ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Γ. ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΠΙΝΔΟΥ. TΑ ΒΛΑΧΟΧΩΡΙΑ ΤΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ
1.3. ΟΙ ΚΟΥΠΑΤΣΑΡΑΙΟΙ.
Στην περιοχή των Γρεβενών, εκτός από τα γνωστά βλαχοχώρια, συναντούμε και μία άλλη ιδιαίτερη ομάδα χωριών η οποία παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για την παλαιότερη έκταση των βλάχικων οικισμών. Είναι τα κουπατσιοχώρια ή αλλιώς τα χωριά των Κουπατσιαραίων. Αν και για πολλές γενιές τα περισσότερα από αυτά τα χωριά παρουσιάζονται να είναι αποκλειστικά ελληνόφωνα, έχουν γραφτεί κατά καιρούς απόψεις που τα παρουσιάζουν να ήταν άλλοτε βλαχοχώρια ή χωριά που είχαν και βλάχικο πληθυσμό, ο οποίος όμως με τα χρόνια αφομοιώθηκε και χάθηκε μαζί με τη βλάχικη γλώσσα. Τα κυριότερα από τα χωριά των Κουπατσιαραίων βρίσκονται στα δυτικά της πόλης των Γρεβενών και είναι: ο Δοξαράς (Μπούρα), η Κυρακαλή, ο Έλατος (Ντιβράνι), το Κάστρο, Αναβρυτά (Βραστινό), η Καληράχη (Βραβονίστα), η Αετιά (Τσουριάκας), το Μεσολούρι, το Πρόσβορο (Δέλνο ή Δέλβινο), η Αλατόπετρα (Τούζι), το Δοτσικό (Ντούσκο), οι Φιλιππαίοι (στα βλάχικα Φιλκλί ή Φιρκλί), το Πολυνέρι (Βοντεντσκό), το Πανόραμα (Σαργαναίοι, στα βλάχικα Σιάργκανλι), η Λάβδα, το Περιβολάκι (Λιπινίτσα), ο Ζιάκας (Τίστα), το Σπήλαιο, το Τρίκωμο (Ζάλοβο), το Παρόρειο (Ριάχοβο), ο Σταυρός (Παλιοχώρι), το Κοσμάτι (στα βλάχικα Κουσμάτσλι), ο Σιταράς (Σίτοβο), οι Μαυραναίοι (στα βλάχικα Μαβράνλε), το Μαυρονόρος, το Κηπουριό (στα βλάχικα Τσιπουρίε), η Λαγκαδιά (Ζάπαντο, Ζαπανταίοι), το Μικρολίβαδο (Λαμπανίτσα) και το Μοναχίτι (στα βλάχικα Μουναχίτλου).[1] Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί πως η έκταση και ο αριθμός των κουπατσιοχωριών δε μπορούν να οριστούν με ακρίβεια. Ανάμεσά τους θα πρέπει να συνυπολογίζονται και χωριά που βρίσκονται βόρεια και νότια της πόλης των Γρεβενών, όπως τα χωριά Καλαμίτσι, Μεσόλακκος (Ζγκόστι), Καλόχι, Ελευθεροχώρι, Φελλί, Δεσπότης (Σχίνοβο), Πηγαδίτσα, Αιμηλιανός (Γκριντάδες), Μελίσσι (Πλέσια), Άγιοι Θεόδωροι, Σιταράς, Διάκος (Λιμπίνοβο), Ανθρακία κ.α..[2]
Όταν από τα μέσα περίπου του 17ου αιώνα άρχισε ο σταδιακός εξισλαμισμός των κατοίκων πολλών χωριών της άνω κοιλάδας του Αλιάκμονα στις περιοχής των Γρεβενών, της Ανεσελίτσας (επαρχία Βοϊου Κοζάνης) και της Καστοριάς αρκετοί Κουπατσαραίοι έγιναν μουσουλμάνοι, διατηρώντας όμως την χρήση της ελληνικής γλώσσας και πολλά από τα παλιά χριστιανικά έθιμά τους. Οι εξισλαμισμένοι ελληνόφωνοι κάτοικοι αυτών των περιοχών επικράτησε να είναι περισσότερο γνωστοί με το όνομα Βαλαάδες. Επίσης ήταν γνωστοί με το όνομα Φούτσιδες, (από το αδελφούτσι), ενώ οι Βλάχοι της περιοχής των Γρεβενών τους αποκαλούσαν και Βλαχούτσοι. Ανάμεσα στα χωριά των Κουπατσαραίων που προαναφέρθηκαν και σύμφωνα με ελληνική στατιστική του 1923 τα χωριά Αναβρυτά (Βραστινό), Κάστρο, Κυρακαλή και Πηγαδίτσα κατοικούνταν αποκλειστικά από μουσουλμάνους, δηλαδή Βαλαάδες, ενώ στα χωριά Έλατος (Ντιβράνι), Δοξαράς (Μπούρα), Καλαμίτσι, Φελλί, και Μελίσσι (Πλέσια) κατοικούσαν μουσουλμάνοι Βαλαάδες και χριστιανοί Κουπατσαραίοι. Βαλαάδες κατοικούσαν επίσης στην πόλη των Γρεβενών όπως και σε άλλα χωριά στα βόρεια και τα ανατολικά της πόλης.[3] Θα πρέπει να επισημανθεί πως ο όρος Βαλαάδες δε χαρακτήριζε μόνο τους ελληνόφωνους μουσουλμάνους της περιοχής των Γρεβενών αλλά και αυτούς της Ανεσελίτσας. Το 1924, κατά την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, παρά τις αντιρρήσεις, ακόμη και των ίδιων των Βαλαάδων, έφυγαν και οι τελευταίοι από αυτούς σαν ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι. Μέχρι τότε εξακολουθούσαν να μιλούν σχεδόν μόνο ελληνικά. Πολλοί από τους απογόνους των Βαλαάδων της Ανεσελίτσας (επαρχία Βοϊου), σκορπισμένοι σε διάφορα μέρη της Τουρκίας και ιδιαίτερα στην Ανατολική Θράκη (Kumburgaz, Buyukcekmece, Catalca κ.α.) εξακολουθούν να μιλούν την ελληνική διάλεκτο της Δυτικής Μακεδονίας. Ιδιαίτερα ενδεικτικό είναι το γεγονός πως τη γλώσσα που μιλούν την ονομάζουν "ρουμέικα".[4] Αξίζει κανείς να αναφερθεί στην πρόσφατη έρευνα του Κεμάλ Γιαλτσίν η οποία μας αποκάλυψε με ανθρωπιά την τύχη των 120 περίπου οικογενειών των Αναβρυτών και του Κάστρου που ακολούθησαν την ανταλλαγή των πληθυσμών. Από τη Θεσσαλονίκη πήραν τα καράβια των ανταλλαξίμων για τη Σμύρνη και από εκεί βρέθηκαν συλλογικά εγκατεστημένες στο χωριό Χονάζ κοντά στο Ντενιζλί.[5]
Τα χωριά των Κουπατσιαραίων υπήρξαν μάλλον φτωχοί γεωργοκτηνοτροφικοί οικισμοί με πολύ μικρό αριθμό κατοίκων, σε σύγκριση τουλάχιστον με τα γειτονικά βλαχοχώρια, αν και ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα σε ορισμένα από αυτά είχε αναπτυχθεί η ημινομαδική κτηνοτροφία κατά το πρότυπο των βλαχοχωριών.[6] Σήμερα, τα χωριά Δοτσικό και Μεσολούρι, κοντά στη Σαμαρίνα, δεν κατοικούνται πια το χειμώνα, καθώς οι κάτοικοι τους ακολούθησαν πιστά τα πρότυπα του ημινομαδικού βίου. Μία από τις επικρατέστερες απόψεις για την ετυμολογική προέλευση του ονόματος Κουπατσιάρης είναι πως προέρχεται από τη βλάχικη λέξη "κουπάτσιου" που σημαίνει βελανιδιά και ιδίως τα νεόφυτα γύρω από τον κύριο κορμό του δένδρου. Ίσως λοιπόν ονομάστηκαν Κουπατσαραίοι καθώς ζούσαν σε μία περιοχή όπου άλλοτε επικρατούσαν δάση βαλανιδιάς. Ωστόσο, ο G. Weigand αναφέρει πως η ετυμολόγηση του ονόματος Κουπατσιάρης είναι πιθανότερο να προέρχεται από τη σλάβικη λέξη "κουπάτς" που σημαίνει σκαφτιάς-γεωργός και που ταιριάζει περισσότερο στους κατοίκους της περιοχής, καθώς οι περισσότεροι ήταν γεωργοί.[7] Σύμφωνα με την έρευνα της Ρίκη Βαν Μπουσχότεν, όποια και να είναι η σωστή ετυμολόγηση, ο όρος Κουπατσιάρης μοιάζει να εμπεριέχει κάποια υποτιμητική διάκριση και αυτό γιατί οι Βλάχοι περιφρονούσαν τους ανθρώπους που κατοικούσαν σε χαμηλότερους οικισμούς και ασχολούνταν με τη γεωργία. Ωστόσο τα αρνητικά αισθήματα ήταν μάλλον αμοιβαία και σήμερα οι Κουπατσαραίοι θεωρούν μάλλον προσβλητικό να χαρακτηρίζονται ως Βλάχοι. Πέρα από τα όποια πολιτικά και ιστορικά γεγονότα και καταστάσεις που ενίσχυσαν αυτά τα αισθήματα (Μακεδονικός Αγώνας, Κατοχή), τα βαθύτερα και πραγματικά αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν στο διαφορετικό ρόλο Βλάχων και Κουπατσαραίων στην τοπική οικονομία και στις κοινωνικές αντιθέσεις που γεννούσε.[8]
Το 1856 ο Π. Αραβαντινός παρουσίασε τα περισσότερα από τα χωριά των Κουπατσαραίων να ανήκουν στη διοικητική διαίρεση της περιοχής των Γρεβενών η οποία ήταν γνωστή με το όνομα "Βλάχ Κολ" ή περιοχή των Βλάχων. Στην περιοχή αυτή, σύμφωνα με το όνομα, θα πρέπει να υποθέσουμε πως επικρατούσε το βλάχικο πληθυσμιακό στοιχείο. Επιπλέον σημειώνει πως σχεδόν σε όλα τα χωριά του "Βλαχ Κολ" μιλιόταν τόσο τα ελληνικά, όσο και τα βλάχικα. Όμως το 1865 στη μονογραφία τους για τους Βλάχους δεν περιλαμβάνει τα κουπατσιάρικα χωριά ανάμεσα στα αδιαμφισβήτητα βλαχοχώρια, αναγνωρίζοντας προφανώς κάποιο προηγούμενο λάθος του.[9] Το 1887 ο Ν. Σχινάς αναφέρει πως στο τμήμα του "Βλαχ Κολ" υπάγονταν 24 συνολικά χωριά.[10] Όταν το 1889 ο G. Weigand πέρασε από τα βλαχοχώρια της περιοχής επισήμανε την ύπαρξη βλάχικων λεκτικών δανείων στην ελληνική διάλεκτο των κουπατσιάρικων χωριών και εξέφρασε την άποψη πως οι Κουπατσιαραίοι είναι εξελληνισμένοι γλωσσικά Βλάχοι. Βέβαια κάποιες άλλες γλωσσολογικές του παρατηρήσεις ήταν μάλλον άτοπες, όπως λανθασμένη ήταν και η εκτίμησή του για τη μεγαλύτερη έκταση της περιοχής των Κουπατσιαραίων, από την Ελασσόνα μέχρι την Καστοριά.[11]
Τη διαδικασία της αφομοίωσης του βλάχικου πληθυσμιακού στοιχείου σε κουπατσιάρικα χωριά επισήμαναν και κατέγραψαν και οι Wace και Thompson, όταν το 1911 πέρασαν από την περιοχή. Χαρακτήρισαν τους Κουπατσαραίους εξελληνισμένους ή ημιεξελληνισμένους γλωσσικά Βλάχους. Η διαδικασία της αφομοίωσης και η εξέλιξη της ήταν, κατά τη γνώμη τους, λίγο ή πολύ, φυσιολογική. Σε μία γενικότερη θεώρησή τους για την αφομοίωση των βλάχικων πληθυσμών της Πίνδου σημειώνουν πως ο τρόπος ζωής και η οικονομία των χωριών υπαγόρευε τις συνθήκες της αφομοίωσης. Αναφέρουν πως τα πιο εξελληνισμένα χωριά, πιθανώς τόσο πολιτικά όσο και γλωσσικά, ήταν εκείνα που υπήρξαν αγροτικά για πολύ καιρό. Στα ορεινά χωριά που εξαρτιόνταν από την κτηνοτροφία, το εμπόριο και τους αγωγιάτες, δραστηριότητες πολύ στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, οι Βλάχοι διατηρούσαν μεγαλύτερη αίσθηση της διαφορετικότητά τους. Aκόμη και αν είχαν ενστερνιστεί την ελληνική εθνική συνείδηση θεωρούσαν τους εαυτούς τους Βλάχους. Όσο το σύστημα και η oργάνωση των τσελιγκάτων ήταν σε ισχύ, λειτουργούσαν θετικά για τη διατήρηση της αίσθησης της διαφορετικότητας. Τα γεωργικά, όμως, βλαχοχώρια, όπως πιθανότατα ήταν άλλοτε ορισμένα και σίγουρα όχι όλα τα χωριά των Κουπατσαραίων, είχαν την τάση να αρνούνται οποιαδήποτε βλάχικη καταγωγή. Η θεμελιώδης αιτία ήταν, κατά τη γνώμη των Wace και Τhompson, ιστορική και αναγόταν σε χρόνους παλιότερους από οποιαδήποτε σύγχρονη πολιτική προπαγάνδα. Τα αγροτικά χωριά είχαν πάντοτε μία πιο αβέβαιη ύπαρξη και οι καταπιέσεις από τους κατακτητές και τους συμπατριώτες τους είχαν ελαττώσει σε ένα μεγάλο βαθμό την έννοια της ανεξαρτησίας και της διαφοροποίησης. Επιπλέον, οι επιγαμίες ανάμεσα σε Βλάχους των αγροτικών χωριών και σε αλλόγλωσσους γειτονικούς πληθυσμούς βοήθησαν την ήδη διαμορφωμένη τάση. Στα χωριά όμως όπου η κτηνοτροφία, η βιοτεχνίες, το εμπόριο και οι μεταφορές ήταν οι βάσεις της οικονομίας, οι επιγαμίες με αλλόγλωσσους ήταν σπανιότατες. Και αυτό γιατί οι Βλάχοι αυτών των χωριών θεωρούσαν κοινωνικά κατώτερους όλους όσους ασχολούνταν με τη γεωργική παραγωγή, ακόμη και τους ομόγλωσσους γεωργούς. Η γεωργία απέδιδε πολύ λιγότερα από ό,τι οι δικές τους ασχολίες. Έτσι, δεν έδιναν τις κόρες τους να γίνουν σύζυγοι γεωργών και δεν παντρεύονταν εύκολα αγρότισσες, που δε γνώριζαν πως να βοηθήσουν τους Βλάχους συζύγους τους και δυσκολεύονταν να ακολουθήσουν την ιδιότυπη πολλές φορές ζωή των Βλάχων.[12] Η εξασθένιση της αίσθησης της διαφορετικότητας και η αφομοίωση των Βλάχων ξεκινούσε από τη στιγμή που εγκατέλειπαν τον παραδοσιακό βλάχικο τρόπο ζωής, εγκαθίσταντο σταθερά σε κάποιον οικισμό των κοιλάδων και των πεδινών ανάμεσα σε αλλόγλωσσους πληθυσμούς και άρχιζαν να καλλιεργούν τη γη.[13] Για όσο καιρό το φαινόμενο της πολιτισμικής διάκρισης της εργασίας ήταν σε ισχύ η αίσθηση της διαφορετικότητας παρέμενε ιδιαίτερα έντονη και αυτό είτε έχουμε να κάνουμε με νομαδοκτηνοτρόφους, είτε με εμποροβιοτέχνες Βλάχους.
Όπως και να έχει, ακόμη και σήμερα επιβιώνουν παραδόσεις τόσο στα βλαχοχώρια των Γρεβενών, όσο και σε ορισμένα κουπατσιάρικα χωριά, που επιβεβαιώνουν την άποψη πως ένα μέρος των προγόνων των Κουπατσαραίων ήταν Βλάχοι που με το πέρασμα των χρόνων ξέχασαν τα βλάχικα. Οι παραδόσεις αναφέρουν πως κάποιοι από τους προγόνους των Κουπατσιαραίων μιλούσαν τα βλάχικα και αυτό δεν παρουσιάζεται απλά και μόνο σαν αποτέλεσμα της γειτνίασης και της οικονομικής εξάρτησης από τα βλαχοχώρια της περιοχής, αλλά ως μία απόρροια βλάχικης καταγωγής. Μέχρι και σήμερα τα βλάχικα μιλιούνται ακόμη από ορισμένους ηλικιωμένους κατοίκους σε ορισμένα από τα κουπατσιάρικα χωριά, και κυρίως σε αυτά που διατήρησαν στενότερες σχέσεις με τα βλαχοχώρια ή όπου μαρτυρείται εγκατάσταση βλάχικων ομάδων, όπως στα χωριά Μικρολίβαδο, Μοναχίτι, Φιλιππαίοι και Δοτσικό. Ενδεικτικό της αίσθησης που είχαν τόσο οι Βλάχοι, όσο και οι Κουπατσαραίοι, για τη μεταξύ τους στενή πολιτισμικά συγγενική σχέση είναι οι συνοικήσεις που δημιούργησαν και οι επιγαμίες που ανέπτυξαν στα μέρη όπου τους οδήγησαν οι έξοδοί τους, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, όπως στα βλαχοχώρια του Βερμίου (Μικρή Σάντα) και Άσκιου (Βλάστη, Νάματα).
ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Β. ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΤΟΥ ΖΑΓΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΝΙΤΣΑΣ
3.2.2. Ο ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΗ ΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΒΛΑΧΟΖΑΓΟΡΟΥ.
Σύμφωνα με μία ξεπερασμένη σήμερα άποψη, τα βλαχοχώρια του Ζαγορίου είναι οικιστικά δημιουργήματα του 15ου αιώνα. Ο εκφραστής αυτής της άποψης Π. Αραβαντινός εντάσσει ανάμεσα τους και τα χωριά Νεγάδες, Τσεπέλοβο και Τρίστενο, αφήνοντας να υποτεθεί πως οι βλάχικες εγκαταστάσεις του Ζαγορίου είχαν μεγαλύτερη έκταση από τη σημερινή, καθώς τα χωριά αυτά φαίνεται ότι κατοικούνται από ελληνόφωνους εδώ και πολλές γενιές. Αυτή η αναφορά του Αραβαντινού ίσως είναι η απαρχή του ερευνητικού προβληματισμού για την παλαιότερη έκταση και τον αριθμό των βλάχικων εγκαταστάσεων στο Ζαγόρι.[1] Επιπλέον, κάποιες αναφορές του Ι. Λαμπρίδη συνηγορούν με την άποψη πως οι βλάχικες εγκαταστάσεις του Ζαγορίου επεκτείνονταν παλαιότερα και προς το Κεντρικό και το Δυτικό Ζαγόρι. Χωριά όπως η Λεπτοκαρυά (Λιασκοβέτσι), το Καβαλλάρι, οι Νεγάδες (στα βλάχικα Νεάγαν ή Νεάτσιανι), οι Φραγγάδες (στα βλάχικα Φρίντζι), το Τσεπέλοβο και το Σκαμνέλι αναφέρεται ότι κατοικούνταν κάποτε από Βλάχους ή τουλάχιστον και από Βλάχους. Παράλληλα, ορισμένα ονόματα χωριών και αρκετά τοπωνύμια σε όλο σχεδόν το Ζαγόρι φαίνεται πως έχουν λατινική - βλάχικη καταβολή και έρχονται να ενισχύσουν αυτή την άποψη. Τέτοια είναι τα ονόματα των χωριών Σκαμνέλι, Βραδέτο, Κουκούλι, Μπάγια (σήμερα Κήποι), Σιοποτσέλι (σήμερα Δίλοφο) και Τσερβάρι (σήμερα Ελαφότοπος).[2] Το ανθρωπολογικό αμάλγαμα Βλάχων και Γκραίκων στα χωριά του Κεντρικού, κυρίως, Ζαγορίου θα πρέπει να αναζητηθεί ακόμη και στα βλάχικα έθιμα που φαίνεται να επιβίωσαν εκεί, όταν πια οι όποιες βλάχικες ομάδες των κατοίκων τους αφομοιώθηκαν από τους πιθανότατα πολυπληθέστερους Γκραίκους.[3]Επιπλέον, όταν στα τέλη του 19ου αιώνα πέρασε από την περιοχή ο G. Weigand, αναφέρει πως κάποιοι ηλικιωμένοι κάτοικοι στα χωριά Tσεπέλοβο, Σκαμνέλι και Δίλοφο (Σιοποτσέλι) καταλάβαιναν τα βλάχικα, όμως οι υπόλοιποι κάτοικοι ήταν πια ελληνόφωνοι. Η παρατήρηση του Weigand θα πρέπει να μεταφέρει μία πραγματική κατάσταση, δηλωτική της αφομοίωσης βλαχόφωνων ομάδων ανάμεσα στους ελληνόφωνους, κυρίως, κατοίκους του Κεντρικού και Δυτικού Ζαγορίου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Σκαμνελίου στο Κεντρικό Ζαγόρι. Αρχικά στη θέση του σημερινού χωριού ίσως υπήρχε κάποιος μικρός οικιστικός πυρήνας, όχι όμως τόσο μεγάλος ή τόσο σημαντικός, έτσι ώστε να μην αναφέρεται σε τουρκικά κατάστιχα του 1564. Αργότερα, και ίσως στις αρχές του 17ου αιώνα, στον αρχικό πυρήνα του Σκαμνελίου μετακινήθηκαν και οι κάτοικοι των γειτονικών οικισμών Κατούνα, Άγιος Γεώργιος, Προφήτης Ηλίας, Τσεπέτσι, Κοτσινάδες και Νούκα. Η συρροή όμως μεγάλου αριθμού μετοίκων φαίνεται πως οδήγησε σύντομα σε πληθυσμιακό πλεόνασμα και προβλήματα επιβίωσης. Έτσι, στα μέσα του 17ου αιώνα, ένα μέρος των κατοίκων αναζήτησε καλύτερη τύχη κυρίως στη Μοσχόπολη, αλλά και στη Σωπική και τη Μόλιτσα της Κόνιτσας.[4] Ο αριθμός των ανθρώπων που έφυγαν τότε για τη Μοσχόπολη θα πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλος, καθώς παρουσιάζονται να δημιούργησαν εκεί μία εξολοκλήρου νέα συνοικία, που έφερε το βλάχικο όνομα Σκαμνελίτσιλι, δηλαδή συνοικία των Σκαμνελιωτών και που αργότερα επικράτησε να ονομάζεται Σκαμνελίκι. Σύμφωνα με μία πολύ πιθανότερη εκδοχή, η μετακίνηση των Σκαμνελιωτών στη Μοσχόπολη θα πρέπει να έγινε όχι μόνο λόγω του υπερπληθυσμού και της απλής αναζήτησης καλύτερης τύχης, αλλά κυρίως λόγω της γενικότερης ανασφάλειας που προκαλούσαν στους κατοίκους των Ζαγοροχωρίων, στα μέσα του 17ου αιώνα, οι συχνές ληστρικές επιθέσεις διάφορων ομάδων Τουρκαλβανών. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, πριν τις επιθέσεις, οι προαναφερθέντες οικισμοί, κάτοικοι των οποίων συνοίκισαν το Σκαμνέλι, αριθμούσαν συνολικά, μαζί με το κυρίως Σκαμνέλι, γύρω στις 800 οικογένειες. Μετά ίσως από κάποια πολύ σοβαρότερη επίθεση, ένα μέρος των κατοίκων κατέφυγε για ασφάλεια στη Μοσχόπολη. Ο λόγος της επιλογής της Μοσχόπολης για καταφύγιο θα πρέπει να αναζητηθεί όχι μόνο στην ασφάλεια που παρείχε ένας μεγάλος και προνομιούχος οικισμός, όπως η Μοσχόπολη, αλλά και στους πιθανούς συγγενικούς και επαγγελματικούς δεσμούς που είχαν με τους κατοίκους της.[5] Μετά τις επιθέσεις και την πληθυσμιακή έξοδο ο μόνος από αυτούς τους οικισμούς που φέρεται να επιβίωσε ήταν το κυρίως Σκαμνέλι, όπου θα πρέπει να δεχτούμε πως συγκεντρώθηκαν και οι τελευταίοι κάτοικοι των γύρω οικισμών. Σύμφωνα με κάποια άλλη εκδοχή, η βλάχικη ομάδα των κατοίκων του Σκαμνελίου, αλλά και του Τσεπέλοβου, προερχόταν από τον οικισμό Νούκα (καρυδιά στα βλάχικα), που βρισκόταν λίγο ανατολικότερα στην περιοχή του Γυφτόκαμπου. Το γεγονός αυτό μπορεί να σημαίνει πως, πριν τη διάλυση των διαφόρων οικισμών που συνέβαλαν στη συνοίκηση του Σκαμνελίου, τουλάχιστον ένας από αυτούς, η Νούκα, ήταν βλάχικος οικισμός. Σύμφωνα με παραδόσεις από την Νούκα προέρχονταν και πρώτοι κτηνοτρόφοι οικιστές του Βραδέτου οι οποίοι φέρονται να εγκαταστάθηκαν εκεί γύρω στα 1616. Επιπλέον, οι συχνές επιγαμίες ανάμεσα σε Βλάχους και Γκραίκους Ζαγορίσιους έφεραν στα χωριά του Κεντρικού Ζαγορίου βλαχόφωνους κατοίκους.[6]
Μετά από την οικιστική και πληθυσμιακή ανακατάταξη, κατά τη διάρκεια του α' μισού του 17ου αιώνα, το Σκαμνέλι θα πρέπει να έπαψε σταδιακά να θεωρείται βλαχοχώρι. Αν πράγματι ήταν, πριν από αυτά τα γεγονότα, όπως μπορεί να μαρτυρεί και το βλάχικης προέλευσης όνομά του. Για την παλαιότερη βλάχικη καταγωγή των κατοίκων του Σκαμνελίου συνηγορεί και ο Αθανάσιος Ψαλίδας ο οποίος γύρω στα 1830 έγραψε πως τα βλάχικα είχαν πια από καιρό ξεχαστεί.[7] Το γεγονός όμως πως Σκαμνελιώτες, μαζί ίσως με κάποιους άλλους Ζαγορίτες, κατέφυγαν και δημιούργησαν μία δυναμική συνοικία στη Μοσχόπολη έρχεται να ενισχύσει την άποψη για την μερική, έστω, βλάχικη καταγωγή των παλαιότερων κατοίκων του Σκαμνελίου. Αν και όλοι όσοι κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν στη Μοσχόπολη κατά τη διάρκεια του 17ου και του 18ου αιώνα δεν ήταν αναγκαστικά βλάχικης καταγωγής. Θα πρέπει επίσης να τονιστεί είναι πως η έξοδος των Σκαμνελιτών αποτελούσε μέρος των συλλογικότερων πληθυσμιακών εξόδων από τα βλαχοχώρια της Πίνδου, κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα. Την εποχή αυτή έκτος από τους Σκαμνελιώτες έφτασαν στη Μοσχόπολη πρόσφυγες και από το Μέτσοβο και τη γύρω περιοχή του Μετσόβου.[8]
Τα χωριά του Κεντρικού Ζαγορίου Λεπτοκαρυά (Λιασκοβέτσι) και Καβαλλάρι, που σε διάφορες εργασίες άλλοτε αναφέρονται να εντάσσονται στο Βλαχοζάγορο και άλλοτε όχι, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν βλαχοχώρια με μεγάλη ευκολία. Ωστόσο υπάρχουν πληροφορίες που αναφέρουν την παλαιότερη ύπαρξη Βλάχων ανάμεσα στους κατοίκους τους. Η Λεπτοκαρυά φαίνεται ότι πήρε μεγαλύτερη οικιστική διάσταση γύρω στα 1687, όταν εγκαταστάθηκαν εδώ κάτοικοι από τους γειτονικούς μικρούς οικισμούς, όπως από τον Άγιο Μηνά, τις Πάδες, το Ρωμνηά, το Μεγάλο Δένδρο, τον Άγιο Γεώργιο, το Σωτήρα και κάποιους άλλους προς τα ανατολικά. Σύμφωνα με παλιότερες καταγραφές στα 1732, αλλά πιθανότερα γύρω στα 1769, αναφέρεται η εγκατάσταση εδώ κάποιων οικογενειών από τη Μοσχόπολη και αργότερα κάποιων οικογενειών από τη Φούρκα, που σίγουρα θα ήταν Βλάχοι. Η ομάδα μάλιστα των Μοσχοπολιτών φέρεται να μετέφερε μαζί της και κάποιες εικόνες από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου της Μοσχόπολης. Την ίδια περίπου περίοδο Μοσχοπολίτες και Φουρκιώτες βρέθηκαν και στο Τσεπέλοβο και Φουρκιώτες στο Κουκούλι του Κεντρικού Ζαγορίου.[9] Τελικά οι διάφορες ομάδες βλαχόφωνων οικογενειών που συνέβαλαν στη δημογραφία οικισμών του Κεντρικού Ζαγορίου όπως το Σκαμνέλι, το Τσεπέλοβο, η Λεπτοκαρυά κ.α. αφομοιώθηκαν σταδιακά ανάμεσα στις πολυπληθέστερες ελληνόφωνες, όμως θα πρέπει να στάθηκαν η αιτία, ώστε να λογίζονταιι άλλοτε ως βλάχικες εγκαταστάσεις και άλλοτε όχι.
ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Α. OI ΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΠΙΝΔΟΥ. ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΙΤΕΣ ΚΑΙ MAΛΑΚΑΣΙΩΤΕΣ ΒΛΑΧΟΙ
7.1. ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ.
Μετά τις δύσκολες καταστάσεις κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, επικρατούν συνθήκες πολύ πιο ευνοϊκές για την ασφάλεια και την ανάπτυξη όλων σχεδόν των βλαχοχωριών κατά μήκος της Πίνδου. Τα θεμέλια όμως για αυτή την ευημερία και την ανάπτυξη είχαν μπει από πολύ πιο νωρίς, παρόλες τις δυσκολίες των προηγούμενων περιόδων. Η ανάπτυξη ήρθε σταδιακά και όχι ταυτόχρονα και στον ίδιο βαθμό για όλα τα βλαχοχώρια της περιοχής. Η βάση της οικονομίας σε πολλά από αυτά ήταν σίγουρα η κτηνοτροφία. Εξάλλου, η ίδρυση πολλών από αυτά ήταν αποτέλεσμα συνοίκησης και ένωσης κτηνοτροφικών πατριών - τσελιγκάτων, που εξελίχθηκαν σε πιο οργανωμένους κτηνοτροφικούς οικισμούς. Οι απλές κατούνες εξελίσσονταν σε οργανωμένα χωριά. Έχοντας για παράδειγμα τις περισσότερο γνωστές περιπτώσεις των σημαντικότερων από τα βλαχοχώρια της Νότιας Πίνδου, όπως το Μέτσοβο[1], το Συρράκο[2] και τους Καλαρίτες[3], μπορούμε να σχηματίσουμε μία συλλογικότερη άποψη για το πώς οι Βλάχοι της περιοχής βρέθηκαν να γίνουν από τους βασικότερους φορείς της οικονομικής και πολιτισμικής αναγέννησης και ανάπτυξης του νεότερου ελληνισμού.
Η αθρόα μετεγκατάσταση πληθυσμών στις ορεινές κοινότητες, από την αρχή ακόμη της τουρκικής κατάκτησης, και η σχετική έστω ασφάλεια που παρείχαν αρχικά η αυτοδιοίκηση και τα αρματολίκια στάθηκαν οι πρώτοι παράγοντες για την ανάπτυξη που άνθησε κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Η φτωχή γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή των ορεινών περιοχών είναι ευνόητο πως δεν ήταν σε θέση να συντηρήσει τον αυξανόμενο πληθυσμό. Μόνο όταν δημιουργήθηκαν ευνοϊκότερες συνθήκες για την οργάνωση και την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας μπόρεσαν τα βλαχοχώρια να ξεφύγουν από την οικονομική καθήλωση. Ωστόσο, δε θα πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός πως όλα σχεδόν τα βλαχοχώρια του Μαλακασίου και του Ασπροποτάμου διατήρησαν μέχρι ένα βαθμό κάποια γεωργική παραγωγή ανάλογη με το βαθμό της οικονομικής τους ανάπτυξης, που καθιστούσε αναγκαία ή όχι τη συνέχιση της γεωργικής ενασχόλησης.[4] Η εντύπωση πως οι βλάχικες κοινότητες ήταν πάντα απόλυτα και αποκλειστικά συνδεδεμένες με την κτηνοτροφία είναι ένα στερεότυπο που δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Η ταύτιση των Βλάχων με την κτηνοτροφία και μάλιστα με τις νομαδικές της μορφές ήταν αποτέλεσμα περισσότερο της ιστορικής, οικονομικής και πολιτισμικής τους εξέλιξης, αλλά και της προσαρμογής τους προς το περιβάλον και τις γενικότερες πολιτικές συνθήκες. Μελετώντας τις περιπτώσεις των βλαχοχωριών τόσο της Νότιας, όσο και της Βόρειας Πίνδου, γίνεται εύκολα κατανοητό πως οι οικονομικές συνθήκες και η ανάγκη για επιβίωση οδηγούσαν τους Βλάχους στο να αναπτύξουν τη νομαδοκτηνοτροφία περισσότερο από άλλους και να ταυτιστούν τελικά τόσο στενά με αυτή.
Η δυναμικότερη ανάπτυξη της νομαδικής και ημινομαδικής κτηνοτροφίας ήταν εν μέρει, απόρροια της καταστροφής των συνθηκών για την ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής στα πεδινά. Όταν τα πεδινά χωριά πέρασαν στα χέρια των Τούρκων σπαχήδων η γεωργική παραγωγή σταδιακά περιορίστηκε ή και καταστράφηκε. Μεγάλες πεδινές εκτάσεις έμειναν ακαλλιέργητες και μεταβλήθηκαν σε λιβάδια. Η ερήμωση των κάμπων έδωσε λύση στα προβλήματα υπερπληθυσμού και επιβίωσης των ορεινών. Μπορούσαν πια να αναπτύξουν πιο οργανωμένες μορφές κτηνοτροφίας που απαιτούσε την ύπαρξη μεγάλων χειμερινών βοσκών στα πεδινά. Οι ανταγωνιστές τους, οι νομαδοκτηνοτρόφοι Γουρούκοι Τούρκοι είχαν σταδιακά αποδυναμωθεί. Παράλληλα, οι Τούρκοι ιδιοκτήτες των πεδινών λιβαδιών δέχονται ευνοϊκά τους νομάδες ή ημινομάδες κτηνοτρόφους, καθώς τους πρόσφεραν επιπλέον έσοδα ενοικιάζοντας τις ανεκμετάλλευτες πεδινές εκτάσεις. Τα φορολογικά έσοδα του “προβατονόμιου” που συνέρρεαν στα κρατικά οθωμανικά ταμεία, αλλά και τα ταμεία των τοπαρχών, οδήγησαν επίσης σε μία θετικότερη αντιμετώπιση των κτηνοτρόφων, Βλάχων ή όχι.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως η οργανωμένη νομαδοκτηνοτροφία βοήθησε στη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών διαβίωσης των Βλάχων. Η ευημερία όμως οδήγησε σε υπερπληθυσμό και γέννησε την ανάγκη για την ανάπτυξη νέων μορφών οικονομίας. Ένα μέρος των Βλάχων στρέφεται στη βιοτεχνική εκμετάλλευση της κτηνοτροφικής παραγωγής τους. Η οικοβιοτεχνία των μάλλινων ειδών, που αρχικά γινόταν για λόγους επιβίωσης, μετατρέπεται σε μαζική εμπορεύσιμη παραγωγή. Η βιοτεχνική παραγωγή των μάλλινων υφασμάτων οδήγησε στην τυποποίηση και την κατασκευή ενδυμάτων. Από τα περίφημα βλάχικα "σκούτια" πέρασαν στις φημισμένες "κάπες". Το αυστηρό όμως σύστημα των τσελιγκάτων έφερε κοινωνική και οικονομική ασφυξία σε πολλά από τα μέλη τους. Η κατάσταση εκτονώνεται καθώς, μπροστά στο αδιέξοδο, πολλά από τα μη προνομιούχα μέλη μετατρέπονται σε μεταφορείς, τους γνωστούς αγωγιάτες ή κυρατζήδες. Έχοντας ήδη στην κατοχή τους μεγάλα κοπάδια από φορτηγά ζώα για τις ανάγκες των εποχιακών νομαδικών μετακινήσεών τους, την τροφοδοσία των ορεινών χωριών τους και τη λειτουργία των διαβάσεων, στρέφονται στην επαγγελματική εκμετάλλευση των μεταφορών τόσο της βιοτεχνικής παραγωγής των χωριών τους, όσο και άλλων εμπορευμάτων, αγαθών και ανθρώπων μέσα από τα ορεινά περάσματα της Πίνδου. Κάποιοι από τους αγωγιάτες δεν άργησαν να εξελιχθούν σε χανιτζήδες, πανδοχείς και κρασοπούληδες στα οικονομικά και διοικητικά κέντρα, αλλά και τα μήκος των δρόμων των Βαλκανίων μέχρι το Βελιγράδι και το Βουκουρέστι. Παράλληλα, μέλη των τσελιγκάδικων οικογενειών μετατρέπονται σταδιακά από μεταφορείς σε κεφαλαιούχους εμπόρους της βιοτεχνικής παραγωγής των μάλλινων ειδών και αργότερα γίνονται μεταπράτες και διακινητές οποιωνδήποτε εμπορευμάτων. Έτσι φτάνουμε στην ανάπτυξη της κάστας των περίφημων πραματευτάδων.[5] Όταν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα το βαμβάκι παρουσιάζεται να κερδίζει το μαλλί σε εμπορικότητα και κέρδος, γίνονται έμποροι βαμβακιού και το εξάγουν στη Δύση. Το ίδιο έκαναν και με το εμπόριο του καπνού, στα τέλη του 19ου αιώνα.
Για τη διακίνηση των εμπορευμάτων τους και την περαιτέρω ανάπτυξη των εμπορικών τους δραστηριοτήτων ταξιδεύουν σε όλα τα οθωμανικά Βαλκάνια. Πολλοί εγκαθίστανται σταδιακά κυρίως στις πόλεις της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Μικρές ομάδες εγκαταστάθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας μέχρι την ίδια την Κωνσταντινούπολη (Πόλεα). Στα Γιάννενα (Ιάλνα) και τα Τρίκαλα (Τρικόλου) ανταγωνίζονται ή και εκτοπίζουν τις παλαιότερες ομάδες των αστών εμπόρων.[6] Τουλάχιστον από τα μέσα 18ου αιώνα οι άρχουσες οικογένειες του Ασπροποτάμου, όπως οι Δημάκη από το Χαλίκι, οι Παπαπολυμέρου και οι Δημάκη ή Παπαδήμα από την Καστανία και οι Χατζηπέτρου από το Νεραϊδοχώρι σχημάτιζαν ένα σημαντικότατο μέρος από το χριστιανικό αρχοντολόι των Τρικάλων, καταλαμβάνοντας ή και μονοπωλώντας τις θέσεις των κοτζαμπάσηδων της πόλης.[7] Έμποροι από τους Καλαρίτες διακινούν την παραγωγή σε σκούτια, όχι μόνο από τα βλαχοχώρια της Νότιας Πίνδου, αλλά και από τα βλαχοχώρια του Ολύμπου.[8] Οι δυναμικές οικογένειες των μεγαλεμπόρων και των κοτζαμπάσηδων, αλλά και των φτωχότερων εμποροβιοτεχνών, που εγκαθίστανται στις πόλεις και δημιουργούν οικογενειακά δίκτυα, παίρνουν ενεργό και καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της νεοελληνικής αστικής τάξης στις πόλεις της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας.[9] Ενδεικτική είναι η περίπτωση των Ιωαννίνων όπου εμποροβιοτέχνες Βλάχοι κυρίως από το Βλαχοτζουμέρκο (Καλαρίτες, Συρράκο) και τη Χώρα Μετσόβου εγκαταστάθηκαν και ανέπτυξαν αξιόλογη οικονομική-συντεχνιακή και κοινοτική δράση. Όπως οι οικογένειες των Λαμπραίων, του Τουρτούρη, του Σγούρου και των Δαμιραίων από τους Καλαρίτες που παρουσιάζονται να αντικατέστησαν παλαιότερους Γιαννιώτες συντεχνίτες στην αγορά των Ιωαννίνων στα χρόνια του Αλή Πασά. Στα κλιμάκια της πολύκοσμης και πολυσυζητημένης αυλής του Αλή υπήρχε ένα αξιόλογο πλήθος Βλάχων. Από τους ταπεινούς Μετσοβίτες αχθοφόρους που κουβαλούσαν στις πλάτες τους το φορείο του Αλή, μέχρι γραμματικούς όπως το Χριστόδουλο Χατζηπέτρο από το Νεραϊδοχώρι του Ασπροποτάμου, (αργότερα υπασπιστής του βασιλιά Όθωνα), τον επιστάτη της αγοράς των Ιωαννίνων Αναστάσιο Σαμαρινιώτη, μυστικοσυμβούλους όπως τον πλούσιο έμπορο Γεώργιο Τουρτούρη από τους Καλαρίτες και γιατρούς σπουδαγμένους στην Ευρώπη, όπως το Συρρακιώτη Ιωάννη Κωλέττη (αργότερα πρώτος πρωθυπουργός της Ελλάδας) και τον Καλαριτινό Γεώργιο Τσαπρασλή (συγγραφέα μίας από τις πρώτες γραμματικές της βλάχικης γλώσσας). Καλαριτινοί, Συρρακιώτες και Μετσοβίτες εγκαταστάθηκαν ομαδικά στα Ιωάννινα και έλαβαν ενεργό ρόλο στην αναζωογόνηση της κατεστραμμένης πολιτείας και στα μετεπαναστατικά χρόνια.[10]
Πέρα από την ανάπτυξη των διάφορων βιοτεχνιών που είχαν ως βάση την κτηνοτροφική παραγωγή, στα βλαχοχώρια επιβιώνουν και αναπτύσσονται παράλληλα και άλλες μορφές βιοτεχνιών, που χάθηκαν ή που αδυνατούσαν να αναπτυχθούν στους πεδινούς οικισμούς και στα περισσότερα από τα αστικά κέντρα. Πέρα από τη σημαντική και μαζική παραγωγή και εμπορία γαλακτοκομικών προϊόντων, κάποια βλαχοχώρια γίνονται γνωστά για την ανάπτυξη της αργυροχρυσοχοϊας, της μεταλλοτεχνίας και της ραφτικής, όπως οι Καλαρίτες και το Συρράκο.[11] Η υλοτομία οδηγεί στην παραγωγή ξύλινων εργαλείων και ειδών και σταδιακά στην ανάπτυξη της ξυλογλυπτικής και της παραγωγής εκκλησιαστικών τέμπλων. Η φήμη των Μετσοβιτών ταλιαδούρων-ξυλουργών τους έφερε μέχρι τη Φιλιππούπολη. Υπάρχουν φημισμένοι βαρελάδες, τσαρουχάδες, πεταλωτές και σαμαροποιοί. Δημιουργούνται φημισμένες ομάδες κτιστών και μαραγκών. Η ραπτική γέννησε την εξειδικευμένη τέχνη της χρυσοκεντητικής.[12] Όλες αυτές οι βιοτεχνικές παραγωγές δίνουν διέξοδο σε ένα μέρος των κατοίκων που δε συμμετέχουν ενεργά στο σύστημα και τις κάστες των τσελιγκάτων και των μεγαλεμπόρων.
Kατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα και εντονότερα από το 1760, οι Μαλακασιώτες και οι Ασπροποταμίτες ακολούθησαν το πρότυπο των Μοσχοπολιτών Βλάχων. Με τα καραβάνια τους και τα εμπορεύματά τους έφτασαν στις εμπορικές πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης. Με την παράλληλη ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας, περνούν τις θάλασσες και φτάνουν στα λιμάνια της Μεσογείου, δημιουργούν εμπορικούς οίκους και παροικίες. Έμποροι από το Μέτσοβο, τους Καλαρίτες, το Συρράκο, και τα μεγάλα κεφαλοχώρια του Ασπροποτάμου φτάνουν μέχρι το Κάδιξ στην Ισπανία, τη Σαρδηνία, τη Γένοβα, το Λιβόρνο, τη Νάπολη, τη Μάλτα, την Αγκόνα, τη Βενετία, την Τεργέστη και το Ντουμπρόβνικ. Ταξιδεύουν και εγκαθίστανται μέχρι τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τη Βιέννη και τη Μόσχα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως στους καταλόγους των μελών της Φιλικής Εταιρείας (1816-1821), ανάμεσα στους διάφορους Ηπειρώτες, καταγράφεται ένα σημαντικότατο ποσοστό Βλάχων εμπορευομένων με καταγωγή από το Μέτσοβο, τη Μηλιά Μετσόβου, τους Καλαρίτες, το Συρράκο, τη Μοσχόπολη και τα Ιωάννινα, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι στην Οδησσό, τη Μόσχα, τη Βαρσοβία, την Τεργέστη, το Τούρνου Σεβερίν, το Βουκουρέστι, το Γαλάτσι, το Ιάσιο, το Ρένι, τη Νάπολη της Ιταλίας, την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.[13] Όταν αργότερα, στις αρχές του 19ου αιώνα, η Αίγυπτος γίνεται το νέο Ελντοράντο, οι Βλάχοι είναι από τους πρώτους και βασικότερους συντελεστές στη δημιουργία των ελληνικών παροικιών και εκεί.[14]
Από την ξενιτιά επιστρέφουν στα βλαχοχώρια της Πίνδου μεταφέροντας όχι μόνο οικονομικό πλούτο, αλλά αποτελούν και φορείς μίας πολιτισμικής και πνευματικής αναγέννησης και ανάπτυξης. Τα βλαχοχώρια μεταμορφώνονται σε οργανωμένες μικρές πολιτείες και παρουσιάζουν εικόνα πρωτόγνωρη για το μεγαλύτερο μέρος του διαμορφούμενου τότε νεότερου ελληνισμού. Στους Καλαρίτες μπορούσε κανείς να βρεί ισχυρούς χρηματοπιστοτικούς οργανισμούς και να πληροφορηθεί για τις τιμές των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων και όπως αναφέρει ο Leake πουθενά αλλού δεν ήταν τόσο ασφαλείς οι πιστώσεις όσο στους Καλαρίτες. Οι ταξιδεμένοι Βλάχοι πραματευτάδες μιλούσαν πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες και φέρονται να είναι από τους λίγους ικανούς ανθρώπους της βαλκανικής ενδοχώρας με τους οποίους οι δυτικοί έμποροι θα μπορούσαν να αναπτύξουν δραστηριότητες και συνεργασίες. Χαρακτηριστική είναι η οργάνωση στο Μέτσοβο από Γάλλους εμπόρους μεγάλων αποθηκών απαραίτητων για τη συγκέντρωση και τη διακίνηση των εμπορευμάτων, ήδη από το 1719. Στα βλαχοχώρια δημιουργούνται πλούσιες βιβλιοθήκες με ξένες και ελληνικές εκδόσεις, φαινόμενο σπάνιο για τα δεδομένα της εποχής. Εντύπωση είχε προκαλέσει στο F. Pouqueville η τάξη και η ομόνοια που επικρατούσε στους Καλαρίτες, όπως επίσης και οι αυστηροί κανόνες που είχαν θεσπιστεί κατά της πολυτέλειας και των μεγάλων προικών και υπέρ της ενίσχυσης των τοπικών προϊόντων. Οι γυναίκες των Βλάχων συναγωνιζόταν σε εργατικότητα τους άνδρες τους και οι φτωχότερες δεν είχαν πρόβλημα να εργαστούν ακόμη και ως αχθοφόροι. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Pouqueville, γύρω στο 1814, η αξία των κοπαδιών των βλάχικων πληθυσμών και κοινοτήτων, κατά μήκος της Πίνδου, υπολογίζονταν σε 40.000.000 πιάστρα, ενώ η αξία των κοπαδιών του Αλή Πασά ανερχόταν μόνο σε 2.000.000 πιάστρα.[15] Ο H. Holland περνώντας από τα βλαχοχώρια γύρω στα 1812 με 1813 σημειώνει χαρακτηριστικά:
"Οι σημαντικότερες πόλεις των Βλάχων επιδίδονται στην εριουργική δραστηριότητα της περιοχής ή σε κάποιο κλάδο του δια ξηράς εμπορίου και οι κάτοικοί τους έχουν τη φήμη πως είναι από τους καλύτερους τεχνίτες της Ελλάδας. Μπορούμε ακόμη να παρατηρήσουμε πως υπάρχει ένας αέρας εργατικότητας, ευπρέπειας και τάξης στις πόλεις αυτές, που, εκτός του ότι τις διακρίνει από όλες τις άλλες στη νότια Τουρκία (νότια Βαλκανική), αποτελούν μοναδική αντίθεση στο άγριο και κακοτράχαλο τοπίο που τις περιβάλει".[16]
Το ίδιο χαρακτηριστική και ενδιαφέρουσα είναι και κάποια εκτίμηση του W.M. Leake:
"Οι Βλάχοι, που υστερούν των Γραικών σε οξύνεια είναι, προικισμένοι με περισσότερη σταθερότητα, σύνεση και επιμονή, αλλά σπάνια απηλλαγμένοι εσωτερικών ραδιουργιών, έριδων και διαιρέσεων".[17]
Ο Pouqueville με τη σειρά του επισημαίνει πως:
“Τους κατηγορούν για υπερβολική τσιγγουνιά και για πείσμα, αλλά μέσα σε αυτά τα αργοτικά τους ήθη διακρίνουμε μία πρωτόγνωρη ειλικρίνεια, που δεν τη βρίσκουμε στο χαρακτήρα του Ανατολίτη”.[18]
Πέρα από τον ατομικό πλουτισμό και παράλληλα με το υψηλό αίσθημα της κοινοτικής οργάνωσης, που χαρακτηρίζει τα περισσότερα βλαχοχώρια, δημιουργούνται συνθήκες γενικότερης κοινοτικής ευμάρειας. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, σε όλα σχεδόν τα βλαχοχώρια της Νότιας Πίνδου κτίζεται τουλάχιστον από μία νέα και λαμπρή για την εποχή εκκλησία. Σήμερα αυτές οι εκκλησίες, αλλά και τα πολυάριθμα και πλούσια άλλοτε μοναστήρια της περιοχής, στέκουν αδιάψευστοι μάρτυρες εκείνης της ένδοξης εποχής.[19] Θα ήταν μάλλον περιττό να επεκταθούμε στην καταγραφή της ανάπτυξης της ελληνικής παιδείας που σημειώνεται την ίδια εποχή στα μεγαλύτερα από τα βλάχικα κεφαλοχώρια της Νότιας Πίνδου. Σχολεία όπως αυτά του Μετσόβου αποτέλεσαν αναγνωρισμένα κέντρα του ελληνικού διαφωτισμού, όπου δίδαξαν σημαντικότατοι δάσκαλοι βλάχικης και μη καταγωγής.[20] Έχοντας όλα αυτά υπόψη, θα μπορούσε να εκφραστεί η άποψη πως η πολιτισμική συμβολή των Βλάχων στη διαμόρφωση του νεότερου ελληνισμού είναι ίσως ακόμη πιο σημαντική και από τη συμβολή τους στους πολεμικούς αγώνες. Και μάλιστα σε εποχές που οι Νεοέλληνες βρίσκονταν ακόμη σε αναζήτηση και διαμόρφωση μίας νέας ελληνικής ταυτότητας.
Οι Μητροπόλεις και η διασπορά των Βλάχων
Μελέτες για τους Βλάχους - 2ος τόμος
σκληρό καπάκι 25Χ18 εκ
520 σελίδες, 10 πρωτότυποι έγχρωμοι χάρτες
224 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
Εκδόσεις Ζήτρος - Θεσσαλονίκη 2000
Προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου
Χάρτες
Χάρτες
1. Οι βλάχικες Μητροπολιτικές Ομάδες στα 1769
2. Τα βλαχοχώρια της Πίνδου στα 1900
3. Οι Κουπατσαραίοι στα 1912
4. Βλάχικοι οικισμοί και εγκαταστάσεις στη Θεσσαλία, (1996)
5. Βλάχικοι οικισμοί και εγκαταστάσεις στη Δυτική Ελλάδα, (1996)
6. Βλάχικοι οικισμοί και εγκαταστάσεις στην Κεντρική και Νότια Αλβανία στοα 1900
7. Τα “βλαχοχώρια” της Ρούμελης (Pouqueville 1800-1810)
8. Η διασπορά των “Μοσχοπολιάνων” Βλάχων, (1769-1830)
9. Οι “Γραμμουστιάνοι” Βλάχοι στα 1900
10. Οι Βλάχοι των περιοχών Μοσχόπολης - Γράμμου - ΒΔ Μακεδονίας στα 1900
Οι Μητροπόλεις και η διασπορά των Βλάχων
Μελέτες για τους Βλάχους - 2ος τόμος
σκληρό καπάκι 25Χ18 εκ
520 σελίδες, 10 πρωτότυποι έγχρωμοι χάρτες
224 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
Εκδόσεις Ζήτρος - Θεσσαλονίκη 2000
Προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου
Περιεχόμενα
Περιεχόμενα
Α. OI ΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΠΙΝΔΟΥ. ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΙΤΕΣ ΚΑΙ MAΛΑΚΑΣΙΩΤΕΣ ΒΛΑΧΟΙ
1. Γενικά
1.1. Τα βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου
1.2. Τα βλαχοχώρια του Μαλακασίου, (“Χώρα Μετσόβου” και Βλαχοτζουμέρκο)
2. Oι Βυζαντινοί Χρόνοι. "Η Μεγάλη Βλαχία"
3. Αναφορές για τους βλάχικους οικισμούς στον Ασπροπόταμο και το Μαλακάσι κατά τους Μεσαιωνικούς - Βυζαντινούς Χρόνους
4. Oι Οθωμανικοί Χρόνοι μέχρι τον 17ο αιώνα
5. Oι πληθυσμιακές έξοδοι τον 17ο αιώνα
5.1. Oι αιτίες των εξόδων
5.2. Προς την Ανατολική Θεσσαλία, περιοχές Κισάβου και Πηλίου
5.3. Προς την περιοχή του Ολύμπου
5.4. Προς τη Θεσσαλονίκη
5.5. Προς τη Μοσχόπολη
6. "H Χώρα Μετσόβου”. Τα προνόμια της περιοχής Μετσόβου
7. Η εποχή του 18ου αιώνα, οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξη
7.1. Συνθήκες και παράγοντες της ανάπτυξης
7.2. Στοιχεία ιδιαίτερης εξέλιξης των βλαχοχωριών
8. Oι νεότεροι έξοδοι, 1769-1830
8.1. Τα γεγονότα των Ορλωφικών
8.2. Η κυριαρχία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων
8.3. Τα χρόνια της επανάστασης του 1821
9. Ο πληθυσμός των Βλάχων στη Θεσσαλία μετά την ενσωμάτωση το 1881
Β. ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΤΟΥ ΖΑΓΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΝΙΤΣΑΣ
1. Γενικά
1.1. Το Ζαγόρι
1.2. Τα βλαχοχώρια της Κόνιτσας
2. Οι Βυζαντινοί Χρόνοι.
3. Οι Οθωμανικοί Χρόνοι από τα 1430 μέχρι τα 1684
3.1. Γενικές συνθήκες.
3.2. Πληθυσμιακές και οικιστικές εξελίξεις και ανακατατάξεις ανάμεσα στα 1430 με 1684.
3.2.1. Το Βλαχοζάγορο
3.2.2. Ο προβληματισμός για την παλαιότερη έκταση του Βλαχοζάγορου
3.2.3. Τα βλαχοχώρια της Κόνιτσας
4. Οι Οθωμανικοί Χρόνοι από τα 1684 μέχρι τα 1868
4.1. "Η Ζαγορίσια Ομοσπονδία"
4.2. Η οικονομία των βλαχοχωριών του Ζαγορίου και της Κόνιτσας
4.3. Οι αιτίες των πληθυσμιακών εξόδων από τα βλαχοχώρια του Ζαγορίου και της Κόνιτσας, ανάμεσα στα 1769 με 1832
4.3.1. Οι έξοδοι από τη Βωβούσα.
4.3.2. Οι έξοδοι από τη Φούρκα.
5. Η μετανάστευση των νεότερων χρόνων, Β` μισό 19ου - Α` μισό 20ου αιώνα
Γ. ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΠΙΝΔΟΥ. TΑ ΒΛΑΧΟΧΩΡΙΑ ΤΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ
1. Γενικά
1.1. Τα ημινομαδικά βλαχοχώρια των Γρεβενών
1.2. Τα εδραία βλαχοχώρια των Γρεβενών
1.3. Οι Κουπατσαραίοι
2. Ο κτηνοτροφικός νομαδισμός των Βλάχων
3. Οι Βυζαντινοί Χρόνοι
4. Οι Οθωμανικοί Χρόνοι Α', 15ος - 17ος αι.
4.1. Η Σαμαρίνα
4.2. Το Περιβόλι
4.3. Η Αβδέλλα
4.4. Η Σμίξη
4.5. Η Κρανιά
5. Οι Οθωμανικοί Χρόνοι Β', 18ος - 19ος αι.
5.1. Οικονομικά στοιχεία
6. Οι έξοδοι ανάμεσα στα 1769 με 1832
6.1. Οι έξοδοι με τα γεγονότα της καταστροφής της Μοσχόπολης και των Ορλωφικών, 1769 - 1771
6.2. Οι έξοδοι στα χρόνια του Αλή Πασά και της ελληνική επανάστασης, 1788 - 1832
6.2.1. Οι έξοδοι από τη Σαμαρίνα
6.2.2. Οι έξοδοι από το Περιβόλι
6.2.3. Οι έξοδοι από την Αβδέλλα
6.2.4. Οι έξοδοι από τη Σμίξη
7. Η επαναστατική κίνηση του 1854 και οι έξοδοι στα μέσα του 19ου αιώνα
8. Η έξοδος των "μπατούτς" από τη Σαμαρίνα, (1856 - 1860)
Δ. ΟΙ AΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ
1. Γενικά
2. Οι Βυζαντινοί Χρόνοι
3. Οι Οθωμανικοί Χρόνοι μέχρι τα 1821
4. Oι Αρβανιτόβλαχοι στην Ήπειρο και την Αλβανία μετά τα 1821
5. Οι Αρβανιτόβλαχοι στη Μακεδονία
6. Οι Αρβανιτόβλαχοι στη Θεσσαλία
7. Οι Αρβανιτόβλαχοι στη Ρούμελη - Στερεά Ελλάδα
Ε. OI BΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΜΟΣΧΟΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΥΡΩ ΠΕΡΙΟΧΗΣ.
ΟΙ ΜΟΣΧΟΠΟΛΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
1. Γενικά
2. Οι Βυζαντινοί Χρόνοι
2.1. Οι πρώτες αναφορές
2.2. Η Μοσχόπολη και οι Αρβανιτόβλαχοι
2.3. Η οικιστική απαρχή
3. Οι Οθωμανικοί Χρόνοι μέχρι τα 1769
3.1. Από την οθωμανική κατάκτηση μέχρι τα 1700
3.2. Τα χρόνια της ακμής, 1700 - 1769
4. Οι “καταστροφές” της Μοσχόπολης και των γύρω βλάχικων οικισμών
4.1. Οι συνθήκες της πρώτης μεγάλης “καταστροφής” του 1769
4.2. Τα γεγονότα του 1769
4.3. Τα γεγονότα του 1788
5. Τα κύματα των εξόδων
5.1. Προς τη Δυτική Μακεδονία
5.2. Προς την Κεντρική Μακεδονία
5.3. Προς την Ανατολική Μακεδονία και την Ανατολική Ρωμυλία
5.4. Προς την π.Γ.Δ.Μ. και το Κοσσυφοπέδιο - Κόσοβο
5.5. Προς την Πίνδο, την Ήπειρο και τη Θεσσαλία
5.6. Προς την Αλβανία
5.7. Προς τη βόρεια Βαλκανική (Σερβία) και τα εδάφη των Αψβούργων - Αυστροουγγαρία
6. Η Μοσχόπολη και η περιοχή της μετά τις μεγάλες εξόδους
ΣΤ.ΟΙ BΛΑΧΟΙ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΟΥ.
ΟΙ ΓΡΑΜΜΟΥΣΤΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
1. Γενικά
2. Οι εστίες εκκίνησης των Γραμμουστιάνων
2.1. Η Νικολίτσα
2.2. Η Άρζα
2.3. Η Δάρδα
2.4. Το Λινοτόπι
2.5. Ο Άγιος Ζαχαρίας
2.6. Η Αετομηλίτσα - Ντένισκο
2.7. Η Κιάφα
2.8. Η Γράμμουστα
2.8.1. Από τη συνοίκηση μέχρι τις πληθυσμιακές εξόδους
2.8.2. Οι πληθυσμιακές έξοδοι από τη Γράμμουστα
2.8.3. Η διαφοροποίηση των Γραμμουστιάνων
2.8.4. Η διασπορά και οι αποικίες των Γραμμουστιάνων
2.8.5. Η Φούσια και το Βετέρνικο
2.8.6. Η Γράμμουστα μετά την παρακμή της
3. Νεότεροι πληθυσμοί στην περιοχή του Γράμμου
3.1. Οι Αρβανιτόβλαχοι
Ζ. OI BΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
1. Γενικά
1.1. Βλάχικοι οικισμοί και εγκαταστάσεις στη Δυτική Μακεδονία
1.2. Bλάχικοι οικισμοί και εγκαταστάσεις στη Νοτιοδυτική π.Γ.Δ.Μ.
1.3. Βλάχικοι οικισμοί και εγκαταστάσεις στην υπόλοιπη π.Γ.Δ.Μ.
2. Οι Bυζαντινοί Χρόνοι
3. Οι Οθωμανικοί Χρόνοι
3.1. Από τα τέλη του 14ου αιώνα μέχρι περίπου τα 1769
3.2. Οι Βλάχοι και οι Μιγιάκοι
3.3. Από τα 1769 μέχρι τα 1912
3.3.1. Οι έξοδοι από τη Μοσχόπολη, την περιοχή της και την περιοχή του Γράμμου. Ενίσχυση παλαιότερων βλάχικων οικισμών δημιουργία νέων
3.3.2. Πληθυσμιακές ανακατατάξεις στα χρόνια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα
3.3.3. Μεταναστευτικές κινήσεις κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και μέχρι το 1912
4. Οι Βλάχοι πρόσφυγες της Πελαγονίας μετά τα 1912
Οι Μητροπόλεις και η διασπορά των Βλάχων
Μελέτες για τους Βλάχους - 2ος τόμος
σκληρό καπάκι 25Χ18 εκ
520 σελίδες, 10 πρωτότυποι έγχρωμοι χάρτες
224 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
Εκδόσεις Ζήτρος - Θεσσαλονίκη 2000
Προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
του Καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου,
Διευθυντή του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης
Μελέτες για τους Βλάχους Δ`
Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων
Στο δεύτερο αυτό τόμο της ενότητας “Μελέτες για τους Βλάχους” επιχειρείται η καταγραφή των μητροπολιτικών οικισμών των Βλάχων, παράλληλα με τη λεπτομερή εξέταση των εξόδων και της διασποράς τους στη Βαλκανική. Η έρευνα οδηγεί σε μία εναλλακτική προσέγγιση της βλάχικης ταυτότητας. Η μελέτη των Βλάχων δεν είναι η μελέτη μίας αέναης και διακριτής γλωσσικής ομάδας, αλλά η ίδια η ιστορία του σταδιακού και μεταλλασόμενου εκλατινισμού και απολατινισμού των Νότιων Βαλκανίων. Στην ιστορία των Βλάχων οι πληθυσμιακές μετακινήσεις και η διασπορά αποτέλεσαν σταθερά γνωρίσματά τους, τόσο όσο και η λατινοφωνία τους.
Με ορόσημο το 1769, έτος της πρώτης “καταστροφής” της Μοσχόπολης, οι Βλάχοι ξεκινούν την πλέον βεβαιωμένη “Διασπορά” τους από το Νότο προς το Βορρά. Μεγάλες ή μικρότερες ομάδες εγκαταλείπουν το μητροπολιτικό τους χώρο στη ραχοκοκαλιά της Πίνδου, προς τον ορίζοντα των Βαλκανίων και ακόμη πιο πέρα. Πλημμυρίζουν τα μακεδονικά εδάφη, δημιουργώντας νέους οικισμούς στα ορεινά και παροικίες στις αναπτυσσόμενες πολιτείες. Φτάνουν στις πλαγιές της Ροδόπης, του Δυτικού Αίμου και τις πολιτείες της Βουλγαρίας. Εδραιώνουν εγκαταστάσεις στις πόλεις του Κοσόβου και της Σερβίας. Περνούν το Δούναβη και το Σάβο και ενισχύουν τις ελληνορθόδοξες παροικίες στα εδάφη των Αψβούργων και των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Η εξιστόρηση και η αποτύπωση της πυκνής βλάχικης διασποράς καταδεικνύει το γεγονός πως η ίδια η Ελλάδα αποτελεί την αναμφισβήτητη “Μητρόπολη των Βλάχων”.
Η έρευνα έρχεται να καταρρίψει αρκετά μυθεύματα. Καταδεικνύει το γεγονός πως στους νεότερους χρόνους οι Βλάχοι δεν αποτελούσαν μία περιθωριακή ομάδα παραδοσιακών ορεσίβιων νομαδοκτηνοτρόφων. Αν και η σχέση τους με την κτηνοτροφία έχει τις ρίζες της στο μεσαίωνα, οι νομαδοκτηνοτρόφοι Βλάχοι αποτελούσαν ένα μόνο μέρος του μωσαϊκού τους Από τις αρχές του 17ου αιώνα και καθώς οι βλάχικοι πληθυσμοί άρχισαν να κάνουν σταδιακά πιο αισθητή την παρουσία τους στο βαλκανικό στερέωμα, παρουσιάζονται τόσο ως παραδοσιακοί ορεσίβιοι νομαδοκτηνοτρόφοι και κατ΄ επέκταση ως ικανότατοι πολεμιστές (αρματολοί και κλέφτες), όσο και ως αστοί πραματευτάδες, (εμποροβιοτέχνες, επαγγελματίες και μεταπράτες) και κατ΄ επέκταση ως φορείς οικονομικής και πνευματικής δράσης. Μέσα από αυτές τις σελίδες γίνεται κατανοητό πως το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν των Βλάχων ήταν το πιο σημαντικό και το πλέον καθοριστικό για την ταυτότητά τους.
Ιδιαίτερα στις μητροπολιτικές περιοχές της Πίνδου και των προεκτάσεών της η νεότερη και ταυτόσημη ιστορική πορεία των βλαχόφωνων και των ελληνόφωνων πληθυσμών, η κοινή συμμετοχή τους στα αρματολίκια και στην επανάσταση του 1821, όπως και στις επαναστατικές κινήσεις που ακολούθησαν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ο πρωταγωνιστικός ρόλος των Βλάχων στα οικονομικά και πολιτισμικά δρώμενα, η κοινή εξέλιξή τους και η πολιτική ταύτισή τους δεν άφησαν πολλά περιθώρια για την εδραίωση των διασπαστικών τάσεων. Σε αντίθεση με τις όποιες παρεμβάσεις οι Βλάχοι ενισχύουν μέχρι και σήμερα τη βαλκανική διάσταση της Ρωμιοσύνης και της Νεότερης Ελλάδας. Τελικά, ανεξάρτητα της γλωσσικής τους ταυτότητας, η ιστορική εξέλιξη των ίδιων των Βλάχων επιβεβαιώνει την όσμωση ανάμεσα στους ελληνόφωνους και τους βλαχόφωνους πληθυσμούς και το αβάσιμο της στερεοτυπικής αντιμετώπισής τους ως μειονότητα.
Με τη χάραξη των συνόρων στα Βαλκάνια, από 1912 και μετά, η συντριπτική πλειοψηφία των Βλάχων αποκτά και την ταυτότητα του Έλληνα πολίτη πέρα από αυτή που είχαν ως συστατικά μέλη της Ρωμιοσύνης. Το σύνολο σχεδόν των βλάχικων μητροπόλεων κατά μήκος της Πίνδου, με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως η περίφημη άλλοτε Μοσχόπολη, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της Ελλάδας. Σε αντίθεση με τη δημογραφική εικόνα των Βλάχων στις γύρω Βαλκανικές Χώρες, στη σύγχρονη Ελλάδα οι ορεινοί μητροπολιτικοί οικισμοί όλων των Βλάχων συνυπάρχουν μαζί με ένα μεγάλο πλήθος νεώτερων βλάχικων εγκαταστάσεων στα πεδινά μέρη και τα αστικά, οικονομικά και διοικητικά κέντρα που εκτείνονται από τη Θράκη μέχρι τη Ρούμελη.
Το έργο αυτό με την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία που το χαρακτηρίζει, ανοίγει ένα νέο δρόμο, πολύ ομαλότερο, για την έρευνα γύρω από τους Βλάχους και βοηθά στην ανάπτυξη και την παγίωση μίας επιστημονικής συζήτησης σε χαμηλούς τόνους ηρεμίας και καλής πίστης.
Γιάννης Ζ. Δρόσος
Διευθυντής Ι.Α.Α.
Οι Μητροπόλεις και η διασπορά των Βλάχων
Μελέτες για τους Βλάχους - 2ος τόμος
σκληρό καπάκι 25Χ18 εκ
520 σελίδες, 10 πρωτότυποι έγχρωμοι χάρτες
224 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
Εκδόσεις Ζήτρος - Θεσσαλονίκη 2000
Προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου
Στο δεύτερο αυτό τόμο της ενότητας “Μελέτες για τους Βλάχους” επιχειρείται η καταγραφή των μητροπολιτικών οικισμών των Βλάχων, παράλληλα με τη λεπτομερή εξέταση των εξόδων και της διασποράς τους στη Βαλκανική. Με ορόσημο το 1769, έτος της πρώτης “καταστροφής” της Μοσχόπολης, οι Βλάχοι ξεκινούν την πλέον βεβαιωμένη διασπορά τους από το νότο προς το βορρά. Μεγάλες ή μικρότερες ομάδες εγκαταλείπουν το μητροπολιτικό τους χώρο στη ραχοκοκαλιά της Πίνδου, προς τον ορίζοντα των Βαλκανίων και ακόμη πιο πέρα. Πλημμυρίζουν τα μακεδονικά εδάφη, δημιουργώντας νέους οικισμούς στα ορεινά και παροικίες στις αναπτυσσόμενες πολιτείες. Φτάνουν στις πλαγιές της Ροδόπης, του Δυτικού Αίμου και τις πολιτείες της Βουλγαρίας. Εδραιώνουν εγκαταστάσεις στις πόλεις του Κοσόβου και της Σερβίας. Περνούν το Δούναβη και το Σάβο και ενισχύουν τις ελληνορθόδοξες παροικίες στα εδάφη των Αψβούργων και των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Η εξιστόρηση και η αποτύπωση της πυκνής βλάχικης διασποράς καταδεικνύει το γεγονός πως η ίδια η Ελλάδα αποτελεί την αναμφισβήτητη “Μητρόπολη των Βλάχων”.
Η έρευνα έρχεται να καταρρίψει αρκετά μυθεύματα. Επιβεβαιώνει την άποψη πως στους νεότερους χρόνους οι Βλάχοι δεν αποτελούσαν μία περιθωριακή ομάδα παραδοσιακών ορεσίβιων νομαδοκτηνοτρόφων. Αν και η σχέση τους με την κτηνοτροφία έχει τις ρίζες της στο μεσαίωνα, οι νομαδοκτηνοτρόφοι Βλάχοι αποτελούσαν ένα μόνο μέρος του μωσαϊκού τους Από τις αρχές του 17ου αιώνα και καθώς οι βλάχικοι πληθυσμοί άρχισαν να κάνουν σταδιακά πιο αισθητή την παρουσία τους στο βαλκανικό στερέωμα, παρουσιάζονται τόσο ως παραδοσιακοί ορεσίβιοι νομαδοκτηνοτρόφοι και κατ΄ επέκταση ως ικανότατοι πολεμιστές, όσο και ως αστοί πραματευτάδες και κατ΄ επέκταση ως φορείς οικονομικής και πνευματικής δράσης. Μέσα από αυτές τις σελίδες γίνεται κατανοητό πως το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν των Βλάχων ήταν το πιο σημαντικό και το πλέον καθοριστικό για την ταυτότητά τους.
Σελίδα 3 από 3
Όταν αναζητούμε τους σημαντικότερους βλάχικους οικισμούς ή τις εγκαταστάσεις, η Ηράκλεια Σερρών σπάνια συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στους πλέον προβεβλημένους. Παραμένει μία σχετικά άγνωστη περίπτωση,...
Εις μνήμην του ερευνητή, συγγραφέα και εκπαιδευτικού Αστέριου Κουκούδη, που “έφυγε” σε ηλικία 50 χρονών, στις 27 Φεβρουαρίου 2018, η ιστοσελίδα Πεμπτουσία αναδημοσίευσε μια παλαιότερη συνέντευξή του...
Εισαγωγικά - ιστορικές διευκρινίσεις Ο όρος εθνισμός (ethnicity) (Αγγελόπουλος 1997: 18-25, Williams 1989: 401-444. Barth 1969, Danfort, 1995, Hobsbawm, 1990) προσδιορίζει τις κοινωνικές σχέσεις...
Αν και τα βοσκοτόπια των βόρειων πλαγιών του Βερμίου θα πρέπει να ήταν γνωστά στα φαλκάρια των Αρβανιτόβλαχων που έφτασαν ήδη από τα μέσα του α' μισού του 19ου αιώνα στην ευρύτερη περιοχή, ανάμεσα...
1.1. Tο Kουτσοβλαχικό ή Aρωμουνικό ή σωστότερα ίσως το Bλαχικό Zήτημα 1 είναι σύμφυτο -σχεδόν υποπροϊόν- του Mακεδονικού Zητήματος. Aν και η ονομασία δεν βρίσκει σύμφωνη τη βιβλιογραφία, ωστόσο...
Παρά τα όποια προβλήματα προσαρμογής των πρώτων ημερών της απελευθέρωσης και σε αντίθεση με τους αναμενόμενους φόβους για πράξεις αντεκδικήσεις 1 , πολύ σύντομα, οι ομάδες των ρουμανιζόντων Βλάχων...
Αγαπητά μας παιδία, Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια, δηλαδή ένας ολόκληρος αιώνας, από τότε που η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία απελευθερώθηκαν και εντάχθηκαν μαζί με άλλες περιοχές της πατρίδας μας...
Είναι γνωστό [1] από την ιστοριογραφία περί Βλάχων πως μία σειρά από ιστορικά γεγονότα, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, στάθηκαν αφορμές και αιτίες για τη μαζική διασπορά βλάχικων...
Οι διάφορες μελέτες αναγνωρίζουν το ιστορικό γεγονός πως τα σημερινά βλαχοχώρια και οι εγκαταστάσεις των Βλάχων στην περιοχή του Βερμίου, της Βέροιας και της Νάουσας είναι αποτέλεσμα πληθυσμιακών...
Είναι αλήθεια πως, μέχρι και σήμερα, κυριαρχούν κάποιες ισχυρά στερεότυπες αντιλήψεις περί Βλάχων. Δυστυχώς, είναι πολλοί αυτοί που αγνοούν τις πολλαπλές οικονομικές δραστηριότητες και το εύρος της...
Τα βλαχοχώρια της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας αναπτύχθηκαν στα ορεινά και τις διαβάσεις της περιοχής ως δορυφόροι ενός οικιστικού συστήματος με αναμφισβήτητο μητροπολιτικό κέντρο την περιοχή στη...
Είναι γνωστό πως η παλαιότερη σαφής αναφορά για την παρουσία βλάχικων πληθυσμών στον ελληνικό χώρο και γενικότερα στη νότια Βαλκανική, πολύ κάτω από το Δούναβη, χρονολογείται στα 976. Εκείνη τη...
Όταν αναφερόμαστε στους διάφορους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις, η Ηράκλεια Σερρών σπάνια συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα σε αυτούς. Παραμένει μία από τις πλέον άγνωστες περιπτώσεις. Ωστόσο,...
Τα χρόνια και τα γεγονότα που συνδέονται με την επανάσταση του 1821 αποτέλεσαν μία χρονική και ιστορική καμπή για τη γεωγραφική χωροθέτηση των Αρβανιτόβλαχων στη Βαλκανική. Μέχρι τότε μπορούμε να...
Σταδιακά και από τις αρχές του 19ου αιώνα, η Κατερίνη εξελίχθηκε σε διοικητικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής ανάμεσα στα Πιέρια και τον Όλυμπο. Εκείνη την εποχή, η περιοχή της Πιερίας αποτελούσε...
Η Αστική Σχολή Βαρδαρίου υπήρξε το δεύτερο πρωτοβάθμιο εκπαιδευτήριο για αγόρια που έθεσε σε λειτουργία η ελληνορθόδοξη κοινότητα Θεσσαλονίκης, μετά από αυτό της Κεντρικής Αστικής Σχολής. Το...
Η παρουσία στη Θεσσαλονίκη ενός μικρότερου ή μεγαλύτερου αριθμού ορθόδοξων χριστιανών βλάχικης καταγωγής επιβεβαιώνεται, μέσα από αρχειακές πηγές, καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Στα...
Όταν γύρω στα 1770 ξέσπασε το κίνημα των Ορλωφικών, τα βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου βρίσκονταν σε μία πορεία ανάπτυξης, όπως κι άλλες ορεινές και προνομιούχες, για τα τότε δεδομένα, περιοχές της...
Τις τελευταίες δεκαετίες, μία πληθώρα βιβλίων με αντικείμενο τους Βλάχους και τους Σαρακατσαναίους έχει κατακλίσει τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Ενθαρρυντικό είναι επίσης το γεγονός πως πολλά από αυτά...
Η διασπορά των Βλάχων από την περιοχή του Γράμμου ήταν εξίσου μεγάλη, όσο και αυτή από την περιοχή της Μοσχόπολης. Εξάλλου, και στις δύο περιπτώσεις τα αίτια ήταν τα ίδια, και κυρίως οι προστριβές...
Η βλάχικη διάσταση της Ελλάδας την κάνει πιο «πλούσια και ισχυρή» Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα έκθεση θα παρουσιαστεί στο Νυμφαίο της Φλώρινας από τις 11 ως τις 20 Αυγούστου. Πρόκειται για την έκθεση...
Αγαπητές κυρίες και κύριοι, Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκλησή σας να παραβρεθώ και να συμμετέχω στις εορταστικές εκδηλώσεις της Society Farcarotul για τα εκατό χρόνια από την ίδρυσή της....
Πριν ασχοληθούμε πιο διεξοδικά με το θέμα επιτρέψτε μου να απαντήσω, με έναν έμμεσο τρόπο, σε ένα πολύ βασικό ερώτημα. Ίσως το πιο βασικό και κυρίως για αυτούς που θέλουν να βλέπουν τα πράγματα στην...
1. Οι απαρχές Τα βλάχικα, αν και ποτέ δε συγκρότησαν μια ομογενοποιημένη, κωδικοποιημένη και κοινά αποδεκτή μορφή, είναι σίγουρο πως πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μια λατινογενής ή αλλιώς...
Είναι γνωστό πως ο εθνονυμικός όρος «Βλάχος» και κατ’ επέκταση το παράγωγο τοπωνύμιο «Βλαχία», όπως κι ο επιθετικός προσδιορισμός «βλάχος», είναι όροι πολύ γενικοί. Έχουν υιοθετηθεί και ενσωματωθεί...
Καλησπέρα κυρίες και κύριοι, Απόψε, εδώ στην καρδιά του θεσσαλικού κάμπου, συναντιόμαστε για να γιορτάσουμε και να διασκεδάσουμε, Καραγκούνηδες, Βλάχοι και Σαρακατσαναίοι. Η αντάμωσή μας δε θα...
Με την ευκαιρία αυτής της λαμπρής εκδήλωσης του οργάνωσε ο Πολιτιστικός Συλλόγου Βλάχων Θέρμης και Τριαδίου “Ο Άγιος Νικόλαος” και μας παρουσιάζει ο Σύλλογος Βλάχων Ν. Σερρών “Γεωργάκης Ολύμπιος”,...
Συνεχίζοντας τις δημοσιεύσεις για τις επιστολές διαμαρτυρίας των Βλάχων της Πιερίας για τη δράση της Ρουμανικής Προπαγάνδας κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, παρουσιάζουμε τον κατάλογο των 444...
Για να γίνει καλύτερα κατανοητός ο πολιτισμικός χαρακτήρας των ημινομαδικών βλαχοχωριών των Γρεβενών θα ήταν σωστότερο να γίνει μία ιστορική αναδρομή και μία προσπάθεια εξήγησης για το πως οι Βλάχοι...
Τα Μεγάλα Λιβάδια, μία από τις τελευταίες εξαιρεθείσες και εναπομείναντες κοινότητες της Ελλάδας, υπάγονται στην επαρχία Παιονίας του νομού Κιλκίς. Είναι κτισμένα πάνω στο κεντρικό οροπέδιο του...
Πολλά έχουν γραφτεί γύρω από την ονοματολογία των Βλάχων και είναι μάλλον αναγκαίο να γίνει μία προσπάθεια παρουσίασης των διάφορων ονομάτων με τα οποία είναι γνωστοί οι Βλάχοι. Θα πρέπει να...
1. Παπαγιάννης, Σταύρος Αστερίου, “ Τα Παιδιά της Λύκαινας. Οι “επίγονοι” της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944) ”, Εκδόσεις Σόκολη, Αθήνα 1999. Ο κύριος Παπαγιάννης...
Ο εκμοντερνισμός των πάντων μέσα στις τελευταίες δεκαετίες ίσως δημιουργεί την αίσθηση σε ορισμένους πως οι Βλάχοι δεν πολυενδιαφέρονται για την ιστορία και τις παραδόσεις τους. Και πως με την...
Ο κύριος Αχιλλέας Ανθεμίδης έγραψε ένα βιβλίο 350 σελίδων με τίτλο "Οι Βλάχοι της Ελλάδος", αγνοώντας ή παραγνωρίζοντας ουσιαστικά τους Βλάχους και την ιστορία τους. Μπορεί να μεγάλωσε στην περιοχή...
Είναι γνωστό πως εκτός από τους ίδιους τους Βλάχους υπάρχουν αρκετοί που παρουσιάζονται να ενδιαφέρονται για τα “βλάχικα πράγματα”. Το να ενδιαφέρονται κάποιοι για μας ή να παρουσιάζονται πως...