Γεώργιος ΤσιάμηςΜε την ευκαιρία αυτής της λαμπρής εκδήλωσης του οργάνωσε ο Πολιτιστικός Συλλόγου Βλάχων Θέρμης και Τριαδίου “Ο Άγιος Νικόλαος” και μας παρουσιάζει ο Σύλλογος Βλάχων Ν. Σερρών “Γεωργάκης Ολύμπιος”, θα ήθελα να σας μιλήσω για το ποιοι ήταν οι Βλάχοι, στα προεπαναστατικά χρόνια και κυρίως στα χρόνια του Αλή Πασά, που τότε εξουσίαζε το σύνολο σχεδόν των μητροπολιτικών βλάχικων οικισμών κατά μήκος της Πίνδου.
Πως άραγε και γιατί οι Βλάχοι βρέθηκαν να είναι από τους βασικούς φορείς της ελληνικής παλιγγενεσίας; Τι ρόλο παίξανε τα περίφημα αρματολίκια ; Πως και γιατί οι Βλάχοι βρέθηκαν να γίνουν από τους βασικότερους φορείς της οικονομικής και πολιτισμικής αναγέννησης και ανάπτυξης της ρωμιοσύνης και του νεότερου ελληνισμού;

 

Επιτρέψτε μου να κάνω την εξής αναδρομή. Στα 1425, ο σερασχέρης των Τούρκων που είχαν εισβάλει στη Θεσσαλία, ο Τουρχάν, φέρεται να εισηγήθηκε στο σουλτάνο Μουράτ Β' την παραχώρηση ή την αναγνώριση κάποιων προνομίων στους ανυπότακτους κατοίκους των ορεινών περιοχών του Ολύμπου. Το βασικό προνόμιο φαίνεται πως ήταν η δυνατότητα διατήρησης μίας ένοπλης πολιτοφυλακής. Το γεγονός αυτό πιθανότατα σημαίνει πως οι Τούρκοι αναγνώριζαν κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας στους κατοίκους των οικισμών γύρω από το Όλυμπο, ελληνόφωνους ή βλαχόφωνους. Η παρουσία ένοπλης πολιτοφυλακής θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα προδρομικό στάδιο των αρματολικίων της περιοχής του Ολύμπου. Στα 1440, μερικά χρόνια πριν την πτώση της Κωνσταντινούπολης, οι Βλάχοι και άλλοι ορεινοί πληθυσμοί της Πίνδου σε συνεργασία με τον τελευταίο Βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο 9ο Παλαιολόγο, που τότε ακόμη βρίσκονταν στο Μυστρά, στην Πελοπόννησο, επιτέθηκαν κατά των Τούρκων στα πεδινά της Θεσσαλίας. Ανάλογες επιθέσεις φαίνεται πως επανέλαβαν και το 1444. Ίσως τέτοιου είδος ληστρικές επιθέσεις οδήγησαν τους Τούρκους στη σκέψη για ευνοϊκότερη αντιμετώπιση των ορεινών πληθυσμών, και ανάμεσά τους και των Βλάχων. Εκατό χρόνια αργότερα, για τη διατήρηση της τάξης οι Τούρκοι βρέθηκαν να αναπτύσσουν το θεσμό των αρματολικίων. Το 1537 ανάμεσα στα 16 αρματολίκια που συστάθηκαν στον κορμό της Ελλάδας υπήρχαν πολλά όπου κυριαρχούσαν οι Βλάχοι. Όπως τα αρματολίκια του Μαλακασίου, του Ασπροποτάμου, του Τζουμέρκου, και του Ολύμπου, με προφανή δικαιοδοσία επί των διαβάσεων της Πίνδου και του Ολύμπου, ανάμεσα στη Ρούμελη, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Ο θεσμός των αρματολικίων δεν ήταν νεοπαγής. Οι Τούρκοι υιοθέτησαν και έδωσαν επισημότερη διάσταση στον προϋπάρχοντα θεσμό των οροφυλάκων και των βυζαντινών κατεπανίκιων.

Το σίγουρο είναι πως τα αρματολίκια ήταν θεσμός που συγκέντρωνε δύναμη και ασκούσε εξουσία και που στάθηκε από τους σημαντικούς παράγοντας για την ανάπτυξη που ακολούθησε στα βλαχοχώρια. Είναι αρκετά δύσκολο να προσδιοριστεί η δικαιοδοσία των αρματολικίων και ο βαθμός της ανεξαρτησίας που απολάμβαναν οι ορεινές κοινότητες, βλάχικες και μη, είτε κάτω από την προστασία της Βαλιδέ Σουλτάνας, δηλαδή της μητέρας του Σουλτάνου, είτε όχι. Τα προνομιούχα ορεινά χωριά χαρακτηρίζονταν “ελεύθερα” και ήταν γνωστά σαν κεφαλοχώρια. Η αυτοδιοίκηση που τους αναγνωρίζονταν από τους Τούρκους ήταν δύο βαθμών. Η πρωτοβάθμια αφορούσε τη διοίκηση της κάθε μίας κοινότητας χωριστά. Οι εκλεγόμενοι δημογέροντες, το “συμβούλιο των γερόντων” - “αούσλι ντι χόρα” ή αλλιώς οι κοτζαμπάσηδες, αναλάμβαναν τη διαχείριση όλων των εσωτερικών υποθέσεων των κοινοτήτων. Η δευτεροβάθμια αυτοδιοίκηση περιελάμβανε ολόκληρα σύνολα χωριών, όπως είναι ο Ασπροπόταμος ή το Μαλακάσι, τα οποία υπάγονταν σε ένα αρματολίκι, και οι εκπρόσωποί τους ήταν υπεύθυνοι για τις επαφές με τις τουρκικές αρχές. Επικεφαλής αυτού του βαθμού αυτοδιοίκησης ήταν είτε ο καπετάνιος του αρματολικίου, είτε ο πιο δυναμικός κοτζαμπάσης. Η αυτοδιοίκηση, που βασιζόταν σε άγραφους νόμους και το εθιμικό δίκαιο, λειτούργησε τόσο αποτελεσματικά για την πρόοδο των ορεινών κοινοτήτων, ώστε σύντομα ξεπέρασαν σε ανάπτυξη τα πεδινά και εύφορα μέρη. Ας μην ξεχνούμε πως μέχρι τους νεότερους χρόνους οι οπλισμένοι φύλακες που αναλάμβαναν τη φύλαξη των ορεινών ημινομαδικών βλαχοχωριών στα Γρεβενά, όταν το χειμώνα οι υπόλοιποι κάτοικοι κατέβαιναν στη Θεσσαλία, ήταν γνωστοί με το όνομα “αρματολοί”. Αλλά κυρίως θα πρέπει να γνωρίζουμε πως η ίδια η λέξη αρματολός έχει βλάχικη - λατινική ρίζα.

Όμως η συμβολή των Βλάχων στους ένοπλους αγώνες της Ρωμιοσύνης και του Νεότερου Ελληνισμού είναι λίγο ή πολύ γνωστή. Αυτό που παραμένει άγνωστο ή μάλλον αγνοημένο είναι η συμβολή των Βλάχων στη σύνθεση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής ταυτότητας της σύγχρονης Ελλάδας. Η βάση της οικονομίας των βλαχοχωριών ήταν σίγουρα η κτηνοτροφία. Εξάλλου, η ίδρυση πολλών από αυτά ήταν αποτέλεσμα συνοίκησης και ένωσης κτηνοτροφικών πατριών - τσελιγκάτων, που εξελίχθηκαν σε πιο οργανωμένους κτηνοτροφικούς οικισμούς.

Η αθρόα μετεγκατάσταση πληθυσμών στις ορεινές κοινότητες, από την αρχή ακόμη της τουρκικής κατάκτησης, και η σχετική έστω ασφάλεια που παρείχαν αρχικά η αυτοδιοίκηση και τα αρματολίκια στάθηκαν οι πρώτοι παράγοντες για την ανάπτυξη που άνθησε κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Ωστόσο, η εντύπωση πως οι βλάχικες κοινότητες ήταν πάντα απόλυτα και αποκλειστικά συνδεδεμένες με την κτηνοτροφία είναι ένα στερεότυπο που δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Η ταύτιση των Βλάχων με την κτηνοτροφία και μάλιστα με τις νομαδικές της μορφές ήταν αποτέλεσμα περισσότερο της ιστορικής, οικονομικής και πολιτισμικής τους εξέλιξης, αλλά και της προσαρμογής τους προς το περιβάλλον και τις γενικότερες πολιτικές συνθήκες. Οι οικονομικές συνθήκες και η ανάγκη για επιβίωση οδηγούσαν τους Βλάχους στο να αναπτύξουν τη νομαδοκτηνοτροφία περισσότερο από άλλους και να ταυτιστούν τελικά τόσο στενά με αυτή. Τα φορολογικά έσοδα του “προβατονόμιου” που συνέρεαν στα κρατικά οθωμανικά ταμεία στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και τα ταμεία των τοπαρχών, οδήγησαν επίσης σε μία θετικότερη αντιμετώπιση των κτηνοτρόφων, Βλάχων ή όχι.

Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως η οργανωμένη νομαδοκτηνοτροφία βοήθησε στη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών διαβίωσης των Βλάχων. Η ευημερία όμως οδήγησε σε υπερπληθυσμό και γέννησε την ανάγκη για την ανάπτυξη νέων μορφών οικονομίας. Ένα μέρος των Βλάχων στρέφεται στη βιοτεχνική εκμετάλλευση της κτηνοτροφικής παραγωγής τους. Η οικοβιοτεχνία των μάλλινων ειδών, που αρχικά γινόταν για λόγους επιβίωσης, μετατρέπεται σε μαζική εμπορεύσιμη παραγωγή. Η βιοτεχνική παραγωγή των μάλλινων υφασμάτων οδήγησε στην τυποποίηση και την κατασκευή ενδυμάτων. Από τα περίφημα βλάχικα "σκούτια" πέρασαν στις φημισμένες "κάπες". Το αυστηρό όμως σύστημα των τσελιγκάτων έφερε κοινωνική και οικονομική ασφυξία σε πολλά από τα μέλη τους. Η κατάσταση εκτονώνεται καθώς, μπροστά στο αδιέξοδο, πολλά από τα μη προνομιούχα μέλη μετατρέπονται σε μεταφορείς, τους γνωστούς αγωγιάτες ή κυρατζήδες. Έχοντας ήδη στην κατοχή τους μεγάλα κοπάδια από φορτηγά ζώα για τις ανάγκες των εποχιακών νομαδικών μετακινήσεών τους και την τροφοδοσία των ορεινών χωριών τους, στρέφονται στην επαγγελματική εκμετάλλευση των μεταφορών τόσο της βιοτεχνικής παραγωγής των χωριών τους, όσο και άλλων εμπορευμάτων, αγαθών και ανθρώπων μέσα από τα ορεινά περάσματα της Πίνδου. Κάποιοι από τους αγωγιάτες δεν άργησαν να εξελιχθούν σε χανιτζήδες, πανδοχείς και κρασοπούληδες στα οικονομικά και διοικητικά κέντρα, αλλά και κατά μήκος των δρόμων των Βαλκανίων μέχρι το Βελιγράδι και το Βουκουρέστι. Παράλληλα, μέλη των τσελιγκάδικων οικογενειών μετατρέπονται σταδιακά από μεταφορείς σε κεφαλαιούχους εμπόρους της βιοτεχνικής παραγωγής των μάλλινων ειδών και αργότερα γίνονται μεταπράτες και διακινητές οποιωνδήποτε εμπορευμάτων. Έτσι φτάνουμε στην ανάπτυξη της κάστας των περίφημων πραματευτάδων.

Αυτοί οι πραματευτάδες ήταν οι δημιουργοί της Μοσχόπολης, του πιο λαμπρού οικιστικού και πολιτισμικού φαινομένου των Βλάχων. Η πολιτεία της Μοσχόπολης που, γύρω στα 1750, φημολογείται πως είχε 40.000 περίπου κατοίκους, ήταν όχι μόνο ένα πνευματικό κέντρο, με την περίφημη Ακαδημία και το τυπογραφείο της, αλλά είχε παίξει έναν ακόμη σπουδαιότερο ρόλο. Στη Μοσχόπολη είχε διαμορφωθεί ένα σημαντικό μέρος της εμποροβιοτεχνικής - αστικής ταυτότητας των Βλάχων. Όταν στα 1769 και μέσα στα επαναστατικά γεγονότα των Ορλωφικών, οι Τουρκαλβανοί κατέστρεψαν τη Μοσχόπολη, οι Βλάχοι κάτοικοί της σκόρπισαν στα Βαλκάνια και έφτασαν μέχρι την Κεντρική Ευρώπη, πέρα από το Δούναβη, στη Βουδαπέστη και τη Βιέννη και σηματοδοτούν την έναρξη της “Βλάχικης Διασποράς”. Δημιούργησαν και ενίσχυσαν ένα μεγάλο πλήθος βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων, στα ορεινά και στις πολιτείες. Αυτοί οι οικισμοί και οι εγκαταστάσεις, όπως το Κρούσοβο και το Μοναστήρι, δε βασίζονταν πια στην κτηνοτροφική οικονομία, αλλά στην οικονομία των βιοτεχνιών και του εμπορίου.

Για τη διακίνηση των εμπορευμάτων τους και την περαιτέρω ανάπτυξη των εμπορικών τους δραστηριοτήτων οι Βλάχοι από όλο το μητροπολιτικό χώρο της Πίνδου ταξιδεύουν σε όλα τα οθωμανικά Βαλκάνια. Πολλοί εγκαθίστανται σταδιακά στις πόλεις της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Μακεδονίας. Μικρές ομάδες εγκαταστάθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας μέχρι την ίδια την Κωνσταντινούπολη. Στα Γιάννενα, τα Τρίκαλα και τη Θεσσαλονίκη ανταγωνίζονται ή και εκτοπίζουν τις παλαιότερες ομάδες των αστών εμπόρων. Τουλάχιστον από τα μέσα 18ου αιώνα οι άρχουσες οικογένειες του Ασπροποτάμου, όπως οι Παπαπολυμέρου, οι Δημάκη ή Παπαδήμα από την Καστανιά και οι Χατζηπέτρου από το Νεραϊδοχώρι σχημάτιζαν ένα σημαντικότατο μέρος από το χριστιανικό αρχοντολόι των Τρικάλων, καταλαμβάνοντας ή και μονοπωλώντας τις θέσεις των κοτζαμπάσηδων της πόλης. Έμποροι από τους Καλαρίτες διακινούν την παραγωγή σε σκούτια, όχι μόνο από τα βλαχοχώρια της Νότιας Πίνδου, αλλά και από τα βλαχοχώρια του Ολύμπου. Οι δυναμικές οικογένειες των μεγαλεμπόρων και των κοτζαμπάσηδων, αλλά και των φτωχότερων εμποροβιοτεχνών, που εγκαθίστανται στις πόλεις και δημιουργούν οικογενειακά δίκτυα, παίρνουν ενεργό και καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της νεοελληνικής αστικής τάξης στις πόλεις της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας. Ενδεικτική είναι η περίπτωση των Ιωαννίνων όπου εμποροβιοτέχνες Βλάχοι κυρίως από τους Καλαρίτες, το Συρράκο και τη Χώρα Μετσόβου εγκαταστάθηκαν και ανέπτυξαν αξιόλογη οικονομική-συντεχνιακή και κοινοτική δράση. Όπως οι οικογένειες των Λαμπραίων, του Τουρτούρη, του Σγούρου και των Δαμιραίων από τους Καλαρίτες που παρουσιάζονται να αντικατέστησαν παλαιότερους Γιαννιώτες συντεχνίτες στην αγορά των Ιωαννίνων στα χρόνια του Αλή Πασά. Στα κλιμάκια της πολύκοσμης και πολυσυζητημένης αυλής του Αλή υπήρχε ένα αξιόλογο πλήθος Βλάχων. Από τους ταπεινούς Μετσοβίτες αχθοφόρους που κουβαλούσαν στις πλάτες τους το φορείο του Αλή, μέχρι γραμματικούς όπως τον Χριστόδουλο Χατζηπέτρο από το Νεραϊδοχώρι του Ασπροποτάμου, ο οποίος αργότερα έγινε υπασπιστής του βασιλιά Όθωνα και δημιουργός της σημερινής προεδρικής φρουράς, τον επιστάτη της αγοράς των Ιωαννίνων Αναστάσιο Σαμαρινιώτη, μυστικοσυμβούλους όπως τον πλούσιο έμπορο Γεώργιο Τουρτούρη από τους Καλαρίτες και τους προσωπικούς γιατρούς του, τον Ιωάννη Κωλέττη, που αργότερα έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός της Ελλάδας, και το Γεώργιο Τσαπρασλή, επίσης από τους Καλαρίτες. Καλαριτινοί, Συρρακιώτες και Μετσοβίτες εγκαταστάθηκαν ομαδικά στα Ιωάννινα και έλαβαν ενεργό ρόλο στην αναζωογόνηση της κατεστραμμένης πολιτείας και στα μετεπαναστατικά χρόνια.

Πέρα από την ανάπτυξη των διάφορων βιοτεχνιών που είχαν ως βάση την κτηνοτροφική παραγωγή, στα βλαχοχώρια επιβιώνουν και αναπτύσσονται παράλληλα και άλλες μορφές βιοτεχνιών, που χάθηκαν ή που αδυνατούσαν να αναπτυχθούν στους πεδινούς οικισμούς και στα περισσότερα από τα αστικά κέντρα. Πέρα από τη σημαντική και μαζική παραγωγή και εμπορία γαλακτοκομικών προϊόντων, κάποια βλαχοχώρια γίνονται γνωστά για την ανάπτυξη της αργυροχρυσοχοϊας, της μεταλλοτεχνίας και της ραφτικής, όπως οι Καλαρίτες, το Συρράκο και το Νυμφαίο. Η υλοτομία οδηγεί στην παραγωγή ξύλινων εργαλείων και ειδών και σταδιακά στην ανάπτυξη της ξυλογλυπτικής και της παραγωγής εκκλησιαστικών τέμπλων. Η φήμη των Μετσοβιτών ταλιαδούρων-ξυλουργών τους έφερε μέχρι τη Φιλιππούπολη. Υπάρχουν φημισμένοι βαρελάδες, τσαρουχάδες, πεταλωτές και σαμαροποιοί. Δημιουργούνται φημισμένες ομάδες κτιστών και μαραγκών. Η ραπτική γέννησε την εξειδικευμένη τέχνη της χρυσοκεντητικής. Όλες αυτές οι βιοτεχνικές παραγωγές δίνουν διέξοδο σε ένα μέρος των κατοίκων που δε συμμετέχουν ενεργά στο σύστημα και τις κάστες των τσελιγκάτων και των μεγαλεμπόρων. Για την εικόνα που παρουσίαζαν τα βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης χαρακτηριστική είναι μία σχετική καταγραφή του Νικολάου Κασομούλη:
“....Με την ευκαιρίαν αυτήν περιηγήθην όλα τα χωριά μαζί του (καπετάνιος Ασπροποτάμου Στορνάρης), Πύραν, Καμαίους, Τυφλοσέλι και Γαρδίκι, Βλαχοχώρια, τα οποία κατοικούντο από διαφόρων ειδών ανθρώπους, εμπόρους, ποιμένες, τεχνίτας των καπότων και άλλους, εν ενί λόγω από ανθρώπους της βιομηχανίας.....”.

Kατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, οι Βλάχοι της Πίνδου, από τη Μοσχόπολη μέχρι το Μέτσοβο και τους Καλαρίτες γίνονται οι έμποροι των Βαλκανίων. Φτάνουν στο Δυρράχιο και από εκεί περνούν στη Βενετία. Με τα καραβάνια τους και τα εμπορεύματά τους έφτασαν στις εμπορικές πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης. Με την παράλληλη ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας, περνούν τις θάλασσες και φτάνουν στα λιμάνια της Μεσογείου, δημιουργούν εμπορικούς οίκους και παροικίες. Έμποροι από το Μέτσοβο, τους Καλαρίτες, το Συρράκο, και τα μεγάλα κεφαλοχώρια του Ασπροποτάμου φτάνουν μέχρι το Κάδιξ στην Ισπανία, τη Σαρδηνία, τη Γένοβα, το Λιβόρνο, τη Νάπολη, τη Μάλτα, την Αγκώνα, τη Βενετία, την Τεργέστη και το Ντουμπρόβνικ. Ταξιδεύουν και εγκαθίστανται μέχρι τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τη Βιέννη και τη Μόσχα. Οι Μοσχοπολίτες πρόσφυγες επανδρώνουν και πυκνώνουν τις τάξεις των ελληνορθόδοξων παροικιών στη Αυστροουγγαρία. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως στους καταλόγους των μελών της Φιλικής Εταιρείας (1816-1821), ανάμεσα στους διάφορους Ηπειρώτες, καταγράφεται ένα σημαντικότατο ποσοστό Βλάχων εμπορευομένων με καταγωγή από το Μέτσοβο, τη Μηλιά Μετσόβου, τους Καλαρίτες, το Συρράκο, τη Μοσχόπολη και τα Ιωάννινα, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι στην Οδησσό, τη Μόσχα, τη Βαρσοβία, την Τεργέστη, το Τούρνου Σεβερίν, το Βουκουρέστι, το Γαλάτσι, το Ιάσιο, το Ρένι, τη Νάπολη της Ιταλίας, την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Όταν αργότερα, στις αρχές του 19ου αιώνα, η Αίγυπτος γίνεται το νέο Ελντοράντο, οι Βλάχοι είναι από τους πρώτους και βασικότερους συντελεστές στη δημιουργία των ελληνικών παροικιών και εκεί.

Από την ξενιτιά επιστρέφουν στα βλαχοχώρια της Πίνδου μεταφέροντας όχι μόνο οικονομικό πλούτο, αλλά αποτελούν και φορείς μίας πολιτισμικής και πνευματικής αναγέννησης και ανάπτυξης. Τα βλαχοχώρια μεταμορφώνονται σε οργανωμένες μικρές πολιτείες και παρουσιάζουν εικόνα πρωτόγνωρη για το μεγαλύτερο μέρος του διαμορφούμενου τότε νεότερου ελληνισμού. Στους Καλαρίτες μπορούσε κανείς να βρει ισχυρούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και να πληροφορηθεί για τις τιμές των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων και όπως αναφέρει ο Leake πουθενά αλλού δεν ήταν τόσο ασφαλείς οι πιστώσεις όσο στους Καλαρίτες. Οι ταξιδεμένοι Βλάχοι πραματευτάδες μιλούσαν πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες και φέρονται να είναι από τους λίγους ικανούς ανθρώπους της βαλκανικής ενδοχώρας με τους οποίους οι δυτικοί έμποροι θα μπορούσαν να αναπτύξουν δραστηριότητες και συνεργασίες. Χαρακτηριστική είναι η οργάνωση στο Μέτσοβο από Γάλλους εμπόρους μεγάλων αποθηκών απαραίτητων για τη συγκέντρωση και τη διακίνηση των εμπορευμάτων, ήδη από το 1719. Στα βλαχοχώρια δημιουργούνται πλούσιες βιβλιοθήκες με ξένες και ελληνικές εκδόσεις, φαινόμενο σπάνιο για τα δεδομένα της εποχής. Εντύπωση είχε προκαλέσει στο F. Pouqueville η τάξη και η ομόνοια που επικρατούσε στους Καλαρίτες, όπως επίσης και οι αυστηροί κανόνες που είχαν θεσπιστεί κατά της πολυτέλειας και των μεγάλων προικών και υπέρ της ενίσχυσης των τοπικών προϊόντων. Οι γυναίκες των Βλάχων συναγωνιζόταν σε εργατικότητα τους άνδρες τους και οι φτωχότερες δεν είχαν πρόβλημα να εργαστούν ακόμη και ως αχθοφόροι. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Pouqueville, γύρω στο 1814, η αξία των κοπαδιών των βλάχικων πληθυσμών και κοινοτήτων, κατά μήκος της Πίνδου, υπολογίζονταν σε 40.000.000 πιάστρα, ενώ η αξία των κοπαδιών του Αλή Πασά ανερχόταν μόνο σε 2.000.000 πιάστρα. Ο H. Holland περνώντας από τα βλαχοχώρια γύρω στα 1812 με 1813 σημειώνει χαρακτηριστικά:
"Οι σημαντικότερες πόλεις των Βλάχων επιδίδονται στην εριουργική δραστηριότητα της περιοχής ή σε κάποιο κλάδο του δια ξηράς εμπορίου και οι κάτοικοί τους έχουν τη φήμη πως είναι από τους καλύτερους τεχνίτες της Ελλάδας. Μπορούμε ακόμη να παρατηρήσουμε πως υπάρχει ένας αέρας εργατικότητας, ευπρέπειας και τάξης στις πόλεις αυτές, που, εκτός του ότι τις διακρίνει από όλες τις άλλες στη νότια Τουρκία (νότια Βαλκανική), αποτελούν μοναδική αντίθεση στο άγριο και κακοτράχαλο τοπίο που τις περιβάλει".

Εκείνο όμως που θα πρέπει να επισημανθεί και να τονιστεί ιδιαίτερα είναι πως τα περισσότερα βλαχοχώρια κατοικούνταν συνέχεια, χειμώνα καλοκαίρι. Η μορφή της κτηνοτροφίας και της οικονομίας που είχαν αναπτύξει δεν απαιτούσε τη συλλογική εποχιακή μετακίνηση των οικογενειών. Ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων και περισσότερο οι οικογένειες των τεχνιτών, των μικροκαλλιεργητών, αλλά και των κτηνοτρόφων ζούσαν το χειμώνα στα χωριά τους αποκομμένες σχεδόν από τον υπόλοιπο κόσμο, δουλεύοντας τη βιοτεχνική παραγωγή τους. Εκείνη την εποχή, η συλλογική εγκατάλειψη των οικισμών κατά τη διάρκεια του χειμώνα ήταν φαινόμενο που χαρακτήριζε περισσότερο τα ημινομαδικά βλαχοχώρια των Γρεβενών και πολύ λιγότερο τα υπόλοιπα μητροπολιτικά βλαχοχώρια.

Πέρα από τον ατομικό πλουτισμό και παράλληλα με το υψηλό αίσθημα της κοινοτικής οργάνωσης, που χαρακτηρίζει τα περισσότερα βλαχοχώρια, δημιουργούνται συνθήκες γενικότερης κοινοτικής ευμάρειας. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, σε όλα σχεδόν τα μητροπολιτικά βλαχοχώρια της Πίνδου κτίζεται τουλάχιστον από μία νέα και λαμπρή για την εποχή εκκλησία. Σήμερα αυτές οι εκκλησίες, αλλά και τα πολυάριθμα και πλούσια άλλοτε μοναστήρια τους, στέκουν αδιάψευστοι μάρτυρες εκείνης της ένδοξης εποχής. Θα ήταν μάλλον περιττό να επεκταθούμε στην καταγραφή της ανάπτυξης της ελληνικής παιδείας που σημειώνεται την ίδια εποχή στα μεγαλύτερα από τα βλάχικα κεφαλοχώρια. Σχολεία όπως αυτά της περίφημης Μοσχόπολης και του Μετσόβου αποτέλεσαν αναγνωρισμένα κέντρα του ελληνικού διαφωτισμού, όπου δίδαξαν σημαντικότατοι δάσκαλοι βλάχικης και μη καταγωγής. Έχοντας όλα αυτά υπόψη, μπορούμε να εκφράσουμε την άποψη πως η πολιτισμική συμβολή των Βλάχων στη διαμόρφωση του νεότερου ελληνισμού είναι το ίδιο σημαντική όσο και η συμβολή τους στους πολεμικούς αγώνες. Το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό σύστημα του τσελιγκάτου, όπως και ο εμποροβιοτεχνικός προσανατολισμός και το πολυκύμαντο δυναμικό των ορεινών κοινοτήτων των Βλάχων έπαιξαν το ρόλο του φυτώριου για την καλλιέργεια ισχυρών παραδοσιακών αξιών, ιδεών και αντιλήψεων. Μία μακρά σειρά από ηρωικούς παραδοσιακούς πολεμιστές, από αρματολούς και κλέφτες, από ισχυρές και ηγετικές μορφές κοτζαμπάσηδων και πολιτικών παραγόντων, ικανότατων πραματευτάδων, εμποροβιοτεχνών και κεφαλαιούχων, εθνικών ευεργετών, ανθρώπων των γραμμάτων και ιεραρχών ήταν γεννήματα της ταυτότητας των ορεινών κοινοτήτων και των τσελιγκάτων των Βλάχων. Όλα αυτά συνέβαιναν, εκεί, στα χρόνια της παλιγγενεσίας, σε εποχές που οι νεότεροι Έλληνες βρίσκονταν σε μία διαδικασία αναμόρφωσης της ρωμιοσύνης και διαμόρφωση της νέας ελληνικής ταυτότητας.

 

ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑΣ
Αστέρης Κουκούδης