Η οικογένεια του τσέλιγκα Χατζηστεργίου από τη Γράμμουστα.Η διασπορά των Βλάχων από την περιοχή του Γράμμου ήταν εξίσου μεγάλη, όσο και αυτή από την περιοχή της Μοσχόπολης. Εξάλλου, και στις δύο περιπτώσεις τα αίτια ήταν τα ίδια, και κυρίως οι προστριβές με τους απαιτητικούς γείτονές τους, τους όλο και πιο άναρχους Τουρκαλβανούς.
Τα κύματα των εξόδων έχουν ως ορόσημο την καταστροφή του 1769 και το ένα διαδέχθηκε το άλλο, δίχως να είναι δυνατή η χρονολόγησή τους με απόλυτη ακρίβεια.
Γραμμουστιάνικα φαλκάρια είχαν κάνει την εμφάνισή τους στο Κρούσοβο και την περιοχή του, προς αναζήτηση θερινών βοσκών, πριν την εγκατάσταση σε αυτό των εδραίων Νικολιτσιάνων.Αρχικά, όταν το Κρούσοβο μεταμορφωνόταν σε οικισμό με εδραίο βλάχικο πληθυσμό, προερχόμενο και από άλλες περιοχές, οι Γραμμουστιάνοι κατοικούσαν σε αυτό μόνο τη θερινή περίοδο. 

Αργότερα και ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, οι οικογένειες των Γραμμουστιάνων εγκαταστάθηκαν οριστικά στο Κρούσοβο, ενώ τα κοπάδια τους συνέχισαν να αναζητούν χειμαδιά μέχρι τις περιοχές του Βόλου, ακόμη και μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα στα 1881. Λίγο νοτιότερα του Κρουσόβου, δημιουργήθηκε η Μπιρίνα, ένας εδραίος οικισμός με αποκλειστικά γραμμουστιάνικο πληθυσμό. Η Μπιρίνα φέρεται να είχε 100 περίπου οικογένειες και σύντομη ζωή, καθώς, ύστερα από επίθεση Τουρκαλβανών ληστών, οι κάτοικοί της αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στο Κρούσοβο, όπου δημιούργησαν μία νέα συνοικία με το ίδιο όνομα. Μία άλλη αρκετά αξιόλογη εγκατάσταση αποκλειστικά Γραμμουστιάνων είχε δημιουργηθεί στο Τσαρνούσι - Μουκός, έναν εγκαταλειμμένο οικισμό στα στενά της Μπαμπούνα, ανάμεσα στον Περλεπέ και το Τίτο Βέλες. Αυτή η εγκατάσταση φέρεται να συγκέντρωνε γύρω στις 400 οικογένειες κτηνοτρόφων και κιρατζήδων και δεν έμελλε να ευημερήσει. Γύρω στα 1850, ύστερα και πάλι από ληστρική επίθεση Τουρκαλβανών, αυτή τη φορά από τη Σκόδρα στη βόρεια Αλβανία, οι κάτοικοι σκόρπησαν. Άλλοι κατάφυγαν στο Κρούσοβο και άλλοι βρέθηκαν στην περιοχή του Στιπ και την πόλη του Τέτοβου. Μετά την καταστροφή του Τσαρνούσι - Μουκός είναι πολύ πιθανό να ενισχύθηκαν τα νομαδικά φαλκάρια και οι καλυβικές εγκαταστάσεις των Γραμμουστιάνων προς τα ανατολικότερα εδάφη της Μακεδονίας. Μικρότερες ομάδες Γραμμουστιάνων, κυρίως κτηνοτρόφων, συνέβαλαν στη συνοίκηση των εδραίων βλάχικων οικισμών του Μεγάροβου και του Τύρνοβου, στις πλαγιές του Περιστερίου, δυτικά του Μοναστηρίου, μαζί με Βλάχους φυγάδες και από άλλες περιοχές.

Η καταγραφή των ορεινών καλυβικών εγκαταστάσεων των Γραμμουστιάνων είναι αρκετά δύσκολο να επιχειρηθεί με μεγάλη σαφήνεια, λόγω της ίδιας τους της φύσης. Πολύ συχνά διασπόνταν και ο πληθυσμός τους αυξομειωνόταν ή κατοικούνταν μόνο για κάποια χρόνια. Ελάχιστες από αυτές τις εγκαταστάσεις εξελίχθηκαν σε σταθερούς θερινούς οικισμούς με την οργάνωση ορεινής ημινομαδικής κοινότητας. Μέχρι την οριστική τους εγκατάλειψη, οι περισσότερες παρέμειναν απλές καλυβικές εγκαταστάσεις με περιορισμένο πληθυσμό. Συχνά, το αποτέλεσμα ήταν να μην αναφέρονται στις διάφορες στατιστικές και δημογραφικές καταγραφές της εποχής. Σήμερα, θα επιχειρήσουμε μία όσο το δυνατόν πληρέστερη παρουσίασή τους, έτσι όπως τουλάχιστον είχαν διαμορφωθεί γύρω στα 1900.

Στην περιοχή του Μοριχόβου, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βόρρα ή Καϊμάκτσαλαν, δημιουργήθηκε μία μικρή καλυβική εγκατάσταση, γνωστή με το όνομα Καλύβια της Ρόντοβας. Εξελικτικά, τους Γραμμουστιάνους ακολούθησαν κάποιες πολυπληθέστερες ομάδες Αρβανιτόβλαχων, οι οποίες ανέπτυξαν δικές τους ορεινές εγκαταστάσεις στη γύρω περιοχή. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, στους πρώτους οικιστές των Καλυβίων της Ρόντοβας προστέθηκε και μια μικρή ομάδα προερχόμενη από τη Σαμαρίνα. Η συμβίωση δε διήρκησε για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς οι Σαρμανιώτες αποσύρθηκαν αναζητώντας καλύτερες συνθήκες στις βλάχικες εγκαταστάσεις του Βερμίου. Τα Καλύβια της Ρόντοβας έμελλε να διατηρηθούν μόνο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1900 με 1910. Τα γεγονότα του Μακεδονικού Αγώνα οδήγησαν σε διάλυση της εγκατάστασης, όταν οι οικογένειες σκόρπησαν και παρέμειναν στα χειμαδιά τους. Σταδιακά, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, οι περισσότερες από αυτές βρέθηκαν να συγκεντρώνονται στην πόλη της Έδεσσας, από όπου πολλές μετανάστευσαν στη Ρουμανία στα χρόνια του Μεσοπολέμου.

Στο Πάικο, ανάμεσα στους εδραίους αγροτικούς οικισμούς των Μογλενιτών Βλάχων, τέθηκαν τα θεμέλια των οικισμών των Μεγάλων και των Μικρών Λιβαδίων. Τους πρώτους Γραμμουστιάνους ακολούθησαν Μοσχοπολίτες, Περβαλιάτες και Σαρμανιώτες. Η δημογραφική ενδυνάμωση δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εδραίωση και την ανάπτυξη ενός οικιστικού διδύμου που εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη οργανωμένη κοινότητα ημινομάδων Βλάχων στα ορεινά της Κεντρικής Μακεδονίας. Οι νέοι οικιστές άρπαξαν την ευκαιρία και συμπλήρωσαν το κενό που είχαν αφήσει πίσω τους κάποιοι άλλοι κτηνοτρόφοι. Επρόκειτο για Τούρκους της περιοχής των Γιαννιτσών, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν τις ορεινές βοσκές του Πάικου σε προηγούμενους χρόνους. Όσον αφορά τα χειμαδιά τους, οι Λιβαδιώτες χωρίζονταν σε μικρές ομάδες και δημιουργούσαν ένα μεγάλο και πυκνό δίκτυο πεδινών εγκαταστάσεων. Αναζητούσαν χειμερινές βοσκές γύρω από τη Γευγελή, κατά μήκος του Αξιού, στις βόρειες όχθες του Βάλτου των Γιαννιτσών, γύρω από την πόλη της Θεσσαλονίκης, την περιοχή της Καλαμαριάς και μέχρι τη Χαλκιδική. Η δύσκολη για όλους δεκαετία του `40 οδήγησε σε οριστική κατάρρευση της παραδοσιακής ημινομαδικής κτηνοτροφίας οικονομίας των δύο οικισμών και οι κάτοικοί τους καθηλωθήκαν στα πρώην χειμαδιά τους.

Προς τα ανατολικότερα μακεδονικά εδάφη, στις πλαγιές του Όρβηλου και του Πιρίν, αναπτύχθηκε μία ιδιαίτερα αξιόλογη ομάδα καλυβικών οικισμών. Σήμερα, οι τοποθεσίες τους εκτείνονται τόσο στο βουλγαρικό έδαφος όσο και στο ελληνικό. Οι καλυβικοί οικισμοί στη Λόποβα, τη Μπόζντοβα και τη Σιάτροβα ή Σιάτρα αναπτυχθήκαν κοντά σε προϋπάρχοντα ορεινά βουλγαρικά χωριά. Ενώ οι καλυβικοί οικισμοί στο Λαϊλιά, στο σημερινό ελληνικό έδαφος, και στο Παπά Τσιαϊρ, στο βουλγαρικό έδαφος, εδραιωθήκαν σε τοποθεσίες όπου παλιότερα παραθέριζαν τουρκικοί πληθυσμοί. Στο Λαϊλιά ανέβαιναν Τούρκοι των Σερρών και στο Παπά Τσιαϊρ Τούρκοι από το Νευροκόπι. Επιπλέον, δίπλα στους πρώτους Γραμμουστιάνους οικιστές προστέθηκαν ομάδες προερχόμενες και από άλλους βλάχικους μητροπολιτικούς οικισμούς. Στο Λαϊλιά προστέθηκαν νομαδοκτηνοτρόφοι από την Αβδέλλα των Γρεβενών και στο Παπά Τσιαϊρ προστέθηκαν Μότσιανοι, δηλαδή Βλάχοι από την περιοχή του Ασπροποτάμου στη Νότια Πίνδο. Αρκετές οικογένειες αυτής της ομάδας αποσπαστήκαν, κατά περιόδους, και προστέθηκαν στους εδραίους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις στις πλαγιές της Κερκίνης ή Μπέλλες, όπως τα Άνω Πορόια, το Λιπόσι και η Ράμνα, ακόμη και στην Ηράκλεια στον κάμπο των Σερρών. Ενδεικτική παραμένει η περίπτωση των Παπατσιαϊρινών, οι οποίοι κατάφυγαν, συλλογικά, ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων.

Μία άλλη ομάδα εγκαταστάσεων δημιουργήθηκε στη Δυτική Ροδόπη, σε εδάφη, που με τη χάραξη των συνόρων, μετά το 1878, βρέθηκαν άλλες στο οθωμανικό έδαφος και άλλες στο έδαφος της ηγεμονίας της Ανατολικής Ρωμυλίας. Στο έδαφος της Ανατολικής Ρωμυλίας βρίσκονταν η Πίζντιτσα, το Καρτάλι του Γιάνκου, το Τσακμάκ, η Κρίβα Ρέκα, το Ζάλτι Κάμεν, τα Καλύβια του Κοστάντοβου και η Μπακίτσα ή Κούρτοβα. Οι Γραμμουστιάνοι αυτής της ομάδας επικράτησε να είναι γνωστοί ως Κουτρουβιάνοι, καθώς ο καλυβικός οικισμός στην Κούρτοβα ήταν ο πιο σημαντικός και ο πιο πολυπληθής από όλους. Σύμφωνα με τις καταγραφές του G. Weigand, λίγο πριν το 1907, οι εγκαταστάσεις αυτές αριθμούσαν συνολικά 305 περίπου καλύβες και ίσως πολύ περισσότερες από 2.000 ψυχές. Στο οθωμανικό έδαφος, εγκαταστάσεις αναπτύχθηκαν στις θέσεις Καραμάντρα και Σουφαντερέ, σχεδόν δίπλα στην τότε συνοριακή γραμμή, αλλά και σε ορεινές τοποθεσίες δίπλα στους οικισμούς της Μπελίτσα, της Γκόλντοβα, του Νεντομπάρσκο, της Ντράγκλιστα, της Γκιακορούντα, του Μπάτσεβο και της κωμόπολης του Ραζλόγκ - Μαχομία. Οι Γραμμουστιάνοι αυτής της ομάδας επικράτησε να ονομάζονται, συλλογικά, Ραζλουκιάνοι. Σύμφωνα με στατιστική των ελληνικών προξενικών αρχών, γύρω στα 1906, η ομάδα αυτή αριθμούσε γύρω στις 2.000 ψυχές.

Mία άλλη ομάδα δημιουργήθηκε γύρω από το όρος Ρίλα τόσο στο οθωμανικό τότε έδαφος, όσο και στο βουλγαρικό. Ένα σημαντικό μέρος αυτής της ομάδας βρέθηκε στη βουλγαρική επικράτεια αφού είχε κινηθεί για αρκετά χρόνια στις νοτιότερες περιοχές του Όρβηλου. Τα μέλη της οριστικοποίησαν τις νέες εγκαταστάσεις τους μετά την αναγνώριση της αυτονομίας της πρώτης βουλγαρικής ηγεμονίας, μετά το 1878. Στο βουλγαρικό έδαφος αναφέρονται ορεινές – θερινές καλυβικές εγκαταστάσεις στις θέσεις Ράβνα Μπούκα, Μπεσμπουνάρ και Κοστενέτς Μπάνια. Μία αρκετά απομακρυσμένη εγκατάσταση μέσα στο βουλγαρικό έδαφος εδραιώθηκε στη θέση Λάζενε του Πιρντόπ, κοντά στον οικισμό του Άντον, στις πλαγιές του Δυτικού Αίμου. Στο οθωμανικό έδαφος αναφέρονται ανάλογες εγκαταστάσεις στο Ντομπροπόλε, το Ρίσοβο ή Χρίσοβο, το Αργκάτς, τη Μπίστριτσα, το Μπακίρ Τεπέ, καθώς και οι πεδινές - χειμερινές εγκαταστάσεις στην Άνω Τζουμαγιά (Μπλαγκόεβγκραντ), το Στρούμσκι Τσιφλίκ και στη Γραμάντα. Σύμφωνα με το G. Weigand η ομάδα αυτή αριθμούσε γύρω στους 1.500 με 2.000 ψυχές.

Αναζητώντας χειμαδιά, οι νομαδοκτηνοτρόφοι, που είχαν τις θερινές εγκαταστάσεις τους στα ορεινά των οθωμανικών εδαφών, πλημμύριζαν κάθε χειμώνα τις πεδιάδες κατά μήκος του Στρυμόνα μέχρι τις εκβολές του. Ιδιαίτερα πυκνές ήταν χειμερινές εγκαταστάσεις ανάμεσα στην Ηράκλεια, το Σιδηρόκαστρο και τις Σέρρες. Κάποιοι κατέβαιναν στην πεδιάδα της Δράμας και την κοιλάδα του Αγγίτη, ενώ άλλοι έφταναν μέχρι τις παράλιες χαμηλές περιοχές από την Ιερισσό στη Χαλκιδική μέχρι το Πόρτο Λάγος στη Δυτική Θράκη. Από την άλλη μεριά, αυτοί που βρέθηκαν στο έδαφος της Βουλγαρίας, αλλά και της Ανατολικής Ρωμυλίας περιόρισαν, σταδιακά, τις χειμερινές μετακινήσεις τους προς την οθωμανική επικράτεια, νότια των τότε συνόρων. Στράφηκαν σε αναζήτηση νέων χειμαδιών, άλλοι προς το Δούναβη και άλλοι κατά μήκος του Έβρου, μέχρι την Αδριανούπολη. Όταν, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, παγιώθηκαν τα σύνορα ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία, σχεδόν όλα τα χειμαδιά αυτών των ομάδων βρέθηκαν στην ελληνική επικράτεια, ενώ οι περισσότερες από τις ορεινές εγκαταστάσεις βρέθηκαν στη βουλγαρική, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μία μεγάλη κρίση. Πολλοί ήταν αυτοί που επέλεξαν να περάσουν και να παραμείνουν στην ελληνική επικράτεια καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Όταν, μάλιστα, προέκυψαν οι εδαφικές διαφορές ανάμεσα στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία για τη Νότια Δοβρουτζά, οι βουλγαρικές αρχές άσκησαν εντονότερες πιέσεις για την απομάκρυνση των βλάχικων πληθυσμών από την επικράτειά τους. Ωστόσο, η αναζήτηση κενών θερινών βοσκών στα ορεινά της Ανατολικής Μακεδονίας παρέμενε ένα αέναο και σίγουρα αξεπέραστο πρόβλημα επιβίωσης. Η άφιξη των προσφύγων από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη και οι ανάγκες για την αποκατάστασή τους προσαύξησαν τα προβλήματα των περιπλανώμενων Γραμμουστιάνων προσφύγων. Έτσι, ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας του `20 και τις αρχές της δεκαετίας του `30, ένας απροσδιόριστος αριθμός ανέστιων νομαδοκτηνοτρόφων αναγκάστηκε να ακολουθήσει ένα σχετικά άγνωστο κύμα εξόδου, μέσω του λιμανιού της Καβάλας, με κατεύθυνση τις περιοχές της Δοβρουτζάς στη Ρουμανία. Ως επακόλουθο, ο σημερινός πληθυσμός των Γραμμουστιάνων στη Βουλγαρία είναι πραγματικά περιορισμένος και σκορπισμένος σε μικρές ομάδες σε ορεινούς οικισμούς της Ροδόπης.

Λίγο δυτικότερα και πολύ κοντά στη σημερινή συνοριακή γραμμή με τη Βουλγαρία, στο σημερινό έδαφος της Π.Γ.Δ.Μ., που εξακολουθούσε τότε να παραμένει οθωμανικό, στις πλαγιές του Ογκράζντεν και της Καντιγίτσα είχαν δημιουργηθεί δύο καλυβικές εγκαταστάσεις, γνωστές με τα ονόματα Τσερναντόλ και Μαλέσοβο. Ωστόσο, όσον αφορά την Π.Γ.Δ.Μ., η πιο αξιόλογη ομάδα ορεινών εγκαταστάσεων, τόσο αριθμητικά όσο και δημογραφικά, είχε δημιουργηθεί στις ορεινές βοσκές του Οσόγκοβου. Θερινές, καλυβικές εγκαταστάσεις αναφέρονται πως αναπτυχθήκαν στις θέσεις Κάλιν Κάμεν, Κίτκα, Πόνικβα, Λόπεν, Ζάμιστα, Κοζαρίτσα ή Σαμάρι, Οζντένιτσα, Λίσετς, Στάντσι, Ντουράσκα και λίγο βορειότερα η Μπάρα, το Βακούφ και η Ουσίτσα. Στο ορεινό όγκο του Γκόλακ υπήρχαν τουλάχιστον άλλοι δύο θερινοί οικισμοί. Ιδιαίτερα μεγάλη ήταν και η ομάδα στον ορεινό όγκο της Πλατσκοβίτσα. Εγκαταστάσεις αναφέρονται στις θέσεις Τσατάλ Tσέσμα ή Παλιά Βλάχικα Καλύβια, Λίσετς, Καρτάλι, Τσούπινο, Ατζινίτσα, Κούκλα, Κολαρνίτσα, Καράτεπε, Ασανλία, Τσοκονίτσα, Λεονίτσα, Μπλάτσα ή Μπλάτετς, Ταραντσί και Ταρσίνο. Σύμφωνα με τον G. Weigand, στις αρχές του 20ού αιώνα, σε όλες αυτές τις ορεινές εγκαταστάσεις υπήρχαν 500 καλύβες και ίσως περισσότερες από 3.000 ψυχές. Σύμφωνα με ελληνικό προξενικό έγγραφο της ίδια εποχής υπήρχαν συνολικά 314 καλύβες και ίσως γύρω στις 2.000 ψυχές. Κατά τη χειμερινή περίοδο, οι Γραμμουστιάνοι των σημερινών ανατολικών περιοχών της Π.Γ.Δ.Μ. αναζητούσαν κατάλληλες χορτολιβαδικές εκτάσεις παίρνοντας διάφορες κατευθύνσεις. Κάποιοι στρέφονταν προς την πεδιάδα του Κουμάνοβου. Πολλοί περισσότεροι ήταν αυτοί που αναζητούσαν χειμαδιά κατά μήκος της κοιλάδας του Αξιού και του παραποτάμου του Μπρεγκάλνιτσα. Αρκετοί έφταναν μέχρι την περιοχή του Κιλκίς, τη λιμνολεκάνη του Λαγκαδά, την περιοχή της Καλαμαριάς πέρα από τη Θεσσαλονίκη και μέχρι τη Χαλκιδική.

Κατά πάσα πιθανότητα, αυτές οι ομάδες έστρεψαν την προσοχή τους στα θερινά λιβάδια αυτών των ορεινών όγκων, καθώς μοιάζει να είχαν παραμείνει ανεκμετάλλευτα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Ίσως, συμπλήρωσαν το κενό που άφησε πίσω της η σταδιακή αποδυνάμωση κάποιων άλλων παραδοσιακών νομαδοκτηνοτρόφων της περιοχής, των Γιουρούκων. Οι Γιουρούκοι υπήρξαν μία από τις τουρκικές εποικιστικές ομάδας που εγκαταστάθηκαν στα μακεδονικά εδάφη, ήδη από τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης. Είναι ενδεικτικό πως καμία από αυτές τις ορεινές εγκαταστάσεις δεν εξελίχθηκε σε σταθερή και οργανωμένη κοινότητα ημινομάδων κτηνοτρόφων όπως σε άλλες περιπτώσεις. Αποτρεπτικό μίας τέτοιας εξέλιξης ίσως στάθηκε το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ορεινών περιοχών ή ακόμη και η ένδεια αυτών των ομάδων. Ωστόσο, δεν έλειψαν, έστω και μεμονωμένες, οι περιπτώσεις τσελιγκάδικων οικογενειών που προχώρησαν στην αγορά πεδινών εκτάσεων στις περιοχές των παραδοσιακών χειμαδιών τους, όπου προσπάθησαν να δημιουργήσουν οριστικές εγκαταστάσεις, ήδη από την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Σταδιακά, και καθώς οι περιοχές τους, μετά το 1912-13, πέρασαν στη σερβική επικράτεια και διοίκηση και, αργότερα, στη γιουγκοσλαβική, οι πληθυσμοί αυτών των εγκαταστάσεων βρέθηκαν να εγκαταλείπουν τη νομαδική κτηνοτροφία. Εγκαταστάθηκαν κυρίως σε μικρούς πεδινούς οικισμούς, αλλά και σε πόλεις των ανατολικών περιοχών της Π.Γ.Δ.Μ., και κυρίως στις επαρχίες της Κότσανης, του Στιπ, του Όβτσε Πόλιε και του Τίτο Βέλες. Πολλοί ήταν αυτοί που αγόρασαν ή που το κράτος τους εγκατέστησε σε πρώην ιδιοκτησίες, κυρίως, τουρκικών πληθυσμών, οι οποίοι μετανάστευαν στην Τουρκία μέχρι και τη δεκαετία του `60. Η εγκατάσταση στα πεδινά και των τελευταίων παραδοσιακών νομαδοκτηνοτρόφων αυτών των ομάδων έγινε μετά το 1945. Η κατάσχεση των κοπαδιών και η κολεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας της Γιουγκοσλαβίας τους συνέδεσαν οριστικά με τις πεδινές τους εγκαταστάσεις.

Εκτός από αυτές τις εγκαταστάσεις, οι οποίες έχουν, λίγο ή πολύ, μελετηθεί κατά καιρούς, θα πρέπει να προσθέσει κανείς και κάποιες λιγότερο γνωστές. Υπάρχουν αναφορές πως κάποιες γραμμουστιάνικες εγκαταστάσεις είχαν αναπτυχθεί, πολύ πριν το 1912, πίσω από τα νότια σύνορα της τότε Σερβίας, σε ορεινές περιοχές ανάμεσα στο Πιρότ και τη Βράνια, στα βουνά Στάρα Πλανίνα, Γκαβέσκα Πλανίνα, Σλιέπ, Βίντλιτς, Σούχα Πλανίνα και μέχρι τις πλαγιές του Καπαόνικ, στα σύνορα Σερβίας - Κοσσόβου. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα τα φαλκάρια στο Καπαόνικ φέρονται να έχουν 80.000 πρόβατα και 2.000 φορτηγά ζώα. Ωστόσο, η τύχη και η σημερινή εγκατάσταση αυτών των, μάλλον, μικρών ομάδων παραμένει άγνωστη.

Ορισμένες από τις καλυβικές εγκαταστάσεις των Γραμμουστιάνων ήταν σχετικά πολυπληθείς και συγκέντρωναν περισσότερες από 100 οικογένειες, αν και οι πιο πολλές δεν είχαν περισσότερες από 15 με 20 οικογένειες. Ωστόσο και μόνο ο μεγάλος αριθμός τους και το εύρος της γεωγραφικής διασπορά τους μπορούν να μας δώσουν την εκπληκτική διάσταση των πληθυσμιακών εξόδων από τη Γράμμουστα και τους γύρω βλάχικους οικισμούς στις πλαγιές του Γράμμου. Με όλα αυτά τα δεδομένα ερχόμαστε να επιβεβαιώσουμε τις αναφορές και το γεγονός πως, μετά τα μέσα του 18ου αιώνα, η Γράμμουστα ήταν πραγματικά μία από τις πολυπληθέστερες βλάχικες κοινότητες. Δε θα ήταν υπερβολικό να δεχτούμε πως, στα χρόνια της ακμής, η Γράμμουστα και οι περιφερειακοί οικισμοί της συγκέντρωναν, το λιγότερο, 3.000 οικογένειες και ίσως περισσότερες από 15.000 ψυχές.

Σιδηρόκαστρο, 7 Σεπτεμβρίου 2007
Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΟΥΣΤΙΑΝΩΝ ΣΤΑ 1900
Αστέρης Κουκούδης