ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
1.1. Τα βλαχομογλενίτικα χωριά
Σήμερα, (1997), υπάρχουν επτά μογλενίτικα βλαχοχώρια. Στην επαρχία Παιονίας, είναι τα εξής: το Σκρα (στα βλάχικα Λιούμνιτσα ή Λουμνίτσα), η Κούπα και η Κάρπη (στα βλάχικα Τσιρναρεάκα ή Τσερναρέκα). Στην επαρχία Αλμωπίας υπάρχουν: ο Αρχάγγελος (Όσσιανη), η Λαγκαδιά (Λούντζενη ή Λουγκούντσα) και η Περίκλεια (Μπιρισλάβ). Στο γειτονικό έδαφος της π.Γ.Δ.Μ. βρίσκεται η Χούμα ή Ούμα. Στην επαρχία Αλμωπίας, μογλενίτικη βλάχικη καταγωγή είχαν και οι παλαιότεροι κάτοικοι της Νώτιας, γνωστής και ως Νάντα ή Νόντι. Αν και στα 1759 οι παλαιότεροι κάτοικοι της Νώτιας είχαν εξισλαμιστεί, εξακολουθούσαν να μιλούν τα μογλενίτικα βλάχικα μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών, όταν οι περισσότεροι από αυτούς εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Ανατολική Θράκη, στην Τουρκία. Μογλενίτικη βλάχικη καταγωγή φαίνεται πως είχε και ένα τουλάχιστον μέρος των προγόνων των κατοίκων και ορισμένων άλλων χωριών στη γύρω περιοχή. Σε κάποια από αυτά η παλαιότερη παρουσία Βλαχομογλενιτών θα πρέπει να θεωρείται σίγουρη, όπως στην Καστανερή Παιονίας (Μπαραβίτσα, Μπαροβίτσα ή Μπαρόβιστα), στα Τρία Έλατα Αλμωπίας (Λέσκοβα), και στα χωριά Κόνσκο (Konsko) και Σερμενίν (Sermenin) στην π.Γ.Δ.Μ..275 Για κάποια άλλα χωριά, όπως η Γρίβα Παιονίας (Κρόβα, Κρίβα ή Κριβάνι), η Κρώμνη Γιαννιτσών (Κορνισόρ ή Κορνιτσέλοβο) και η Φούστανη Αλμωπίας, υπάρχουν κάποιες ενδείξεις πως ίσως κάποτε κατοικούσαν και σε αυτά κάποιοι Βλαχομογλενίτες που αφομοιώθηκαν. Στην περίπτωση μάλιστα της Κρώμνης, το παλιό της όνομα Κορνισόρ. που στα βλάχικα σημαίνει «μικρή κρανιά», έρχεται να ενισχύσει τις πιθανότητες. Ανάλογες ενδείξεις υπάρχουν και για χωριά στο γειτονικό έδαφος της π.Γ.Δ.Μ., προς την περιοχή του Τίκβες, όπως το χωριό Ράντινα (Radnja) 276, και προς την κοιλάδα του Αξιού, όπως στο χωριό Νεγκόρτσι (Negorci).277
Εκτός από τα επτά βασικά σήμερα βλαχομογλενίτικα χωριά και την παλιά Νώτια, σε όλα τα υπόλοιπα χωριά που αναφέρθηκαν η αφομοίωση των βλαχόφωνων ομάδων ανάμεσα στους γειτονικούς σλαβόφωνους πληθυσμούς σημειώθηκε σταδιακά και συντελέστηκε από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι, το αργότερο, τα πρώτα χρόνια του 20ου. Στην περιοχή των Μογλενών υπάρχουν άλλοι δύο βλάχικοι οικισμοί, τα Μεγάλα Λιβάδια και τα Μικρά Λιβάδια, των οποίων όμως οι κάτοικοι δεν είναι Βλαχομογλενίτες. Τα Μεγάλα και τα Μικρά Λιβάδια είναι ορεινές κοινότητες ημινομάδων Βλάχων που είχαν έρθει, από τα τέλη του 18ου αιώνα και μετά, από τη Γράμμουστα, τη Μοσχόπολη, το Περιβόλι και τη Σαμαρίνα. Σήμερα, ως οικισμός και κοινότητα υπάρχουν μόνο τα Μεγάλα Λιβάδια. Μαζί με τα Βλαχομογλενά θα πρέπει να εξεταστεί και η περίπτωση της βλάχικης εγκατάστασης στη γειτονική πόλη της Γευγελής, καθώς η πόλη αυτή υπήρξε το οικονομικό και διοικητικό κέντρο των Βλάχων των Μογλενών για μία μακρά σειρά δεκαετιών.
275. Βακαλόπουλος, Κ.Α., «Νεώτερη ιστορία της Μακεδονίας», 1986, σελ. 56.
276. AYE 1905, ΑΑΚ/Β Προξενείο Θεσσαλονίκης, Λ.Δ Κορομηλάς προς το επί των Εξωτερικών Β. Υπουργείο, 20 Φεβρουάριου 1905, αρ.πρ. 629.
277. Haciu, Anastase Ν., «Aromanii», Focsani 1936, σελ. 237.
ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
1. Μογλενά
1.1. Γενικά
Για τη βλάχικη θεματολογία, ο γεωγραφικός όρος Μογλενά καλύπτει μία περιοχή δίχως πολύ ξεκάθαρα όρια. Επιπλέον, με το πέρασμα του χρόνου τα όρια αυτά γνώρισαν σημαντική μεταβολή και συρρίκνωση. Σήμερα, τα βλάχικα Μογλενά ή Βλαχομογλενά περιλαμβάνουν το βορειοανατολικό τμήμα της επαρχίας Αλμωπίας, το δυτικό τμήμα της επαρχίας Παιονίας και ένα μικρό μέρος επεκτείνεται βόρεια της συνοριακής γραμμής στο έδαφος της π.Γ.Δ.Μ.. Με τον όρο Μογλενίτες ή Μεγλενίτες Βλάχοι αναφερόμαστε σε μία ιδιαίτερη ομάδα Βλάχων που κατοικούσε και εξακολουθεί να κατοικεί σε αυτή την περιοχή, γύρω από τις πλαγιές του Πάικου και της Τζένας ή Κόζουφ. Το όνομα Μογλενά το συναντούμε από τους βυζαντινούς ακόμη χρόνους, τουλάχιστον από το 1019, ως όνομα γεωγραφικού τμήματος διοίκησης, το οποίο θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε πως ταυτίζεται με τη σημερινή επαρχία Αλμωπίας μαζί με κάποιες από τις όμορες περιοχές. Επίσης το συναντούμε και ως όνομα εκκλησιαστικής επισκοπής, τα όρια της οποίας κάλυπταν μία πολύ πιο διευρυμένη περιοχή.273 Στα πρώτα βυζαντινά χρόνια, η περιοχή ήταν γνωστή με το όνομα Ενωτία. Με την κάθοδο των Σλάβων η περιοχή ονομάστηκε Μέγκλεν, που σε ελεύθερη απόδοση δηλώνει τον «ομιχλώδη τόπο». Αργότερα, το όνομα αυτό ελληνοποιήθηκε και πήρε τη μορφή Μογλενά. Οι Τούρκοι ονόμασαν την περιοχή Καρατζόβα ή Καρατζιόβα και τους κατοίκους Καρατζοβαλήδες. Στα ελληνικά, το τοπωνύμιο Καρατζόβα θα μπορούσε να αποδοθεί ως «Μαυρόκαμπος».274
Οι Βλαχομογλενίτες αυτοπροσδιορίζονται με το όνομα «Βλάου», στον ενικό, και «Βλάς ή Βλάσι», στον πληθυντικό. Είναι προφανές πως οι δύο αυτοί όροι ταυτίζονται με τους όρους Βλάχος και Βλάχοι αντίστοιχα. Αυτός ο αυτοπροσδιοριστικός όρος τους φέρνει σε μία πρώτη αντιδιαστολή με τους υπόλοιπους Βλάχους της Νότιας Βαλκανικής, οι οποίοι στη συντριπτική πλειοψηφία τους χρησιμοποιούν τους αυτοπροσδιοριστικούς όρους «Αρμούνου Αρμούνι». Θα πρέπει, επίσης, να διευκρινιστεί πως οι άνθρωποι που χαρακτηρίζονται ως Μογλενίτες Βλάχοι δε δέχονται τον όρο αυτό με άνεση. Αρχικά, ο όρος Μογλενίτης τους ήταν άγνωστος. Πέρασε στο λεξιλόγιό τους ως νεολογισμός μετά τις ανθρωπολογικές και εθνογραφικές έρευνες στα τέλη του 19ου αιώνα. Το ίδιο άγνωστος ως όρος ήταν και στους γειτονικούς μη μογλενίτικους βλάχικους πληθυσμούς, όπως είναι οι Μεγαλολιβαδιώτες. Μάλιστα οι Μεγαλολιβαδιώτες, οι στενότεροι Βλάχοι γείτονές τους, δεν είχαν κάποιο συλλογικό και ιδιαίτερο όνομα για τους Βλαχομογλενίτες. Τους αποκαλούσαν Ουσινιότς, Τσερναρεκιάνους κ.λπ., ανάλογα με το παλιό όνομα του κάθε βλαχομογλενίτικου χωριού, ενώ οι κάτοικοι των Καλυβιών της Ρόντοβας τους αποκαλούσαν όλους Ουσινιότς, άσχετα από ποιο χωριό προέρχονταν.
273. Θεοχαρίδης, Γεώργιος I., «Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους (285-1354)», Ε.Μ.Σ. 55, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 305-309.
274. Η εκδοχή να αποδίδεται ως «Ελαφότοπος» ή «Ελαφόκαμπος» καταγράφηκε το 1887 από το Β.Δ. Ζώτο Μολοσσό, ο οποίος συσχέτισε το όνομα με κάποια τοπική λαϊκή παράδοση για κάποιο ελάφι που κατέβαινε κάποτε από το Πάικο. Β.Δ. Ζώτος Μολοσσός, «Δρομολόγια της Ελληνικής Χερσονήσου», τεύχος Γ’, Αθήνα 1887, σελ. 322.
ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
1.6. Η Ρουμανική Προπαγάνδα στα Μογλενά
Όπως παρουσιάζεται αναλυτικότερα στα επόμενα κεφάλαια, η εμπειρία των βλαχομογλενίτικων κοινοτήτων σε σχέση με τη ρουμανική προπαγάνδα διέφερε σημαντικά από αυτή που παρατηρείται στους κόλπους των υπόλοιπων βλάχικων κοινοτήτων στη νότια Βαλκανική. Δε θα ήταν διόλου παρακινδυνευμένο να εκφραστεί η άποψη πως τα βλαχοχώρια των Μογλενών και τα βλαχοχώρια του Ολύμπου ή του Ασπροποτάμου αποτελούν τα δύο εκδιαμέτρου αντίθετα άκρα μίας κλίμακας που θα μπορούσε να μετρήσει το βαθμό της επιτυχίας ή της αποτυχίας της προπαγάνδας. Ωστόσο, θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως τα αίτια της όποιας επιτυχίας της προπαγάνδας στα Μογλενά δεν είχαν εθνική υπόσταση. Ήταν αρκετά σημαντική και ιδιαίτερα δυναμική η μερίδα των Βλαχομογλενιτών που αντέδρασε. Τα πραγματικά αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν σε κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά δεδομένα. Είναι γνωστό[1] πως τα πρώτα αξιόλογα βήματα της προπαγάνδας σημειώθηκαν, κυρίως, στα ημινομαδικά βλαχοχώρια των Γρεβενών και τους βλάχικους οικισμούς του Περιστερίου λίγο μετά το 1860. Στις βλάχικες κοινότητες της Πίνδου, αλλά και αλλού, η προπαγάνδα χρειάστηκε αρκετές δεκαετίες μέχρι να ανταμειφθούν οι επίπονες και πολυδάπανες προσπάθειές της, δίχως μάλιστα να παρατηρηθεί καθολική επιτυχία. Σε αντίθεση, αν και στα Μογλενά η ρουμανική προπαγάνδα παρουσιάστηκε αρκετά καθυστερημένα, γύρω στα 1895, σημείωσε ταχύτατη πρόοδο και οι αντιπαραθέσεις που γεννήθηκαν ήταν ίσως οι πλέον σκληρές.
Αν και από τις αρχές τους 19ου αιώνα, οι ευρωπαίοι περιηγητές είχαν ήδη περιγράψει, με αρκετή ίσως έκπληξη, τους Βλάχους της νότιας Βαλκανικής, μέχρι τα τέλη του ίδιου αιώνα, οι κοινότητες των Βλαχομογλενιτών παρέμεναν ουσιαστικά βυθισμένες σε μία απόμερη γωνιά της σχεδόν άγνωστης και παραμελημένης μακεδονικής ενδοχώρας. Ο πρώτος ίσως που τις έβγαλε από την αφάνεια ήταν ο G. Weigand, όταν βρέθηκε έκπληκτος μπροστά στους ανθρώπους που ο ίδιος ονόμασε Βλαχομογλενίτες. Βρήκε ανθρώπους που ήταν βλαχόφωνοι, αλλά ήταν τόσο διαφορετικοί από τους Βλάχους που ήδη είχε γνωρίσει. Η δημογραφική τους δύναμη ήταν μικρή. Οι περισσότεροι από τους οικισμούς τους ήταν ακόμη τσιφλίκια και η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν φτωχοί κολίγοι. Η γη τους ήταν σχετικά γόνιμη και παραγωγική και οι άνθρωποι της ήταν βαθιά ριζωμένοι σε αυτή, δίχως κάποια σοβαρή τάση προς “αστικοποίηση”. Το κυριότερο εμπορεύσιμο είδος που παρήγαγαν ήταν τα κουκούλια μεταξιού. Η κτηνοτροφία τους ήταν οικόσιτη. Το δυναμικό εμπόριο και ακόμη περισσότερο ο βλάχικος νομαδισμός ήταν σχεδόν άγνωστες έννοιες για αυτούς. Επιπλέον, οι Βλαχομογλενίτες βρίσκονταν σε μία στενή συμβίωση με τους σλαβόφωνους χριστιανούς γείτονές τους. Οι σλαβικές επιρροές φαίνεται πως ήταν ισχυρές και ένα σημαντικό μέρος των Βλαχομογλενιτών είχαν από καιρό αφομοιωθεί ή βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο αφομοίωσης από τους σλαβόφωνους. Και ακόμη, ο μεγαλύτερος και πιο αξιόλογος οικισμός τους, η Νώτια, είχε εξισλαμιστεί.[2] Τελικά, ενώ οι υπόλοιποι Βλάχοι δεν άφηναν κανένα περιθώριο, για να τους αγνοήσει κανείς, οι Βλαχομογλενίτες φαίνεται πως μόλις έβγαιναν από το μεσαιωνικό τους λήθαργο.
Όταν στα τέλη του 19ου αιώνα, η βουλγαρική εθνική κίνηση προσπαθεί να επεκτείνει τη δράση της στα μακεδονικά εδάφη, τότε, ίσως για πρώτη φορά, ενδιαφέρθηκαν σοβαρότερα για τους Βλαχομογλενίτες οι ελληνικοί πολιτικοί, εκκλησιαστικοί, διπλωματικοί και εκπαιδευτικοί κύκλοι των ιθυνόντων. Στα 1888 αναφέρεται πως λειτουργούσαν ελληνικά σχολεία στο Σκρα, την Κούπα, τον Αρχάγγελο, την Λαγκαδιά και τα Τρία Έλατα.[3] Στην περίπτωση των Βλαχομογλενιτών, οι Βούλγαροι άρπαξαν την ευκαιρία που τους δόθηκε και έπαιξαν αποτελεσματικά το χαρτί της ρουμανικής προπαγάνδας. Μέσα στην κρίση για την τύχη των μακεδονικών εδαφών, η συνεργασία των βουλγαρικών και των ρουμανικών κύκλων δεν ήταν πουθενά και ποτέ τόσο στενή, όσο στα Μογλενά. Δίχως αυτή τη συνεργασία, η επιτυχία που θα σημείωναν στην περιοχή τόσο οι Βούλγαροι, όσο και Ρουμάνοι, θα ήταν αμφίβολη, ή τουλάχιστον δε θα είχε πάρει τις διαστάσεις που πήρε. Για τη ρουμανική προπαγάνδα, η καλλιέργεια και η ανάπτυξη ερεισμάτων στην περιοχή των Μογλενών κρινόταν ως η πλέον στρατηγική κίνηση. Η αξία της επιτυχίας της εδώ ήταν σημαντικότερη από ό,τι σε άλλες περιοχές των οθωμανικών εδαφών στα Βαλκάνια. Τα Μογλενά βρίσκονταν στη μέση των μακεδονικών επαρχιών, τόσο κοντά στη Θεσσαλονίκη και πάνω ακριβώς στην κεντρική αρτηρία που τη συνέδεε με την Ευρώπη. Οποίος και αν ήταν τελικά αυτός που θα γινόταν κύριος της περιοχής, θα είχε να διαπραγματευτεί κάτι με τη Ρουμανία. Τα Μογλενά θα μπορούσαν να γίνουν το ισχυρότερο διπλωματικό χαρτί της για τις βαλκανικές εξελίξεις. Το όφελος για αυτή κρινόταν ιδιαίτερα σημαντικό, όμως παραμένει άγνωστο αν οι υπεύθυνοι αναλογίζονταν πραγματικά και το μακροπρόθεσμο όφελος των Βλαχομογλενιτών. Τελικά, η βουλγαρική τρομοκρατία από τη μία μεριά, και το άφθονο ρουμανικό χρήμα από την άλλη, έφεραν τα πιο γρήγορα και επιθυμητά αποτελέσματα για την προπαγάνδα από οποιαδήποτε άλλη περίπτωση. Ανάμεσα στους τόσο φτωχούς Βλαχομογλενίτες το ρουμανικό χρήμα βρήκε το πλέον γόνιμο έδαφος για τη σπορά των τότε ρουμανικών απόψεων. Επιπλέον, το ενδιαφέρον που έδειξαν για τους Βλαχομογλενίτες οι κύκλοι της προπαγάνδας θα πρέπει σίγουρα να τους γοήτευσε, και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι γοήτευσε άλλες βλάχικες ομάδες. Αν μάλιστα αναλογιστούμε την προηγούμενη αδιαφορία που είχαν δείξει για αυτούς οι ελληνικοί ιθύνοντες. Όπως και αλλού, με τον περίφημο πια οθωμανικό σουλτανικό “ιραδέ” του 1905, που αναγνώριζε τη δυνατότητα οργάνωσης και ανάπτυξης “βλάχικων κοινοτήτων”, οι τοπικές αντιπολιτευόμενες ομάδες, που είχαν υιοθετήσει τις ρουμανικές θέσεις, άρπαξαν την ευκαιρία να οργανωθούν επίσημα. Μπορούσαν πια να ανταγωνιστούν αποτελεσματικότερα τους τοπικούς πολιτικούς αντιπάλους τους, που εκπροσωπούνταν από τις οικογένειες των παραδοσιακών προκρίτων, οι οποίοι παρέμεναν “γραικομάνοι”. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η αντιπαλότητα πήρε, ίσως, την πιο αιματηρή της διάσταση και η αντίσταση που προέβαλαν οι “γραικομάνοι” Βλαχομογλενίτες ήταν ίσως η πιο δυναμική και η πλέον απεγνωσμένη. Σύμφωνα με έκθεση του Μητροπολίτη Μογλενών Άνθιμου προς το Πατριαρχείο, με ημερομηνία 11 Ιουνίου 1907, από το 1898 μέχρι τα τέλη του 1906, στα 7 βλαχόφωνα χριστιανικά χωριά της μητρόπολης Μογλενών είχαν δολοφονηθεί 45 “γραικομάνοι” πρόκριτοι, αλλά και απλοί τσομπαναραίοι, και είχαν τραυματιστεί άλλοι 20. Οι καταστροφές στα κοπάδια και τις περιουσίες ήταν τεράστιες, ιδιαίτερα των Μεγαλολιβαδιωτών. Τις επιτυχίες της προπαγάνδας τις απέδιδε, εκτός από την τρομοκρατία, στη στενότατη συνεργασία Βουλγάρων και Ρουμάνων και στο άφθονο ρουμανικό χρήμα.[4] Ο κύκλος του αίματος δίχασε ανεπανόρθωτα τις βλάχικες κοινότητες των Μογλενών και δύσκολα ξεχάστηκε μετά το 1912. Επιπλέον, οι τοπικές ρουμανικές κοινότητες μπόρεσαν να επανασυσταθούν βάση της Συνθήκης του Βουκουρεστίου.
Μία από τις δραματικότερες αναλύσεις των βιωμάτων των Βλάχων των Μογλενών καταγράφηκε σε μία έκθεση με ημερομηνία 31 Ιουλίου 1913. Ο Αρχιερατικός Επίτροπος περιφερείας Γευγελής Μ. Οικ. Ιωακείμ Ανανιάδης έγραψε προς τον τότε Γενικό Διοικητή Μακεδονίας κύριο Στέφανο Δραγούμη:
“Η περιφέρεια ημών μεταξύ άλλων αριθμεί και επτά ρουμανίζοντα χωριά, την Λούμνιτσαν, την Οσσιάνην, την Κούπα, τα Λειβάδια, την Χούμαν, το Βερισλάβ και Λούγκουντσαν, ων οι κάτοικοι ρουμουνόφωνοι υπαγόμενοι αρχήθεν εκκλησιαστικώς εις την επαρχίαν Μογλενών. Ο ρουμουνισμός εις τας ρουμανικάς των ειρημένων χωρίων κοινότητας εισήχθει το 1894 και βαθμηδόν αυξανόμεναι αι ειρημέναι κοινότητες πρωτοστατούντων των ιερέων, των διδασκάλων και άλλων μισθάνδρων οργάνων της ρουμουνικής προπαγάνδας ήρχισαν τη βοηθεία των επιτοπίων αρχών να διεκδικώσι σχολεία και εκκλησίαι ελληνικάς. Από το 1906, επί Χιλμή Πασιά, ότε ο ρουμουνισμός της περιφερείας έλαβε μεγαλύτεραν έντασιν, μετά δε την ανακήρυξιν του συντάγματος επί Νεοτούρκων, αφού υπέστη τραχείαν ύφεσιν και πάλιν το 1909 και 1910 έλαβε δύναμιν και νεύρα. Δι ών συνεργεία των νεοτουρκικών οργάνων ήγειρεν εξοντωτικόν αγώνα κατά του ελληνισμού. Οι ρουμούνοι χωρικοί, συνεπεία της μακκιαβελικής πολιτικής των ιθυνόντων, του αφθόνης εισρεύσαντος ρουμουνικού χρήματος και της αναπτιχθείσης αφαντάστου λύσσης των οργάνων, εφανατήσθησαν εντός ολίγου τόσον, ώστε είχον υπερβή κατά το μίσος και την αγριότητα και τα διαπραττόμενα υπό αυτών όργια και φόνους κατά των ημετέρων, των εμμενόντων εις τα πάτρια εις τα ειρημένα χωριά και αυτούς τους Βούλγαρους. Ώστε μέχρι της οριστικής εγκαταστάσεως, εις τα μέρη ταύτα, του στρατού ημών, προ μηνών, δεν ήθελον να ακούωσιν όνομα ελληνικόν. Επροτίμων δε, ως έλεγον απροκαλύπτως, Τούρκοι να γείνωσι παρά Έλληνες.
Ως εκ τούτου οι φανατικώτεροι μεταξύ αυτών ρουμουνίζοντες, ιδίως των χωρίων Όσσιανης, Λουβνίτσης, Χούμας και Λουγούντσης προθύμως υπεστήριξαν κατά διαφόρους περιστάσεις αλληλοδιαδόχως πάσαν κίνησιν καθ' ημών στρεφομένης, βουλγαρικών και τουρκικών συμμοριών. Προκαλούντες και διεγείροντες, διά ραδιουργιών και διαβολήν και παντοίων τρόπων την καθ' ημών μηνών αυτών. Προθύμος καταδόται εις τας Τουρκικάς Αρχάς και των αθωοτέρων πράξεων και ενεργειών των ημετέρων. Μηχανορράφοι δε και δολοπλόκοι αίσχιστοι, κατά πάσης πνευματικής και εθνικής Αρχής, ως συνέβη εν παραδείγματι το 1910, κατά την σύλληψιν και την εγκάθειρξιν του Αρχιερατικού Επιτρόπου Αρχιμανδρίτου Αλεξάνδρου Βασιλειάδου. Μετά τας επιτυχίας του βαλκανοτουρκικού πολέμου, καίτοι τα μέρη αυτών κατελήφθησαν, πρώτον υπό του Ελληνικού Στρατού, ούτοι εξ αντιζηλίας και φθόνου, προσεκάλουν εις βοήθειαν αυτών, ως δήθεν εν κινδύνω ευρισκομένων, άλλοτε μεν βουλγαρικόν, τελευταίος δε και σερβικόν στρατόν, μεθ' ων ειργάζοντο. Παρέχοντες διάφορα πράγματα εις ημετέρους, σπείροντες ζιζάνια μεταξύ Ελλήνων και Σέρβων στρατιωτών δι' ευνόητους σκοπούς, εκμεταλλευόμενοι τα ληστρικά και κακόβουλα ένστικτα των Βουλγάρων στρατιωτών προς σύλληψιν και κακοποίησιν Ελλήνων ιερέων. Ως συνέβη εν Οσσιάνη, εις τον ηγούμενων της μονής Αρχαγγέλου Αρχιμανδρίτη Μεθόδιον, κατά Νοέμβριον παρελθόντος έτους, εις τον ιερέα και δάσκαλον Παπαναστάσιον της Κούπας, κατά Μάιον παρόντος έτους.
Μετά δε την οριστικήν πλεόν στρατιωτική κατοχήν των χωρίων τούτων, αποσυρθέντων των Σέρβων, οι ρουμανίζοντες των ειρημένων χωρίων, βαρέως φέροντες την τοιαύτην τροπήν ειργάζοντο υπούλως κατά του καθεστώτος. Διατελούντες εν μηστική συνεννοήσιν μετά των Βουλγάρων Γευγελής, μεθ' ων διά των οργάνων αύτων εγκατεστημένων εν Γευγελή: Πέτρο Γιόφι, Ναούμ Νικολάου και Γεωργίου Λιόκκου, αδιαλείπτως ευρίσκοντο εις συνεργασίαν και σχέσεις κομιτατζηδιστικάς. Εσχάτως δε, μετά τας τελευταίας εχθροπραξίας και εισήλασιν του βουλγαρικού στρατού εις Γευγελήν, ως διά συνθήματος εσηκώθησαν, εν προμεμελέτημένω σχέδιω, ένοπλοι και διηυκόλυναν την προέλασιν των Βουλγάρων κομιτατζήδων εις τα χωρία ταύτα, χρησιμεύσαντες όργανα αι οδηγοί των κινήσεων αυτών. Αναγκάσαντες διά τούτων, την εκ των τόπων αυτών εκτόπισιν και απομάκρυνσιν των λόχων κατοχής. Εν Λουβνίτση δε κρεουργήσαντες τον ατυχή διδάσκαλον Χαράλαμπον Γκαρτζιάν, ελθόντα εκείσε εκ Λειβαδίου, μετά την απομάκρισιν του στρατού μας.
Ότι δε ταύτα ούτω συνέβησαν μαρτυρούσιν οι αριθμοί του προσεπισυνημμένου καταλόγου των ενεχόντων εις την βουλγαρικήν επαναστατικήν οργάνωσιν και των φυγόντων μετά των Βουλγάρων κομιτατζίδων, μετά την ανάκτησιν των ειρημένων χωρίων υπό του Ελληνικού Στρατού.
Επί τούτου, μετά βαθυτάτου σεβασμού διατελώ προθυμότατος.
Γευγελή 31 Ιουλίου 1913.”[5]
Στη συνέχεια ακολουθεί ένας μακρής κατάλογος με τα ονόματα και τις πράξεις όλων εκείνων που συμμετείχαν στα διαδραματιζόμενα γεγονότα. Τελικά, με αυτά τα επεισόδια ίσως σκοτώθηκαν και κακοποιήθηκαν αρκετοί ρουμανίζοντες. Κάποιοι ακολούθησαν την οπισθοχώρηση των Βουλγάρων και άλλοι αμνηστεύτηκαν και γύρισαν στα χωριά τους.[6]
Κατά τη διάρκεια των μαχών του Μακεδονικού Μετώπου του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, τα βλαχομογλενίτικα χωριά, εκτός της Κάρπης, καταστράφηκαν ολοκληρωτικά και οι κάτοικοί τους σκόρπισαν για δύο και πλέον χρόνια. Άλλοι βρέθηκαν εκτοπισμένοι στα εδάφη της Βουλγαρίας και της Σερβίας και άλλοι στα χωριά των Γιαννιτσών, της Νάουσας και τα χωριά δυτικά της Θεσσαλονίκης. Αν αναλογιστούμε τις δολοφονίες, τις καταστροφές και τον οικονομικό μαρασμό μέχρι το 1913, οι καταστροφές του 1916-18 και η επιδημία της ισπανικής γρίπης που ακολούθησε εξουθένωσαν τους Βλαχομογλενίτες τόσο δημογραφικά, όσο και οικονομικά. Το κράτος δεν ήταν σε θέση να παρέχει ουσιαστική βοήθεια, ασφάλεια και εκπαίδευση. Μπροστά σε αυτή την αδυναμία ή την αδιαφορία των ελληνικών αρχών, από το 1920 και μετά σημειώθηκαν σοβαρές προσπάθειες για την ανάπτυξη και πάλι των ρουμανικών κοινοτήτων και των ρουμανικών σχολείων, βάση της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1913.
Ωστόσο, με το πρώτο κύμα των γνωστών εξόδων για τη Ρουμανία στα 1926, αλλά και αργότερα κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου μέχρι περίπου το 1935, έφυγαν εκείνες οι οικογένειες που είχαν συνεργαστεί στενότερα με τη ρουμανική κίνηση, αλλά και αρκετές από τις εξαθλιωμένες οικονομικά οικογένειες, οι οποίες πίστεψαν στις υποσχέσεις για μία καλύτερη τύχη στη Ρουμανία. Η έξοδος των Βλαχομογλενιτών για τη Ρουμανία πήρε τη μεγαλύτερη διάσταση από οποιαδήποτε άλλη βλάχικη ομάδα στην Ελλάδα, δίχως βέβαια να παρατηρηθεί συλλογική έξοδος από κάποιο χωριό. Ο αριθμός αυτών των μεταναστών παραμένει άγνωστος, αν και μία επισφαλής εκτίμηση θα μπορούσε να τον προσδιορίσει κάπου γύρω στις 350 μέχρι το πολύ 450 οικογένειες. Στην περίπτωση των Βλαχομογλενιτών, η έξοδός τους ήταν περισσότερο ένα αποτέλεσμα της βίας και της εξαθλίωσης και σίγουρα δεν είχε εθνική υπόσταση, αν αναλογιστούμε τους φερόμενους ως “γραικομάνους” που παρέμειναν στις εστίες τους. Οι περισσότερες, αν όχι όλες οι οικογένειες που έφυγαν για τη Ρουμανία βρέθηκαν αρχικά να συμμετέχουν στο εποικισμό της Νότιας Δοβρουτσάς. Ωστόσο, τα προβλήματά τους δεν έληξαν εκεί. Όταν μετά το 1940, η Ρουμανία αναγκάστηκε να επιστρέψει την περιοχή αυτή στη Βουλγαρία, οι Βλαχομογλενίτες έποικοι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν και πάλι και οι περισσότεροι βρέθηκαν συγκεντρωμένοι κυρίως στην πόλη Cerna και τη γύρω περιοχή, του νομού της Τulcea, στα βόρεια της επαρχίας της Δοβρουτσάς, κοντά στο δέλτα του Δούναβη, αλλά και σε άλλα μέρη της ίδιας επαρχίας. Ένας μικρός αριθμός οικογενειών εγκαταστάθηκε εξελικτικά και στις επαρχίες του Banat και της Μuntenia.
Πρόσφυγες, και μάλιστα ποντιακής καταγωγής, εγκαταστάθηκαν στη Νώτια, την Περίκλεια και την Λαγκαδιά και οι τελευταίοι μουσουλμάνοι Βλάχοι της Νώτιας έφυγαν για την Τουρκία το 1924. Στη Λαγκαδιά, η συνοίκηση δεν ευνόησε τελικά, ούτε τους γηγενείς, ούτε τους πρόσφυγες. Το τέλος της όποιας ρουμανικής κίνησης έσβησε οριστικά μετά το 1944-45 και την περίοδο του Εμφυλίου. Με το τέλος του Εμφυλίου σημειώνεται μία ακόμη ομαδική έξοδος από τα βλαχομογλενίτικα χωριά, καθώς αρκετές οικογένειες ακολούθησαν τη συλλογικότερη έξοδο των ηττημένων προς τις τότε σοσιαλιστικές χώρες. Τελικά, για 40 και πλέον χρόνια, οι καθηλωμένοι στη γη τους Βλαχομογλενίτες, υπέφεραν συνεχείς καταστροφές, μεγαλύτερες από οποιαδήποτε άλλη βλάχικη ομάδα. Αν προσθέσουμε και τις καταστροφές της Κατοχής και του Εμφυλίου, οι περισσότεροι από τους Βλαχομογλενίτες βρέθηκαν μπροστά στην εικόνα των καταστραμμένων σπιτιών τους τουλάχιστον τρεις φορές. Οι προπαγάνδες και οι εθνικισμοί άφησαν πίσω τους πικρές μνήμες, όσες ίσως η άγνοια και η αμέλεια των ιθυνόντων.
ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
1.3. Η σύσταση των βλαχοχωριών του Ολύμπου. Οι Οθωμανικοί Χρόνοι
1.4. Η παλαιότερη έκταση των βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων στην περιοχή του Ολύμπου
1.3. Η σύσταση των βλαχοχωριών του Ολύμπου. Οι Οθωμανικοί Χρόνοι
Οι Οθωμανοί Τούρκοι έκαναν την πρώτη εμφάνισή τους στη Θεσσαλία στα 1393. Επέστρεψαν πολύ πιο δυναμικά στα 1423 και εδραίωσαν σταδιακά την κυριαρχίας τους, ξεκινώντας από τα οχυρά και τα διοικητικά κέντρα των πεδινών περιοχών. Η αντιπαράθεσή τους με τους χριστιανούς, οι οποίοι από την αρχική ακόμη φάση της οθωμανικής κυριαρχίας βρίσκονταν αποτραβηγμένοι στις ημιορεινές και ορεινές περιοχές του Ολύμπου, φαίνεται πως προβλημάτισε σοβαρά τους Οθωμανούς. Έτσι στα 1425, ο “στρατηγός” των Οθωμανών στη Θεσσαλία Τουρχάν φέρεται να εισηγήθηκε στο σουλτάνο Μουράτ Β' την παραχώρηση ή την αναγνώριση κάποιων προνομίων στους ανυπότακτους κατοίκους των ορεινών περιοχών του Ολύμπου. Το βασικό προνόμιο φαίνεται πως ήταν η δυνατότητα διατήρησης μίας ένοπλης πολιτοφυλακής. Το γεγονός αυτό πιθανότατα σημαίνει πως οι Οθωμανοί αναγνώριζαν κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας στους χριστιανούς κατοίκους των οικισμών γύρω από το Όλυμπο, είτε ελληνόφωνους, είτε βλαχόφωνους. Η παρουσία ένοπλης πολιτοφυλακής θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα προδρομικό στάδιο των αρματολικίων της περιοχής του Ολύμπου. Μέσα από αυτά τα γεγονότα ενισχύεται η άποψη πως τα αρματολίκια και οι αρματολοί ήταν θεσμοί που βρήκαν οι Οθωμανοί και οι οποίοι πήραν μεγαλύτερη διάσταση την περίοδο της κυριαρχίας τους.[1]
Όπως ήδη έχουμε αναφέρει η εμφάνιση των Οθωμανών και η εποίκηση των πεδινών περιοχών και των αστικών κέντρων από αυτούς είχε ως αποτέλεσμα την ώθηση των χριστιανικών πληθυσμών προς τις ημιορεινές και ορεινές περιοχές.[2] Ο βλάχικος πληθυσμός που, στα τέλη του 15ου και της αρχές του 16ου αιώνα, μαρτυρείτε από οθωμανικές πηγές να υπάρχει ακόμη στα πεδινά της Θεσσαλίας, όπως στο Δαμάσι κοντά στην Ελασσόνα), θα πρέπει να ενίσχυσε όχι μόνο τις βλάχικες εγκαταστάσεις της Βόρειας Πίνδου, αλλά και αυτές της περιοχής του Ολύμπου. Παραδόσεις από το Βλαχολίβαδο, αλλά και καταγραφές του G. Weigand αναφέρουν πως το χωριό είναι η οικιστική εξέλιξη της συγκέντρωσης για λόγους ασφάλειας των κατοίκων 16 περίπου μικρών οικισμών που βρίσκονταν άλλοτε σκορπισμένοι στις γύρω ορεινές και πεδινές περιοχές. Δε μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το πότε ακριβώς έγινε αυτή η συνοίκηση στο Βλαχολίβαδο, αν και θα πρέπει να θεωρηθεί μία διαδικασία που κράτησε αρκετό χρονικό διάστημα, (από τα τέλη 15ου αι.), και ίσως το μεγαλύτερο μέρος της είχε συντελεστεί πριν την άφιξη των Βλάχων και μη προσφύγων από την περιοχή της Πίνδου, κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα. Θα πρέπει επίσης να θεωρηθεί σίγουρο πως η δημιουργία τους και η σταδιακή ανάπτυξή τους σημειώθηκε παράλληλα με την ανάπτυξη του θεσμού των ισχυρών τοπικών αρματολικίων.
Επιπλέον, η διαδικασία της ανάπτυξής τους δε διέφερε ουσιαστικά από την αντίστοιχη που γέννησε τους γειτονικούς γκραίκικους οικισμούς γύρω από τον Όλυμπο και τα Πιέρια. Η μοίρα τους ήταν κοινή τόσο στις περιόδους ακμής όσο και στις δύσκολες περιόδους, καθώς φαίνεται να αποτελούσαν μία συλλογικότερη ομάδα ορεινών χριστιανικών οικισμών, άσχετη της γλωσσικής κατάστασης του κάθε χωριού. Ιδιαίτερα συγκρίσιμη είναι η περίπτωση της οικιστικής δημιουργίας και της δημογραφικής εξέλιξης του Καταφυγίου, ενός ελληνόφωνου οικισμού στις πλαγιές των Πιερίων σε ύψος 1.400 μέτρων. Σύμφωνα με ισχυρές παραδόσεις και καταγραφές η οικιστική απαρχή του Καταφυγίου ξεκίνησε από τους γειτονικούς οικισμούς Ποδάρι και Γράτσιανη. Η Γράτσιανη, με το πιθανότατα λατινικής προελεύσεως όνομα και ένα κάποιο ρωμαϊκό παρελθόν, βρίσκονταν σε χαμηλότερο υψόμετρο και το Ποδάρι δίπλα σχεδόν στην κοίτη του Αλιάκμονα σε μία ακόμη πιο ευάλωτη τοποθεσία. Οι δύο αυτοί μικροί οικισμοί, που ίσως και να ταυτίζονταν, παρουσιάζονται να δέχτηκαν κύματα προσφύγων - μετοίκων λίγο μετά τις επαναστατικές κινήσεις του 1600 και 1611. Οι ετερόκλητες ομάδες των προσφύγων που κατέφυγαν εδώ προέρχονταν από διάφορες περιοχές της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Ρούμελης και ήταν πιθανότατα ανάλογης προέλευσης με τους πρόσφυγες που την ίδια περίοδο αναζήτησαν ασφάλεια και προοπτική στην Κοζάνη, στη Σιάτιστα, αλλά και στα σημερινά βλαχοχώρια της περιοχής του Ολύμπου. Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσουμε πως ανάμεσά τους υπήρχε και ένας απροσδιόριστος αριθμός βλαχόφωνων οικογενειών που μάλλον αφομοιώθηκαν ανάμεσα στους πολυπληθέστερους ελληνόφωνους. Ωστόσο πολύ σύντομα, λόγω των καταπιέσεων και της ανασφάλειας, τόσο οι γηγενείς, όσο και οι μέτοικοι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν σε μεγαλύτερο υψόμετρο στις πλαγιές των Πιερίων και να δημιουργήσουν τον οικισμό του Καταφυγίου. Η μετακίνηση αυτή χρονολογείται γύρω στα 1700, καθώς η πρώτη εκκλησία του χωριού φέρεται να κτίστηκε γύρω στα 1712 με 1718. Σταδιακά οι Καταφυγιώτες ανέπτυξαν μία ανάλογη με τα γειτονικά βλαχοχώρια οικονομία (κτηνοτροφία και υλοτομία) και στις αρχές του 20ου αιώνα το χωριό τους έφτανε να συγκεντρώνει 600 οικογένειες.[3]
Η απόσταση που χωρίζει τα βλαχοχώρια του Ολύμπου από τον κεντρικό κορμό των βλάχικων εγκαταστάσεων στην Πίνδο δε σημαίνει πως η εξέλιξή τους διαφοροποιήθηκε κατά πολύ. Μπορεί στα βλάχικα του Ολύμπου να παρατηρείται μία μεγαλύτερη επιρροή της ελληνικής γλώσσας, ωστόσο η ζωή των κατοίκων, η δομή των οικισμών, η οικονομία, ο πολιτισμός και η γενικότερη εξέλιξη τους παρέμειναν ανάλογα χαρακτηριστικά στοιχεία με τα αντίστοιχα των βλαχοχωριών της Πίνδου και ιδιαίτερα των βλαχοχωριών του Ασπροποτάμου και του Μαλακασίου. Όπως ήδη έχει αναφερθεί και όπως θα εξεταστεί αναλυτικότερα, οι πληθυσμιακές έξοδοι από τα βλαχοχώρια της Πίνδου ενίσχυσαν σημαντικά το παλαιότερο βλάχικο πληθυσμιακό στοιχείο της περιοχής του Ολύμπου και βοήθησαν στην τελική διαμόρφωση του οικιστικού δικτύου των βλαχοχωριών του Ολύμπου. Σύμφωνα και με τις επισημάνσεις του Κ. Κρυστάλλη, οι ομοιότητες ανάμεσα στα ονόματα, τη γλώσσα, την προφορά, τα ήθη και έθιμα των Βλάχων της περιοχής του Ολύμπου και της Πίνδου είναι ενισχυτικά στοιχεία μίας συνεχούς επαφής και των αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στις δύο ομάδες και μάλλον επιβεβαιώνουν τη μετακίνηση βλάχικων πληθυσμών από την Πίνδο, προς τους βλάχικους οικισμούς που προϋπήρχαν στην περιοχή του Ολύμπου.[4] Αν μάλιστα αναλογιστούμε πως οι ετήσιες εποχιακές μετακινήσεις των ημινομάδων κτηνοτρόφων, ιδιαίτερα από τα βλαχοχώρια της Βόρειας Πίνδου - Γρεβενών, τους έφερναν κάθε χρόνο στους πρόποδες του Ολύμπου, στα χωριά και τα χειμαδιά της Ελασσόνας και της Ποταμιάς, μπορούμε να κατανοήσουμε αυτή τη συνεχή και αδιάκοπη επαφή.[5]
1.4. Η παλαιότερη έκταση των βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων στην περιοχή του Ολύμπου
Στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου, την περίοδο των μεγάλων πολεμικών αντιπαραθέσεων ανάμεσα στους αρματολούς του Ολύμπου, από τη μία μεριά, και τους Τουρκαλβανούς και τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, από την άλλη, θα πρέπει να αναζητηθεί η μερική συρρίκνωση του αριθμού των βλάχικων εγκαταστάσεων στην περιοχή του Ολύμπου. Ως πρώην βλάχικες εγκαταστάσεις αναφέρονται τα χωριά Άγιος Δημήτριος και Βροντού της Πιερίας και το Πύθιο της Ελασσόνας.[6] Η διαδικασία της εξαφάνισης των Βλάχων, που πιθανά κατοικούσαν σε αυτά τα χωριά, θα πρέπει ίσως να ήταν ανάλογη με αυτή που, όπως θα εξετάσουμε, μετέτρεψε και τη Μηλιά σε ελληνόφωνο οικισμό, στις πρώτες πια δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ίσως όμως σε αυτά τα χωριά να σημειώθηκε συνοίκηση Βλάχων και Γκραίκων αρκετά νωρίς, με αποτέλεσμα την αφομοίωση των Βλάχων, όπως πολύ πιθανά συνέβη στην περίπτωση του Καταφυγίου.
Το χωριό Άγιος Δημήτριος ή Σαμέντρου, όπως είναι γνωστό στους Βλάχους των χωριών του Ολύμπου, βρίσκεται στα στενά της Πέτρας, από όπου περνά ο ορεινός δρόμους που ενώνει τη Θεσσαλία με την Κεντρική Μακεδονία. Εδώ και αρκετές γενιές οι κάτοικοί του παρουσιάζονται να είναι αποκλειστικά ελληνόφωνοι, αν και σύμφωνα με παραδόσεις ανάμεσά τους υπάρχουν και οικογένειες αρβανίτικης καταγωγής. Οι Αρβανίτες αυτοί βρέθηκαν εγκατεστημένοι εδώ ως εξειδικευμένοι κτίστες στα τέλη του 19ου αιώνα, προερχόμενοι από χωριά της Βορείου Ηπείρου. Oικογένειες της ίδιας προέλευσης αναφέρονται να εγκαταστάθηκαν και στα χωριά Μηλιά, Λόφος και Βροντού της Πιερίας. Όσο για τη βλάχικη καταγωγή ορισμένων από τους παλαιότερους κατοίκους ενδεικτικό στοιχείο ίσως αποτελούν οι επιγαμίες που αναπτύχθηκαν ανάμεσα σε οικογένειες αρματολών του Ολύμπου. Ο πρωταρματολός Έξαρχος Γιάννης Λάζος παντρεύτηκε στα 1795 την Ευανθία, κόρη του Γεώργιου Τσιρογιάννη, προύχοντα του Αγίου Δημητρίου. Η αδελφή του Βασιλική παντρεύτηκε επίσης στον Άγιο Δημήτριο κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας των Τσιρογιανναίων.[7] Οι Λαζαίοι με καταγωγή από τη Φτέρη αναγνωρίζονται ως Βλάχοι και οι σχέσεις επιγαμίας που ανέπτυξαν με τους προύχοντες Τσιρογιανναίους του Αγίου Δημητρίου φαίνεται να δηλώνουν την πιθανή βλάχικη καταγωγή τουλάχιστον ορισμένων από τους παλαιότερους κατοίκους του χωριού. Αν όμως οι Τσιρογιανναίοι ήταν Γκραίκοι και όχι Βλάχοι τότε οι επιγαμίες τους με τους Λαζαίους μαρτυρούν μία παλιά και φυσική τάση αφομοίωσης ανάμεσα στους ελληνόφωνους και τους βλαχόφωνους πληθυσμούς του Ολύμπου.
Στις περιπτώσεις της Βροντού και του Πύθιου ή Σέλλους είναι αρκετά πιθανό να υπήρχαν άλλοτε Βλάχοι ανάμεσα στους παλαιότερους κατοίκους τους, σίγουρα όμως μαζί με πολυπληθέστερους Γκραίκους. Το 1863 ο Γερμανός Barth αναφέρει τη Βροντού μεταξύ των βλαχοχωριών του Ολύμπου, αν και στα νεότερα χρόνια το χωριό αναγνωρίζεται ως ελληνόφωνος οικισμός. Οι Βλάχοι που προκάλεσαν αυτή την επισήμανση του Barth, είτε χάθηκαν ανάμεσα στους πλειοψηφούντες ελληνόφωνους κατοίκους του χωριού, είτε ήταν Κοκκινοπλίτες, καθώς σύμφωνα με παραδόσεις κάποια ομάδα των κατοίκων του Κοκκινοπλού συνήθιζε να κατεβαίνει στη Βροντού και να περνά τους χειμώνες εκεί.[8] Όσο για το Πύθιο χαρακτηριστική είναι η αναφορά σε ελληνικό προξενικό έγγραφο του 1900, όπου επισημαίνεται η ύπαρξη 20 βλάχικων οικογενειών ανάμεσα στους κατοίκους του.[9] Ωστόσο, ισχυρές μέχρι και σήμερα παραδόσεις τόσο στο Πύθιο, όσο και στο γειτονικό Κοκκινοπλό χαρακτηρίζουν με σαφήνεια το Πύθιο ως γκραίκικο χωριό. Η σημερινή παρουσία κατοίκων βλάχικης καταγωγής στο Πύθιο παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της εγκατάστασης βλάχικων οικογενειών, και κυρίως από τον Κοκκινοπλό, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, αλλά και ως αποτέλεσμα των επιγαμιών που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους Ολύμπιους Βλάχους και τους Γκραίκους γείτονές τους.[10] Ίσως τελικά μέσα στις πληθυσμιακές ανακατατάξεις, που σημειώθηκαν στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου, να χάθηκαν ή να αφομοιώθηκαν κάποιοι βλάχικοι πληθυσμοί ανάμεσα στους πολυπληθέστερους ελληνόφωνους κατοίκους της περιοχής του Ολύμπου. Από την άλλη όμως μεριά, οι εξελίξεις του 19ου και του 20ου αιώνα είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία και την παγίωση κάποιων νεότερων βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων, όπως η Καρίτσα Πιερίας, το Δίο, ο Άγιος Σπυρίδωνας, η Πέτρα και τα Καλύβια Ελασσόνας.
Οι Ολύμπιοι Βλάχοι και τα Βλαχομογλενά
Μελέτες για τους Βλάχους - 3ος τόμος
σκληρό καπάκι 25Χ18 εκ
408 σελίδες, 3 πρωτότυποι έγχρωμοι χάρτες
177 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
Εκδόσεις Ζήτρος - Θεσσαλονίκη 2001
Προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου
Χάρτες
Χάρτες
1. Οι Ολύμπιοι Βλάχοι, 1900-1912
2. Οι Μογλενίτες Βλάχοι, 1900-1912
3. Η διασπορά των Μεγαλολιβαδιωτών
Οι Ολύμπιοι Βλάχοι και τα Βλαχομογλενά
Μελέτες για τους Βλάχους - 3ος τόμος
σκληρό καπάκι 25Χ18 εκ
408 σελίδες, 3 πρωτότυποι έγχρωμοι χάρτες
177 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
Εκδόσεις Ζήτρος - Θεσσαλονίκη 2001
Προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
του Καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου,
Διευθυντή του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης
Μελέτες για τους Βλάχους Γ`,
Οι Ολύμπιοι Βλάχοι και τα Βλαχομογενά
Στον τρίτο τόμο της ενότητας “Μελέτες για τους Βλάχους” επιχειρείται μία αναλυτικότερη καταγραφή της ιστορικής εξέλιξης των βλάχικων πληθυσμών, των οικισμών και των εγκαταστάσεών τους στις περιοχές του Ολύμπου και των Μογλενών. Οι βλάχικοι οικισμοί και οι πληθυσμοί αυτών των δύο περιοχών αποτελούν μητροπολιτικές ομάδες που όμως αναπτύχθηκαν σε κάποια απόσταση από τον κύριο όγκο των βλάχικων μητροπόλεων κατά μήκος της Πίνδου. Υπήρξαν περιοχές συρροής της βλάχικης διασποράς και με τη σειράς τους αποτέλεσαν αφετηρίες νέων εγκαταστάσεων. Ωστόσο, οι δύο αυτές μητροπολιτικές ομάδες, με βεβαιωμένες ρίζες, το αργότερο, στους μεσαιωνικούς χρόνους, παρουσιάζουν σημαντικότατες διαφορές μεταξύ τους. Ανάμεσά τους συναντούμε όλους τους τύπους τους βλάχικων εγκαταστάσεων. Καταγράφονται εγκαταστάσεις εδραίες και νομαδικές, ημινομαδικές και αγροτικές, ημιαστικές και αστικές, παράλληλα με την εκδήλωση όλων των δυνατών ιδεολογικών προσανατολισμών. Η ταυτόχρονη παρουσίας τους στο παρόντα τόμο αποσκοπεί στην έκθεση του πολυσύνθετου βλάχικου μωσαϊκού και της εξέλιξής του. Η επέκταση μίας ανάλογης αναλυτικής καταγραφής και μελέτης και σε άλλες μητροπολιτικές γεωγραφικές περιφέρειες μπορεί να προσέφερε περισσότερα στοιχεία για τους διάφορους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις όμως δε θα άλλαζε κατά πολύ τα βασικά συμπεράσματα. Αν μάλιστα η αναλυτικότερη εξέταση των βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων επεκτείνονταν προς την Ήπειρο και τη Θεσσαλία τότε θα ενισχύονταν ακόμη περισσότερο η θεμελιώδης άποψη για την ελληνική διάσταση της ταυτότητας των Βλάχων.
Οι Ολύμπιοι Βλάχοι δε διαφοροποιούνται από αυτούς της Πίνδου, ενώ για τους Μογλενίτες Βλάχους υπάρχουν στοιχεία και ενδείξεις, πως παρά τη διαχρονική παρουσία βλάχικων πληθυσμών στην Κεντρική Μακεδονίας, ίσως έχουν εν μέρη διαφορετικές καταβολές και έχουν δεχτεί επιρροές διαφορετικές από ό,τι οι υπόλοιποι βλαχόφωνοι της Νότιας Βαλκανικής. Οι Ολύμπιοι Βλάχοι ακολούθησαν πιστά τα γνωστά βλάχικα πρότυπα, πρωταγωνιστώντας στην ανάπτυξη και τη δράση των αρματολικίων, όπως και στις επακόλουθες επαναστατικές και απελευθερωτικές κινήσεις του νεότερου ελληνισμού. Οι οικισμοί τους ήταν άρρηκτα συνδεδεμένοι με την κτηνοτροφική οικονομία των ορεινών και εξελικτικά με τις παράγωγες εμποροβιοτεχνικές δραστηριότητες. Οι πληθυσμοί τους συμμετείχαν ενεργά στην ενίσχυση των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων στα αναπτυσσόμενα αστικά, οικονομικά και διοικητικά κέντρα, όπως στις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις της Θεσσαλονίκης και της Κατερίνης. Από την άλλη μεριά, όταν προς τα τέλη του 19ου αιώνα οι Μογλενίτες Βλάχοι “ανακαλύπτονται” από τους πρώτους ερευνητές σε μία απόμερη γωνιά της μακεδονικής ενδοχώρας, παρουσιάζονται ως κολίγοι και μικροκαλλιεργητές συνδεδεμένοι απόλυτα με την αγροτική οικονομία της γης τους και σε μία σχέση διάχυσης με τους σλαβόφωνους γείτονές τους. Επιπλέον, οι κάτοικοι του σημαντικότερου οικισμού τους, της Νώτιας, είχαν εξισλαμιστεί στα μέσα περίπου του 18ου αιώνα.
Αυτές οι διαφορές ανάμεσα στους Ολύμπιους και τους Μογλενίτες Βλάχους καθόρισαν και τη διαφορά των βιωμάτων τους σε σχέση με τη δράση της ρουμανικής προπαγάνδας, με αποκορύφωμα τις διαφορετικές εμπειρίες τους κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, όπως και στις επακόλουθες επιπτώσεις. Τα βλαχοχώρια του Ολύμπου και των Μογλενών αποτελούν τα δύο εκ διαμέτρου αντίθετα άκρα μίας κλίμακας που θα μπορούσε να μετρήσει το βαθμό της επιτυχίας ή της αποτυχίας της προπαγάνδας. Η απόλυτη αποτυχία της ανάμεσα στους βλαχόφωνους πληθυσμούς της περιοχής του Ολύμπου οφείλεται στο γεγονός πως τόσο οι πρόκριτοι, όσο και οι απλοί κάτοικοι δεν αισθάνονταν να διαφοροποιούνται από τους ελληνόφωνους γείτονές τους στην ανάπτυξη της νεοελληνικής πραγματικότητας και ταυτότητας. Από την άλλη μεριά, τα αίτια της όποιας επιτυχίας της προπαγάνδας στις περιπτώσεις των λιγότερων προνομιούχων, όπως οι Βλαχομογλενίτες, εντοπίζονται σε κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά δεδομένα. Το άφθονο ρουμανικό χρήμα και η στενή συνεργασία ανάμεσα στην προπαγάνδα και τους κομιτατζήδες ήταν παράγοντες ενίσχυσης του διχασμού των βλαχομογλενίτικων κοινοτήτων. Η αντιπαράθεση πήρε ουσιαστικά τη μορφή εμφύλιας σύρραξης με τον πολυπληθέστερο αριθμό θυμάτων και καταστροφών από οποιαδήποτε άλλη βλάχικη ομάδα στη Νότια Βαλκανική.
Γιάννης Ζ. Δρόσος
Διευθυντής Ι.Α.Α.
Οι Ολύμπιοι Βλάχοι και τα Βλαχομογλενά
Μελέτες για τους Βλάχους - 3ος τόμος
σκληρό καπάκι 25Χ18 εκ
408 σελίδες, 3 πρωτότυποι έγχρωμοι χάρτες
177 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
Εκδόσεις Ζήτρος - Θεσσαλονίκη 2001
Προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου
Περιεχόμενα
Περιεχόμενα
Μέρος 1ο
“ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΒΛΑΧΟΙ”
1. ΤΑ ΒΛΑΧΟΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ.
ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
1.1. Γενικά
1.2. Οι πρώτες αναφορές. Οι Βυζαντινοί Χρόνοι
1.3. Η σύσταση των βλαχοχωριών του Ολύμπου. Οι Οθωμανικοί Χρόνοι
1.4. Η παλαιότερη έκταση των βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων στην περιοχή του Ολύμπου
1.5. Οι έξοδοι από την περιοχή του Ολύμπου
2. ΛΙΒΑΔΙ - ΒΛΑΧΟΛΙΒΑΔΟ Ελασσόνας
2.1. Γενικά
2.2. Η σύσταση και η εξέλιξη του Βλαχολίβαδου
2.3. Τα αρματολίκια και οι αγώνες του Βλαχολίβαδου
2.4. Τα εκπαιδευτικά και οικονομικά του Βλαχολίβαδου
2.5. Η Ρουμανική Προπαγάνδα στο Βλαχολίβαδο
2.6. Η Κατοχή και ο Εμφύλιος
2.7. Οι έξοδοι και οι παροικίες του Βλαχολίβαδου
2.8. Πληθυσμιακά
3. KOKKINΟΠΗΛΟΣ - ΚΟΚΚΙΝΟΠΛΟΣ Ελασσόνας
3.1. Γενικά
3.2. Η σύσταση και η εξέλιξη του Κοκκινοπλού
3.3. Οι αγώνες του Κοκκινοπλού
3.4. Τα οικονομικά και εκπαιδευτικά του Κοκκινοπλού
3.5. Οι έξοδοι από τον Κοκκινοπλό
3.6. Η Ρουμανική Προπαγάνδα στον Κοκκινοπλό
3.7. H Κατοχή και ο Εμφύλιος
3.8. Περιφερειακοί οικισμοί, εγκαταστάσεις και διασπορά Κοκκινοπλού
3.8.1. Τα Καλύβια Ελασσόνας
3.8.2. Το Ασπρόχωμα
3.8.3. Τα Παλιάμπελα και ο Δούλος
3.8.4. Η διασπορά του Κοκκινοπλού
3.9. Πληθυσμιακά
4. ΦΤΕΡΗ και ΚΑΡΙΤΣΑ Πιερίας
4.1. Γενικά
4.2. Η σύσταση και η εξέλιξη της Φτέρης
4.3. Η σύσταση της Καρίτσας
4.4. Η Ρουμανική Προπαγάνδα στη Φτέρη - Καρίστα
4.5. Η Φτέρη - Καρίτσα μετά τα 1912
4.6. Πληθυσμιακά
5. ΝΕΟΧΩΡΙ - ΝΙΧΩΡΙ Σερβίων
5.1. Γενικά
5.2. Η σύσταση και η εξέλιξη του Νεοχωρίου
5.3. Η διάλυση του Νεοχωρίου
6. ΑΝΩ MΗΛΙΑ - ΜΗΛΙΑ Πιερίας
6.1. Γενικά
6.2. Η σύσταση και η εξέλιξη της Μηλιάς
6.3. Η Μηλιά και οι Λαζαίοι
6.4. Η Μηλιά μετά τα 1822
7. ΔΙΟ - ΜΑΛΑΘΡΙΑ Πιερίας
7.1. Γενικά
7.2. Ο παλαιότερος οικισμός της Μαλαθριάς
7.3. Η εγκατάσταση των Κοκκινοπλιτών στη Μαλαθριά
7.4. Η Μαλαθριά μετά τα 1912
7.5. Πληθυσμιακά
8. ΑΓΙΟΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑΣ - ΚΑΛΥΒΙΑ ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΙΣΣΑΣ Πιερίας
8.1. Γενικά
8.2. Η σύσταση και η εξέλιξη του Άγιου Σπυρίδωνα
8.3. Ο Άγιος Σπυρίδωνας μετά τα 1912
8.4. Πληθυσμιακά
9. ΚΟΛΙΝΔΡΟΣ Πιερίας
9.1. Γενικά
9.2. Ο Κολινδρός πριν τη δημιουργία της βλάχικης εγκατάστασης
9.3. Η εγκατάσταση Βλάχων στον Κολινδρό
10.ΠΕΤΡΑ - ΛΟΚΟΒΗ Πιερίας
10.1. Γενικά. Η Παλιά Πέτρα
10.2. Η νεότερη εγκατάσταση Βλάχων στη Λόκοβη
11.ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΓΙΑ ΒΛΑΧΙΚΕΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΕΣ ΠΛΑΓΙΕΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ. ΛΙΤΟΧΩΡΟ, ΣΚΟΤΙΝΑ, ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝΑΣ, ΠΟΡΟΙ
12.ΣΕΡΒΙΑ Κοζάνης
12.1. Γενικά
12.2. Τα Σέρβια μέχρι τα 1800
12.3. Η παρουσία των Βλάχων στα Σέρβια
12.4. Η Ρουμανική Προπαγάνδα στα Σέρβια
13.ΚΑΤΕΡΙΝΗ
13.1. Γενικά
13.2. Οι εγκαταστάσεις των Βλάχων στην Κατερίνη
13.2.1. Οι Ολύμπιοι Βλάχοι
13.2.2. Οι Σαρμανιώτες
13.2.3. Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι του Βερμίου και του Μοριχόβου
13.2.4. Οι Βλαχοζαγορίσιοι
13.2.5. Οι Νιζοπολίτες
13.3. Η Ρουμανική Προπαγάνδα στην Κατερίνη
13.4. Η Οικονομία της Κατερίνης και οι Βλάχοι κάτοικοί της
13.5. Πληθυσμιακά
Μέρος 2ο
“ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ”
1. ΜΟΓΛΕΝΑ
1.1. Γενικά
1.2. Τα βλαχομογλενίτικα χωριά
1.3. Η προέλευση των Βλαχομογλενιτών
1.4. Η πιθανή παλαιότερη έκταση των βλάχικων εγκαταστάσεων στα ανατολικά του Αξιού
1.5. Οι Βλαχορηχίνοι
1.6. Η Ρουμανική Προπαγάνδα στα Μογλενά
1.7. Ο πληθυσμός των Βλαχομογλενιτών
2. ΣΚΡΑ - ΛΟΥΜΝΙΤΣΑ Παιονίας
2.1. Γενικά
2.2. Η σύσταση και η εξέλιξη του Σκρα
2.3. Η Ρουμανική Προπαγάνδα και ο Μακεδονικός Αγώνας στο Σκρα
2.4. Οι εξελίξεις στο Σκρα μετά το 1912
2.5. Πληθυσμιακά
3. ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΣ - ΟΣΣΙΑΝΗ Αλμωπίας
3.1. Γενικά
3.2. Η σύσταση και η εξέλιξη του Αρχάγγελου. Το μοναστήρι του Αρχάγγελου
3.3. Η Ρουμανική Προπαγάνδα και ο Μακεδονικός Αγώνας στον Αρχάγγελο
3.4. Οι εξελίξεις στον Αρχάγγελο μετά το 1912
3.5. Πληθυσμιακά
4. ΠΕΡΙΚΛΕΙΑ - ΜΠΙΡΙΣΛΑΒ Αλμωπίας
5. ΛΑΓΚΑΔΙΑ - ΛΟΥΓΚΟΥΝΤΣΑ Αλμωπίας
6. ΚΟΥΠΑ Παιονίας
7. KAΡΠΗ - ΤΣΕΡΝΑΡΕΚΑ Παιονίας
8. ΝΩΤΙΑ - ΝΟΝΤΙ Αλμωπίας
8.1. Γενικά
8.2. Η επισκοπή Μογλενών και ο εξισλαμισμός της Νώτιας (1759)
8.3. Η Νώτια μετά τον εξισλαμισμό των κατοίκων της και μέχρι το 1912
8.4. Οι εξελίξεις στη Νώτια μετά το 1912
8.5. Πληθυσμιακά
8.6. Οι Νουτιαλήδες στην Τουρκία
9. ΧΟΥΜΑ - ΟΥΜΑ Γευγελής
10.ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΙΤΙΚΑ ΧΩΡΙΑ
10.1. Στο ελληνικό έδαφος
10.1.1. Καστανερή - Μπαρόβιστα Παιονίας
10.1.2. Τρία Έλατα - Λέσκοβα Αλμωπίας
10.2. Στο έδαφος της π.Γ.Δ.Μ.
10.2.1 Σερμενίν Γευγελής
10.2.2 Kόνσκο Γευγελής
10.2.3.Νεγκόρτσι Γευγελής
11.ΜΕΓΑΛΑ ΛΙΒΑΔΙΑ και ΜΙΚΡΑ ΛΙΒΑΔΙΑ, Παιονίας
11.1. Γενικά
11.2. Η σύσταση και η εξέλιξη των Μεγάλων Λιβαδίων
11.3. Επιγαμίες - Φάρες - Προσωνυμίες - Γλώσσα - Οικονομία
11.4. Η Ρουμανική Προπαγάνδα και ο Μακεδονικός Αγώνας στα Μεγάλα και τα Μικρά Λιβάδια
11.5. Οι εξελίξεις στα Μεγάλα και τα Μικρά Λιβάδια μετά το 1912
11.6. Πληθυσμιακά
12. ΤΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΟΛΙΒΑΔΙΩΤΩΝ
12.1. Τα χειμαδιά και οι εγκαταστάσεις των Μεγαλολιβαδιωτών στο Νομό Πέλλας
12.1.1. Προφήτης Ηλίας Έδεσσας
12.1.2. Ακρολίμνη Γιαννιτσών
12.1.3. Εσώβαλτα Γιαννιτσών
12.1.4. Καλύβια Γιαννιτσών
12.1.5. Καλή Γιαννιτσών
12.1.6. Λάκκα Γιαννιτσών
12.1.7. Αραβησσός Γιαννιτσών
12.2. Τα χειμαδιά και οι εγκαταστάσεις των Μεγαλολιβαδιωτών στο Νομό Κιλκίς
12.3. Τα χειμαδιά και οι εγκαταστάσεις των Μεγαλολιβαδιωτών στο Νομό Θεσσαλονίκης
13. ΓΕΥΓΕΛΗ
Σελίδα 2 από 3
Όταν αναζητούμε τους σημαντικότερους βλάχικους οικισμούς ή τις εγκαταστάσεις, η Ηράκλεια Σερρών σπάνια συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στους πλέον προβεβλημένους. Παραμένει μία σχετικά άγνωστη περίπτωση,...
Εις μνήμην του ερευνητή, συγγραφέα και εκπαιδευτικού Αστέριου Κουκούδη, που “έφυγε” σε ηλικία 50 χρονών, στις 27 Φεβρουαρίου 2018, η ιστοσελίδα Πεμπτουσία αναδημοσίευσε μια παλαιότερη συνέντευξή του...
Εισαγωγικά - ιστορικές διευκρινίσεις Ο όρος εθνισμός (ethnicity) (Αγγελόπουλος 1997: 18-25, Williams 1989: 401-444. Barth 1969, Danfort, 1995, Hobsbawm, 1990) προσδιορίζει τις κοινωνικές σχέσεις...
Αν και τα βοσκοτόπια των βόρειων πλαγιών του Βερμίου θα πρέπει να ήταν γνωστά στα φαλκάρια των Αρβανιτόβλαχων που έφτασαν ήδη από τα μέσα του α' μισού του 19ου αιώνα στην ευρύτερη περιοχή, ανάμεσα...
1.1. Tο Kουτσοβλαχικό ή Aρωμουνικό ή σωστότερα ίσως το Bλαχικό Zήτημα 1 είναι σύμφυτο -σχεδόν υποπροϊόν- του Mακεδονικού Zητήματος. Aν και η ονομασία δεν βρίσκει σύμφωνη τη βιβλιογραφία, ωστόσο...
Παρά τα όποια προβλήματα προσαρμογής των πρώτων ημερών της απελευθέρωσης και σε αντίθεση με τους αναμενόμενους φόβους για πράξεις αντεκδικήσεις 1 , πολύ σύντομα, οι ομάδες των ρουμανιζόντων Βλάχων...
Αγαπητά μας παιδία, Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια, δηλαδή ένας ολόκληρος αιώνας, από τότε που η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία απελευθερώθηκαν και εντάχθηκαν μαζί με άλλες περιοχές της πατρίδας μας...
Είναι γνωστό [1] από την ιστοριογραφία περί Βλάχων πως μία σειρά από ιστορικά γεγονότα, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, στάθηκαν αφορμές και αιτίες για τη μαζική διασπορά βλάχικων...
Οι διάφορες μελέτες αναγνωρίζουν το ιστορικό γεγονός πως τα σημερινά βλαχοχώρια και οι εγκαταστάσεις των Βλάχων στην περιοχή του Βερμίου, της Βέροιας και της Νάουσας είναι αποτέλεσμα πληθυσμιακών...
Είναι αλήθεια πως, μέχρι και σήμερα, κυριαρχούν κάποιες ισχυρά στερεότυπες αντιλήψεις περί Βλάχων. Δυστυχώς, είναι πολλοί αυτοί που αγνοούν τις πολλαπλές οικονομικές δραστηριότητες και το εύρος της...
Τα βλαχοχώρια της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας αναπτύχθηκαν στα ορεινά και τις διαβάσεις της περιοχής ως δορυφόροι ενός οικιστικού συστήματος με αναμφισβήτητο μητροπολιτικό κέντρο την περιοχή στη...
Είναι γνωστό πως η παλαιότερη σαφής αναφορά για την παρουσία βλάχικων πληθυσμών στον ελληνικό χώρο και γενικότερα στη νότια Βαλκανική, πολύ κάτω από το Δούναβη, χρονολογείται στα 976. Εκείνη τη...
Όταν αναφερόμαστε στους διάφορους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις, η Ηράκλεια Σερρών σπάνια συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα σε αυτούς. Παραμένει μία από τις πλέον άγνωστες περιπτώσεις. Ωστόσο,...
Τα χρόνια και τα γεγονότα που συνδέονται με την επανάσταση του 1821 αποτέλεσαν μία χρονική και ιστορική καμπή για τη γεωγραφική χωροθέτηση των Αρβανιτόβλαχων στη Βαλκανική. Μέχρι τότε μπορούμε να...
Σταδιακά και από τις αρχές του 19ου αιώνα, η Κατερίνη εξελίχθηκε σε διοικητικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής ανάμεσα στα Πιέρια και τον Όλυμπο. Εκείνη την εποχή, η περιοχή της Πιερίας αποτελούσε...
Η Αστική Σχολή Βαρδαρίου υπήρξε το δεύτερο πρωτοβάθμιο εκπαιδευτήριο για αγόρια που έθεσε σε λειτουργία η ελληνορθόδοξη κοινότητα Θεσσαλονίκης, μετά από αυτό της Κεντρικής Αστικής Σχολής. Το...
Η παρουσία στη Θεσσαλονίκη ενός μικρότερου ή μεγαλύτερου αριθμού ορθόδοξων χριστιανών βλάχικης καταγωγής επιβεβαιώνεται, μέσα από αρχειακές πηγές, καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Στα...
Όταν γύρω στα 1770 ξέσπασε το κίνημα των Ορλωφικών, τα βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου βρίσκονταν σε μία πορεία ανάπτυξης, όπως κι άλλες ορεινές και προνομιούχες, για τα τότε δεδομένα, περιοχές της...
Τις τελευταίες δεκαετίες, μία πληθώρα βιβλίων με αντικείμενο τους Βλάχους και τους Σαρακατσαναίους έχει κατακλίσει τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Ενθαρρυντικό είναι επίσης το γεγονός πως πολλά από αυτά...
Η διασπορά των Βλάχων από την περιοχή του Γράμμου ήταν εξίσου μεγάλη, όσο και αυτή από την περιοχή της Μοσχόπολης. Εξάλλου, και στις δύο περιπτώσεις τα αίτια ήταν τα ίδια, και κυρίως οι προστριβές...
Η βλάχικη διάσταση της Ελλάδας την κάνει πιο «πλούσια και ισχυρή» Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα έκθεση θα παρουσιαστεί στο Νυμφαίο της Φλώρινας από τις 11 ως τις 20 Αυγούστου. Πρόκειται για την έκθεση...
Αγαπητές κυρίες και κύριοι, Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκλησή σας να παραβρεθώ και να συμμετέχω στις εορταστικές εκδηλώσεις της Society Farcarotul για τα εκατό χρόνια από την ίδρυσή της....
Πριν ασχοληθούμε πιο διεξοδικά με το θέμα επιτρέψτε μου να απαντήσω, με έναν έμμεσο τρόπο, σε ένα πολύ βασικό ερώτημα. Ίσως το πιο βασικό και κυρίως για αυτούς που θέλουν να βλέπουν τα πράγματα στην...
1. Οι απαρχές Τα βλάχικα, αν και ποτέ δε συγκρότησαν μια ομογενοποιημένη, κωδικοποιημένη και κοινά αποδεκτή μορφή, είναι σίγουρο πως πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μια λατινογενής ή αλλιώς...
Είναι γνωστό πως ο εθνονυμικός όρος «Βλάχος» και κατ’ επέκταση το παράγωγο τοπωνύμιο «Βλαχία», όπως κι ο επιθετικός προσδιορισμός «βλάχος», είναι όροι πολύ γενικοί. Έχουν υιοθετηθεί και ενσωματωθεί...
Καλησπέρα κυρίες και κύριοι, Απόψε, εδώ στην καρδιά του θεσσαλικού κάμπου, συναντιόμαστε για να γιορτάσουμε και να διασκεδάσουμε, Καραγκούνηδες, Βλάχοι και Σαρακατσαναίοι. Η αντάμωσή μας δε θα...
Με την ευκαιρία αυτής της λαμπρής εκδήλωσης του οργάνωσε ο Πολιτιστικός Συλλόγου Βλάχων Θέρμης και Τριαδίου “Ο Άγιος Νικόλαος” και μας παρουσιάζει ο Σύλλογος Βλάχων Ν. Σερρών “Γεωργάκης Ολύμπιος”,...
Συνεχίζοντας τις δημοσιεύσεις για τις επιστολές διαμαρτυρίας των Βλάχων της Πιερίας για τη δράση της Ρουμανικής Προπαγάνδας κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, παρουσιάζουμε τον κατάλογο των 444...
Για να γίνει καλύτερα κατανοητός ο πολιτισμικός χαρακτήρας των ημινομαδικών βλαχοχωριών των Γρεβενών θα ήταν σωστότερο να γίνει μία ιστορική αναδρομή και μία προσπάθεια εξήγησης για το πως οι Βλάχοι...
Τα Μεγάλα Λιβάδια, μία από τις τελευταίες εξαιρεθείσες και εναπομείναντες κοινότητες της Ελλάδας, υπάγονται στην επαρχία Παιονίας του νομού Κιλκίς. Είναι κτισμένα πάνω στο κεντρικό οροπέδιο του...
Πολλά έχουν γραφτεί γύρω από την ονοματολογία των Βλάχων και είναι μάλλον αναγκαίο να γίνει μία προσπάθεια παρουσίασης των διάφορων ονομάτων με τα οποία είναι γνωστοί οι Βλάχοι. Θα πρέπει να...
1. Παπαγιάννης, Σταύρος Αστερίου, “ Τα Παιδιά της Λύκαινας. Οι “επίγονοι” της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944) ”, Εκδόσεις Σόκολη, Αθήνα 1999. Ο κύριος Παπαγιάννης...
Ο εκμοντερνισμός των πάντων μέσα στις τελευταίες δεκαετίες ίσως δημιουργεί την αίσθηση σε ορισμένους πως οι Βλάχοι δεν πολυενδιαφέρονται για την ιστορία και τις παραδόσεις τους. Και πως με την...
Ο κύριος Αχιλλέας Ανθεμίδης έγραψε ένα βιβλίο 350 σελίδων με τίτλο "Οι Βλάχοι της Ελλάδος", αγνοώντας ή παραγνωρίζοντας ουσιαστικά τους Βλάχους και την ιστορία τους. Μπορεί να μεγάλωσε στην περιοχή...
Είναι γνωστό πως εκτός από τους ίδιους τους Βλάχους υπάρχουν αρκετοί που παρουσιάζονται να ενδιαφέρονται για τα “βλάχικα πράγματα”. Το να ενδιαφέρονται κάποιοι για μας ή να παρουσιάζονται πως...