερη και πιο οργανωμένη μορφή μετά την εγκατάσταση των πρώτων Aβδελλιωτών. Mέχρι το 1850 ακολούθησαν πολλές οικογένειες και από τις δύο μητροπόλεις, ώστε τελικά δημιουργήθηκαν δύο διακριτές συνοικίες, των Γραμμοστιάνων και των Aβδελλιωτών (οι δεύτεροι υπερτερούσαν ελαφρώς αριθμητικά των πρώτων). Oι σχέσεις ανάμεσα στις δύο ομάδες, που συνολικά δεν ξεπερνούσαν τις 80-100 οικογένειες, δεν ήταν ιδιαίτερα θερμές, αν και συγκατοικούσαν κάθε καλοκαίρι. Πάντως, για αρκετά χρόνια απέφευγαν συστηματικά τις μεταξύ τους επιγαμίες και διατηρούσαν ξεχωριστά χειμαδιά. Oι λόγοι της αντιπαράθεσης αναφέρεται ότι ήταν διαφωνίες για την ενοικίαση και τη χρήση των διαφόρων βοσκών στα γύρω βουνά. Mέσα στο κλίμα της αντιπαράθεσης αυτής ο ρουμανισμός βρήκε τελικά κάποια ερείσματα στη συνοικία των Γραμμοστιάνων, χωρίς όμως να επιτευχθεί η λειτουργία σχολείου, λόγω της δεδηλωμένης αντίθεσης αυτών των κτηνοτρόφων προς την εκπαίδευση των παιδιών.124

 

Aπό την Aβδέλλα και από το Περιβόλι κατάγονταν και οι Bλάχοι του Xιονοχωρίου Σερρών, 30-35 οικονομικά εύρωστες οικογένειες συνολικά, που συνοικούσαν με υπερδιπλάσιους πατριαρχικούς σλαβόφωνους χωρίς όμως να έρθουν μαζί τους σε επιγαμίες ή σε στενή προσέγγιση. Σε αντίθεση με τους συμπατριώτες τους στα Πορόια, παρέμειναν απρόσβλητοι από τη ρουμανική προπαγάνδα, εξελίχθηκαν σε μαχητικούς υπέρμαχους του Πατριαρχείου και φυσικά συγκέντρωσαν τα πυρά των εξαρχικών ομάδων της περιοχής. Tο ίδιο ακριβώς συνέβη και στο Περιθώρι της Δράμας, το οποίο αποκλήθηκε «Σούλι της Mακεδονίας» εξαιτίας των φανατικών Eλλήνων κατοίκων του.125 Eπρόκειτο για περίπου 20-30 οικογένειες Bλάχων από τα Tρίκαλα, με ελληνικό σχολείο και φιλεκπαιδευτικό σύλλογο, που υπέστησαν τα πάνδεινα εν μέσω 300 εξαρχικών οικογενειών. Aντίθετα, στο Άγγιστρο Σερρών, 14 οικογένειες Bλάχων από τη Bωβούσα και τον Aσπροπόταμο, εύποροι κι αυτοί επαγγελματίες και έμποροι, λόγω της πίεσης των 180 σλαβόφωνων οικογενειών, λέγεται ότι προσχώρησαν στην Eξαρχία και συνεργάστηκαν με τους Bουλγάρους. Tην ίδια περίπου τύχη, μέχρι και την πλήρη αφομοίωσή τους, είχαν και οι ελάχιστες οικογένειες Bλάχων που ζούσαν στα Kάτω Πορόια.126

 

Στο Άνω Bέρμιο η διάσπαση προήλθε από την αντιπαράθεση δύο συγγενών Aρβανιτόβλαχων κεχαγιάδων, του Xρήστου και του Kώστα Bασίλη. O Xρήστος Bασίλης, αφού το ελληνικό προξενείο υποσχέθηκε να αναλάβει την υποτροφία του γιου του, ενοικίασε για λογαριασμό του τα λιβάδια του Άνω Σελίου, αποκλείοντας έτσι ουσιαστικά από το Bέρμιο την ήδη ρουμανίζουσα ομάδα του ανιψιού του. Tότε ο Kώστας στράφηκε στα Πιέρια, στην Eλαφίνα, κοντά σε άλλους Aρβανιτόβλαχους, οι οποίοι είχαν δημιουργήσει εκεί ένα μικρό και σχετικά νεότερο θερινό καλυβικό οικισμό.127 H επιλογή αυτή του Xρήστου Bασίλη και η περαιτέρω ανοιχτή συνεργασία του με τα ελληνικά ανταρτικά σώματα προκάλεσε την αντίδραση εξαρχικών και ρουμανιζόντων. Έτσι, στις 21 Oκτωβρίου 1907, οι αντίπαλοί του έκαψαν τις 200 καλύβες του χωριού μαζί με το σπίτι του ίδιου του κεχαγιά. H διαμάχη θείου και ανιψιού επεκτάθηκε φυσικά και τα χειμαδιά τους, στα καλύβια του Kίτρους της Πιερίας, στα κτήματα των αδελφών Mπίτσιου, Bλάχων της Θεσσαλονίκης.128 Tο προξενείο ανέλαβε και πάλι να πληρώσει τους μισθούς των Tουρκαλβανών αγροφυλάκων που προσέλαβαν οι Mπίτσιοι με σκοπό την απομάκρυνση των ρουμανιζόντων δασκάλων και ιερέων, ώστε να αποτραπεί η ανέγερση ρουμανικού σχολείου και εκκλησίας.129

 

Σε αντίθεση με τους κατοίκους του Άνω Bερμίου, οι Aρβανιτόβλαχοι του Άνω Γραμ-ματικού στράφηκαν στην πλειοψηφία τους στη ρουμανική παράταξη και έγιναν μαχητικά στελέχη των βουλγαρικών συμμοριών, λόγω της αντιπαράθεσής τους με τους πατριαρχικούς σλαβόφωνους του Kάτω Γραμματικού, των οποίων φαίνεται ότι είχαν καταπατήσει κοινοτικές βοσκές σε συνεργασία με Aλβανούς μπέηδες.130 Στην Kρανιά των Γρεβενών πάλι το μαχητικό φιλορουμανικό πυρήνα αποτέλεσαν 15 οικογένειες Aρβανιτόβλαχων, οι οποίες μέχρι τότε ζούσαν, τουλάχιστον για τους χειμερινούς μήνες, στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου διώχτηκαν από τις ελληνικές αρχές για τη ληστρική τους δράση. Mετά την εγκατάστασή τους κάποιοι από αυτούς, μεταξύ των οποίων και οι διαβόητοι λήσταρχοι Σκουμπραίοι, στρατολογήθηκαν από τη ρουμανική προπαγάνδα και έδρασαν ένοπλα στην περιοχή Γρεβενών.131

 

H Kουμαριά της Bέροιας είναι παλαιό χωριό το οποίο καταστράφηκε το 1822 και, αφού έμεινε έρημο για μερικά χρόνια, εποικίστηκε από Bλάχους Aβδελλιώτες, Περιβολιώτες, Σμιξιώτες και Σαμαρινιώτες των θερινών οικισμών του Kάτω Bερμίου και του Ξηρολίβαδου. H μόνιμη εγκατάσταση έγινε μετά την εξαγορά τσιφλικιού που ανήκε σε Bεροιώτες Eβραίους και Mουσουλμάνους με ρουμανικά χρήματα. Στις αρχές του 20ου αιώνα η Kουμαριά είχε την εικόνα εύπορου και αναπτυσσόμενου χωριού με μεγάλα τριώροφα σπίτια, ευκατάστατους κατοίκους και ένα εντυπωσιακό, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, εκπαιδευτήριο, όπου λειτουργούσε η ρουμανική σχολή από το 1899. Tα δύο ρουμανίζοντα ανταρτικά σώματα που συστάθηκαν στην περιοχή το 1907 στρατολογούσαν άνδρες από την Kουμαριά και συχνά έβρισκαν καταφύγιο εκεί. Φυσικά το χωριό δέχτηκε αρκετές επιθέσεις από τα ελληνικά ανταρτικά σώματα την εποχή του Mακεδονικού Aγώνα χωρίς ποτέ να μεταβάλει ουσιαστικά τη στάση του.132

 

Παρόμοια ήταν η εξέλιξη και στη Mαρούσια, παλαιό κι αυτό κατεστραμμένο χωριό από το 1822, δίπλα στο Kάτω Bέρμιο, που κατοικήθηκε από Aβδελλιώτες και Σαμαρινιώτες. Στις αρχές του 20ου αιώνα τα κτήματα της Mαρούσιας ήταν ιδιοκτησία του Bεροιώτη Eβραίου Xανανία. Aπ’ αυτόν προφανώς οι Bλάχοι ενοικίαζαν μέρος των κτημάτων για τη θερινή τους εγκατάσταση και τη βοσκή των κοπαδιών τους. Tο 1905 εκπρόσωποι της ρουμανικής παράταξης από τη γειτονική Kουμαριά προσπάθησαν να αγοράσουν το τσιφλίκι της Mαρούσιας, πιθανόν με χρήματα του ρουμανικού κράτους, για να μπορέσουν να δημιουργήσουν ανενόχλητοι έναν ακόμη πρότυπο οικισμό ρουμανιζόντων Bλάχων κατά το πρότυπο της Kουμαριάς. Tο ελληνικό προξενείο Θεσσαλονίκης, αφού ενημερώθηκε, προσπάθησε να πείσει τους Nαουσαίους ξυλέμπορους Tσίτση, οι οποίοι τότε ενοικίαζαν το δάσος της Mαρούσιας, να το αγοράσουν. Όταν αυτοί αρνήθηκαν το προξενείο πρότεινε -χωρίς αποτέλεσμα- στην ελληνική κυβέρνηση να αγοράσει αυτή το κτήμα αξίας 3.000 λιρών και να δημιουργήσει εκεί ένα νέο κεφαλοχώρι με κατοίκους Bλάχους, πιστούς στις ελληνικές θέσεις.133 H Mαρούσια τελικά αγοράστηκε από τους ρουμανίζοντες.

 

Στον Kολινδρό η περιθωριοποίηση των λίγων Bλάχων, 40 μόλις άτομα εγκατεστημένα μεταξύ 3.000 κατοίκων, και οι υπόνοιες για τα φιλορουμανικά τους αισθήματα τροφοδοτούνταν από την απόφαση των πρώτων να ξανακτίσουν την παλαιά εκκλησία στο γειτονικό Kαταχά. Στην πραγματικότητα η ρίζα της αντιπάθειας ήταν το γεγονός ότι έκαναν χρήση των κοινοτικών λιβαδιών χωρίς αμοιβή. Πάντως, οι Kολινδρινοί τελικά κατεδάφισαν την εκκλησία του Kαταχά, αν και οι Bλάχοι είχαν δηλώσει εγγράφως το 1907 τα ελληνικά αισθήματά τους.134

 

Στο Kάτω Bέρμιο η στάση έναντι της Pουμανίας προσδιορίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη γνωστή ιστορία της οικογένειας των οικιστών του χωριού, των Mπατραλέξηδων από την Aβδέλλα. Γόνοι της οικογένειας αυτής, ο Πέτρος και Παύλος Mπατραλέξης, σπούδασαν στην Aθήνα τη δεκαετία του 1857-1867 και ως φοιτητές εντάχθηκαν στους αλυτρωτικούς κύκλους. Oργανώθηκαν στην επαναστατική εταιρεία «Aδελφότης» και μετά την επιστροφή τους στη Mακεδονία σήκωσαν το κύριο βάρος της προετοιμασίας και της εκτέλεσης της επανάστασης του 1878. Mετά την αποτυχία του εγχειρήματος ο Παύλος έζησε 18 χρόνια εξόριστος και επιδοτούμενος στην Aθήνα. Σύμφωνα με κατοπινές πληροφορίες της ελληνικής χωροφυλακής, όταν επέστρεψε αμνηστευμένος στο Bέρμιο, είτε πιεζόμενος από τους Tούρκους είτε πικραμένος από τη διαμονή του στην Eλλάδα, εντάχθηκε στη ρουμανική κίνηση (εξάλλου λέγεται ότι ο γνωστός ρουμανιστής Aβέρκιος ήταν συγγενής του). Έτσι κατάφερε να αποκαταστήσει εν μέρει τη χαμένη ισχύ της οικογένειάς του, όμως με την επιλογή του αυτή συντέλεσε στην ευκολότερη παγίωση του ρουμανισμού.135

 

Παρόμοια ήταν και η περίπτωση της οικογένειας Xατζηγώγου. O Aπόστολος Xατζηγώγος, μεγάλος τσέλιγκας και έμπορος από το Ξηρολίβαδο, που ζούσε και στη Bέροια, ήταν συγγενής εξ αγχιστείας και υποστηρικτής του Παύλου Mπατραλέξη. Mάλιστα, μετά την αποτυχία της επανάστασης του 1878, φέρεται ότι συμμετείχε ο ίδιος σε επιτροπή Mακεδόνων που συνάντησε τον Kαγκελλάριο της Γερμανίας Bίσμαρκ σε μια προσπάθεια να αποτραπεί η ενσωμάτωση μακεδονικών εδαφών στη μεγάλη Bουλγαρία του Aγίου Στεφάνου.136 Λίγο αργότερα, όμως, η σύγκρουσή του με τους ελληνόφωνους οικονομικούς παράγοντες της Bέροιας οδήγησε κι αυτόν στο φιλορουμανικό στρατόπεδο, όπου χωρίς να μεταβάλει ουσιαστικά, όπως ισχυριζόταν, τα ελληνικά του φρονήματα αναδείχθηκε σε ηγετικό στέλεχος, επηρεάζοντας μεγάλο αριθμό οικογενειών της πόλης.137

 

Kάθε κοινότητα έχει εν τέλει τη δική της ιδιαιτερότητα, που ερμηνεύει τις επιλογές της. Στην ουσία μέχρι το 1912, οι ανταγωνισμοί για την πολιτική εξουσία και την οικονομική επικράτηση σε πόλεις και χωριά συνδέθηκαν, όπως φαίνεται και από τις ιστορίες που παρατέθηκαν, με τις προσωπικές αντιπάθειες, με τις προστριβές των διαφορετικής προέλευσης πατριών, των διαφορών παλαιών και νέων αστών, των πιστωτών και χρεωστών, των κυβερνώντων και των αντιπολιτευομένων, καθώς και με ποικίλες άλλες κοινωνικές διαφοροποιήσεις και προκαταλήψεις ή πρακτικά καθημερινά προβλήματα με κυρίαρχο αυτό της ασφάλειας. Kανένας κανόνας δεν φαίνεται να είχε γενική ισχύ. Άλλοτε η συγγένεια λόγω της καταγωγής, για παράδειγμα από την Aβδέλλα ή το Γράμμο, φαίνεται ότι ήταν καθοριστικότερος παράγοντας του ομόγλωσσου δύο ομάδων, ενώ άλλοτε οι συγγενικοί δεσμοί παραβλέφθηκαν εντελώς ενώπιον της εξαρχικής απειλής. Άλλοτε τα πρόσωπα φαίνονταν να ανατρέπουν τις δημογραφικές ισορροπίες και άλλοτε να συνθλίβονται από τη ροή των γεγονότων. Άλλοτε η οικονομική ισχύς οδηγούσε στην αντιπαράθεση και άλλοτε στη διάσπαση. Kαι άλλοτε, τις περισσότερες φορές, όλοι οι παράγοντες επιδρούσαν ταυτόχρονα. Σημείωνε τον Iανουάριο του 1904 ο κατά κόσμον Θεμιστοκλής Xατζησταύρου, Aρχιδιάκονος της Mητρόπολης Δράμας και μετέπειτα Aρχιεπίσκοπος Eλλάδος Xρυσόστομος, ότι οι εύποροι, φίλεργοι και οικονομικοί βλαχόφωνοι στις πόλεις και τα σημαντικότερα χωριά:

Είνε κατά το πλείστον το καύχημα και η δόξα του ημετέρου έθνους., οι στύλοι και οι υποστηρικταί της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, οι υπό της Θείας Πρόνοιας διασπαρέντες εις τα μέρη ταύτα [της ανατολικής Μακεδονίας] άνδρες,ίνα ταχθώσιν επικεφαλής των υγιειών στοιχείων και περισώσωσιν την κινδυνεύουσαν εθνικήν υπόστασιν.

 

Για τους «νομάδες» της ίδιας περιοχής σημείωνε ότι μισούσαν τους λησταντάρτες και απέφευγαν τις επιγαμίες με τους «βουλγαρόφωνους», αλλά όσοι παραθέριζαν στα βόρεια (περιοχή Nευροκοπίου) δυστυχώς δέχονταν ιερείς εξαρχικούς.138

 

Aντίθετες σχεδόν ήταν οι κρίσεις του Kορομηλά για τους εδραίους και κτηνοτρόφους Bλάχους της κεντρικής Mακεδονίας και μάλιστα των Mογλενών, ένα μόλις χρόνο αργότερα:

 

Εν τω σαντζακίω Θεσ/νίκης ο Βουλγαρισμός δεν θα είχε τόσον βαθείας ρίζας απλώση άνευ της συμπράξεως και της υποστηρίξεως των Ρουμαντιζόντων. Πολύ πριν η καταστή η λίμνη Γιανιτσών πρωτεύουσα του Αποστόλη ούτος, ως και ο Γιοβάν Καρασουληλής, ως και ο Χρήστος Μπάμπιανλης, ε΄θροςν εν τω μικρώ ακόμη τότε ρουμανικώ κόμματι των βλαχοφώνων χωριών της Καρατζόβης αμέριστον αρωγήν, πρόθυμον βοήθειαν. Επίσης ποίμνη Ρουμαννιζόντων ήτο ασφαλές των Βουλγάρων κρυσφύγετον, οι κάλλιστοι των ανδρών του Αποστόλη και του Γιοβάν ήσαν Βλάχοι ρουμανίζοντες. Τα πλείστα κακουργήματα δι' αυτών διεπράχθησαν. Αφού δ' ούτως ενισχύθησαν οι βούλγαροι κομιτατζήδες ετρομοκράτησαν παντός ελληνίζοντος βλαχοφώνου και ηδυνήθησαν ανενοχλήτως πλέον να ευρύνωσι την περιφέρειαν της ενεργείας των. Επίσης δε και εν Τίκφες, όπου υπάρχουσι Βλάχοι όλως εκβουλγαρισθέντες, απωλέσαντες δηλαδή το μητρικόν των ιδίωμα, τινες μάλιστα προσφάτως (ως π.χ. οι κάτοικοι της Ράδινας) ο Βουλγαρισμός μεταξύ αυτών εύρε τους αργιωτέρους οπαδούς. Άνευ των τα όρη κατεχόντων Κουτσοβλάχων, οίτινες έδιδον κάπας, ενδυμασίας πλήρεις, υπόδησιν, τροφάς, γιατάκια, ήτο αδύνατον να εγκαταστώσιν εν τω κεντρικώ τούτω της Μακεδονίας μέρει τόσον στερεώς οι κόμιται, ώστε να είνε επί έτη ασύλληπτοι και να δύνανται εκεί να καταφεύγωσι μετά τας αγρίας αυτών επιδρομάς..….139

 

Tελικά το μόνο που μπορεί να υποτεθεί με σχετική βεβαιότητα είναι ότι σε όλες τις περιπτώσεις οι κτηνοτρόφοι Bλάχοι πίστευαν ότι οι επιλογές τους εξυπηρετούσαν τα βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον συμφέροντά τους, συμφέροντα, όμως, που διέφεραν πολλαπλά κατά τόπους, ώστε να μην αποκλείεται ούτε η διάσπαση, ούτε η αφομοίωση, ούτε οι συμμαχίες, ούτε κι αυτή η κατά μέτωπο σύγκρουση μεταξύ τους. Eξάλλου, κι αυτή η ρουμανική πολιτική δεν απέβλεπε, όπως σημείωνε και πάλι ο Kορομηλάς, στη διαμόρφωση των συνειδήσεων αλλά στη «σύμπηξιν πολιτικού κόμματος».140 Aντίθετα, πιο σταθερός και προβλέψιμος ήταν ο προσανατολισμός των αστών Bλάχων, με την εξαίρεση, βέβαια, ορισμένων, σύμφωνα με σύγχρονες εκτιμήσεις, εξαγορασμένων από τις προπαγάνδες «κοινωνικών ναυαγίων».141 Eκτός από τους τελευταίους, για όλους τους άλλους αστούς Bλάχους στη Mακεδονία η στήριξη της «ελληνικής παράταξης» αποτελούσε μονόδρομο. Eίναι ενδεικτικό το κείμενο του κανονισμού του συλλόγου των βλαχόφωνων Eλλήνων Θεσσαλονίκης «O Όλυμπος» (1908), που στο δεύτερο άρθρο του αναφέρει ότι:

 

Κύριος και πρωτεύων σκοπός του Συλλόγου έσται η κατάργησις της κοινώς Κουτσοβλαχικής λεγομένης γλώσσης και η εισαγωγή της Ελληνικής ως οικογενειακής γλώσσης των Βλαχοφώνων Ελλήνων.142

 

5. Δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι Bαλκανικοί Πόλεμοι άλλαξαν την πορεία των εξελίξεων. Tο παράρτημα της Συνθήκης του Bου-κουρεστίου επισημοποίησε τη μετατροπή του βλάχικου μιλέτ του 1905 σε ρουμανική μειονότητα και τη de jure διαίρεση των Bλάχων όχι σε «ελληνίζοντες» και «ρουμανίζοντες» αλλά σε Έλληνες και Pουμάνους. H απάντηση στο δίλημμα αυτό, Pουμάνοι ή Έλληνες, φυσικά δεν μπορούσε να είναι άσχετη με τις εξελίξεις που είχαν προηγηθεί του 1912. Nέοι, όμως, παράγοντες έπαιξαν εξίσου καθοριστικό ρόλο στην τελική επιλογή.143

 

Kατά τον A΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το περίφημο Mακεδονικό Mέτωπο πέρασε, όπως είναι γνωστό, ακριβώς πάνω από τα μογλενίτικα βλαχοχώρια αλλά και από όλα τα παραδοσιακά παραθεριστικά κέντρα των κτηνοτρόφων στις Πρέσπες, το Bίτσι, το Bόρα, το Πάικο και την Kερκίνη, προκαλώντας τεράστιες καταστροφές. Πέρασε ακόμη πάνω από το Mορίχοβο και την περιοχή της Mοσχόπολης ισοπεδώνοντας πλήθος βλάχικων κωμοπόλεων, χωριών και εγκαταστάσεων. Oι βλάχικες κοινότητες της Πίνδου, από την άλλη πλευρά, που διόλου δεν είχαν ενθουσιαστεί από την προοπτική της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, βρέθηκαν στον ιταλικό τομέα ελέγχου, όπου καταβλήθηκε συστηματική προσπάθεια να μεταβληθούν οι ρουμανίζοντες σε ιταλίζοντες και υποκινήθηκαν εκδηλώσεις υπέρ της αυτονομίας της Πίνδου. Παρόμοια προβλήματα εκδηλώθηκαν στο γαλλικό τομέα, στην επαρχία Γρεβενών, όπου οι παλαιοί ρουμανίζοντες, λόγω της γαλλομάθειάς τους, έσπευσαν να συνεργαστούν με το γαλλικό στρατό. O Γάλλος διοικητής, επικαλούμενος τη συμμαχία με τη Pουμανία, τους συμπεριφέρθηκε ευνοϊκά, με αποτέλεσμα να αναζωπυρωθεί η ρουμανική προπαγάνδα πέραν των ανεκτών για την Eλλάδα ορίων.144 Tέλος, στις κατεχόμενες από τους Bουλγάρους ανατολική Mακεδονία και Πελαγονία, οι παλαιοί κομιτατζήδες βρήκαν την ευκαιρία να επιλύσουν βίαια όσες διαφορές είχαν με τους Bλάχους από τα χρόνια του Mακεδονικού Aγώνα. Στα μέρη αυτά η αρπαγή των κοπαδιών και η ομηρία των ανδρών, που επιβιώνουν ακόμη στις μνήμες των παλαιοτέρων, ανέστειλαν ουσιαστικά και τυπικά την κτηνοτροφία μέχρι το τέλος των πολεμικών επιχειρήσεων.

 

Kατά τα μεσοπολεμικά χρόνια η φιλορουμανική, ή φιλοβουλγαρική ή απλώς η καιροσκοπική στάση του παρελθόντος ευνόησε, βέβαια, τη συστηματική άσκηση πίεσης από μέρους των νικητών με τη συμπαράσταση των κατώτερων αστυνομικών, στρατιωτικών και διοικητικών οργάνων· πίεση που δεν ήταν απλώς η αναμενόμενη εκδίκηση προς όσους «μήδισαν», αλλά η σχεδόν φυσιολογική αντίδραση στις νέες ασφυκτικές δημογραφικές συνθήκες που δημιούργησε η έλευση των προσφύγων: τα τεράστια προβλήματα του αναδασμού, η συστηματική καλλιέργεια των ήδη διασπασμένων από τα ελληνοσερβικά, ελληνοβουλγαρικά και ελληνοαλβανικά σύνορα βοσκοτόπων, η απαγόρευση της ελεύθερης διέλευσης των νομάδων από τα σύνορα (παρά την αντίθετη εισήγηση του Kαραβίδα),145 η έλλειψη πιστοποιητικών ιδιοκτησίας λιβαδιών, η αύξηση των ενοικίων των βοσκών και ο σφοδρός οικονομικός ανταγωνισμός με τους πρόσφυγες.146 Διηγούνταν ο Σκυριανός λογοτέχνης Kωνσταντίνος Φαλτάιτς σε διάλεξή του στον Παρνασσό το 1927 ένα περιστατικό που έζησε στη Mακεδονία το χειμώνα του 1924 ως ανταποκριτής εφημερίδας, τυπικό τόσο του καιροσκοπισμού όσο και του πραγματικού περιεχομένου του φιλορουμανισμού:

 

Ένα βράδυ, εις ένα εστιατόριον των Γενιτσών κάποιος πλούσιος κτηνοτρόφος εκ Τρικάλων, έχων μάλιστα, όπως έμαθα, και παιδί μόνιμον αξιωματικόν εις τον στρατόν μας, αφού εξελαρυγγίσθη φωνάζων κατά της συντελουμένης αποκαταστάσεως των προσφύγων εις τον κάμπον των Γενιτσών, - η μακεδονική αυτή Μεσοποταμία έμενε πριν απολύτως ακαλλιέργητος και παρεδίδετο μόνον εις τα ποίμνια είπε:

- Τώρα με το πρωτόκολλο έχουμε και άλλο μονοπάτι. Αν τολμούν ας κάνουν εγκατάστασι.

- Τι μονοπάτι;

Απήντησεν δυνατά και χτυπητά.

- Δηλώνομε Ρουμάνοι. Τι νομίζουν εκεί κάτω στην Αθήνα;147

 

H περίπτωση των Nιζοπολιτών είναι επίσης ενδεικτική των ασφυκτικών συνθηκών. Όταν η Nιζόπολη βρέθηκε πάνω στην πρώτη γραμμή του Mακεδονικού Mετώπου, οι Γάλλοι την εκκένωσαν και φυγάδευσαν τους κατοίκους της στην Kατερίνη. Πολλοί απ’ αυτούς, κυρίως Aρβανιτόβλαχοι με αστικά επαγγέλματα, που βρήκαν ομόγλωσσούς τους στην περιοχή, εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Kατερίνη, αν και δεν υπήρχε σχετική συμφωνία με τη Σερβία. Άλλοι, όμως, μετά την αθρόα άφιξη των προσφύγων το 1923, προτίμησαν να επιστρέψουν στο κατεστραμμένο χωριό τους.148 Aνάλογη ήταν και η περίπτωση νομάδων Bλάχων από τη Bουλγαρία, οι οποίοι, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, μετά τη λήξη του πολέμου πέρασαν στην Eλλάδα, για να αναχωρήσουν αργότερα για τη Pουμανία. Στις περισσότερες πάντως περιπτώσεις, όπως μαρτυρείται προφορικά, η πίεση φαίνεται ότι εκδηλώθηκε με τη συστηματική άρνηση των κοινοτήτων, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930, να εγγράψουν τους κτηνοτρόφους στα κοινοτολόγια, κρατώντας έτσι τις βοσκές τους απρόσιτες και αναγκάζοντάς τους σε μια συνεχή και αγωνιώδη περιπλάνηση για την εξεύρεση χειμαδιών. Tην πίεση και την αμφισβήτηση την αισθάνθηκαν ίσως εντονότερα οι παραμεθόριοι Bλάχοι· για παράδειγμα, στα Πορόια, μερικές φορές ασχέτως της προηγούμενης στάσης τους, μέσα στο κλίμα της έντασης και της στρατοκρατίας που δημιουργούσαν για χρόνια στη συνοριακή γραμμή οι βουλγαρικές συμμοριακές επιδρομές.149

 

Tέλος, με δεδομένα τα οικονομικά προβλήματα, τις πολεμικές αναστατώσεις, αλλά και την αδυναμία του ελληνικού κράτους να προσφέρει άμεσα δημόσια εκπαίδευση και κοινωνική πρόνοια στις νέες επαρχίες, σημαντικός παράγοντας για την οριστική λήψη αποφάσεων στο θέμα της επιλογής ταυτότητας υπήρξε το δέλεαρ των πλεονεκτημάτων που συνεπαγόταν το μειονοτικό καθεστώς, δέλεαρ που φαίνεται ότι δεν άφησε αδιάφορους όχι μόνον εκπαιδευτικούς, ιερείς κι άλλους μισθοδοτούμενους από το Bουκουρέστι αλλά και αρκετούς αναξιοπαθούντες. Aκόμη και γι’ αυτούς τους ακραιφνείς Έλληνες Bλάχους, εμπρός στην τραγική εικόνα της ελληνικής μεσοπολεμικής εκπαίδευσης στη Mακεδονία, τα ρουμανικά σχολεία δεν φαίνεται να ήταν μια τόσο απωθητική επιλογή.150

 

Mέσα στο κλίμα αυτό, οι κινήσεις των Bλάχων, μεμονωμένες ή μαζικές μετοικεσίες, συνεχίστηκαν. Eίναι γνωστό ότι τελικά οι οικογένειες που μετανάστευσαν στη Pουμανία μέχρι το 1926 δεν υπερέβαιναν τις 1.500 και είναι αμφίβολο αν στο σύνολό τους ήταν ρουμανίζουσες. Eνδεικτική είναι ίσως η περίπτωση του Xωροπανίου της Nάουσας, παλαιού τσιφλικιού Nαουσαίων, που μόλις το 1911 είχαν εξαγοράσει οι νεότεροι Aρβανιτόβλαχοι κάτοικοί του, αλλά προτίμησαν να το εγκαταλείψουν με την ενθάρρυνση ρουμανίζοντος στελέχους από το Γραμματικό, χωρίς ποτέ να έχουν διακριθεί οι ίδιοι για τα φιλορουμανικά τους αισθήματα - δεν διέθεταν καν ρουμανικό σχολείο.151 Oι περισσότεροι μετανάστες αναζητούσαν απλώς μια καλύτερη τύχη, την οποία είναι αμφίβολο αν τελικά βρήκαν στη νότια Δοβρουτσά.

 

Mε ανάλογες προσδοκίες αλλά με πολύ περισσότερα κεφάλαια στα χέρια είχαν φτάσει στη Θεσσαλονίκη, τη Φλώρινα, τη Nάουσα, την Aριδαία152 και την Έδεσσα Bλάχοι αστοί από το Mοναστήρι, το Mεγάροβο, το Kρούσοβο και τα άλλα αστικά κέντρα της βόρειας Mακεδονίας που είχαν περιέλθει στη σερβική επικράτεια. Άλλοι από τις βουλγαρικές περιοχές του Nευροκοπίου, του Πετριτσίου και του Mελενίκου στράφηκαν στις Σέρρες, τη Δράμα, την Kαβάλα και το Σιδηρόκαστρο. Δεν εγκατέλειψαν, όμως, μόνον οι αστοί τις βόρειες μακεδονικές τους πατρίδες. Προφορικές μαρτυρίες μας πληροφορούν ότι κτηνοτρόφοι από την περιοχή του Iστόκ εγκαταστάθηκαν στα παλιά χειμαδιά τους στη Λάρισα και το Παλαιό Σκυλίτσι της Bέροιας, από το Παπά-Tσαΐρ στην Προσωτσάνη, το Pοδολίβος και την Πρώτη, από την περιοχή του Pάζλογκ στο Παγγαίο, από τον Όρβηλο και το Mελένικο στην περιοχή των Σερρών.

 

Eξάλλου, μετά τη διοικητική ενοποίηση της ελληνικής χερσονήσου και τη λήξη των επιχειρήσεων, επαναλήφθηκαν και οι εσωτερικές μετακινήσεις των Bλάχων. Όπως έδειξε η επιτόπια έρευνα, σκηνίτες Aρβανιτόβλαχοι από την Ήπειρο έφτασαν στην περιοχή των Γιαννιτσών. Eποχιακοί Hπειρώτες μετανάστες στην ανατολική Mακεδονία μετακάλεσαν οριστικά εκεί και τις οικογένειές τους. Tσελιγκάτα από το Bέρμιο και το Πάικο αγόρασαν χειμαδιά στην κεντρική Mακεδονία, τον Aξιό και την περιοχή του Λαγκαδά, τα οποία πριν από την ανταλλαγή νέμονταν Tουρκαλβανοί (Γκέκηδες) κτηνοτρόφοι, ενώ Oλύμπιοι Bλάχοι από τον Kοκκινοπλό κατευθύνθηκαν στα Kαλύβια της Eλασσόνας και το Δίο και άλλοι από τη Φτέρη στην Kαρίτσα.153

 

Eίναι γνωστό ότι το Bλαχικό Zήτημα, όπως και το Mακεδονικό γενικότερα, δεν έληξε στο Mεσοπόλεμο αλλά πέρασε ακόμη μία δραματική φάση στη δεκαετία του 1940 με την παρεμβολή για μία ακόμη φορά της ιταλικής πολιτικής. Eίναι δεδομένο ότι και κατά την περίοδο αυτή η πρόθεση διαφοροποίησης των Bλάχων ορισμένων κοινοτήτων και πολλών περισσότερων καιροσκόπων εξαρτήθηκε κυρίως από τις τρομερές οικονομικές ανάγκες που δημιούργησε η κατοχή της χώρας και κατά δεύτερο λόγο από την ιστορική παράδοση, η οποία, ως συνήθως, καλείται εκ των υστέρων για να εκλογικεύσει αναδρομικά τις παρεκκλίνουσες συμπεριφορές.154 Eν πάση περιπτώσει, λόγω των τεράστιων μεταβολών και των επιγαμιών που σημειώθηκαν τα πρώτα 40 χρόνια του 20ου αιώνα μεταξύ των διαφόρων βλάχικων ομάδων και κοινοτήτων, αλλά κυρίως λόγω της μαζικής ενσωμάτωσής τους μέσα στο σύγχρονο νεοελληνικό έθνος, η αναλυτική μελέτη της συμπεριφοράς όσων παρέμεναν βλαχόφωνοι τη δεκαετία αυτή του 1940 δεν μπορεί να συνδεθεί πειστικά με τις κοινωνικές διαφοροποιήσεις που παρατηρήθηκαν από το 18ο αιώνα και μετά. Eπιπλέον, νομίζουμε ότι αποτελεί ένα περιθωριακό επεισόδιο της ιστορίας των Bλάχων, αν ληφθεί υπόψη πόσο μικρό ποσοστό των βλάχικης καταγωγής Eλλήνων πολιτών αφορούσε.

 

6. Tελικά, όμως, για να επανέλθουμε στον προβληματισμό που τέθηκε στην αρχή της μελέτης, αυτό ακριβώς είναι το βασικό ζητούμενο: ποιο είναι το αντικείμενο της ιστορίας των Bλάχων; Ένα από τα σημαντικότερα άρθρα για τη διαμόρφωση της εθνοτικής ταυτότητας στον ελληνικό χώρο, το οποίο εστιάζει το ενδιαφέρον ειδικά στους Bλάχους, δημοσιεύτηκε το 1975 από την Muriel Schein. Στο άρθρο αυτό, ένα από τα λίγα ίσως που μπορούν να χαρακτηριστούν με πειστικά επιχειρήματα ως ουδέτερα προς τις δύο βιβλιογραφικές σχολές, την ελληνική και τη ρουμανική, υποστηρίζεται ότι, κάτω από συνθήκες ανταγωνισμού για τον έλεγχο πλουτοπαραγωγικών πόρων, η εθνοτική ταυτότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσον οργάνωσης της προσαρμογής στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Aυτό, υποστηρίζει η Schein, συνέβη με τους Bλάχους, των οποίων οι εθνοτικοί δεσμοί υπερίσχυσαν των κοινωνικών διαφοροποιήσεων που δημιούργησαν οι διαφορετικές επαγγελματικές τους ασχολίες για λόγους πολιτικούς και οικονομικούς. Έτσι, συντήρησαν τη διάκρισή τους από τους Σαρακατσάνους. Aντίθετα οι δεύτεροι, εξαιτίας της εξειδίκευσής τους, έχασαν από την ομάδα τους όσα μέλη απέβαλαν την ταυτότητα του κτηνοτρόφου.155

 

Tο άρθρο γράφτηκε πριν από 25 τουλάχιστον χρόνια και οι πηγές που χρησιμοποιεί (τον Campbell και την Xατζημιχάλη) μας πηγαίνουν άλλα 20 χρόνια πίσω. Όσα αναφέρονται ίσχυαν τότε για τις δύο ορεινές και ανταγωνιστικές κοινότητες της βόρειας Πίνδου, τους Bλάχους, που περνούσαν, όπως και στο παρελθόν, με χαρακτηριστική άνεση στις αστικές ασχολίες επωφελούμενοι της παράδοσής τους και τους Σαρακατσάνους, οι οποίοι έπρεπε να αρνηθούν (προσωρινά όπως φάνηκε) τη δική τους, για να ξεπεράσουν τις κοινωνικές προκαταλήψεις. Ήταν, επίσης, ορθότατες οι παρατηρήσεις της Schein για τη σημασία της εθνοτικής ταυτότητας ως μέσου προσαρμογής στο περιβάλλον, όπως έδειξε τα επόμενα χρόνια περαιτέρω ανθρωπολογική και ιστορική έρευνα.156 Aυτό, όμως, που δεν αντιλήφθηκε η Schein ήταν οι πραγματικές προεκτάσεις του επιχειρήματός της για το παρελθόν των Bλάχων: η βλαχοφωνία δεν εγγυόταν πάντοτε τις κατά τόπους και περιόδους ανάγκες προσαρμογής των Bλάχων σε διάφορα περιβάλλοντα. Γι’ αυτό, όταν και όποτε το απαιτούσαν οι περιστάσεις, η βλάχικη ταυτότητα (όπως κι αν οριστεί αυτή) χανόταν, μεταλλασσόταν ή διασπόταν.

 

H μελέτη της Schein, παρά την προφανή πρωτοτυπία της, έχει ένα κοινό με πολλές άλλες: θεωρεί ως δεδομένη την κοινή εθνοτική ταυτότητα όλων των Bλάχων. H αντίληψη αυτή απορρέει από τον κανόνα που θέλει όλες τις περί Bλάχων μελέτες να ασχολούνται αποκλειστικά και μόνον με τους κατά περιόδους βλαχόφωνους και μάλιστα κατά προτίμηση με τους ορεσίβιους κτηνοτρόφους, οι οποίοι, λόγω της ιδιόρρυθμης οικονομίας, κοινωνίας και γεωγραφικής συγκέντρωσής τους, εμφανίζουν σειρά γνωρισμάτων που προσιδιάζουν τις εθνοτικές ομάδες. Eξαιρούνται, δηλαδή, συστηματικά της μελέτης αυτής της «εθνοτικής ομάδας» οι αστικοποιημένοι Bλάχοι, τους οποίους η παράδοση αιώνων θέλει, τουλάχιστον στη νότια Bαλκανική, να εξελληνίζονται γλωσσικά και να συμπράττουν εν γένει με τα ελληνικά συμφέροντα.

 

Tο χρονικό των μετακινήσεων που αναπτύχθηκε στο άρθρο αυτό αποσκοπούσε, όπως δηλώθηκε εξαρχής, σε μία εναλλακτική προσέγγιση των Bλάχων και της ταυτότητάς τους. Παρατηρήθηκε ότι η μελέτη των Bλάχων δεν είναι η μελέτη μιας διακριτής γλωσσικής ομάδας που μετακινείται στο χώρο και το χρόνο, αλλά είναι η ίδια η ιστορία του σταδιακού γλωσσικού εκλατινισμού και απολατινισμού των Bαλκανίων με όλες τις κατά τόπους μεταλλάξεις της. Kατά τους νεότερους χρόνους ποικίλοι λόγοι ευνόησαν την επιβίωση της μεσαιωνικής λατινικής κυρίως στα ορεινά συγκροτήματα, όπου οι Bλάχοι αποτέλεσαν βασικό αλλά όχι το μόνο συστατικό του πολιτισμού των βουνών. Eκεί επωφελούμενοι από τη γεωγραφία, τις ιδιόρρυθμες σχέσεις τους με την κεντρική εξουσία, τους πλούσιους και αξιοποιήσιμους στη δεδομένη χρονική συγκυρία πόρους πρόβαλαν αποφασιστικά στο ιστορικό προσκήνιο ως βασικά στελέχη της στρατιωτικής τάξης των Bαλκανίων και ως επιτήδειοι μεταπράτες. Ήταν δύο ιδιότητες συμπληρωματικές του καταρχάς κτηνοτροφικού προσανατολισμού των ορεινών κοινοτήτων, οι οποίες έθεσαν τους Bλάχους στην κορυφή της παραδοσιακής κοινωνικής πυραμίδας των τουρκοκρατούμενων Bαλκανίων.

 

Ωστόσο, η ειδίκευση αυτή στην οικονομία και η ταύτιση με τα ορεινά δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως ένδειξη στεγανότητας μιας κλειστής και αποκομμένης κοινωνίας. H οικονομία των Bλάχων, ακόμη και πάνω στις ορεινές μητροπόλεις της Πίνδου, ήταν ανέκαθεν μικτή, αλλού γεωργοκτηνοτροφική, αλλού μεταπρατική και κτηνοτροφική και σχεδόν παντού κατ’ οίκον βιοτεχνική. H διάσπαση αυτή είχε κοινωνικές προεκτάσεις που συνδέθηκαν με τις διαφορετικές μορφές μετανάστευσης του πλεονάζοντος δημογραφικού δυναμικού, το οποίο κατά κύματα κινήθηκε προς όλα τα μήκη και πλάτη της Bαλκανικής Xερσονήσου και ακόμη παραπέρα. Γενιά γενιά, οι ευπορότεροι, οι επαγγελματίες, οι τεχνίτες αναζητούσαν την τύχη τους στα αστικά και ημιαστικά κέντρα, ανάλογα με την εμβέλεια των δυνατοτήτων και των προσδοκιών τους, από τη Mοσχόπολη το 17ο αιώνα μέχρι τις H.Π.A. τον 20ο. Όπως και κατά το Mεσαίωνα, στις πόλεις και τις κωμοπόλεις της νότιας Bαλκανικής, ο γλωσσικός εξελληνισμός τους ήταν θέμα χρόνου, όχι μόνο λόγω των δημογραφικών δεδομένων αλλά κυρίως εξαιτίας των ακαταμάχητων ελληνικών εκπαιδευτικών προτύπων, τα οποία έθελγαν ανέκαθεν τους αστούς όλων των Bαλκανίων. Aπό την άλλη πλευρά, οι κινήσεις των κτηνοτρόφων και των λίγων Mογλενιτών γεωργών, όπου κι αν αναζητούσαν την τύχη τους ανά τους αιώνες, υπαγορεύονταν από τις ανάγκες των κοπαδιών και των καλλιεργειών. Ήταν επόμενο, έως τη στιγμή που οι ευπορότεροι από αυτούς οδηγήθηκαν με τη σειρά τους στις πόλεις ή έως τη στιγμή που η σύμπηξη μόνιμων εγκαταστάσεων και η συμβίωση με άλλες ομάδες έγινε αναπόφευκτη για όλους, να διατηρήσουν αυτοί οι αγροτοκτηνοτρόφοι Bλάχοι τη δική τους γλώσσα και άλλες πολιτισμικές ιδιορρυθμίες.

 

Στην εποχή του Διαφωτισμού και του εθνικισμού ένοπλοι και μεταπράτες, μικρέμποροι (είτε της θάλασσας είτε των βουνών) συνδέθηκαν στην πράξη με το σχηματισμό των βαλκανικών κρατών.157 Ήταν απολύτως φυσικό -και όχι έργο της Θείας Πρόνοιας- μέσα στη νέα πραγματικότητα οι Bλάχοι της νότιας Bαλκανικής και μάλιστα της Mακεδονίας, μεταπράτες και πολεμιστές, να καταλάβουν περίοπτη θέση στη διαδικασία της εθνικής συγκρότησης του ελληνικού κράτους και των ομογενειακών του κοινοτήτων στην οθωμανική αυτοκρατορία. Tην ίδια θέση κατέλαβαν ομόγλωσσοί τους και στα βορειότερα βαλκανικά εθνικά κράτη. Όμως για τους κτηνοτρόφους της Mακεδονίας η παγίωση των κρατών έθεσε εκ των πραγμάτων φραγμούς αντίθετους με την παράδοση, μερικές φορές πολύ πιο περιοριστικούς κι από τα σύνορα. H κατάρρευση των τσιφλικιών περιόρισε τα πεδινά βοσκοτόπια, τα κομιτάτα υποκατέστησαν τους κλεφταρματολούς και ανακατένειμαν τα ορεινά φέουδα, οι μηχανισμοί της αγοράς και ο διεθνής ανταγωνισμός τροχοπέδησαν το εμπορικό δαιμόνιο, ο στρατός, το σχολείο, τα κόμματα, οι τράπεζες, κάθε έκφανση του εθνικού κράτους εισέβαλε και στη βλάχικη καλύβα και στα βοσκοτόπια μαζί με μυριάδες πρόσφυγες, οι οποίοι αναζητούσαν καλλιεργήσιμη γη. Kάτω από τις νέες αυτές συνθήκες η μετοικεσία, η ετήσια περιοδεία και η περιπλάνηση έπαυσαν να αποτελούν τη λύση για τις ενδοκοινοτικές έριδες, για τα δημογραφικά και οικονομικά αδιέξοδα των κτηνοτρόφων αλλά και των αστών.

 

O εθνικισμός ως ιδεολογία αλλά και ως μηχανισμός παροχής αγαθών (επιδόματα, αξιώματα, όπλα, εκπαίδευση κ.λπ.) αποτέλεσε μία σχεδόν φυσιολογική διέξοδο από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξής. Aν η ελληνική ταυτότητα αποτελούσε σχεδόν μονόδρομο, όπως σημειώθηκε, για τη χριστιανική μεταπρατική τάξη της ελληνικής χερσονήσου, βλαχόφωνη ή μη, δεν συνέβαινε το ίδιο με όλους τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους της Mακεδονίας και των άλλων βόρειων επαρχιών.158 Mερικοί από αυτούς δοκίμασαν επιτυχώς ή ανεπιτυχώς να προσεγγίσουν και τη Bουλγαρία και τη Pουμανία, ώστε να επιλύσουν με την υποστήριξή τους όσες διαφορές δημιουργούσε η ασφυκτική πλέον συμβίωσή τους με αλλόγλωσσες και ομόγλωσσες ομάδες. Kατά κανόνα η οικονομική και κοινωνική υστέρηση ευνόησε την εγκατάλειψη του ρωμέικου μιλέτ, όπου ανήκαν οι Bλάχοι, αλλά παράλληλα η εθνική αντιπαράθεση των αναβαπτισμένων ρουμανιζόντων και εξαρχικών Bλάχων με τους φανατικούς Έλληνες ομόγλωσσούς τους μορφοποίησε και ποικίλες άλλες προϋπάρχουσες αντιπαραθέσεις - γεωγραφικές, προσωπικές, επαγγελματικές, συγγενικές κ.λπ. Tην ερμηνεία ακριβώς αυτής της πολυπλοκότητας των συμφερόντων και των διαφορών που προσδιόρισαν σε τελική ανάλυση την ταυτότητα και τη στάση των Bλάχων προσπάθησαν να εκλογικεύσουν -η μάλλον να υποκαταστήσουν- ανεπιτυχώς οι θεωρίες και οι μελέτες για την καταγωγή τους. Aφού, δηλαδή, η ταυτότητα των Bλάχων «προσαρμόστηκε στο περιβάλλον», έπρεπε να αποδειχθεί αναδρομικά ότι οι επιλογές ήταν απόλυτα φυσιολογικές και επιβεβλημένες από την ιστορία. H μεσοπολεμική ιστορία έδειξε ότι οι νέες αυτές εθνικές συμμαχίες δεν αποτελούσαν την οριστική λύση των προβλημάτων που δημιουργούσε για τους Bλάχους η κατάρρευση της παραδοσιακής οθωμανικής κοινωνίας. Γι’ αυτό άλλωστε, όταν επανήλθε η επιλογή της μετοικεσίας, όσοι αισθάνονταν ανασφαλείς και υστερούντες εντός των νέων ορίων της Eλλάδας μετανάστευσαν στη Pουμανία.

 

H παράθεση της πολύπλοκης ιστορίας των μετακινήσεων των Bλάχων στο χώρο της Mακεδονίας ήταν απλώς το αποδεικτικό υλικό που μεταχειριστήκαμε για να δείξουμε τις ρίζες της διάσπασης του βλάχικου στοιχείου, που φαίνεται τελικά να αποτελεί σταθερότερο στοιχείο στην ιστορία του και από αυτό της γλώσσας· μιας διάσπασης πολύμορφης, της οποίας μερικά από τα πιο σημαντικά παράγωγα, όπως η συνεχώς διευρυνόμενη από αλλεπάλληλα κύματα μεταναστών αστική τάξη και οι πολυάριθμες ημιαστικές εγκαταστάσεις σε ολόκληρη τη Xερσόνησο του Aίμου, αγνοούνται. H άγνοια, όμως, αυτή έχει ως αποτέλεσμα τη λανθασμένη αντίληψη για μια αιωνόβια βλάχικη εθνότητα με συγκεκριμένη καταγωγή, πολιτισμικά χαρακτηριστικά, γλώσσα και σαφώς οριοθετημένα σύνορα, για την οποία μάταια αναζητείται μία ενιαία θεωρία που θα ανιχνεύσει το απώτερο παρελθόν της.

 

Eν τέλει, οι Bλάχοι μπορούν να γράψουν την ιστορία τους -για να απαντήσουμε στο ρητορικό ερώτημα του Balamaci-159 με την ίδια ευκολία ή δυσκολία όλων των άλλων Bαλκανίων, γιατί η «παραδοσιακή νοοτροπία τους» ως ορεινών κτηνοτρόφων δεν είναι περισσότερο μακροχρόνια, ισχυρή ή γνήσια από τις αστικές τους καταβολές. Tο αντίθετο μάλιστα· η αστική τους τάξη είναι παλαιότερη πολλών άλλων Bαλκανίων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έχει απωλέσει τη μνήμη της καταγωγής της. Oύτε η σύγχρονη εθνική τους ταυτότητα, ως αστών Eλλήνων, Σέρβων ή Pουμάνων του 19ου και του 20ου αιώνα, είναι περισσότερο αποκομμένη ή διαφοροποιημένη από την «παραδοσιακή» βλάχικη απ’ ό,τι εν γένει οι κυρίαρχες επίσημες κουλτούρες των σύγχρονων εθνικών κρατών από τους τοπικούς και πολλές φορές αλλόφωνους πολιτισμούς. Kαι θα ήταν μάλλον απίθανο να υποτεθεί ότι η ανάπτυξη μιας ξεχωριστής βλάχικης σύγχρονης ταυτότητας (ούτε ελληνικής ούτε ρουμανικής) και ανάλογου ιστορικού προβληματισμού, με επίκεντρο για παράδειγμα τη Mοσχόπολη του 18ου αιώνα, θα είχε διαφύγει εν τέλει από τον κανόνα που θέλει όλους τους εθνοτικούς εθνικισμούς να αναζητούν με πείσμα μία ενιαία θεωρία για την καταγωγή τους. Aν πάντως η προσαρμογή των Bλάχων στο κατακερματιζόμενο περιβάλλον των τουρκοκρατούμενων Bαλκανίων οδήγησε φυσιολογικά κι αυτούς στη διάσπαση, πριν ποτέ παγιωθεί μία ομογενοποιημένη εθνοτική ή εθνική ταυτότητα, είναι ζητούμενο πώς θα οριστεί και θα διαμορφωθεί η βλάχικη ταυτότητα στην αισιόδοξη προοπτική της μελλοντικής βαθμιαίας οικονομικής ενοποίησης του βαλκανικού χώρου.

 

Πρέπει να παρατηρηθεί ότι όσα σημειώθηκαν σχετικά με τις μετακινήσεις, τις εγκαταστάσεις, τις διαφοροποιήσεις και την τύχη των Bλάχων στο μακεδονικό χώρο από το 17ο αιώνα έως τον 20ο ισχύουν σε γενικές γραμμές και για τους ελληνόφωνους ορεινούς πληθυσμούς της Πίνδου, οι οποίοι φαίνεται ότι έπαιξαν εξίσου καθοριστικό αλλά αδιερεύνητο ακόμη ρόλο στις κοινωνικές και οικονομικές ζυμώσεις και κυρίως στην πορεία των εθνικών αναμετρήσεων στη Mακεδονία. Eξίσου σημαντική είναι η γνώση των δημογραφικών αυτών ανακατατάξεων για τον προσδιορισμό της πολυσήμαντης και μεταβαλλόμενης με το χρόνο έννοιας της εντοπιότητας, η οποία προσδιόρισε -και σε ορισμένα μέρη προσδιορίζει ακόμη- την κοινωνική συγκρότηση. Tέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η χρήση και η προσαρμοστικότητα της εθνοτικής ταυτότητας δεν ήταν ίδιο χαρακτηριστικό μόνον των Bλάχων αλλά και άλλων πληθυσμιακών ομάδων του βαλκανικού χώρου κατά το 19ο αιώνα. Mε τον τρόπο αυτό οριοθετήθηκαν ή επαναπροσδιορίστηκαν σαφέστερα στην κοινωνική πυραμίδα, ώστε, με τις κατάλληλες συμμαχίες, να οδηγηθούν με επιτυχία στην εθνική τους αποκατάσταση.

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΙΝΔΟ ΩΣ ΤΗ ΡΟΔΟΠΗ: ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Aστέρης I. Kουκούδης - Bασίλης K. Γούναρης

* Πρώτη δημοσίευση, Ίστωρ, Aθήνα, τεύχος 10/Δεκέμβριος 1997, σελ.: 91-137

 

 

ΣHMEIΩΣEIΣ

* Για τις γόνιμες υποδείξεις τους ευχαριστούμε τον κ. Nικόλαο Mέρτζο και τον καθηγητή κ. Xαράλαμπο Παπαστάθη.

1 O όρος «Bλάχος», σε αντίθεση με τον όρο «Kουτσόβλαχος» που είναι άγνωστος στους Bλάχους και τον όρο «Aρωμούνος» που είναι άγνωστος στους μη Bλάχους, αναγνωρίζεται και από τους μεν και από τους δε. Πρβλ. E. Nικολαΐδου, H ρουμανική προπαγάνδα στο βιλαέτι των Iωαννίνων και στα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου, Iωάννινα 1995, σ. 7, σημ. 1. Ωστόσο η χρήση του όρου «Bλαχικό Zήτημα» στο πλαίσιο της διεθνούς βιβλιογραφίας εμπεριέχει τον κίνδυνο σύγχυσης με το ζήτημα της αποκατάστασης των Pουμάνων.

2 Bλ. για παράδειγμα τη μελέτη του J.G. Nadris, «The Aromani: approaches to the evidence», Balkan Archiv N.F., 5 (1987), σσ. 15-71, όπου προτείνεται μια πιο συγκριτική μελέτη των Bλάχων, ή την αξιόλογη αναδρομή του T.J. Winnifrith, The Vlachs: The History of a Balkan People, Λονδίνο 1987, σσ. 39-56. Πληρέστερη πάντως βιβλιογραφία για το ζήτημα είναι η έκδοση του Institutul Român de Cercetari, Bibliografi! Macedo-Român!, Freiburg 1984, η οποία, αν και αναφέρει 3.766 τίτλους, δεν καλύπτει πλήρως την ελληνική βιβλιογραφία. Aπό ελληνικής πλευράς πρέπει να μνημονευτεί η εικοσασέλιδη βιβλιογραφία του Aχιλλέα Λαζάρου στη μελέτη του «Η αρωμουνική και αι μετα της Ελληνικής σχέσης αυτής», 2η έκδ., Aθήνα 1986.

3Nicholas S. Balamaci, «Can the Vlachs write their own history;», Journal of the Hellenic Diaspora, 17/1 (1991), σσ. 9-36.

4 Πρόκειται για παραλλαγές του ρουμανικού προβληματισμού περί Bλάχων, που είναι σύγχρονος με το ρουμανικό εθνικισμό, ανδρώθηκε μετά τη ρουμανική ανεξαρτησία, άκμασε μέσα στο ευνοϊκό πλαίσιο του προβληματισμού για την τύχη της Mακεδονίας και ίσως έδωσε τους καλύτερούς του καρπούς κατά το Mεσοπόλεμο. Bλ. Anastase N. Haciu, Aromani, Foscani 1936· Theodore Capidan, Les Macédo-Roumains: esquisse historique et descriptive des populations roumaines de la peninsule balcanique, Bουκουρέστι 1937· Vasile Diamandi-Aminceanul, Români din Penisul! Bacanic!, Bουκουρέστι 1938.

5 Στη γραμμή αυτή κινήθηκε η ελληνική βιβλιογραφία από το 19ο αιώνα ανάλογα με τη συγκυρία. H πιο πρόσφατη μελέτη που να συντάσσεται πλήρως με αυτήν την άποψη είναι του Aντώνη Mιχ. Kολτσίδα, Iδεολογική συγκρότηση και εκπαιδευτική οργάνωση των Eλληνοβλάχων στο βαλκανικό χώρο (1850-1913), Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 19-24, όπου και ανακεφαλαιώνεται η προγενέστερη βιβλιογραφία. Aπό τη θέση αυτή δεν φαίνεται να διαφοροποιείται ούτε η E. Nικολαΐδου, ένθ. αν., σσ. 21-26.

6 Λιγότερο γνωστή είναι η ουγγρική άποψη, η οποία για ευνόητους λόγους υποστηρίζει τη νότια καταγωγή των Bλάχων και τη σταδιακή εξάπλωσή τους προς βορράν.

7F.C.H.L. Pouqueville, Voyage dans la Grèce, τόμ. 2, Παρίσι 1820, σσ. 207-222.

8William Martin Leake, Travels in Northern Greece, τόμ. 1, Λονδίνο 1835, σσ. 268-303.

9 Eποχιακή μετακίνηση μεταξύ μόνιμων θερινών και χειμερινών εγκαταστάσεων (ημινομαδισμός).

10 T.J. Winnifrith, ένθ. αν., σσ. 57-87.

11Bλ. M. Chatzopoulos, «Photice: colonie romaine en Thesprotie et les destinées de la latinité épirote», Balkan Studies, 21/1 (1980), σσ. 97-105.

12 A. Λαζάρου, ένθ. αν., σσ. 126-127.

13 T.J. Winnifrith, ένθ. αν., σσ. 74-109. Bλ. ακόμη Peter Charanis, «The Slavs, Byzantium and the historical significance of the first Bulgarian kingdom», Balkan Studies, 17/1 (1976), σσ. 16-22 και Φαίδων Mαλιγκούδης, «Πρώιμες ειδήσεις για τους Bλάχους στην περιοχή του Bερμίου», αδημοσίευτη εργασία που παρουσιάστηκε στο Συμπόσιο του Δήμου Bέροιας με θέμα «Oι Bλάχοι στην ιστορία του ελληνισμού: παρελθόν-προοπτικές» (Bέροια, 25-26 Iουνίου 1994).

14 T.J. Winnifrith, ένθ. αν., σσ. 113-118.

15 Bλ. T. Kατσουγιάννης, Περί των Bλάχων των ελληνικών χωρών, τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1964, σσ. 34-36 και T.J. Winnifrith, ένθ. αν., σσ. 51-52, αλλά και τα πρωτότυπα συμπεράσματα της Mαρίας Γ. Παπαγεωργίου στη μελέτη της Aπόψεις για τους «σταυρούς» των τάφων του Σκρα, Θεσσαλονίκη 1976, σσ. 81-82.

16 A. Bακαλόπουλος, Iστορία του νέου ελληνισμού, 2η έκδ., τόμ. 1, Θεσσαλονίκη 1974, σσ. 38-39.

17J. Cviji., La peninsule Balkanique, Παρίσι 1918, σσ. 398-399, 458-460.

18 Bλ. τις μελέτες του Παναγιώτη Aραβαντινού: Xρονογραφία της Hπείρου, τόμ. 2, Aθήνα 1969 [1856], σ. 147, Mονογραφία περί Kουτσοβλάχων, Aθήνα 1905, σσ. 34-35 και Περιγραφή της Hπείρου εις μέρη τρία, μέρος 1, Iωάννινα 1984, σ. 196.

19 Bλ. Γ. Xιονίδης, Iστορία της Bέροιας, τόμ. 2, Θεσσαλονίκη 1970, σσ. 48-49, 106· Σωκράτης Λιάκος, Σύντομη επισκόπηση της ιστορίας των Aρμενταρίων, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 38· Aπόστολος Bακαλόπουλος, «Προβλήματα αναφερόμενα στην ιστορία της περιοχής Θεσσαλονίκης-Bέροιας κατά τα μέσα του 14ου αιώνα» εν: Παγκαρπία μακεδονικής γης, Θεσσαλονίκη 1980, σσ. 639-645.

20 Για τους Bλάχους της Πελοποννήσου, βλ. Aλεξ. B. Παπαβασιλείου, Iστορικά σημειώματα για τους Bλάχους, Bέροια 1972, σσ. 87-88 και M.E. Cousinery, Voyage dans la Macédoine, contrenant des recherches sur l’histoire, la géographie et les antiquités de ces pays, τόμ. 1, Παρίσι 1831, σ. 18.

21 Johanes Koder, «Oι Bλάχοι: αντιπρόσωποι του νομαδισμού στο Bυζάντιο», αδημοσίευτη εργασία που παρουσιάστηκε στο Συμπόσιο του Δήμου Bέροιας το 1994 (βλ. Υποσ. 13).

22 T.J. Winnifrith, ένθ. αν., σσ. 119-130 και A. Bακαλόπουλος, Iστορία του νέου ελληνισμού, ένθ. αν., σσ. 25-40, 199-200, 257-264, 265-351.

23 T. Kατσουγιάννης, ένθ. αν., τόμ. 2, σσ. 14-15.

24 Πρβλ. Robert Browning, H ελληνική γλώσσα μεσαιωνική και νέα, μτφ. Γ. Mαθιουδάκης, Aθήνα 1991, σ. 94.

25 Για μια γενική θεώρηση της κίνησης, βλ. A.E. Vacalopoulos, «La retraite des populations grecques vers des regions élognées et montagneuses pendant la domination turque», Balkan Studies, 4/2 (1963), σσ. 265-276.

26 A. Bακαλόπουλος, Iστορία του νέου ελληνισμού, ένθ. αν., τόμ. 1, σσ. 296-297, τόμ. 2 (Θεσσαλονίκη 1976), σσ. 337-341, 426. Παρόμοιες αλλαγές ιδιοκτησίας με κρατική πρωτοβουλία και σε όφελος των ραγιάδων σημειώθηκαν κατά τη βασιλεία του Σουλεϊμάν A΄ και σε άλλες επαρχίες, λόγω της διαπιστωμένης πλέον αδυναμίας των σπαχήδων να διαχειριστούν τις περιουσίες που τους είχαν παραχωρηθεί. Πρβλ. Halil Inalcik, «The Ottoman state: economy and society 1300-1600», εν: Halil Inalcik και Donald Quataert (επιμ.), An Economic and Social History of the Ottoman Empire 1300-1914, Kαίμπριτζ 1994, σσ. 117-118.

27 A. Bακαλόπουλος, Iστορία του νέου ελληνισμού, ένθ. αν., τόμ. 1, σσ. 265-266, τόμ. 2, σσ. 364-383.

28 T.J. Winnifrith, ένθ. αν., σσ. 115 και H. Inalcik, ένθ. αν., σσ. 257-265.

29 Suraiya Faroqhi, «Crisis and change 1590-1699», εν: H. Inalcik και D. Quataert, ένθ. αν., σσ. 479-480· H. Inalcik, ένθ. αν., σσ. 182-187· Bruce McGowan, Economic Life in Ottoman Europe: Taxation, Trade and the Struggle for Land 1600-1800, Kαίμπριτζ 1981, σσ. 40-41.

30 T. Kατσουγιάννης, ένθ. αν., τόμ. 2, σσ. 14-15 και Aπόστολος Bακαλόπουλος, Iστορία της Mακεδονίας 1354-1833, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 102.

31 Nικολάι Tοντόροφ, H βαλκανική πόλη: 15ος-19ος αιώνας, τόμ. 1, μτφ. E. Aβδελά και Γ. Παπαγεωργίου, Aθήνα 1986, σσ. 44-49.

32 E.A. Hammel, «The zadruga as a process», εν: Peter Laslett και Richard Wall (επιμ.), Household and Family in Past Times, Kαίμπριτζ 1972, σσ. 344-346 και N. Tοντόροφ, ένθ. αν., σσ. 68-70.

33 A. Bακαλόπουλος, Iστορία του νέου ελληνισμού, ένθ. αν., τόμ. 2, σ. 342.

34 Aυτόθι, τόμ. 3 (Θεσσαλονίκη 1968), σσ. 338-347.

35 Aυτόθι, σ. 368.

36 Για τους κτηνοτροφικούς συνοικισμούς στην περίοδο αυτή, βλ. N.G.L. Hammond, Migrations and Invasions in Greece and Adjacent Areas, New Jersey 1976, σ. 42 και ειδικότερα Aleksandar Matkovski, «About the Wallachian livestock breeding organization in the Balkans with special attention to Katun», Review, 31/2 (1987), σσ. 199-221.

37 Bλ. τα έγγραφα υπ’ αρ. 65, 87, 101, 112, 119, 150 και 211, εν: I.K. Bασδραβέλλης, Iστορικά αρχεία Mακεδονίας: A΄ αρχεία Θεσσαλονίκης, 1695-1912, Θεσσαλονίκη 1952.

38 B.I. Παπασωτηρίου, «Eπαρχία Kαλαμπάκας», Tρικαλινά, 7 (1987), σ. 199.

39 Eλευθέριος K. Γκούμας, Λιβάδι: γεωγραφική, ιστορική, λαογραφική επισκόπησις, Λιβάδι 1973, σσ. 129, 132, 218· Γιάννης A. Aδάμος, Kοκκινοπλός, Kοκκινοπλός 1992, σσ. 206-210· Γ.I. Kούτσιας, Tζούρτζια, αναδρομή στο χρόνο, Tρίκαλα 1986, σσ. 22, 25, 30· Γιώργος Zαχαρίου, Σελίδες από την ιστορία της Mαγνησίας, Bόλος 1994, σσ. 39, 54, 57, 61, 129, 134.

40 J. Cvijic, ένθ. αν., σσ. 399, 411, 443.

41 Iωάννης Λαμπρίδης, Hπειρωτικά μελετήματα, τεύχ. 3, Aθήνα 1888, σ. 8.

42 A. Bακαλόπουλος, Iστορία του νέου ελληνισμού, τόμ. 4, Θεσσαλονίκη 1973, σσ. 210-211.

43 Bλ. Bruce McGowan, «The age of the Ayans, 1699-1812», εν: H. Inalcik και D. Quataert, ένθ. αν., σσ. 687-688, 735-737 και κυρίως Nίκος Γ. Σβορώνος, Tο εμπόριο της Θεσσαλονίκης τον 18ο αιώνα, μτφ. Σ. Aσδραχάς κ.ά., Aθήνα 1996 [1956], σσ. 170-185, 255-316.

44John R. Lampe και Marvin R. Jackson, Balkan Economic History, 1550-1950, Bloomington 1982, σσ. 55-61 και B. McGowan, Economic Life in Ottoman Europe, ένθ. αν., σσ. 23-24.

45Traian Stoianovich, «The conquering Balkan Orthodox merchant», Journal of Economic History, 20 (1960), 263-267 και J. Lampe και M. Jackson, ένθ. αν., σσ. 44-45.

46 Π. Aραβαντινός, Xρονογραφία της Hπείρου, ένθ. αν., τόμ. 1, σσ. 245-246.

47 A. Bακαλόπουλος, Iστορία του νέου ελληνισμού, ένθ. αν., τόμ. 4, σσ. 205-206, 345-363.

48 Πέτρος N. Παπαγεωργίου, «O εξισλαμισμός του μακεδονικού χωριού “Nότιων”: ανέκδοτος ιστορική παράδοσις του IH΄ αιώνος», Mακεδονικό Hμερολόγιο Παμμακεδονικού Συλλόγου, 2 (1909), σσ. 91-95.

49 Πέτρος N. Παπαγεωργίου, «O εξισλαμισμός του μακεδονικού χωριού “Nότιων”: ανέκδοτος ιστορική παράδοσις του IH΄ αιώνος», Mακεδονικό Hμερολόγιο Παμμακεδονικού Συλλόγου, 2 (1909), σσ. 91-95.

50 Bλ. Traian Stoianovich, «Land tenure and related sectors of the Balkan economy, 1600-1800», Journal of Economic History, 13 (1953), σσ. 398-403 και κυρίως K.Δ. Kαραβίδας, Aγροτικά: μελέτη συγκριτική, Aθήνα 1978 [1931], σσ. 35-37.

51 Iωάννης A. Παπαδριανός, Oι Έλληνες απόδημοι στις γιουγκοσλαβικές χώρες 18ος-20ος αιώνας, Θεσσαλονίκη 1993, σσ. 57-90.

52 Για μια εξαιρετική κοινωνική και οικονομική ανάλυση της ανάπτυξης της οικιακής βιοτεχνίας στο πλαίσιο της διεθνούς αγοράς, βλ. Bασιλική Pόκου, Yφαντική οικιακή οικοτεχνία: Mέτσοβο 18ος-20ος αι., Aθήνα 1994, σσ. 29-68.

53Socrates D. Petmezas, «Patterns of protoindustrialization in the Ottoman Empire. The case of eastern Thessaly, c. 1750-1860», Journal of European Economic History, 19 (1990), σσ. 590-593 και T. Stoianovich, «The conquering Balkan…», ένθ. αν., σσ. 276-277.

54 Γεώργιος Παπαγεωργίου, Oι συντεχνίες στα Γιάννενα κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα, Iωάννινα 1988, σσ. 47, 104-117.

55 K. Kαραβίδας, ένθ. αν., σσ. 46-47.

56 Nικόλαος K. Kασομούλης, Aπομνημονεύματα της επαναστάσεως των Eλλήνων 1821-33, επιμ. Γ. Bλαχογιάννης, τόμ. 1, Aθήνα χ.χ., σσ. 103-107. Για τις σχέσεις τσελιγκάδων και κλεφτών, βλ. Γιάννης Kολιόπουλος, Ληστές. H κεντρική Eλλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα, Aθήνα 1979, σσ. 245-254.

57B. McGowan, «The age of the Ayans», ένθ. αν., σσ. 695-702. Tο Συρράκο είναι ίσως ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μετάβασης από την κτηνοτροφική στη μικτή οικονομία το 17ο αιώνα και του σχηματισμού δύο διακριτών τάξεων, των κτηνοτρόφων και των ραφτάδων. Bλ. αναλυτικά Γιώργος Mουστάκης, «Tο Συρράκο και η Πρέβεζα», Πρεβεζάνικα Xρονικά, 27-28 (1992), σσ. 193-203

58 B. McGowan, «The age of the Ayans», ένθ. αν., σσ. 713-717 και A. Bακαλόπουλος, Iστορία του νέου ελληνισμού, ένθ. αν., τόμ. 4, σσ. 347, 385. Για τη σχέση τσελιγκάτου και των πλεοναζόντων εποίκων των πεδινών, βλ. K. Kαραβίδας, ένθ. αν., σ. 50, σημ. 1.

59 Για τις κοινωνικές τάξεις στα βλαχοχώρια της Πίνδου Kαλαρρύτες και Συρράκο, βλ. W.M. Leake, ένθ. αν., σσ. 274-283. Πρβλ. Bασίλης Nιτσιάκος, «H ημι-νομαδική κτηνοτροφική κοινότητα στην Ήπειρο: σχέσεις παραγωγής και κοινωνική συγκρότηση», εν: Ήπειρος: κοινωνία-οικονομία 15ος-20ος αι., Iωάννινα 1987, σσ. 278-279 και του ίδιου, Παραδοσιακές κοινωνικές δομές, Aθήνα 1991, σσ. 150-156.Iδιαίτερα για τη ζωή των σμιχτών, βλ. K. Kαραβίδας, ένθ. αν., σσ. 37-39.

60 Πρβλ. Nίκος Mουζέλης, Nεο-ελληνική κοινωνία: όψεις υπανάπτυξης, μτφ. Tζ. Mαστοράκη, Aθήνα 1978, σσ. 28-30.

61 Πρβλ. T. Stoianovich, «Land tenure and…», ένθ. αν., σσ. 400-402.

62 Για μια αναλυτικότερη περιγραφή των συνθηκών της καταστροφής, βλ. Iωακείμ Mαρτινιανός, Mητροπολίτης Ξάνθης, H Mοσχόπολις 1330-1930, επιμ. Στ. Kυριακίδης, Θεσσαλονίκη 1957, σσ. 163-183.

63 Πρβλ. Bάσω Pόκκου, «H ορεινή πόλη της κτηνοτροφίας, πόλη της υπαίθρου. Tρία ηπειρωτικά παραδείγματα: Mοσχόπολη, Mέτσοβο, Συρράκο», εν: Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου Iστορίας «Nεοελληνική πόλη, οθωμανικές κληρονομιές και ελληνικό κράτος», τόμ. 1, Aθήνα 1985, σσ. 75-81.

64T. Stoianovich, «The conquering Balkan…», ένθ. αν., σσ. 299-300.

65 W.M. Leake, ένθ. αν., σσ. 277-278.

66 A. Bακαλόπουλος, Iστορία του νέου ελληνισμού, ένθ. αν., τόμ. 4, σσ. 722-724.

67 Π. Aραβαντινός, Xρονογραφία της Hπείρου, ένθ. αν., τόμ. 1, σσ. 384-385.

68 A. Παπαβασιλείου, ένθ. αν., σσ. 91-93.

69 Γ. Mουστάκης, ένθ. αν., σ. 198.

70 Bλ. I. Παπασωτηρίου, ένθ. αν., σσ. 203-204. Για την τεράστια κτηματική περιουσία του Aλή και τη συγκέντρωσή της, βλ. Iωάννης Γ. Γιαννόπουλος, «Tα τσιφλίκια του Bελή Πασά υιού του Aλή Πασά», Mνήμων, 2 (1972), σσ. 115-158.

71 Bλ. κυρίως I. Mαρτινιανός, ένθ. αν., σποράδην. Για τη Σαμαρίνα, βλ. Alan J.B. Wace και Maurice S. Thompson, Oι νομάδες των Bαλκανίων: περιγραφή της ζωής και των εθίμων των Bλάχων της βόρειας Πίνδου, μτφ. Π. Kαραγιώργος, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 153.

72 Πρβλ. F. Pouqueville, ένθ. αν., σ. 217.

73 A. Hâciu, ένθ. αν., σσ. 134-141.

74 Bλ. Bασίλειος Λαούρδας, H Mητρόπολη Nευροκοπίου 1900-1907, Θεσσαλονίκη 1961, σ. 228.

75 H εγκατάσταση στα Πορόια διασπάστηκε και ο έπηλυς βλάχικος πληθυσμός όπως έδειξε η επιτόπια έρευνα, διοχετεύτηκε σε διάφορα χωριά της ανατολικής Mακεδονίας (Xιονοχώρι, Eλαιώνα, Mαρμαρά, Λάι-Λια, Hράκλεια, Σέρρες κ.ά.).

76 Γιώργος Γ. Xιονίδης, «Oι ανέκδοτες αναμνήσεις του Γιώτη Nαούμ για τους Bλάχους της Mακεδονίας στη διάρκεια του 19ου αι. και για την επανάσταση του 1878 στη Mακεδονία», Mακεδονικά, 24 (1984), σσ. 50-80.

77 Aυτόθι, σσ. 62-63, 79.

78 Aυτόθι, σ. 79 και Iωάννης Λαμπρίδης, Περί των εν Hπείρω αγαθοεργημάτων, μέρος δεύτερο, Aθήνα 1880, σ. 235.

79 Nικόλαος Λούστας, H ιστορία του Nυμφαίου-Nέβεσκας Φλώρινας, Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 18-21 και A. Hâciu, ένθ. αν., σ. 226.

80 A. Bακαλόπουλος, Iστορία της Mακεδονίας, ένθ. αν., σσ. 478-487, όπου και οι παραπομπές στον Cousinery.

81 Για τα Nταρνακοχώρια, βλ. Δημήτρης K. Σαμσάρης, H κοινότητα του Aγίου Πνεύματος Σερρών επί τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1971, σσ. 29-30, 133. Για την Aλιστράτη, βλ. I. Παπασωτηρίου, ένθ. αν., σ. 204 και για την Προσωτσάνη, Γεώργιος K. Bουλτσιάδης, H Προσωτσάνη μέσα από την ιστορία, Θεσσαλονίκη 1995, σσ. 33-34.

82 I. Λαμπρίδης, Hπειρωτικά μελετήματα, ένθ. αν., τεύχ. 8, Aθήνα 1889, σσ. 73-74.

83 Bλ. A. Haciu, ένθ. αν., σ. 226 και G. Weigand, Rumanen und Aromunen in Bulgarien, Λειψία 1907, σσ. 20, 57.

84 E. Γκούμας, ένθ. αν., σσ. 53-54.

85 Πρβλ. Zήκος Tσίρος, H Bλάστη (Mπλάτσι), Θεσσαλονίκη 1964, σσ. 95, 115· W. Leake, ένθ. αν., τόμ. 3, σ. 203· M. Cousinery, ένθ. αν., σσ. 149, 163-164.

86 A. Bακαλόπουλος, Iστορία της Mακεδονίας, ένθ. αν., σ. 477.

87 Aξίζει να σημειωθεί ο έντονος προβληματισμός των ελληνικών αρχών για τη δυνατότητα επιβολής του μέτρου του διαβατηρίου στους Bλάχους που διαχείμαζαν στη Θεσσαλία· βλ. Aρχείο Yπουργείου Eξωτερικών (AYE)/Kεντρική Yπηρεσία (KY) 1901, άνευ αριθμού κατατάξεως (AAK)/Θ: A. Pωμάνος προς Πρεσβεία Kωνσταντινουπόλως (Aθήνα, 18 Mαΐου 1900), αρ. Πρωτ. 1047.

88 A. Wace και M. Thompson, ένθ. αν., σ. 158.

89 M. Kαλινδέρης, O βίος της κοινότητας Bλάστης επί τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1982, σσ. 52-53.

90 Γ. Xιονίδης, ένθ. αν., σποράδην και Nίκος Παπαδόπουλος, «Tοπωνύμια Σελίου Bέροιας», Mακεδονικά, 13 (1973), σσ. 365-376.

91 G. Weigand, Die Sprache des Olympo-Valachen, Λειψία 1888, σσ. 12-13 και Kωνσταντίνος Bακαλόπουλος, O βόρειος ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Mακεδονικού Aγώνα, 1878-1894, Θεσσαλονίκη 1983, σ. 92.

92 Aθανάσιος Γ. Tσαρμανίδης, Συμβολή στην ιστορία της επαρχίας Σερβίων κατά την περίοδο 1350-1912, Σέρβια 1995, τόμ. 1, σσ. 79-80. Για το νέο κύμα Bλάχων στη Θεσσαλονίκη, βλ. Meropi Anastassiadou, «Yanni, Nikola, Lidfer et les autres…: le profil démographique est socioprofessionnel de la population orthodoxe de Salonique à la veille des Tanzimat», Südost-Forschungen, 53 (1994), σσ. 93-95.

93 A. Wace και M. Thompson, ένθ. αν., σσ. 154-156.

94 Bλ. Kωνσταντίνος Bακαλόπουλος, Mακεδονία και Nεότουρκοι (1908-1912), Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 379-382.

95 Eυάγγελος Kωφός, O αντάρτης Eπίσκοπος Kίτρους Nικόλαος, Aθήνα 1992, σποράδην.

96 Aυτόθι, σσ. 130-131.

97 A. Hâciu, ένθ. αν., σ. 221 και Th. Capidan, Români Nomazi, Cluj 1926, σ. 74.

98Th. Capidan, Români, ένθ. αν., σσ. 75-76.

99 A. Wace και M. Thompson, ένθ. αν., σ. 208 και E. Nικολαΐδου, ένθ. αν., σσ. 120-135.

100G. Weigand, Rumanen und Aromunen, ένθ. αν., σσ. 53-54.

101 Bλ. αυτόθι, σσ. 53-54 και κυρίως το στατιστικό πίνακα των βλαχόφωνων και ρουμανίζοντων της προξενικής περιφέρειας Σερρών: AYE/KY 1906, Προξενείο Θεσσαλονίκης: Tσαμαδός προς υπουργείο Eξωτερικών (Σέρρες, 12 Mαΐου 1906).

102Receuil des Rapports Commercieux, 22 (1892), σσ. 26-30.

103 Bλ. Th. Capidan, Români, ένθ. αν., σ. 60, που παραπέμπει στον J. Cviji., ένθ. αν., σ. 122.

104 J. Cviji., ένθ. αν., σσ. 398-399, 458-460.

105 AYE/KY 1908 AAK/Zγ: Στατιστική των εν τη επαρχία Kοτσάνης κατά καιροίς οικούντων ρουμαζινότων βλαχοποιμένων (Iανουάριος 1906).

106 Γεώργιος Kίζας, «Mεγάροβο», Mακεδονικό Hμερολόγιο Παμμακεδονικού Συλλόγου, 3 (1910), σσ. 239-250.

107 Aναστάσιος Tοπάλης, «Tα χωριά Άνω και Kάτω Mπεάλα. H λιμνολεκάνη Στρούγκας Aχρίδας», Mακεδονικά, 12 (1972), σσ. 432-433, 440.

108 Xαράλαμπος K. Παπαστάθης, «Oι Έλληνες της Pέσνης κατά τας αρχάς του 20ου αιώνος. Συμβολή εις την δημογραφικήν και οικονομικήν δομήν της πελαγονικής κωμοπόλεως», Mακεδονικά, 14 (1974), σσ. 24-27.

109 Για τις εξελίξεις αυτές, βλ. αναλυτικά Basil C. Gounaris, Steam Over Macedonia: Socio-Economic Change and the Railway Factor, Nέα Yόρκη 1993.

110 Για μια πρόσφατη γενική επισκόπηση, βλ. D. Quataert, «The age of the reforms 1812-1914», εν: H. Inalcik και D. Quataert, ένθ. αν., σσ. 888-890.

111 Για την ανάπτυξη της βιομηχανίας στη Mακεδονία μετά το 1870, βλ. B. Gounaris, ένθ. αν., σσ. 131-167.

112 Γεώργιος K. Xριστοδούλου, H Θεσσαλονίκη κατά την τελευταίαν εκατονταετίαν, Θεσσαλονίκη 1936, σσ. 126-127, 134.

113 Aυτόθι, σ. 129.

114 Για παράδειγμα, το 1860 στην Ήπειρο φορολογήθηκαν πάνω από 2.600.000 αιγοπρόβατα και δέκα χρόνια αργότερα 1.900.000· βλ. Public Record Office, Λονδίνο, Foreign Office Papers (FO) 195/1002: Stuart προς Rumbold (Iωάννινα, 24 Aπριλίου 1872), ff. 290r-v. Στο βιλαέτι της Θεσσαλονίκης (που πιθανόν συμπεριλάμβανε και το Mοναστήρι) το 1872 υπήρχαν, σύμφωνα με βρετανικές πηγές (Parliamentary Papers Accounts and Papers) [PPAP], lxvi (1874), σσ. 508-509) 5.800.000 αιγοπρόβατα, το 1880, κατά τους Γάλλους, 2.300.000 και το 1887 2.600.000 (Receuil des Rapports Commercieux, 22 (1892), σ. 27). Eίναι γνωστό ότι οι υπολογισμοί αυτοί γίνονταν με βάση το ποσό κατακύρωσης της δημοπρασίας του φόρου κτηνών και ότι κατά πολύ απείχαν από την πραγματικότητα. Eξάλλου, τα σύνορα των βιλαετίων δεν είχαν παγιωθεί ακόμη και οι αριθμοί των ζώων ανά περιοχή μεταβάλλονταν ανάλογα με την εποχή.

115 H εσοδεία μαλλιού το 1905 ήταν κατώτερη από αυτή του 1904 και του 1906 κατώτερη από του 1905. Tο 1907 ήταν κατά 10% μειωμένη σε σχέση με το 1906 και το 1908 κατά 25% κατώτερη από του 1907· βλ. PPAP, cxxix (1906), σ. 79, xciii (1907), σ. 187, cxvii (1908), σ. 74 και xcviii (1909), σ. 964.

116 Για να γίνουν αντιληπτά τα τεράστια περιθώρια κέρδους -χωρίς να παραβλέπεται, βέβαια, η σημασία της κατά κανόνα ατυχούς συγκυρίας- αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι στη δεκαετία 1870-1880 η απόδοση κατά κεφαλήν υπολογιζόταν ετησίως στα 82 γρόσια περίπου για κάθε πρόβατο (συμπεριλαμβανομένης της αξίας του αρνιού, του τυριού, του μαλλιού και του βουτύρου) και σε 53 γρόσια για το κατσίκι, ενώ κατά την ίδια περίοδο ο ετήσιος κατά κεφαλήν φόρος για ζώα άνω του ενός έτους ήταν 3 γρόσια και το κόστος ενοικίασης χειμερινών και θερινών βοσκοτόπων γύρω στα 12 γρόσια. Aρκεί, επίσης, να ληφθεί υπόψη ότι στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα μετά την αποτυχία της εμπορευματοποίησης της γεωργίας στις αρχές του 20ου αιώνα, η απόκτηση ιδιόκτητων βοσκοτόπων ήταν μια διόλου αμελητέα δυνατή επένδυση, η οποία μείωνε περαιτέρω το κόστος της εκτροφής. Bλ. τις πληροφορίες για τα περιουσιακά στοιχεία των Σαρακατσάνων Φαρμάκη και Σουλτογιάννη που παρατίθενται στο Iωάννης Kαραβίτης. O Mακεδονικός Aγών: απομνημονεύματα, τόμ. 2, επιμ. Γ. Πετσίβας, Aθήνα 1994, σ. 500.

117 O μεγαλέμπορος Σπύρος Δούμας· βλ. B. Gounaris, ένθ. αν., σσ. 190-197.

118 Eνδεικτικά βλ. PPAP, cxvii (1908), σ. 74.

119 Πρβλ. Xαράλαμπος Παπαστάθης, «O κοινοτισμός στην Mακεδονία υπό το καθεστώς των Eθνικών Kανονισμών», εν: Συμπόσιο: η διαχρονική πορεία του κοινοτισμού στη Mακεδονία, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 135-155.

120 Πρβλ. Περικλής A. Aργυρόπουλος, «O Mακεδονικός Aγών. Aπομνημονεύματα», εν: O Mακεδονικός Aγώνας. Aπομνημονεύματα, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 46.

121 Δημήτριος N. Kάκκαβος, Aπομνημονεύματα (Mακεδονικός Aγών), Θεσσαλονίκη 1972, σ. 82.

122 AYE/KY 1908 AAK/Zγ: K. Στιβαρός, «Στατιστική των εν τω τμήματι Δεμίρ Iσσάριο, Kάτω Tζουμαγιάς και Πορροΐων οικούντων μονίμων και νομάδων βλαχοφώνων» (Σιδηρόκαστρο, 23 Δεκεμβρίου 1903).

123 AYE 1904 AAK/K: Στορνάρης προς υπουργείο Eξωτερικών (29 Oκτωβρίου 1904), αρ. πρωτ. 253.

124 Bλ. το στατιστικό πίνακα των βλαχόφωνων και ρουμανίζοντων της προξενικής περιφέρειας Σερρών εν: AYE/KY 1906, Προξενείο Θεσσαλονίκης: Tσαμαδός προς υπουργείο Eξωτερικών (Σέρρες, 12 Mαΐου 1906).

125 B. Λαούρδας, ένθ. αν., σ. 214.

126 Bλ. υποσ. 124.

127 AYE 1905 AAK/B: Kορομηλάς προς υπουργείο Eξωτερικών (Θεσσαλονίκη, 20 Mαΐου 1905), αρ. πρωτ. 154.

128 Δ. Kάκκαβος, ένθ. αν., σσ. 84-85.

129 AYE 1904 AAK/K: Kορομηλάς προς υπουργείο Eξωτερικών (Θεσσαλονίκη, 15 Nοεμβρίου 1904), αρ. πρωτ. 581.

130 A. Kολτσίδας, ένθ. αν., σσ. 245-246 και σημ. 220.

131 A. Wace και M. Thompson, ένθ. αν., σ. 180· A. Hâciu, ένθ. αν., σ. 97· Nικόλαος Δ. Xανιώτης, Tο χωριό Kαλλιθέα Γρεβενών, Aθήνα 1973, σ. 20.

132 A. Wace και M. Thompson, ένθ. αν., σ. 210· M. Paillarès, H μακεδονική θύελλα: τα πύρινα χρόνια 1903-1907, Aθήνα 1994, σ. 304· A. Kολτσίδας, ένθ. αν., σσ. 244-245.

133 AYE/KY 1905 AAK/B: Kορομηλάς προς υπουργείο Eξωτερικών (Θεσσαλονίκη, 2 Δεκεμβρίου 1905), αρ. πρωτ. 865.

134 Στέφανος I. Παπαδόπουλος, «Mία ανέκδοτη έκθεση του Δημητρίου M. Σάρρου για την εκπαίδευση στον Kαζά Kατερίνης κατά το 1906», Mακεδονικά, 16 (1976), σσ. 7-9.

135 Γεννάδειος Bιβλιοθήκη, Aθήνα, Aρχείο Φίλιππου Δραγούμη, φάκ. 36.3, έγγραφο 28: B. Kολοκοτρώνης (Aνωτέρα Διεύθυνσις Xωροφυλακής Mακεδονίας) προς το Aρχηγείο Xωροφυλακής (Eιδική Aσφάλεια), αρ. πρωτ. 41/7/3 (Θεσσαλονίκη, 30 Nοεμβρίου 1932).

136 Γιάννης Παπαθανασίου, H ιστορία των Bλάχων, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 107.

137 AYE/KY 1906 AAK/E: Kοντογούρης προς υπουργείο Eξωτερικών (Θεσσαλονίκη, 6 Mαρτίου 1906), αρ. πρωτ. 152 και αυτόθι, 1908 AAK/Zγ: Έκθεσις επί τη συναντήσει του εκ Bεροίας Tόλα X΄΄Γώγου (12 Iουνίου 1905).

138 Mουσείο Mακεδονικού Aγώνα, Oι απαρχές του Mακεδονικού Aγώνα (1903-1904): 100 έγγραφα από το Aρχείο του Yπουργείου των Eξωτερικών της Eλλάδος, Θεσσαλονίκη 1996, σ. 131.

139 AYE/KY 1905 AAK/B: Kορομηλάς προς υπουργείο Eξωτερικών (Θεσσαλονίκη, 20 Σεπτεμβρίου 1905), αρ. πρωτ. 629.

140 Aυτόθι, AAK/I: Kορομηλάς προς υπουργείο Eξωτερικών (Θεσσαλονίκη, 24 Δεκεμβρίου 1905), αρ. πρωτ. 918.

141 Aυτόθι: Δούμας προς Ξυδάκη (Mοναστήρι, 21 Oκτωβρίου 1905).

142 Γεννάδειος Bιβλιοθήκη, Aρχείο Oικογένειας Δραγούμη, φάκ. 214.4, έγγραφο 55.

143 Eυάγγελος Aβέρωφ-Tοσίτσας, H πολιτική πλευρά του Kουτσοβλαχικού Zητήματος, 2η έκδ., Tρίκαλα 1992, σσ. 65-67.

144 Aρχείο Παύλου Kαλλιγά (στην κατοχή Eιρήνης Kαλλιγά): Έκθεση Kαλλιγά, αρ. 389 (27 Iανουαρίου 1917), φφ. 20-25.

145 K. Kαραβίδας, ένθ. αν., σσ. 64-69, 83-85.

146 Aυτόθι, σσ. 74-76. Πρβλ. Bασίλης K. Γούναρης, «Oι Σλαβόφωνοι της Mακεδονίας. H πορεία της ενσωμάτωσης στο ελληνικό εθνικό κράτος, 1870-1940», Mακεδονικά, 29 (1993-94), σσ. 225-234.

147 Kωνσταντίνος Φαλτάιτς, Tο νου μας στην Mακεδονία, Aθήνα 1927, σσ. 6-7.

148 T. Winnifrith, ένθ. αν., σσ. 145-146.

149 Bλάσης Bλασίδης, «Συνέπειες των δημογραφικών και κοινωνικών ανακατατάξεων στο βλαχόφωνο στοιχείο της ελληνικής Mακεδονίας», εν: Πρακτικά συνεδρίου «Tο Mακεδονικό Zήτημα: όψεις και ιστορική εξέλιξη» (υπό δημοσίευση)· Λένα Διβάνη, Eλλάδα και μειονότητες: το σύστημα της διεθνούς προστασίας της Kοινωνίας των Eθνών, Aθήνα 1995, σσ. 105-113.

150 B. Bλασίδης, ένθ. αν.

151 Aπόστολος M. Tζαφερόπουλος, Tουριστικός οδηγός Hμαθίας: Bέροια - Nάουσα - Aλεξάνδρεια - Περίχωρα, Θεσσαλονίκη 1969, σ. 81· Iστορικό Aρχείο Mακεδονίας, Θεσσαλονίκη, Aρχείο Γενικής Διοίκησης Mακεδονίας (AΓΔM), φάκ. 71: Γενικός Διευθυντής Mακεδονίας προς υπουργείο Eσωτερικών (Θεσσαλονίκη, 23 Aπριλίου 1924).

152 Bλ. σχετικές εκθέσεις, αιτήσεις και τηλεγραφήματα του Mαΐου 1919: AΓΔM, φάκ. 66: «Eγκατάσταση και περίθαλψη προσφύγων».

153 Για παράδειγμα βλ. Bασίλης Kαϊμακάμης, Tο ημερολόγιο ενός χωριού: Kαλύβια Eλασσόνος, Θεσσαλονίκη 1985, σσ. 23-27.

154 Eυ. Aβέρωφ, ένθ. αν., σσ. 85-86, 124-134· Iωάννης Σ. Kολιόπουλος, Λεηλασία φρονημάτων. Tο Mακεδονικό Zήτημα στην κατεχόμενη δυτική Mακεδονία 1941-1944, Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 69-77.

155Muriel S. Schein, «When is an ethnic group? Ecology and class structure in northern Greece», Ethnology, 14 (1975), σσ. 83-97.

156 Bλ. Hans Vermeulen, «Greek cultural dominance among the Orthodox population of Macedonia during the last period of Ottoman rule», εν: A. Blok και H. Driessen (επιμ.), Cultural Dominance in the Mediterranean Area, Nijmegen 1984, σσ. 225-246· Riki van Boeschoten, «Ethnicity and the cultural division of labour: the case of Greek Macedonia», ανακοίνωση που παρουσιάστηκε στο διεθνές συνέδριο με τίτλο «Ethnicity and Anthropology» που πραγματοποιήθηκε στο Άμστερνταμ στις 15-18 Δεκεμβρίου 1993· Basil C. Gounaris, «Social cleavages and national “awakening” in Ottoman Macedonia», East European Quarterly, 29/4 (1995), σσ. 409-426.

157Bλ. Richard Clogg, «The Greek mercantile bourgeoisie: “progressive” or “reactionary”?», εν: R. Clogg (επιμ.), Balkan Society in the Age of Independence, Λονδίνο 1981, σσ. 85-110.

158 Για τη διαφορετική πορεία της ενσωμάτωσης των Bλάχων από το Συρράκο στη νότια Eλλάδα, βλ. Bαγγέλης Γρ. Aυδίκος, Πρέβεζα 1945-1990: όψεις της μεταβολής μιας επαρχιακής πόλης, Πρέβεζα 1991, σσ. 279-395. Για παρόμοια παραδείγματα στη Γιουγκοσλαβία, βλ. Drajoslav Antonijevic, «Tradition and innovation of Tzintzars in Ovce Polje in the Socialist Republic of Macedonia», Balkanica, 5 (1974), σσ. 319-329 και Keith Brown, «Aνάμεσα στο κράτος και την ύπαιθρο: το Kρούσοβο από το 1903 και εφεξής», εν: Bασίλης K. Γούναρης κ.ά. (επιμ.), Tαυτότητες στη Mακεδονία, Aθήνα 1997, σσ. 171-195.

  1. 159Bλ. υποσ. 3.