ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
1.2. ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ. ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ
Όπως ήδη έχει αναφερθεί,4 οι πρόγονοι των σημερινών Ολύμπιων Βλάχων θα πρέπει να αποτελούσαν μέρος του βλάχικου πληθυσμού που κατά τη διάρκεια των βυζαντινών χρόνων στάθηκαν η αιτία να επικρατήσει το όνομα "Μεγάλη Βλαχία" για μία γεωγραφική περιοχή της κεντρικής Ελλάδας, η οποία λίγο ή πολύ ταυτίζεται με τη σημερινή Θεσσαλία. Το ερώτημα όμως που παραμένει είναι το πως βρέθηκαν να κατοικούν στην περιοχή του Ολύμπου άνθρωποι που μιλούν μία λατινογενή γλώσσα. Ο Αχιλλέας Λαζάρου ανάγει την γέννηση αυτών των λατινόφωνων πριν τον 6ου αιώνα, καθώς δεν είναι απίθανο να είχε εκλατινιστεί γλωσσικά μέρος των αρχαίων πληθυσμών, όπως οι Περραιβέοι, που ζούσαν νότια του Ολύμπου.5
Σύμφωνα με μία αρκετά ρομαντική άποψη, που δύσκολα τεκμηριώνεται, και η οποία ωστόσο ίσως αξίζει περισσότερη προσοχή και έρευνα, ένα μέρος των λατινόφωνων προγόνων των Ολύμπιων Βλάχων πιθανά προέρχονταν από την αρχαία μακεδονική πόλη του Δίου, στην πεδιάδα της Πιερίας. Η ρωμαϊκή αποικία, που δημιουργήθηκε στο Δίο, ίσως στάθηκε κέντρο εκμάθησης της λατινικής από τους γηγενείς κατοίκους και τα δημώδη λατινικά ίσως επιβίωσαν στην περιοχή, πιθανότατα σε παράλληλη χρήση με τα ελληνικά, τουλάχιστον μέχρι τον 5ο αιώνα. Όταν τον 5ο αιώνα η πόλη του Δίου ερήμωσε σταδιακά λόγω των συνεχών επιδρομών, αρχικά των Γότθων και αργότερα των Σλάβων, ο πληθυσμός της φαίνεται πως αποτραβήχτηκε προς τις γειτονικές και ασφαλέστερες ορεινές περιοχές του Ολύμπου. Το γεγονός αυτής της πληθυσμιακής μετατόπισης ίσως επιβεβαιώνεται και από την αντικατάσταση της εκκλησιαστικής επισκοπής Δίου από μία νεότερη επισκοπή με έδρα πάνω στις πλαγιές του Ολύμπου, την επισκοπή Πέτρας.6 Ωστόσο αυτή η περίπτωση δημογραφικής και εκκλησιαστικής αναδιάρθρωσης δεν πρέπει να ήταν η μοναδική που σημειώθηκε στην περιοχή του Ολύμπου εκείνες τις εποχές. Γύρω στον 7ο αιώνα και πιθανά για τους ίδιους λόγους ανασφάλειας τα Σέρβια γίνονται έδρα επισκοπής, αντικαθιστώντας μία παλαιοχριστιανική επισκοπή που είχε έδρα στο γειτονικό οικισμό της Καισάρειας. Η Καισάρεια βρίσκονταν στην περιοχή του ομώνυμου σημερινού χωριού της Κοζάνης, δίπλα στο ρου του Αλιάκμονα και ήταν ένας από τους οικισμούς που ιδρύθηκε και γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη κατά τη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνών. Με την ενίσχυση των Ρωμαίων η Καισάρεια φέρεται να είχε αντικαταστήσει τη γειτονική Αιανή ως έδρα του «Κοινού» των Ελιμειωτών και αναφέρεται ως έδρα επισκοπής από τον 4ο αιώνα.7 Εκτός της Καισάρειας με το τόσο χαρακτηριστικό ρωμαϊκό όνομα και παρελθόν, η ύπαρξη στη γύρω περιοχή των Σερβίων και της Ελασσόνας ενός αξιόλογου αριθμού τοπωνυμίων με λατινική προέλευση έρχεται να ενισχύσει την άποψη πως τα λατινικά δεν ήταν απλά η γλώσσα της διοίκησης. Ενδεικτικό της επιβίωσης λατινόφωνων πληθυσμών ίσως είναι το γεγονός πως από το 12ο αιώνα η επισκοπή Πέτρας αναφέρεται και ως επισκοπή Σαγουδανείας. Ίσως, λοιπόν, κάπου κοντά στην Πέτρα κατοικούσαν οι πιθανότατα λατινόφωνοι εν μέρη Σαγουδάτοι του 6ου αιώνα.8
Η πρώτη, όμως, και σαφέστερη αναφορά για την ύπαρξη Βλάχων στην περιοχή του Ολύμπου μας μεταφέρεται πολύ αργότερα από την Άννα την Κομνηνή. Η οποία μας πληροφορεί για την ύπαρξη, στα 1083, ενός χωριού Βλάχων με το όνομα Εζεβάν κάπου ανάμεσα στον Όλυμπο και τον Κίσαβο.9 Το χωριό αυτό είναι πολύ πιθανό να ταυτίζεται με το χωριό Νεζερός, τη σημερινή Καλλιπεύκη, στις νότιες πλαγιές του Ολύμπου. Στις αρχές του 13ου αιώνα (1212), από βυζαντινές και πάλι πηγές, η παρουσία του βλάχικου στοιχείου στην περιοχή της Ελασσόνας, νότια του Ολύμπου, μοιάζει να είναι σίγουρη και μάλλον αξιόλογη10. Ο Γ. Κορδάτος αναφέρει πως το 1461, μετά την επικράτηση των Οθωμανών, στις βόρειες πλαγιές του Κίσαβου προς την κοιλάδα των Τεμπών υπήρχε ακόμη κάποιος βλάχικος πληθυσμός. Αυτούς μάλιστα τους Βλάχους θεωρεί ως πρώτους πιθανούς οικιστές της Αγιάς, των Αμπελακίων και της Καρίτσας Λάρισας.11
4. Βλέπε κεφάλαιο: "Οι Βλάχοι της Νότιας Πίνδου. Ασπροποταμίτες και Μαλακασιώτες".
5. Λαζάρου, Α., "Βαλκάνια και Βλάχοι", Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, Αθήναι 1993, "Οι Βλάχοι του Ολύμπου", σελ.34-43, "Η εξέγερση των Λαρισαίων το 1066", 44-73.
6. Καϊμακάμης, Βασίλης, "Οι Ελληνόβλαχοι (Κουτσόβλαχοι), Κοκκινοπλός το βλαχοχώρι του Ολύμπου", Μαίανδρος, Θεσσαλονίκη 1984, σελ.59.
7. Έκδοσις Νομαρχίας Κοζάνης, «Γνωριμία με τον Νομό Κοζάνης», Θεσσαλονίκη 1970, σελ.21, 330-333.
8. Βλέπε κεφάλαιο: "Μογλενά".
9. Κομνηνή, Άννα, "Αλεξιάς", τόμος Α', Άγρας, Αθήνα 1990, σελ.198. Winnifrith, T.J. "The Vlachs, the history of a balkan people", Duckworth, London 1987, σελ.111.
10. Αδάμου, Γιάννης Αθ.-Κοινότητα Κοκκινοπλού, "Ο Κοκκινοπλός", Κοκκινοπλός 1992, σελ.28.
11. Κορδάτος, Γ., "Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς", εκδόσεις 20ος αιώνας, Αθήνα 1960, σελ.459.
ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
1. ΤΑ ΒΛΑΧΟΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ
1.1. Γενικά
Κατά τη διάρκεια των τουρκικών χρόνων, στις πλαγιές του Ολύμπου και των γύρω ορεινών όγκων αναπτύχθηκε μία σχετικά μικρή σε αριθμό, αλλά πολύ δυναμική ομάδα βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων, αποκομμένων κατά κάποιον τρόπο από τον κύριο κορμό των βλαχοχωριών, που την ίδια περίοδο μοιάζει να συγκεντρώθηκαν ή να αποτραβήχτηκαν κατά μήκος της Πίνδου. Kαθώς οι βλάχικοι οικισμοί και οι εγκαταστάσεις της περιοχής του Ολύμπου βρίσκονται μοιρασμένοι σε μακεδονικά και θεσσαλικά εδάφη, η ιστορία τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τόσο μακεδονική, όσο και θεσσαλική. Ωστόσο, με την ενσωμάτωση του μεγαλύτερου μέρους της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, το 1881, η περιοχή του Ολύμπου-Ελασσόνας εξαιρέθηκε και παρέμεινε στην οθωμανική κυριαρχία, ενισχύοντας περισσότερο τη μακεδονική διάσταση της ταυτότητας αυτής της ομάδας. Αν και ο όρος Ολύμπιοι Βλάχοι είναι μάλλον αδόκιμος και σίγουρα νεολογικός η χρήση σου στην παρούσα εργασία είναι απλά προσδιοριστική.
Μετά τη λήξη της επανάστασης του 1821 και στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, γύρω από τον Όλυμπο, υπήρχαν πέντε βασικά ορεινά βλαχοχώρια. Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε και μία μικρή ομάδα περιφερειακών οικισμών, που λειτουργούσαν είτε ως χειμαδιά, είτε ως εποχιακές αγροτοκτηνοτροφικές εγκαταστάσεις. Εκτός όμως από τα χωριά και τους περιφερειακούς οικισμούς τους, οι Ολύμπιοι Βλάχοι δημιούργησαν εγκαταστάσεις-παροικίες σε γειτονικά αστικά και διοικητικά κέντρα. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου, η σταδιακή κάθοδος του ορεινού πληθυσμού είχε σαν αποτέλεσμα την παγίωση νεότερων εγκαταστάσεων-αποικιών σε γειτονικούς πεδινούς οικισμούς. Σήμερα, όλα αυτά τα χωριά, οι οικισμοί, οι εγκαταστάσεις, οι παροικίες και οι αποικίες μοιράζονται ανάμεσα στις επαρχίες Ελασσόνας, Κοζάνης και Πιερίας.
Από τα πέντε βασικά βλαχοχώρια, στην επαρχία Ελασσόνας υπάγονται δύο, το Λιβάδι ή Βλαχολίβαδο, στις νότιες πλαγιές του όρους Τίταρος, και ο Κοκκινοπλός, στις ανατολικές πλαγιές του Ολύμπου. Στο νομό Πιερίας υπάγονται η Φτέρη, η οποία βρίσκεται στη συμβολή των Πιερίων με τον Τίταρο, και η Μηλιά ή Άνω Μηλιά, στις ανατολικές πλαγιές των Πιερίων. Στην επαρχία Κοζάνης, στις δυτικές πλαγιές του Τίταρου, υπήρχε άλλοτε το Νεοχώρι. Η Μηλιά έπαψε να θεωρείται βλαχοχώρι, ίσως από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Στα μέσα περίπου του β' μισού του 19ου αιώνα, το Νεοχώρι εγκαταλείφθηκε και από τους τελευταίους κατοίκους του. Η Φτέρη εγκαταλείφθηκε οριστικά μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και οι κάτοικοί της εγκαταστάθηκαν συλλογικά στο χειμαδιό που είχαν ήδη διαμορφώσει στην Καρίτσα Πιερίας. Ο Κοκκινοπλός εξακολουθεί να συγκεντρώνει ένα μικρό αριθμό κατοίκων, αν και κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα οι Κοκκινοπλίτες δημιούργησαν νέες εγκαταστάσεις- αποικίες στην περιφέρεια του Ολύμπου, με πιο σημαντικές τα Καλύβια Ελασσόνας και το Δίο Πιερίας. Μόνο το Βλαχολίβαδο παραμένει ακμαίο, έχοντας συγκρατήσει τους κατοίκους του. Πέρα από αυτά τα πέντε βασικά βλαχοχώρια, υπάρχουν ενδείξεις πως ο αριθμός τους ίσως ήταν κάποτε μεγαλύτερος και στην ομάδα τους ίσως συμπεριλαμβάνονταν και κάποια από τα γειτονικά χωριά, που εδώ και αρκετές γενιές θεωρούνται γκραίκικα.
Στις εγκαταστάσεις-παροικίες που δημιούργησαν οι Ολύμπιοι Βλάχοι σε αστικά, οικονομικά και διοικητικά κέντρα της γύρω περιοχής εντάσσονται τα Σέρβια της Κοζάνης, όπου ο κύριος όγκος των κατοίκων βλάχικης καταγωγής εγκαταστάθηκε εκεί κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, προερχόμενοι από τα βλαχοχώρια του Ολύμπου. Το ίδιο συμβαίνει και με την πόλη της Κατερίνη, η οποία αναπτύχθηκε σε δυναμική πολιτεία με τη μαζική εγκατάσταση και την ουσιαστικότερη συμβολή Ολύμπιων Βλάχων. Μέχρι ένα βαθμό, στην ομάδα του Ολύμπου θα πρέπει ίσως να συμπεριληφθούν και οι βλάχικες εγκαταστάσεις στην Ελασσόνα και την Τσαρίτσανη, αν και στη δημιουργία τους συνέβαλαν κατά πολύ περισσότερο Βλάχοι προερχόμενοι από τα ημινομαδικά βλαχοχώρια των Γρεβενών-Βόρειας Πίνδου. Στην ομάδα του Ολύμπου θα πρέπει ακόμη να συμπεριλάβουμε και το χωριό Άγιος Σπυρίδωνας Πιερίας, του οποίου όμως ο οικιστικός πυρήνας δημιουργήθηκε από Βλάχους της Σαμαρίνας. Το χωριό Πέτρα Πιερίας, όπως θα εξετάσουμε αναλυτικότερα θα πρέπει να ήταν άλλοτε ένα από τα βασικά βλαχοχώρια του Ολύμπου, που όμως εγκαταλείφθηκε και επανασυστήθηκε ως νεότερος οικισμός κυρίως από Αρβανιτόβλαχους, στις αρχές του 20ου αιώνα.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, το 1905, και σύμφωνα με τις μετριοπαθείς εκτιμήσεις των ελληνικών προξενικών αρχών στη Θεσσαλονίκη, οι Ολύμπιοι Βλάχοι αριθμούσαν 1.270 οικογένειες και περίπου 6.000 ψυχές. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν οι κάτοικοι του Βλαχολίβαδου, του Κοκκινοπλού, της Φτέρης-Καρίτσας, του Αγίου Σπυρίδωνα και ένα μέρος των Βλάχων της Κατερίνης3. Συνυπολογίζοντας, όμως, και ορισμένες άλλες ταυτόχρονες δημογραφικές αναφορές για τα βλαχοχώρια και τις εγκαταστάσεις γύρω από τον Όλυμπο, όπως και κάποιες ομάδες νομάδων Αρβανιτόβλαχων που κινούνταν στην περιοχή, αλλά και τους Βλάχους κατοίκους των Σερβίων, τότε οι Βλάχοι της περιοχής που εξετάζουμε θα πρέπει να αριθμούσαν τουλάχιστον 8.000 ψυχές, δίχως να συνυπολογίζουμε την πολυάριθμη παροικία των Ολύμπιων Βλάχων στη Θεσσαλονίκη.
3. ΑΥΕ 1908 ΑΑΚ/Ζγ, «Επιστολή Χ. Αδαμίδη, εν Αικατερίνη τη 26 Μαϊου 1905».
Οι Ολύμπιοι Βλάχοι και τα Βλαχομογλενά
Μελέτες για τους Βλάχους - 3ος τόμος
σκληρό καπάκι 25Χ18 εκ
408 σελίδες, 3 πρωτότυποι έγχρωμοι χάρτες
177 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
Εκδόσεις Ζήτρος - Θεσσαλονίκη 2001
Προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου
Διάβασέ το
Διάβασέ το βιβλίο στη Μέδουσα, το ψηφιακό αποθετήριο της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης της Βέροιας.
Οι Ολύμπιοι Βλάχοι και τα Βλαχομογλενά
Μελέτες για τους Βλάχους - 3ος τόμος
σκληρό καπάκι 25Χ18 εκ
408 σελίδες, 3 πρωτότυποι έγχρωμοι χάρτες
177 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
Εκδόσεις Ζήτρος - Θεσσαλονίκη 2001
Προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου
Φωτογραφίες
ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
Α. ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
Β. ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
1.5. Οι Βλαχορηχίνοι
Κατά τη διάρκεια του β' μισού του 7ου αιώνα (650-700), ο Περβούνδος, ο ρήγας της Σκλαβηνίας των Ρυγχίνων, κατηγορήθηκε ότι επιβουλευόταν τη Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα να συλληφθεί, να φυλακιστεί στην Κωνσταντινούπολη και τελικά να εκτελεστεί από τους Βυζαντινούς στα 674. Πριν τη σύλληψή του, ο Περβούνδος κινούνταν άνετα ανάμεσα στη Σκλαβηνία του και τη Θεσσαλονίκη, ερχόταν σε επαφή και φαίνεται ότι συνεργαζόταν στενά με τις βυζαντινές αρχές, μιλούσε σίγουρα τα ελληνικά και έδειχνε ότι είχε την άνεση ενός ηγεμόνα με βαθιές ρίζες στην περιοχή. Η είδηση της εκτέλεσης του Περβούνδου προκάλεσε εξέγερση των Σκλαβηνίων γύρω από τη Θεσσαλονίκη και ιδιαίτερα των Ρυγχίνων (ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη και την Ασπροβάλτα), των Στρυμονιτών (στην περιοχή των εκβολών του Στρυμόνα) και των Σαγουδάτων (πιθανότατα στην περιοχή ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια και τον Όλυμπο). Τελικά οι επαναστάτες υποτάχθηκαν, αφού πολιόρκησαν τη Θεσσαλονίκη και προκάλεσαν σοβαρή αναστάτωση και πολλές καταστροφές. Οι Ρυγχίνοι ή Ρηχίνοι ονομάστηκαν έτσι από το μικρό ποταμό Ρήχιο, ο οποίος πηγάζει από τη Μεγάλη Βόλβη και μέσω των στενών της Ρεντίνας καταλήγει στο Στρυμονικό κόλπο. Αυτή η περιοχή θα πρέπει να θεωρηθείως κέντρο τους· Αν και με μία πρώτη θεώρηση οι επαναστάτες αντιμετωπίζονται ως σλαβικοί πληθυσμοί, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως επρόκειτο για Βλάχους ή τουλάχιστον για μία μείξη Βλάχων και Σλάβων, αν κρίνουμε τουλάχιστον από το μη σλαβικό και πιθανότατα λατινικής προέλευσης όνομα του ρήγα Περβούνδου και από το λατινογενές συλλογικό όνομα των Σαγουδάτων. Ίσως, λοιπόν, αυτές οι αναφορές στους Ρηχίνους και τους Σαγουδάτους να αποτελούν κάποια από τα πρώιμα ενισχυτικά στοιχεία για την ύπαρξη και την επιβίωση στα βαλκανικά εδάφη του Βυζαντίου και ιδιαίτερα γύρω από τη Θεσσαλονίκη ενός παλαιότερου και μάλλον γηγενούς και λατινόφωνου πληθυσμού, έστω σε μείξη με σλαβικούς και άλλους πληθυσμούς, η οποία σταδιακά γέννησε τους Βλάχους. Η εικασία για την επιβίωση της λατινοφωνίας ανάμεσα στους πληθυσμούς που κινούνταν γύρω από τη Θεσσαλονίκη και οι οποίοι χαρακτηρίζονται συλλογικά ως «Σκλαβήνοι-Σλάβοι» ενισχύεται από μία είδηση που μας παρέχουν οι πηγές των «Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου». Ο ανώνυμος συγγραφέας, αναφερόμενος στους «Σκλαβήνους» που είχαν νικηθεί και διασκορπιστεί από το στρατό του Ιουστινιανού Β'στα τέλη του 7ου αιώνα, υποδηλώνει τις οικογένειές και τις κατοικίες τους με δύο λατινικές λέξεις, τις λέξεις «φαμίλια» και «κάσα», που μάλλον δανείστηκε από τη δική τους γλώσσα διάλεκτο. Αυτοί οι «Σλάβοι» παρουσιάζονται να κατοικούν ή να κινούνται στην περιοχή της Αητής, λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, στη δυτική άκρη της λιμνολεκάνης του Λαγκαδά.301
Σε κάποια πολύ μεταγενέστερη αγιορείτικη πηγή του 17ου αιώνα, οι Ρηχίνοι αναφέρονται για πρώτη φορά ως Βλαχορηχίνοι. Όμως ο καλόγερος της Μονής Κασταμονίτου και συντάκτης του σχετικού εγγράφου συγχέει τόσο τη χρονολόγηση όσο και τα ίδια τα γεγονότα. Είναι γνωστό πως γύρω στα 1100 κάποιοι Βλάχοι είχαν μπει στο Άγιο Όρος μαζί με τα κοπάδια και τις οικογένειές τους και εγκαταστάθηκαν εκεί για αρκετά χρόνια, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους ως δουλοπάροικοι στα αναπτυσσόμενα τότε μοναστήρια. Οι Βλάχοι αυτοί είχαν πιθανότατα μετακινηθεί στο Άγιο Όρος από βορειότερες περιοχές, αν και η προσωνυμία Βλαχορηχίνοι τους συνδέει με την περιοχή κοντά στο Ρήχιο ποταμό και τα στενά της Ρεντίνας. Ο αριθμός τους δεν πρέπει να ήταν μεγάλος, αν κρίνουμε από τη έκταση του Αγίου Όρους. Όμως η παρουσία των γυναικών τους παραβίαζε το Άβατο. Μετά την επέμβαση του τότε Πατριάρχη Νικόλαου Γ' του Γραμματικού, του αυτοκράτορα Αλέξιου Α'Κομνηνού και πρωτοστατούντος του τότε ηγουμένου της Μεγίστης Λαύρας Ιωαννίκιου του Βαλμά, οι οικογένειες των Βλάχων εκδιώχθηκαν από το Αγιο Όρος. Οι Βυζαντινοί συγκέντρωσαν και μετέφεραν συλλογικά 300 από αυτές τις οικογένειες στη μακρινή Πελοπόννησο, όπου τελικά αφομοιώθηκαν και χάθηκαν.302
Μετά από αυτά τα γεγονότα δεν έχουμε άλλες αναφορές για βλάχικους πληθυσμούς στο Αγιο Όρος, τη Χαλκιδική, την περιοχή της Ρεντίνας και τη λιμνολεκάνη του Λαγκαδά, παρά πολύ αργότερα, όταν από τα τέλη του 18ου αιώνα εμφανίστηκαν για χειμαδιά τα διάφορα νομαδοκτηνοτροφικά φαλκάρια, προερχόμενα όμως από δυτικότερες περιοχές της ελληνικής χερσονήσου. Όμως όλα τα παραπάνω στοιχεία θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη σκέψη πως: 1. οι Ρηχίνοι και οι Σαγουδάτοι του 7ου αιώνα, 2. οι Βλαχορηχίνοι του 1100, 3. η παρουσία ελεύθερων και δουλοπάροικων Βλάχων στα αγιορείτικα μετόχια των Μογλενών από τα τέλη του 11ου και κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα, 4. η ανταρσία του Χρύση, 5. ο πιθανώς βλάχικης καταγωγής Βογδάνος, 6. οι Βλάχοι του μοναστηριού της Ελεούσας, 7. οι αναφορές του Χατζή Κάλφα και του Εβλιγιά Τσελεμπή για Βλάχους στην περιοχή της Δοϊράνης, του Λαγκαδά και του Σωχού το 17ου αιώνα, 8. οι παραδόσεις των Μιγιάκων, 9. η πιθανότατα βλάχικη καταγωγή των παλαιότερων και εξισλαμισμένων κατοίκων του Φλαμουριού και του Λευκοχωρίου και 10. οι σημερινοί Βλαχομογλενίτες, αποτελούν ίσως ασύνδετους μέχρι σήμερα κρίκους, που μαρτυρούν μία συνεχή, αλλά φθίνουσα παρουσία βλάχικων πληθυσμών από τα Μογλενά μέχρι το Άγιο Όρος.
301. Ταρφαλής, ό.π., σελ. 82-84, 87-90, 279-281, 283-284, 289-290. Περισσότερα στοιχεία για τους Ρυγχίνους και την ύπαρξη «βλάχικων πληθυσμών» στη λιμνολεκάνη του Λαγκαδά βλέπε: Λιάκος. Σωκράτης Ν., «Τι πράγματι ήταν οι Σκλαβήνοι (=Asseclae), έποικοι του θέματος Θεσσαλονίκης, (Δρογουβίται - Ρυγχίνοι - Σαγουδάτοι)», Μικρευρωπαϊκές (Βαλκανικές) Μελέτες 4, Θεσσαλονίκη Ιούλιος 1971, σελ. 125-153. Θεοχαρίδης, ό.π., σελ. 162-166, 179-189. Χρήστου, Κωνσταντίνου Π., «Αρωμούνοι. Μελέτες για την καταγωγή και την ιστορία τους». Εκδόσεις Κυρομάνος. Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 51-55. Λαζάρου, Αχιλλέας Γ., «Η Αρωμουνική και αι μετά της Ελληνικής σχέσεις αυτής. Βλάχοι, Ιστορική - Φιλολογική Μελέτη», β’ έκδοση, Αθήνα 1986. σελ. 143-144. Αρχιεπισκόπου Ιωάννου και Ανωνύμου, «Αγίου Δημητρίου θαύματα. Ο βίος, τα θαύματα και η Θεσσαλονίκη του Αγίου Δημητρίου», εισαγωγή-σχόλια-επιμέλεια: Χαράλαμπος Μπακιρτζής, μετάφραση: Αλόη Σιδέρη, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1997, σελ. 302-303.
302. Κορδάτος, Γιάννης, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», τόμος ΣΤ’, σελ. 552- 554. Παπαβασιλείου, ό.π., σελ. 83-85. Θεοχαρίδης, ό.π.. Caranica. ό.π., σελ. 282-283. Winnifrith, ό.π., σελ. 99, παραπέμπει Lascaris Μ., «Les Vlachorynchines», Revue des Etudes Sud-Est Europeenes 20 (1943), σελ. 182-189. Χρήστου, ό.π., Harvey, ό.π., σελ. 253.
ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
1.4. Η πιθανή παλαιότερη έκταση των βλάχικων εγκαταστάσεων στα ανατολικά του Αξιού
Οι σημερινοί Βλαχομογλενίτες είναι ίσως ό,τι απέμεινε από μία πολυπληθέστερη άλλοτε βλάχικη πληθυσμιακή ομάδα. Η συρρίκνωση του βλάχικου στοιχείου φαίνεται πως συνεχίστηκε και στους πρώτους οθωμανικούς χρόνους. Κάποιες παραδόσεις των μογλενίτικων χωριών αναφέρουν πως, μέχρι την εγκατάσταση των τουρκικών πληθυσμών κατά μήκος του Αξιού, ο αριθμός τους ήταν πολύ μεγαλύτερος και εκτεινόταν προς τα χαμηλότερα μέρη της κοιλάδας του ποταμού, ακόμη και στα μέρη πέρα από την ανατολική όχθη του.289 Δύσκολα θα μπορούσαμε να βασιστούμε σε παραδόσεις που αναφέρονται σε τόσο μακρινούς χρόνους. Ωστόσο κάποιες ισχυρότερες πηγές έρχονται προς ενίσχυση των παραδόσεων αυτών.
Μετά το θάνατο του Σέρβου αυτοκράτορα Δουσάν, στα 1355, η βραχύβια αυτοκρατορία που δημιούργησε διασπάστηκε και πέρασε τμηματικά στα χέρια διαφόρων επιγόνων και τοπικών ηγεμόνων και ηγεμονίσκων. Όταν στα 1373 οι Οθωμανοί κινήθηκαν για να καταλάβουν τις Σέρρες και τα γύρω μακεδονικά εδάφη, ένας από αυτούς τους ηγεμόνες φέρεται πως ήταν κάποιος Βόγδαν ή Βογδάνος (σλαβικής προέλευσης όνομα Δοξασμένος από το Θεό), ο οποίος λέγεται ότι κατείχε την περιοχή ανάμεσα στις Σέρρες και τον Αξιό και ίσως ένα μέρος της Χαλκιδικής.290 Ο Π. Αραβαντινός θεωρεί πως ο Βογδάνος ήταν βλάχικης καταγωγής, αν και η εκδοχή αυτή θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με επιφυλακτικότητα.291 Άγνωστο επίσης παραμένει αν ο Βογδάνος, Βλάχος ή όχι, ηγεμόνευε και κάποιους Βλάχους κατοίκους στην περιοχή αυτή. Ωστόσο η περιορισμένη έστω παρουσία Βλάχων στην Κεντρική Μακεδονία μοιάζει να είναι σίγουρη, ακόμη και μετά την ολοκλήρωση της κατάχτησής της από τους Οθωμανούς. Το 1449 κάποιοι Βλάχοι παρουσιάζονται σε κτήματα του μοναστηριού της Ελεούσας, ενός μοναστηριού που στέκει ακόμη στα υψώματα δυτικά της Στρώμνιτσας.292
Πολύ αργότερα, υπάρχουν αναφορές πως στις περιοχές ανατολικά του Αξιού, όπου φέρεται να εξούσιαζε άλλοτε ο Βογδάνος, κατοικούσαν και Βλάχοι. Οι αναφορές αυτές προέρχονται από τους Τούρκους περιηγητές Εβλιγιά Τσελεμπή και Χατζή Κάλφα, οι οποίοι πέρασαν από την περιοχή κατά τη διάρκεια του β' μισού του 17ου αιώνα (1650-1700). Ο Χατζή Κάλφα αναφέρει πως στο χωριό Λάντζα κατοικούσαν Ρωμιοί, Σέρβοι και Μπογντάνοι. Με το όνομα Μπογντάνοι εννοεί ίσως κάποιους παλαιούς υποτακτικούς του Βογδάνου, πιθανότατα βλάχικης καταγωγής, που υπήρχαν ακόμη στην περιοχή. Η ηγεμονία του Βογδάνου και η επιβίωση των υποτακτικών θα πρέπει να στάθηκαν η αιτία ώστε να πάρει το όνομα Μπόγνταν τοπωνυμική χρήση. Μπογδάνος ονομάζεται μέχρι και σήμερα ο ποταμός που πηγάζει από τα Κρούσια (Δύσωρο, Μαυροβούνι ή Καραντάγ) και χύνεται στη λίμνη του Αγίου Βασιλείου ή Κορωνεία. Επιπλέον, είναι γνωστό πως, κατά τους οθωμανικούς χρόνους, η μικρή διοικητική διαίρεση (ναχιές) που είχε ως κέντρο της το Σωχό ονομαζόταν «Μπογντάν ναχιέ». Ο Εβλιγιά Τσελεμπή αναφέρει πιο καθαρά πως γύρω στα 1660 στο Λαγκαδά ανάμεσα σε Ρωμιούς και Βούλγαρους υπήρχαν και Βλάχοι. Επιπλέον, αφήνει να εννοηθεί πως ανάλογοι πληθυσμοί υπήρχαν και σε χωριά βόρεια των λιμνών του Λαγκαδά. Τους Βλάχους του Λαγκαδά τους προσδιορίζει ως «Ναζαρά», δηλαδή οπαδούς του Ναζωραίοι» και άρα χριστιανούς. Αρκετοί όμως από τους χριστιανούς της περιοχής είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους εξαιτίας των καταπιέσεων και έγιναν χαϊντούκοι (κλέφτες αρματολοί). Κάποιες από τις εστίες τους θα πρέπει να βρίσκονταν στην περιοχή των Βρωμολιμνών του Σωχού. Επιπλέον, ο Τσελεμπή μας πληροφορεί πως εκείνη την εποχή οι περισσότεροι γεωργοί των χωριών της περιοχής της Δοϊράνης ήταν Βλάχοι.293 Η αναφορά σε «Ναζαρά ή Ναζαρηνούς Βλάχους» μας οδηγεί στην υπόθεση πως ίσως υπήρχαν και κάποιοι άλλοι Βλάχοι στη γύρω περιοχή, οι οποίοι είχαν ήδη εξισλαμιστεί.
Για την παλαιότερη παρουσία βλάχικων πληθυσμών μέχρι τους πρώτους οθωμανικούς χρόνους στην περιοχή λίγο βορειότερα της Θεσσαλονίκης και ιδιαίτερα στις περιοχές των κοιλάδων του Αξιού και του Γαλλικού ποταμού φαίνεται πως συνηγορούν και κάποιες παραδόσεις για τους Μιγιάκους. Οι Μιγιάκοι, οι παλαιοί παραδοσιακοί νομαδοκτηνοτροφικοί πληθυσμοί της περιοχής ανάμεσα στο Ντέμπαρ (Δίβρη) και το Γκόστιβαρ, στα δυτικά εδάφη της π.Γ.Δ.Μ., διατήρησαν παραδόσεις πως κάποιοι από τους προγόνους τους αποσύρθηκαν στην ορεινή αυτή περιοχή, προερχόμενοι από την περιοχή του Γαλλικού ποταμού. Οι πρόγονοι των Μιγιάκων, ένα πιθανότατα φυλετικό μίγμα σλαβόφωνων και βλαχόφωνων πληθυσμών, εγκατέλειψαν την περιοχή του Γαλλικού ίσως κάτω από την πίεση των τουρκικών εποικίσεων στην Κεντρική Μακεδονία και των προβλημάτων που δημιούργησαν σταδιακά στους χριστιανικούς πληθυσμούς της περιοχής.294 Ο Σωκράτης Διάκος επισημαίνει πως κάποια υστερομεσαιωνική πηγή αναφέρει την ύπαρξη, γύρω στα 1550, μίας κτηνοτροφικής πατρίας στην περιοχή της κοιλάδας του Γαλλικού, των γνωστών Μόριων Βλάχων.295 Αυτοί οι «βλάχικοι πληθυσμοί» σχετίζονται ίσως με τους Μαυρόβλαχους ή Μορλάκους άλλων αναφορών.
Τελευταίο απομεινάρι κάποιων ευρύτερων βλάχικων εγκαταστάσεων και οικισμών στην Κεντρική Μακεδονία θα μπορούσε να θεωρηθεί το παλιό και εγκαταλελειμμένο σήμερα Φλαμούρι της επαρχίας Λαγκαδά, λίγο βορειότερα του Σωχού. Γηραιοί κάτοικοι των γύρω χωριών θυμούνται πως οι τελευταίοι μουσουλμάνοι κάτοικοι του Φλαμουριού ήταν άλλοτε χριστιανοί. Ο Σ. Λιάκος αναφέρει πως μέχρι το 1922, πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών με την Τουρκία, οι πιο ηλικιωμένοι κάτοικοι του Φλαμουριού εξακολουθούσαν να μιλούν βλάχικα, αν και φαίνεται πως τα τουρκικά είχαν από καιρό επικρατήσει.296 Ενισχυτική για την παλαιότερη παρουσία Βλάχων στην ευρύτερη περιοχή είναι και η ολιγόλογη αναφορά του Δημήτριου Φιλιππίδη πως το σημερινό χωριό Λευκοχώρι της επαρχίας Λαγκαδά, το παλιό Κλέπε, ήταν άλλοτε μεγάλο βλαχοχώρι, οι κάτοικοι του οποίου είχαν εξισλαμιστεί γύρω στα 1756.297 Το πότε εξισλαμίστηκαν οι κάτοικοι του Λευκοχωρίου και του Φλαμουριού είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια. Το φαινόμενο του εξισλαμισμού στα χωριά βόρεια της λιμνολεκάνης του Λαγκαδά εξαπλώθηκε σταδιακά, γνωρίζοντας κάποιες στιγμές έξαρσης, όπως στα μέσα του 18ου αιώνα, αλλά και με τα επαναστατικά γεγονότα στη Χαλκιδικής στα 1821-22.298 Σύμφωνα με οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα του 1771, το Φλαμούρι αναφέρεται ως τσιφλίκι με χριστιανούς κατοίκους, οι οποίοι απέδιδαν φόρο 2.900 άσπρων. Άρα ο εξισλαμισμός των κατοίκων του Φλαμουριού σημειώθηκε μετά το 1771. Σύμφωνα με κάποιο αρκετά μεταγενέστερο κατάστιχο του 1861-1862, το Φλαμούρι ήταν πια κεφαλοχώρι με 325 μουσουλμανικά σπίτια.299 Το 1914 στο Φλαμούρι κατοικούσαν 1.385 μουσουλμάνοι και στο Λευκοχώρι 938 μουσουλμάνοι. Και στα δύο χωριά οι κάτοικοι θεωρούνταν πια Τούρκοι.300 Ίσως, λοιπόν, αν οι πληροφορίες και οι σχετικές παραδόσεις ευσταθούν, τα χωριά Φλαμούρι και Λευκοχώρι ήταν κάποιοι χαμένοι συνδετικοί κρίκοι ενός παλαιότερου και ευρύτερου αριθμού βλάχικων εγκαταστάσεων στην Κεντρική Μακεδονία.Ίσως και να ήταν ό,τι απέμεινε από κάποιους άλλους βλάχικους πληθυσμούς της Κεντρικής Μακεδονίας, τους Βλαχορηχίνους ή Βλαχορυγχίνους.
289. Παπαγεωργίου, ό.π..
290. Καφτατζής, ό.π., σελ. 173.
291. Αραβαντινός, Π., «Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων», Αθήνα 1903, σελ. 32. Η επιφύλαξη προέρχεται από την άποψη που εκφράζει ο Αραβαντινός πως από αυτόν ονομάστηκε Μπογδανία η σημερινή Μολδαβία.
292. Caranica, ό.π., σελ. 302-303.
293. Λιάκος, Σωκράτης Ν., «Τι πράγματι ήσαν οι Σκλαβήνοι (=Asseclae), έποικοι του θέματος Θεσσαλονίκης (Δρουγουβίται - Ρυγχίνοι - Σαγουδάτοι)», Μικρευρωπαϊκές Μελέτες 4, Θεσσαλονίκη 1971, σελ. 146-153. Βακαλόπουλος, Απόστολος, «Ιστορία της Μακεδονίας, 1354-1833», Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 225, 227, 239. Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Τόμος Α’, Αρχές και διαμόρφωσή του», έκδοση Β’, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 38, παραπέμπει: Μοσχόπουλος, Νικηφόρος, «Η Ελλάς κατά τον Εβλιά Τσελεμπή (μία τουρκική περιγραφή της Ελλάδας κατά τον ΙΖ’ αιώνα)», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 14, 1938, σελ. 503,506.
294. Cvijić, Jovan, «La peninsule Balkanique», πρώτη έκδοση Paris 1860, δεύτερη έκδοση Paris 1819, σελ. 399-398, 458-460. Capidan, Theod., «Românii Nomazi», Cluj 1926, σελ. 57. Matkovski, Aleksandar. «About the Wallachian livestock breeding organization in the Balkans with special attention to katun». Review XXXI 2, Skopje 1987, σελ. 199-221.
295. Λιάκος, ό.π., σελ. 126-153.
296. Λιάκος., ό.π., 151. Λιάκος, Σωκράτης Ν., «Η καταγωγή των Βλάχων ή Αρμάνιων», Μικρευρωπαϊκές - Βαλκανικές Μελέτες 2, Θεσσαλονίκη 1965, σελ. λα. (Το Φλαμούρι συναντιέται και με τους παλαιότερους τύπους Φλαμούρ, Χλαμούρ, Χλαμούς και Αχλαμούρ).
297. Φιλιππίδης, Δημήτριος, «Η Μακεδονία ιστορικώς, εθνολογικώς, γεωγραφικώς, στατιστικώς». Εν Αθήναι 1906, σελ. 69.
298. Σιώρης, Μακεδόν.« Η ελληνορθόδοξος κωμόπολις Βυσόκα», Μακεδονικό Ημερολόγιο 1909. σελ. 200-205. Γεωργιάδης, Ηλίας Γ., «Ανθεμούς», Μακεδονικό Ημερολόγιο 1910, σελ. 318-323.
299. Δημητριάδης. Βασίλης. «Φορολογικές κατηγορίες των χωριών της Θεσσαλονίκης κατά την Τουρκοκρατία», Μακεδονικά. 1980, σελ. 426,443.
300. ΓΔΜ. Φ. 51. Στατιστική πληθυσμού και εκπαίδευσης Επαρχίας Λαγκαδά, Πίναξ εμφαίνον τον αριθμό των τουρκικών συνοικισμών της άνω περιφέρειας, 5 Απριλίου 1914.
ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
1.3. Η προέλευση των Βλαχομογλενιτών
Είναι γεγονός πως, εκτός του αυτοπροσδιοριστικού όρου, οι Βλαχομογλενίτες παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές από τους υπόλοιπους Βλάχους της Νότιας Βαλκανικής. Στην περίπτωση των Βλαχομογλενιτών, η στερεότυπη αντίληψη περί Βλάχων είναι παντελώς άτοπη. Οι Βλαχομογλενίτες κάνουν την εμφάνισή τους στους νεότερους χρόνους ως ένας αγροτικός πληθυσμός στενότατα συνδεδεμένος με τη γη και την αγροτική ζωή. Αυτές και άλλες διαφορές τους, σε σχέση με τους υπόλοιπους Βλάχους, φαίνεται πως ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον και προβλημάτισαν τους πρώτους ερευνητές. Καθώς οι έρευνες προχωρούσαν, αποκαλύφθηκε πως η προέλευση των Βλαχομογλενιτών είναι πραγματικά αινιγματική, και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι των υπόλοιπων Βλάχων.
Μία από τις απόψεις που έχουν εκφραστεί σχετίζει τους Βλαχομογλενίτες με τους Πετσενέγκους ή Πατζινάκους και τους Κουμάνους ή Κομάνους, που εγκατέστησαν στην περιοχή οι βυζαντινοί αυτοκράτορες ανάμεσα στα τέλη του 11ου και τις αρχές του 12ου αιώνα. Από τον 9ο αιώνα, τα δύο αυτά τουρκικά φύλα της Κεντρικής Ασίας αλληλοδιαδέχτηκαν το ένα το άλλο στις στέπες της Νότιας Ρωσίας, της Ουκρανίας και στις σημερινές ρουμανικές επαρχίες της Μολδαβίας (Moldova) και της Βλαχίας (Muntenia και Oltenia). Στις ρουμανικές επαρχίες βόρεια του Δούναβη, αλλά και κατά τις επιδρομές τους στα τότε βυζαντινά εδάφη στη σημερινή Βουλγαρία, φαίνεται πως ήρθαν σε επαφή με κάποιες ομάδες «βλάχικων πληθυσμών». Αυτοί οι «βλάχικοι πληθυσμοί» είτε βρίσκονταν ήδη εκεί, οπότε θα πρέπει να λογίζονται ως γηγενές και εκλατινισμένο στοιχείο, είτε μετακινήθηκαν από το νότο και άρα θα πρέπει να είχαν κάποια συγγένεια με τους μακρινούς προγόνους των Βλάχων των ελληνικών χωρών. Όπως και να έχει, οι τουρκόφωνοι Πετσενέγκοι και Κουμάνοι και οι βλαχόφωνοι πληθυσμοί που συνάντησαν ήρθαν, πολύ πιθανόν, σε κάποια στενή επαφή, δημιουργώντας ένα φυλετικό και πολιτισμικό αμάλγαμα, ανάλογο του φυλετικού κράματος ανάμεσα στους Βούλγαρους-Σλάβους και τους Βλάχους της μεσοανατολικής Βαλκανικής, την περίοδο της δυναστείας των Ασανηδών. Την περίοδο των πολεμικών αντιπαραθέσεων των Βυζαντινών με τους Πετσενέγκους και τους Κουμάνους εισβολείς, στα εδάφη της σημερινής Βουλγαρίας και της Θράκης, συναντούμε «βλάχικους πληθυσμούς» να συμμετέχουν και στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Το 1091, σε μία από τις συχνές επιδρομές, οι εισβολείς ηττήθηκαν από τον Αλέξιο A' Κομνηνό σε μία μάχη στο όρος Λεβούνιο, κοντά στο ανατολικό στόμιο του δέλτα του Έβρου. Ο στρατός των συμμάχων εισβολέων φαίνεται πως αποτελούνταν από Πετσενέγκους, Κουμάνους και Βλάχους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Άννα Κομνηνή, ένας αναρίθμητος λαός με γυναίκες και παιδιά χάθηκε ολόκληρος σε μία μέρα. Από τους αιχμαλώτους σχηματίστηκε ένα τάγμα του βυζαντινού στρατού και κάποια ομάδα αιχμαλώτων «εις το των Μογλενών θέμα κατωκίσθησαν». Οι ηττημένοι Πετσενέγκοι και Κουμάνοι εγκαταστάθηκαν στα Μογλενά ως «προνοιάριοι» (κληρούχοι γης) και φαίνεται πως παρέμειναν εκεί με τις οικογένειές τους δουλεύοντας τη γη. Στα 1122-23 σημειώνεται η τελευταία αναφερόμενη στις πηγές επιδρομή στο Βυζάντιο από τους τελευταίους Πετσενέγκους και Κουμάνους που είχαν διαφύγει από την πανωλεθρία του Λεβουνίου. Ο Ιωάννης Β' Κομνηνός συνέτριψε τους εισβολείς και πολλοί από τους διασωθέντες απορροφήθηκαν από την αυτοκρατορία ως μισθοφόροι. Παράλληλα σε ορισμένους από αυτούς δόθηκαν γαίες στην περιοχή των Μογλενών.278 Ήδη στα 1181 είχαν δημιουργηθεί αρκετές «πρόνοιες» στο θέμα των Μογλενών για Κουμάνους στρατιώτες. Ο βυζαντινός θεσμός της «πρόνοιας» ήταν η παραχώρηση φορολογικών εσόδων σε στρατιώτη σε αντάλλαγμα στρατιωτικής υπηρεσίας. Οι παραχωρήσεις αυτές δεν ήταν κληρονομικές το 12ο αιώνα. Στο χωριό Χώστιανη, το σημερινό Αρχάγγελο, παραχωρήθηκαν πρόνοιες και πάροικοι σε έξι στρατιώτες.279 Αυτοί όμως δεν πρέπει να ήταν οι μόνοι Κουμάνοι στρατιώτες που πήραν πρόνοιες στην περιοχή των Μογλενών. Είναι γνωστό πως στα χρόνια του Μανουήλ Κομνηνού είχαν παραχωρηθεί πρόνοιες στα Μογλενά σε δεκαέξι τουλάχιστον Κουμάνους στρατιώτες.280
Αν και οι γραφές αναφέρονται σε μετεγκατάσταση Πετσενέγκων και Κουμάνων, ανάμεσα στους αιχμαλώτους που βρέθηκαν στα Μογλενά θα πρέπει να υπήρχαν και αρκετοί από τους βλαχόφωνους συμμάχους τους. Το αν και κατά πόσο οι αιχμάλωτοι τουρκογενείς και τουρκόφωνοι εισβολείς, Πετσενέγκοι ή Κουμάνοι, που εγκαταστάθηκαν στα Μογλενά, γνώριζαν μία λατινογενή γλώσσα δεν είναι και τόσο σίγουρο. Η βλαχοφωνία θα πρέπει να ήταν χαρακτηριστικό των συμμάχων τους, που ίσως αιχμαλωτίστηκαν μαζί τους, ή ανθρώπων που βρήκαν να κατοικούν ήδη στα Μογλενά. Το 12ο αιώνα η Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους κατείχε ορεινά βοσκοτόπια στο θέμα των Μογλενών που τα χρησιμοποιούσαν κάποιοι Βλάχοι. Στα 1184 η μονή αναγκάστηκε να προσφύγει στον αυτοκράτορα. όταν κάποιοι Κουμάνοι των Μογλενών εκμεταλλεύτηκαν τα βοσκοτόπια αυτά, γνωστά ως βοσκοτόπια των «Πουζουχίων», χωρίς να καταβάλουν τη «δεκαετία». Επίσης ιδιοποιήθηκαν τα δικαιώματα της μονής πάνω σε Βλάχους και Βούλγαρους κτηνοτρόφους, μετατρέποντάς τους παράνομα σε δικούς τους πάροικους. Οι ενέργειες τους οδήγησαν σε έλλειψη βοσκοτόπων, και οι Βλάχοι μετέφεραν τα κοπάδια τους σε γειτονική κρατική γη, χρησιμοποιώντας δύο στάνες που βρίσκονταν σε κρατικά ορεινά βοσκοτόπια, «δημοσιακή πλάνηνα». Τελικά οι δύο στάνες παραχωρήθηκαν στη Μεγίστη Λαύρα μαζί με το δικαίωμα να εισπράττει όλα τα ενοίκια που κατέβαλαν στο παρελθόν οι χρήστες της στάνης. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι ξεκάθαρο κατά πόσο οι κτηνοτρόφοι αυτοί εφάρμοζαν εποχιακή μετακίνηση ή κάποια λιγότερο οργανωμένη μορφή νομαδικού βίου.281 Μέσα όμως από τις σχετικές βυζαντινές πηγές πληροφορούμαστε πως οι διεκδικούμενοι Βλάχοι ανήκαν αρχικά στη δικαιοδοσία του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου και προφανώς ήταν δουλοπάροικοι στα κτήματά του. Το μοναστήρι αυτό ήταν μετόχι του μοναστηριού του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, δηλαδή της Μεγίστης Λαύρας. Ωστόσο, το σημαντικότερο είναι πως οι πηγές μας πληροφορούν για την ύπαρξη στην περιοχή και κάποιων άλλων Βλάχων κατοίκων, οι οποίοι όμως αναφέρονται ως «ελεύθεροι».282 Θα πρέπει, λοιπόν, να εξεταστεί σοβαρότερα η περίπτωση οι αιχμάλωτοι Πετσενέγκοι και Κουμάνοι να εγκαταστάθηκαν στα Μογλενά δίπλα σε προϋπάρχοντα βλαχόφωνα πληθυσμιακά στοιχεία.283
Οι διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στους Βλαχομογλενίτες και τους υπόλοιπους Βλάχους δε σημαίνουν αναγκαστικά πως έχουν απόλυτα διαφορετική προέλευση. Μπορεί και οι δύο ομάδες να προέρχονται από αυτοχθόνους, αλλά και ετερόκλητους πληθυσμούς, οι οποίοι λατινοφώνησαν κάτω από διαφορετικές συνθήκες, με την προσθήκη κάποιων Κουμάνων Πετσενέγκων Βλάχων στην περίπτωση των Μογλενιτών Βλάχων. Εξάλλου, πολλές βυζαντινές πηγές αναφέρουν την ταυτόχρονη, λίγο ή πολύ, παρουσία Βλάχων στη Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Αλβανία, τη Δυτική Μακεδονία και τη Χαλκιδική. Κάποιες μάλιστα από αυτές τις αναφορές είναι κατά πολύ προγενέστερες της εγκατάστασης των αιχμαλώτων στα Μογλενά.284 Η διαφοροποίηση ανάμεσα στους Βλαχομογλενίτες και τους υπόλοιπους Βλάχους της νότιας Βαλκανικής θα πρέπει να ενισχύθηκε σημαντικά και στα χρόνια που ακολούθησαν, καθώς βρέθηκαν να ζουν δίπλα σε διαφορετικούς γείτονες. Οι Βλαχομογλενίτες βρέθηκαν ανάμεσα σε σλαβόφωνους, ενώ οι υπόλοιποι Βλάχοι, ανάμεσα σε ελληνόφωνους κυρίως, αλλά και αλβανοφώνους πληθυσμούς. Τελικά, όπως και να έχει, η γλωσσική διαφοροποίηση ανάμεσα στην «κοινή» βλάχικη και τη μογλενίτικη βλάχικη είναι αρκετά σημαντική, έτσι ώστε η επιστήμη της ρωμανικής γλωσσολογίας να θεωρεί πως η μογλενίτικη βλάχικη είναι σήμερα μία από τις τέσσερις νεολατινικές γλώσσες, που προήλθαν από τη δημώδη βαλκανική λατινική. 285
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία που αναφέρει ο βυζαντινός ιστορικός Χωνιάτης για κάποιο Βλάχο με το όνομα Ντομπρομίρ Χρυσής ή Χρυσός. Στα τέλη του 12ου αιώνα, ο Χρυσής υποστήριξε αρχικά τους Βυζαντινούς και αργότερα τους Ασανήδες. Ωστόσο, στα 1196 οι Βυζαντινοί του παραχώρησαν τη διοίκηση της Στρώμνιτσας και ο Χρύσης μπήκε και πάλι στην υπηρεσία τους. Φέρεται μάλιστα πως παντρεύτηκε μία βυζαντινή πριγκίπισσα, τη Θεοδώρα, εγγονή του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ' Αγγέλου. Λίγο αργότερα, εκμεταλλευόμενος τις συγκρούσεις των Βυζαντινών με τους Ασανήδες, ο Χρύσης επαναστάτησε και δημιούργησε ένα εφήμερο ανεξάρτητο «δουκάτο» στην περιοχή της κοιλάδας του Αξιού και την περιοχή της Στρώμνιτσας. Το διοικητικό κέντρο της επικράτειάς του βρισκόταν στην πόλη-οχυρό του Πρόσακου, κοντά στο Δεμίρ Καπού, στις Σιδηρές Πύλες του Αξιού.Ένα μέρος αυτών των περιοχών υπαγόταν τότε στην επισκοπή Μογλενών. Ο Χρύσης λεηλάτησε τις γύρω περιοχές, κατέλαβε τον Πρίλαπο (Περλεπέ) και το Μοναστήρι και έφτασε μέχρι τις περιοχές των Σερρών και της Στερεός Ελλάδας. Συνεργάστηκε μάλιστα με δύο Βυζαντινούς στασιαστές, το Μανουήλ Καμύτζη και τον Ιωάννη Σπυριδωνάκη.286 Εκείνη την εποχή, στην περιοχή της Στρώμνιτσας και του κάτω Αξιού είναι πολύ πιθανόν να υπήρχε κάποιο βλάχικο πληθυσμιακό στοιχείο που βοήθησε τις επιδιώξεις του Χρύση. Αυτοί οι Βλάχοι και οι πρόγονοι των σημερινών Μογλενιτών Βλάχων προέρχονται πιθανώς από την ίδια και κάποτε πολυπληθέστερη ομάδα Βλάχων, που ζούσε τότε στην ευρύτερη Κεντρική Μακεδονία. Μετά την ήττα του Χρύση, στα 1199, ένα μέρος των υποστηρικτών του και ανάμεσά τους ίσως και αρκετοί Βλάχοι της περιοχής, αιχμαλωτίστηκαν και αναφέρεται πως μεταφέρθηκαν στη Μικρά Ασία, με πιθανό αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του δημογραφικού τους δυναμικού.287 Ωστόσο η βλάχικη παρουσία στην περιοχή της κάτω κοιλάδας του Αξιού δεν πρέπει να είχε εκλείψει εντελώς και αυτό γιατί μερικά χρόνια αργότερα, στα 1205, ο Ετζυισμένος ή Σισμάν, ένας Βλάχος στρατιωτικός στην υπηρεσία των Ασανηδών, ήταν φρούραρχος του Πρόσακου. Με τις διασυνδέσεις που διέθετε ήρθε σε συνεννόηση με τους Θεσσαλονικείς και φέρεται πως τους έπεισε ότι η κυριαρχία ενός ορθόδοξου ηγεμόνα ήταν προτιμότερη από την κυριαρχία των αιρετικών σταυροφόρων που είχαν πριν από λίγο καταλάβει τη Θεσσαλονίκη. Μπόρεσε να διεισδύσει στην πόλη και να πολιορκήσει στην ακρόπολη του Επταπυργίου τη Μαργαρίτα την Ουγγρική, χήρα του αυτοκράτορα Ισαάκιου Αγγέλου και σύζυγο του τότε Φράγκου βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιου του Μομφερατικού.288
278. Κατσουγιάννης, Τηλέμαχος Μ., «Περί των Βλάχων των ελληνικών χώρων», A’. Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1964, σελ. 34-36. Παπαβασιλείου, Α., «Ιστορικά σημειώματα για τους Βλάχους ή Κουτσόβλαχους», Βέροια 1969, σελ. 81-82. Κομνηνή, Αννα. «Αλεξιάς». Τόμος A’, Βιβλία A’-Θ’, μετάφραση: Αλόη Σιδέρη, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1990, σελ. 299-300. Καφτατζής, Γιώργος, «Ιστορία της πόλεως Σερρών και της περιφέρειάς της. Τόμος 3ος, Βυζαντινή Περίοδος - Τουρκοκρατία - Νεότεροι Χρόνοι». Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 127- 128. Εκτενέστερη αναφορά στους Πετσενέγκους και τους Κουμάνους στην εργασία: Σαββίδης, Αλέξης Γ.Κ., «Οι Τούρκοι και το Βυζάντιο. Α’ Προ-οθωμανικά φύλα στην Ασία και στα Βαλκάνια», Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 19%. σελ. 65-82, 85-95. Angold, Michael. «Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204, μία πολιτική ιστορία», μετάφραση: Ευαγγελία Καργιανιώτη, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1997. σελ. 218-222.
279. Παπαγεωργίου, Μαρία Γ., «Το χωριό Χώστιανες του θέματος Μογλενών». Μακεδονικά 1969, σελ. 48-63. Harvey, Alan, «Οικονομική ανάπτυξη στο Βυζάντιο. 900-1200». μετάφραση: Ελένη Σταμπογλή, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Αθήνα 1997. σελ. 127.
280. Angold, ό.π., σελ. 413.
281. Harvey, ό.π., σελ.127, 257. Angold, ό.π., σελ. 485.
282. Παπαγεωργίου, ό.π., σελ. 48-63. Caranica. Nikolas. «Les Aroumains. recherches sur l’ identite d’ une ethnie», Universite de Franche – Comte, Département des Sciences Humaines U.F.R. des Sciences du Langage, de l’ Homme et de la Société. Thèse pour le Doctorat Nouveau Regime présentée par Nicolas Caranica sous la direction de Monsieur le Professeur Pierre Lévêque Doyen de la Faculté de Lettres, Paris 28 Juin 1990, σελ. 281-282.
283. Βλέπε κεφάλαιο: «Αρχάγγελος».
284. Winnifrith. TJ., «The Vlachs, the History of a Balkan People», Duckworth, London 1987, σελ. 110-122.
285. Λαζάρου, Αχιλλέας Γ., «Η Αρωμουνική και αι μετά της Ελληνικής σχέσεις αυτής. Βλάχοι, Ιστορική - Φιλολογική Μελέτη», β’ έκδοση, Αθήνα 1986, παραπέμπει: Tagliavini, C., «Le origini delle lingue neolatine», Bologna 1964, σελ. 300.
286. Άμαντος, K, «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», τόμος Β’, Αθήνα 1957, σελ. 317-18. Ostrogorsky, Georg, «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», Τόμος Γ’, μετάφραση: Ιωάννης Παναγόπουλος, Επιστημονική Εποπτεία: Ευάγγελος Κ. Χρυσός, Εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος. Αθήνα 1981, σελ. 81-82. Wace, Alan J.B. - Thompson, Maurice ., «Οι Νομάδες των Βαλκανίων», Αφοί Κυριακίδη, Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων 2, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 263-264. Nardis, J.G., «The Aromani: Approches to the evidence», Balkan Archiv, NF, Beiheft, Bd.5, «Die Aromunen», Ed. Rupprecht Rohr, Hamburg 1987, σελ. 44. Winnifrith. ό.π., σελ. 119. Καφτατζής, ό.π. σελ. 131.
287. Caranica, ό.π., σελ. 289.
288. Ταρφαλής, Ορέστης, «Θεσσαλονίκη, από τις απαρχές μέχρι τον ΙΔ’ αιώνα», μετάφραση: Αγγελική Νικολοπούλου, επιμέλεια: Α.Γ.Κ. Σαββίδης, Τροχαλίας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 145-146.
Σελίδα 1 από 3
Όταν αναζητούμε τους σημαντικότερους βλάχικους οικισμούς ή τις εγκαταστάσεις, η Ηράκλεια Σερρών σπάνια συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στους πλέον προβεβλημένους. Παραμένει μία σχετικά άγνωστη περίπτωση,...
Εις μνήμην του ερευνητή, συγγραφέα και εκπαιδευτικού Αστέριου Κουκούδη, που “έφυγε” σε ηλικία 50 χρονών, στις 27 Φεβρουαρίου 2018, η ιστοσελίδα Πεμπτουσία αναδημοσίευσε μια παλαιότερη συνέντευξή του...
Εισαγωγικά - ιστορικές διευκρινίσεις Ο όρος εθνισμός (ethnicity) (Αγγελόπουλος 1997: 18-25, Williams 1989: 401-444. Barth 1969, Danfort, 1995, Hobsbawm, 1990) προσδιορίζει τις κοινωνικές σχέσεις...
Αν και τα βοσκοτόπια των βόρειων πλαγιών του Βερμίου θα πρέπει να ήταν γνωστά στα φαλκάρια των Αρβανιτόβλαχων που έφτασαν ήδη από τα μέσα του α' μισού του 19ου αιώνα στην ευρύτερη περιοχή, ανάμεσα...
1.1. Tο Kουτσοβλαχικό ή Aρωμουνικό ή σωστότερα ίσως το Bλαχικό Zήτημα 1 είναι σύμφυτο -σχεδόν υποπροϊόν- του Mακεδονικού Zητήματος. Aν και η ονομασία δεν βρίσκει σύμφωνη τη βιβλιογραφία, ωστόσο...
Παρά τα όποια προβλήματα προσαρμογής των πρώτων ημερών της απελευθέρωσης και σε αντίθεση με τους αναμενόμενους φόβους για πράξεις αντεκδικήσεις 1 , πολύ σύντομα, οι ομάδες των ρουμανιζόντων Βλάχων...
Αγαπητά μας παιδία, Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια, δηλαδή ένας ολόκληρος αιώνας, από τότε που η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία απελευθερώθηκαν και εντάχθηκαν μαζί με άλλες περιοχές της πατρίδας μας...
Είναι γνωστό [1] από την ιστοριογραφία περί Βλάχων πως μία σειρά από ιστορικά γεγονότα, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, στάθηκαν αφορμές και αιτίες για τη μαζική διασπορά βλάχικων...
Οι διάφορες μελέτες αναγνωρίζουν το ιστορικό γεγονός πως τα σημερινά βλαχοχώρια και οι εγκαταστάσεις των Βλάχων στην περιοχή του Βερμίου, της Βέροιας και της Νάουσας είναι αποτέλεσμα πληθυσμιακών...
Είναι αλήθεια πως, μέχρι και σήμερα, κυριαρχούν κάποιες ισχυρά στερεότυπες αντιλήψεις περί Βλάχων. Δυστυχώς, είναι πολλοί αυτοί που αγνοούν τις πολλαπλές οικονομικές δραστηριότητες και το εύρος της...
Τα βλαχοχώρια της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας αναπτύχθηκαν στα ορεινά και τις διαβάσεις της περιοχής ως δορυφόροι ενός οικιστικού συστήματος με αναμφισβήτητο μητροπολιτικό κέντρο την περιοχή στη...
Είναι γνωστό πως η παλαιότερη σαφής αναφορά για την παρουσία βλάχικων πληθυσμών στον ελληνικό χώρο και γενικότερα στη νότια Βαλκανική, πολύ κάτω από το Δούναβη, χρονολογείται στα 976. Εκείνη τη...
Όταν αναφερόμαστε στους διάφορους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις, η Ηράκλεια Σερρών σπάνια συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα σε αυτούς. Παραμένει μία από τις πλέον άγνωστες περιπτώσεις. Ωστόσο,...
Τα χρόνια και τα γεγονότα που συνδέονται με την επανάσταση του 1821 αποτέλεσαν μία χρονική και ιστορική καμπή για τη γεωγραφική χωροθέτηση των Αρβανιτόβλαχων στη Βαλκανική. Μέχρι τότε μπορούμε να...
Σταδιακά και από τις αρχές του 19ου αιώνα, η Κατερίνη εξελίχθηκε σε διοικητικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής ανάμεσα στα Πιέρια και τον Όλυμπο. Εκείνη την εποχή, η περιοχή της Πιερίας αποτελούσε...
Η Αστική Σχολή Βαρδαρίου υπήρξε το δεύτερο πρωτοβάθμιο εκπαιδευτήριο για αγόρια που έθεσε σε λειτουργία η ελληνορθόδοξη κοινότητα Θεσσαλονίκης, μετά από αυτό της Κεντρικής Αστικής Σχολής. Το...
Η παρουσία στη Θεσσαλονίκη ενός μικρότερου ή μεγαλύτερου αριθμού ορθόδοξων χριστιανών βλάχικης καταγωγής επιβεβαιώνεται, μέσα από αρχειακές πηγές, καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Στα...
Όταν γύρω στα 1770 ξέσπασε το κίνημα των Ορλωφικών, τα βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου βρίσκονταν σε μία πορεία ανάπτυξης, όπως κι άλλες ορεινές και προνομιούχες, για τα τότε δεδομένα, περιοχές της...
Τις τελευταίες δεκαετίες, μία πληθώρα βιβλίων με αντικείμενο τους Βλάχους και τους Σαρακατσαναίους έχει κατακλίσει τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Ενθαρρυντικό είναι επίσης το γεγονός πως πολλά από αυτά...
Η διασπορά των Βλάχων από την περιοχή του Γράμμου ήταν εξίσου μεγάλη, όσο και αυτή από την περιοχή της Μοσχόπολης. Εξάλλου, και στις δύο περιπτώσεις τα αίτια ήταν τα ίδια, και κυρίως οι προστριβές...
Η βλάχικη διάσταση της Ελλάδας την κάνει πιο «πλούσια και ισχυρή» Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα έκθεση θα παρουσιαστεί στο Νυμφαίο της Φλώρινας από τις 11 ως τις 20 Αυγούστου. Πρόκειται για την έκθεση...
Αγαπητές κυρίες και κύριοι, Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκλησή σας να παραβρεθώ και να συμμετέχω στις εορταστικές εκδηλώσεις της Society Farcarotul για τα εκατό χρόνια από την ίδρυσή της....
Πριν ασχοληθούμε πιο διεξοδικά με το θέμα επιτρέψτε μου να απαντήσω, με έναν έμμεσο τρόπο, σε ένα πολύ βασικό ερώτημα. Ίσως το πιο βασικό και κυρίως για αυτούς που θέλουν να βλέπουν τα πράγματα στην...
1. Οι απαρχές Τα βλάχικα, αν και ποτέ δε συγκρότησαν μια ομογενοποιημένη, κωδικοποιημένη και κοινά αποδεκτή μορφή, είναι σίγουρο πως πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μια λατινογενής ή αλλιώς...
Είναι γνωστό πως ο εθνονυμικός όρος «Βλάχος» και κατ’ επέκταση το παράγωγο τοπωνύμιο «Βλαχία», όπως κι ο επιθετικός προσδιορισμός «βλάχος», είναι όροι πολύ γενικοί. Έχουν υιοθετηθεί και ενσωματωθεί...
Καλησπέρα κυρίες και κύριοι, Απόψε, εδώ στην καρδιά του θεσσαλικού κάμπου, συναντιόμαστε για να γιορτάσουμε και να διασκεδάσουμε, Καραγκούνηδες, Βλάχοι και Σαρακατσαναίοι. Η αντάμωσή μας δε θα...
Με την ευκαιρία αυτής της λαμπρής εκδήλωσης του οργάνωσε ο Πολιτιστικός Συλλόγου Βλάχων Θέρμης και Τριαδίου “Ο Άγιος Νικόλαος” και μας παρουσιάζει ο Σύλλογος Βλάχων Ν. Σερρών “Γεωργάκης Ολύμπιος”,...
Συνεχίζοντας τις δημοσιεύσεις για τις επιστολές διαμαρτυρίας των Βλάχων της Πιερίας για τη δράση της Ρουμανικής Προπαγάνδας κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, παρουσιάζουμε τον κατάλογο των 444...
Για να γίνει καλύτερα κατανοητός ο πολιτισμικός χαρακτήρας των ημινομαδικών βλαχοχωριών των Γρεβενών θα ήταν σωστότερο να γίνει μία ιστορική αναδρομή και μία προσπάθεια εξήγησης για το πως οι Βλάχοι...
Τα Μεγάλα Λιβάδια, μία από τις τελευταίες εξαιρεθείσες και εναπομείναντες κοινότητες της Ελλάδας, υπάγονται στην επαρχία Παιονίας του νομού Κιλκίς. Είναι κτισμένα πάνω στο κεντρικό οροπέδιο του...
Πολλά έχουν γραφτεί γύρω από την ονοματολογία των Βλάχων και είναι μάλλον αναγκαίο να γίνει μία προσπάθεια παρουσίασης των διάφορων ονομάτων με τα οποία είναι γνωστοί οι Βλάχοι. Θα πρέπει να...
1. Παπαγιάννης, Σταύρος Αστερίου, “ Τα Παιδιά της Λύκαινας. Οι “επίγονοι” της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944) ”, Εκδόσεις Σόκολη, Αθήνα 1999. Ο κύριος Παπαγιάννης...
Ο εκμοντερνισμός των πάντων μέσα στις τελευταίες δεκαετίες ίσως δημιουργεί την αίσθηση σε ορισμένους πως οι Βλάχοι δεν πολυενδιαφέρονται για την ιστορία και τις παραδόσεις τους. Και πως με την...
Ο κύριος Αχιλλέας Ανθεμίδης έγραψε ένα βιβλίο 350 σελίδων με τίτλο "Οι Βλάχοι της Ελλάδος", αγνοώντας ή παραγνωρίζοντας ουσιαστικά τους Βλάχους και την ιστορία τους. Μπορεί να μεγάλωσε στην περιοχή...
Είναι γνωστό πως εκτός από τους ίδιους τους Βλάχους υπάρχουν αρκετοί που παρουσιάζονται να ενδιαφέρονται για τα “βλάχικα πράγματα”. Το να ενδιαφέρονται κάποιοι για μας ή να παρουσιάζονται πως...